Ο μητροπολίτης Παΐσιος και η βλάχικη επιγραφή του Κλεινοβού: αλφάβητο και εθνικό πρόβλημα

Ο μητροπολίτης Παΐσιος και η βλάχικη επιγραφή του Κλεινοβού: αλφάβητο και εθνικό πρόβλημαΟ ναός της Μονής των Αγίων Αποστόλων, κοντά στον Κλεινοβό (Κλεινό) Ασπροποτάμου, στην περιοχή Καλαμπάκας, διακοσμήθηκε -μέρος του τουλάχιστον- στο τελευταίο μάλλον τέταρτο του ΙΗ' αιώνα, στις μέρες που τον επισκοπικό Θρόνο των Σταγών (Καλαμπάκας) κατείχε ο Κύριλλος από την Κοζάνη ή από την Καστανιά.

Όπως μνημονεύεται στην κτητορική επιγραφή (εικ. 1) -στον εσωτερικό δυτικό τοίχο, πάνω από την κεντρική είσοδο του ναού- που όμως δεν δίνει περισσότερα στοιχεία για την ακριβή χρονολόγηση διακόσμου και επιγραφής, δωρητές ήταν οι Ιερομόναχοι Κυπριανός και Θεόκλητος1.
Δεν μπόρεσα να βρω τον επίσκοπο Σταγών Κύριλλο στους επισκοπικούς καταλόγους που δημοσιεύτηκαν μέχρι σήμερα και που παρουσιάζουν πολλά χάσματα -αν όχι και λάθη, όπως νομίζω2.
Οι τοιχογραφίες, έργο, κατά την επιγραφή, του ζωγράφου Μιχαήλ Αναγνώστη Δημητρίου από τη Σαμαρίνα (από τα πρώτα γνωστά έργα σαμαριναίων ζωγράφων3), αρκετά προσεγμένες στην απόδοση της λεπτομέρειας, με κάποια πομπώδη θεατρική κίνηση, αίσθηση του χώρου, διακοσμητικό αίσθημα και έντονες χρωματικές αντιθέσεις, μαρτυρούν ήδη την αποδοχή και την επίδραση αισθητικών λύσεων του μπαρόκ πάνω στην τέχνη της βυζαντινής παράδοσης. Μαρτυρούν ταυτόχρονα και κάποια προσπάθεια ανανέωσης και αναζήτησης ζωγραφικής ποιότητας, επιστρέφοντας σε εικονογραφικά πρότυπα του 15ου και του 16ου αιώνα -από μνημεία της περιοχής- που όμως αποδίδονται με ανανεωμένους τεχνοτροπικούς τρόπους. Πρόκειται δηλαδή για ένα ζωγραφικό σύνολο ιδιαίτερα ενδιαφέρον για την μελέτη των τάσεων της ζωγραφικής της βυζαντινής παράδοσης στα τέλη του 18ου αιώνα.
Δεν θα επιχειρήσω εδώ τη μελέτη αυτής της ζωγραφικής. Πρόθεσή μου είναι να παρουσιάσω, αυτή τη φορά, μια σειρά από επιγραφές και επιγραφικά κείμενα που συνοδεύουν τις τοιχογραφίες στις διάφορες χρονολογικές φάσεις τους. Πρόκειται για επιγραφές που έχουν ήδη, οι περισσότερες, δημοσιευθεί, δεν έχουν όμως πάντα συστηματικά μελετηθεί, δεν έχει τονισθεί η σημασία τους, ούτε έχουν πάντα εντοπιστεί τα προβλήματα που θέτουν στην ιστορική έρευνα.
Ιδιαίτερα αυτό ισχύει για τη δεύτερη επιγραφή, μετά την κτητορική, που βρίσκεται δίπλα σ' αυτήν πάνω στο εσωράχιο του ανοίγματος της εισόδου του ναού, σ' όλο το πάχος του τοίχου. Πρόκειται για ένα κείμενο ανώδυνο, με στίχους του Αγίου Ζωσιμά, από εκείνα που γράφονται συχνά, αυτή την εποχή, στις εισόδους των εκκλησιών με πρόδηλη την πρόθεση δημιουργίας αισθήματος φόβου και κατάνυξης στον εισερχόμενο. Η σημασία της επιγραφής δεν βρίσκεται στο περιεχόμενό της, αλλά στο γεγονός πως είναι γραμμένη σε τρεις γλώσσες, δηλαδή «ελληνικόν», στη λόγια και επίσημη εκκλησιαστική γλώσσα, «απλούν», στη δημοτική κοινή της εποχής, και «βλάχικον», μ' ένα σύστημα με βάση το ελληνικό αλφάβητο, εμπλουτισμένο με διακριτικά σημεία για την απόδοση των φθόγγων της βλάχικης γλώσσας. Η ύπαρξη και μόνον αυτής της βλάχικης επιγραφής (εικ. 2) -μοναδικής απ' όσο ξέρω και όχι μόνον στον ελληνικό χώρο- αποτελεί πρόβλημα που ελάχιστα έχει θιγεί, και δεν έχει καθόλου μελετηθεί. Σε μία μάλιστα περίπτωση η ύπαρξη της βλάχικης επιγραφής συνειδητά αποσιωπήθηκε4. Η ανάπτυξη και ανίχνευση αυτού του προβλήματος θα είναι και το κύριο θέμα αυτής της μελέτης.
Ας προχωρήσουμε όμως στην παρουσίαση και των υπόλοιπων επιγραφών. Το τρίτο επιγραφικό κείμενο δεν αφορά παρά έμμεσα το ιστορικό της διακόσμησης της εκκλησίας. Αναφέρεται όμως σε μία αντιφατική προσωπικότητα της εποχής, τον Παΐσιο5, κλεινοβίτη ιερωμένο με πλούσια δράση που διατηρεί στο διάστημα της σταδιοδρομίας του στενές επαφές με τη γενέτειρά του και το μοναστήρι της. Πρόκειται, μάλιστα, όπως θα δούμε, για αυτοβιογραφικό κείμενο του ίδιου του κλεινοβίτη ιερωμένου.

Κτητορική επιγραφή Αγίων Αποστόλων ΚλεινοβούΚτητορική επιγραφή Αγίων Αποστόλων Κλεινοβού

Ο Παΐσιος αφού χρημάτισε διάκος του Λαρίσης Μελετίου Δ', χειροτονήθηκε επίσκοπος Σταγών στις 12 Μαΐου 1784, όπου και έμεινε περίπου μέχρι το 1798. Σ' αυτό το διάστημα, ο Παΐσιος οργάνωσε σχολεία με έξοδά του στην επισκοπική του έδρα, στον Κλεινοβό τη γενέτειρά του, και αλλού. Αναφέρεται σαν δωρητής, σε επιγραφές, σε αφιερώματα και σε σημειώματα σε Μονές των Μετεώρων και αλλού στην επαρχία του6. Έτσι με έξοδά του κατασκευάσθηκε και το τέμπλο7 που δώρησε το 1789 στη Μονή των Αγίων Αποστόλων του Κλεινοβού, όπως αναφέρει η σχετική αρχαϊκή επιγραφή8. Στα 1798, με πατριαρχική και συνοδική απόφαση πήγε στο Άγιο Όρος και οργάνωσε ένα σχολείο στις Καρυές. Την ίδια χρονιά, και μετά βραχύχρονη παραμονή στην Κωνσταντινούπολη, στάλθηκε πατριαρχικός έξαρχος στην Πελοπόννησο και στη Μάνη «... δι' υψηλού βασιλικού ορισμού και γραμμάτων πατριαρχικών», με εντολή να κηρύξει την υποταγή στο «βασίλειον κράτος», περιοδεύοντας πόλεις και χωριά και νουθετώντας το χριστεπώνυμο πλήρωμα. Όπως ο ίδιος λέει, εξετέλεσε με ιδιαίτερο ζήλο και ευσυνειδησία τις εντολές της οθωμανικής διοίκησης και του Πατριαρχείου, που με ανησυχία παρακολουθούσαν τις επαναστατικές ζυμώσεις στην Πελοπόννησο, οι οποίες βρίσκονταν σε έξαρση και υποδαυλίζονταν από την εκεί δραστηριότητα πρακτόρων της επαναστατικής Γαλλίας, ιδιαίτερα την εποχή της εκστρατείας του Ναπολέοντα Μποναπάρτη στην Αίγυπτο. Αφού καθησύχασε η αναταραχή στην Πελοπόννησο, ικανοποιημένος ο Παΐσιος ανακλήθηκε στην Πόλη όπου έμεινε δέκα χρόνια αναπτύσσοντας αξιόλογη εκπαιδευτική και κοινωνική-φιλανθρωπική δραστηριότητα. Στα 1816 προβιβάστηκε στη μητροπολιτική επαρχία της Σηλυμβρίας και, μετά από 18 μηνών παραμονή εκεί, στάλθηκε άθελα του και παρά τις αντιρρήσεις του, υπέργηρος ήδη, στον υψηλό μητροπολιτικό θρόνο της Φιλιππούπολης, όπου αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα και συγκρούσεις ανάμεσα σε ομάδες της τοπικής ορθόδοξης κοινότητας. Πέθανε εκεί στο τέλος του 1821 ή στις αρχές του 1822. Άφησε με τη διαθήκη του πολλά κληροδοτήματα στην επαρχία Σταγών, σε σχολεία και Μοναστήρια, καθώς και τη βιβλιοθήκη του στη Μονή της Αγίας Τριάδας στα Μετέωρα, όπου βρέθηκε και σχολιασμένο από τον Παΐσιο αντίτυπο της Ελληνικής Νομαρχίας9.
Τα κυριότερα σημεία-σταθμοί της σταδιοδρομίας του Παΐσιου, δίνονται -μετά το απαραίτητο προοίμιο που αναφέρεται στη θεία οικονομία που διέπει τα πάντα, ακόμα και τις υλικές ουσίες και ενέργεια- σ΄ ένα εκτενέστατο κείμενο με σαράντα γραμμές και χίλιες περίπου λέξεις, που έχει καταχωρηθεί γραπτά στην κόγχη του Διακονικού του ναού του μοναστηριού, καλύπτοντας το κάτω μισό μιας παλαιότερης τοιχογραφίας που παριστάνει το Ρωμανό το Μελωδό (εικ. 3). Πρόκειται για αυτοβιογραφία του ίδιου του Παΐσιου, χρονολογημένη στις 15 Ιουνίου 181810.
Έχουμε δηλαδή ένα σχεδόν ακριβές αντίγραφο -με μικρές αλλαγές ή παραλείψεις λέξεων και με μερικά ορθογραφικά λάθη- του ιδιόχειρου βιογραφικού σημειώματος που κατάγραψε ο Παΐσιος, συνεχίζοντας παλαιά συνήθεια, στον Κώδικα της Μητρόπολης της Φιλιππούπολης, λίγον καιρό μετά από τότε που ανέλαβε τα νέα του μητροπολιτικά καθήκοντα. Το κείμενο της αυτόγραφης αυτής βιογραφίας αναφέρεται στις δραστηριότητες του Παΐσιου μέχρι την άφιξή του στη Φιλιππούπολη, στις 21 Μαΐου 1818, φέρνει την υπογραφή του και τη χρονολογία της 15 Ιουνίου 181811.
Το αντίγραφο αυτό της βιογραφίας του Παΐσιου, γραμμένο σαν τοιχογραφία σε δεύτερο στρώμα πάνω σε μέρος της παλαιότερης εικονογράφησης στην κόγχη του Διακονικού, μας επιτρέπει να θεωρήσουμε αυτές τις παλαιότερες τοιχογραφίες τουλάχιστον σαν αρχαιότερες από το 1818, ή και από το 1784, όταν ο Παΐσιος ανέβηκε στον επισκοπικό θρόνο των Σταγών. Πρέπει να χρονολογούνται στην εποχή που επίσκοπος Σταγών ήταν ο Κύριλλος από την Κοζάνη (ή από την Καστάνια, όπως αναφέρεται στην κτητορική επιγραφή που κατά περίεργο τρόπο δεν κάνει μνεία του χρόνου της τοιχογράφησης, ενώ δίνει το μήνα Δεκέμβριο που τέλειωσαν οι εργασίες.
Πάντως είναι γεγονός πως το 1820 γίνονται εργασίες στο ναό του Κλεινοβού και συμπληρώνεται, όπως διαπίστωσα, η τοιχογραφική διακόσμηση, τουλάχιστον στους τρούλους του ναού και του νάρθηκα. Πράγματι, στη βάση του κεντρικού τρούλου μα και στις βάσεις των δύο από τους τρεις τρούλους του νάρθηκα, σε ταινίες με ψαλμικά ή άλλα λειτουργικά κείμενα αναγράφεται τρεις φορές αυτή η χρονολογία: 1820 εν μηνί Νοεμβρίω· αωκ· 1820 από Αδάμ 7325 (αντί για 7328).
Υποθέτω πως ο Παΐσιος, αφού ανέβηκε άθελά του στο μητροπολιτικό θρόνο της Φιλιππούπολης, που ήταν και το αποκορύφωμα της αρχιερατικής του σταδιοδρομίας, έγινε ξανά ένα η δύο χρόνια πριν από το θάνατό του- δωρητής στο Μοναστήρι των Αγίων Αποστόλων στη γενέτειρά του τον Κλεινοβό όπου παλιότερα, το 1789, είχε προσφέρει το τέμπλο. Τότε θα ανέλαβε τη συμπλήρωση του τοιχογραφικού διακόσμου, τουλάχιστον στο επίπεδο των τρούλων, φροντίζοντας να μεταγραφεί στο μοναστήρι της γενέτειράς του και το αυτοβιογραφικό του σημείωμα που είχε καταχωρίσει πρώτα στον κώδικα της Μητρόπολης της Φιλιππούπολης και για το οποίο φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα περήφανος.
Η τελευταία, γνωστή σε μένα, επιγραφή -υπάρχουν και άλλες επιγραφές στους Αγίους Αποστόλους του Κλεινοβού- θα πρέπει να ολοκληρώθηκε μετά την τελευταία επέμβαση του Παΐσιου και τονίζει την ιδιαίτερα στενή σχέση του με το μοναστήρι. Έχει γραφτεί στην κόγχη της Πρόθεσης και περιέχει προτροπές στους ιερείς να μνημονεύουν στις λειτουργίες το όνομα του Παΐσιου καθώς και των Ιερομονάχων Κυπριανού και Θεόκλητου «...ότι αυτοί έφτασαν το τέμπλον και την ιστορίαν της εκκλησίας και τα άλλα του μοναστηριού»12. Οι δύο ιερομόναχοι αναφέρονται σαν δωρητές για την ιστόρηση της εκκλησίας, και στην κτητορική επιγραφή. Ο Κ. Μακρής, που δημοσίευσε και σχολίασε την επιγραφή της Πρόθεσης13, εκφράζει την απορία του «γιατί ο Παΐσιος παραλείπει σκόπιμα το όνομα του προκατόχου του Κυρίλλου, στις μέρες του οποίου έγινε το μεγαλύτερο μέρος των τοιχογραφιών».
Νομίζω πως υπάρχει κάποια σύγχυση και πως, σ' αυτό το σημείο τουλάχιστον, πρέπει να αποδώσουμε δικαιοσύνη στον Παΐσιο, αν είναι βέβαια υπεύθυνος για τη σύνταξη της επιγραφής. Γιατί στην επιγραφή της Πρόθεσης μνημονεύονται μόνον οι δωρητές που, εκτός από τον Παΐσιο, είναι και οι δύο ιερομόναχοι. Ο επίσκοπος Κύριλλος δεν είναι δωρητής. Η μνεία του ονόματός του στην κτητορική επιγραφή δεν είναι παρά χρονολογική ένδειξη.
Αντιφατική φυσιογνωμία ο Παΐσιος κινιέται συνειδητά και με ένθερμο ζήλο μέσα στα πλαίσια της ιδεολογίας και της πολιτικής που εφάρμοζαν, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες πριν την ελληνική επανάσταση, οι ανώτατοι κύκλοι της Μεγάλης Εκκλησίας. Συντηρητικός και αντιδραστικός, όπως ήδη έχει χαρακτηριστεί14, πολέμιος των ιδεών του Διαφωτισμού και των επαναστατικών κινήσεων, γίνεται άριστο εκτελεστικό όργανο της οθωμανικής εξουσίας, αρνητής και πολέμιος των νέων ιδεών της εθνικής απελευθέρωσης.
Από την άλλη μεριά όμως, είναι -με τον τρόπο του- θερμός πατριώτης, δουλεύει ειλικρινά για την ανάπτυξη και πνευματική ανύψωση του γένους. Τουλάχιστον αυτό δείχνει η πολύπλευρη και ακούραστη εκπαιδευτική του δραστηριότητα. Επιπροσθέτως, Βλάχος ο ίδιος και ευαισθητοποιημένος ίσως γι' αυτό το λόγο σε ορισμένα θέματα, ο Παΐσιος διατηρεί ακόμα κάτι από το οικουμενικό πνεύμα, παραδοσιακή πολιτική του Πατριαρχείου που θεωρούσε τον εαυτό του διάδοχο και συνεχιστή της Βυζαντινής οικουμενικής ιδέας. Βέβαια, η γνωστή του εκπαιδευτική δράση αφορά οργάνωση ελληνικών σχολείων. Είναι όμως χαρακτηριστικό για ορισμένες πτυχές της προσωπικότητας του κάτι που ο ίδιος αναφέρει. Όταν το 1821 στη Φιλιππούπολη, μετά το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης, στέλνει στα χωριά της επαρχίας του τις κατά των επαναστατών εγκυκλίους του Πατριαρχείου και τα αναθέματα εναντίον τους, φροντίζει να τις σχολιάσει και να τις μεταφράσει και στη βουλγάρικη γλώσσα15.
Αυτή του η ενέργεια επιτρέπει να υποθέσει κανείς πως δεν θα πρέπει να ήταν εχθρικά διατεθειμένος και απέναντι στην κίνηση για την προώθηση και εγγραμματισμό της βλάχικης γλώσσας. Δεν είχε, βέβαια, την πρωτοβουλία για το γράψιμο της βλάχικης επιγραφής στο Μοναστήρι της γενέτειράς του, που πρέπει να χρονολογείται πριν από την άνοδο του Παΐσιου στον επισκοπικό θρόνο των Σταγών. Όμως η ιδιαίτερα στενή του σχέση με το Μοναστήρι θα του επέτρεπε να απαιτήσει την απόσβεση και καταστροφή της επιγραφής αν, από προσωπική τοποθέτηση, δεν δεχόταν το γεγονός της ύπαρξής της. Δεν το έκανε, όπως και δεν κατάστρεψε το αντίτυπο της Ελληνικής Νομαρχίας που βρέθηκε στη βιβλιοθήκη του.

Η βλάχικη επιγραφή

Η ύπαρξη και μόνο της βλάχικης επιγραφής αποτελεί πρόβλημα. Κι αυτό ανεξάρτητα από το ανώδυνο, όπως ήδη το χαρακτηρίσαμε, περιεχόμενό της. Πρόκειται για τη μοναδική, απ' όσο ξέρουμε, γνωστή τουλάχιστον επιγραφή σε βλάχικη γλώσσα, στον ελληνικό και βαλκανικό χώρο. Γραμμένη δίπλα στην κτητορική επιγραφή, σ' ένα μνημείο σε βλάχικη και βλαχόφωνη περιοχή, οφείλεται ασφαλώς σε πρωτοβουλία Βλάχων -του επισκόπου Κύριλλου ή μάλλον των ιερομονάχων Κυπριανού και Θεόκλητου- που κάνουν την πρώτη προσπάθεια να εκφραστούν δημόσια, πάνω στους τοίχους ενός μνημείου και με επίσημο χαρακτήρα, στη μητρική τους γλώσσα.
Μας διαφεύγει η ακριβής χρονολόγηση της επιγραφής. Είναι όμως σύγχρονη και γραμμένη με το ίδιο χέρι, με την κτητορική επιγραφή, κι εκείνη αχρονολόγητη, και με την πρώτη εικονογράφηση της Μονής. Δηλαδή την εποχή που επίσκοπος Σταγών ήταν ο Κύριλλος. Νομίζω λοιπόν πως μπορούμε -όπως είπαμε παραπάνω- να δεχθούμε μια χρονολογία λίγο πριν από το 1784.

Η τρίγλωσση επιγραφή: Ελληνικόν - απλούν - βλάχικον.Η τρίγλωσση επιγραφή: Ελληνικόν - απλούν - βλάχικον.

Με την πρωτοβουλία τους αυτή, εκείνοι που παράγγειλαν τη βλάχικη επιγραφή παίρνουν θέση απέναντι σ᾽ ένα πρόβλημα που αρχίζουν να αντιμετωπίζουν οι βλάχικοι πληθυσμοί αυτή την εποχή, και ανταποκρίνονται θετικά -αν όχι και μαχητικά- στο κίνημα για την προώθηση και καλλιέργεια της βλάχικης γλώσσας. Δεν πρόκειται τόσο για την ανάγκη να γίνουν κατανοητά τα θρησκευτικά κείμενα στη λαϊκή γλώσσα, γιατί είναι γνωστό πως οι κουτσοβλαχικοί πληθυσμοί ήταν και είναι δίγλωσσοι. Μια επιγραφή απευθύνεται κυρίως σ᾽ εκείνους που είναι σε θέση να τη διαβάσουν. Και όσοι ήξεραν να διαβάζουν ήταν οπωσδήποτε κάτοχοι τουλάχιστον και της ελληνικής γλώσσας. Πρόκειται επομένως για ένα είδος μανιφέστου που, προβάλλοντας διεκδικητικά τη βλάχικη γλώσσα, εκφράζει ταυτόχρονα και κάποια συνειδητοποίηση της ιδιαιτερότητας που εκδηλώνεται την εποχή εκείνη, κάπως εντονότερα από πριν, ανάμεσα στους κουτσοβλαχικούς πληθυσμούς. Αυτή η συνειδητοποίησης της ιδιαιτερότητας των Βλάχων που εκδηλώνεται σαν προσπάθεια της αναγνώρισης, προώθησης, μελέτης και καλλιέργειας της γλώσσας τους, συνδέεται βέβαια και με τις μεταναστευτικές κινήσεις και με τη δημιουργία ελληνικών και βλαχοελληνικών κοινοτήτων στις πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης. Συνδέεται ακόμα και με το γενικότερο κίνημα του Διαφωτισμού και κατ' αρχήν δεν βρίσκει μεγάλη αντίδραση από την πλευρά του Πατριαρχείου, που εμμένει ακόμα, εν μέρει τουλάχιστον, στην οικουμενική ιδέα της Ορθοδοξίας. Από μιαν άλλη πλευρά εκφράζει, νομίζω, και την αντίδραση μέρους τουλάχιστον του βλάχικου πληθυσμού, απέναντι σε κηρύγματα σαν του Κοσμά του Αιτωλού, λαϊκή ιδεολογία που αποβλέπει στην  αφομοίωση και το γλωσσικό εξελληνισμό των μη ελληνόφωνων ορθόδοξων πληθυσμών στις ελληνικές ή στις διεκδικούμενες σαν ελληνικές επαρχίες, και που θα βρει λίγο αργότερα την έκφρασή της και στην ιδεολογία των λογίων. Η προβολή της ιδιαιτερότητας των Βλάχων μεσ' απ' τη γλώσσα τείνει άραγε στη διεκδίκηση ιδιαίτερης βλάχικης ή άλλης μη ελληνικής εθνικής συνείδησης ή μήπως αποβλέπει στην αναγνώριση αυτής της ιδιαιτερότητας μέσα σ' έναν δοσμένο και αποδεκτό από τους Βλάχους ευρύτερο ελληνικό εθνικοπολιτιστικό κορμό; Η ακόμα αυτές οι δύο τάσεις διαμορφώνονται βαθμιαία και συνυπάρχουν συγκρουόμενες ανάμεσα στους βλάχικους πληθυσμούς; Να ένα άλλο ερώτημα που ζητά κάποιαν απάντηση.
Εφ' όσον πρόκειται για μια γλώσσα σαν τη βλάχικη που δεν έχει ακόμα γραπτή παράδοση, θα πρέπει να εξετάσουμε αν έχουμε να κάνουμε με μιαν αυτόνομη και απομονωμένη απόπειρα μεταγραφής της γλώσσας, εδώ με βάση το ελληνικό αλφάβητο, ή αν η προσπάθεια αυτή εντάσσεται σε μια κίνηση που ήδη έχει εκδηλωθεί. Η πρώτη μου εντύπωση είναι -παρόλο που το κείμενο είναι πολύ βραχύ και δεν προσφέρεται έτσι σε μιαν έρευνα σε βάθος- πως πραγματικά, στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει, έχει εφαρμοστεί κάποιο σύστημα συγκεκριμένο που εμπεριέχει και διακριτικά σημεία για την απόδοση της ιδιαίτερης φωνητικής αξίας φωνηέντων και διφθόγγων της βλάχικης γλώσσας, που δεν αποδίδονται με το ελληνικό αλφάβητο χωρίς ορισμένες προσαρμογές. Για τα σύμφωνα δεν βλέπω τέτοια προσπάθεια προσαρμογής, εκτός από το μπ και το ντ που αποδίδονται όπως και στα ελληνικά.
Ξέρουμε τώρα πως στη Μοσχόπολη, εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο με συμπαγή βλάχικο πληθυσμό, πόλη γνωστή για τα εκπαιδευτικά της ιδρύματα, την Ακαδημία και το τυπογραφείο της, που ακμάζει γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα και μέχρι την καταστροφή της στα 1769-7016, έχουν γίνει ήδη οι πρώτες γνωστές απόπειρες για τον εγγραμματισμό και τον επιστημονικό καθορισμό της βλάχικης γλώσσας (μα και της αλβανικής) μέσα στα πλαίσια της εκπαιδευτικής δραστηριότητας της Ακαδημίας και του τυπογραφείου17. Κι αυτό μάλλον με αντικειμενικό σκοπό τη διευκόλυνση της εκμάθησης της ελληνικής -πολιτιστικού φορέα- από βλαχόφωνους, αλβανόφωνους μα και βουλγαρόφωνους ορθόδοξους πληθυσμούς.
Εκεί στη Μοσχόπολη συντάχθηκε και μάλλον τυπώθηκε μέσα στη δεκαετία 1760-1770, το πρώτο Λεξικόν Ελληνικόν Απλούν και βλαχικών και Αλβανιτικών18 από τον διευθυντή της Ακαδημίας Θεόδωρο Αναστάσιο Καβαλλιώτη. Το 1770 το Λεξικό του Καβαλλιώτη ανατυπώνεται, κατά τον Φ. Μιχαλόπουλο, με άλλο τίτλο στη Βενετία19. Ο Καβαλλιώτης, εκτός από το λεξικό, μεταφράζει και εκκλησιαστικά αποσπάσματα στη βλάχικη γλώσσα20. Για να γράψει τα βλάχικα, μα και τα αλβανικά, χρησιμοποιεί το ελληνικό αλφάβητο εμπλουτισμένο με ορισμένα ιδιαίτερα διακριτικά σημεία για να αποδώσει μερικούς φθόγγους που δεν αποδίνονται με το ελληνικό αλφάβητο. Δεν φαίνεται όμως να ακολουθεί ένα αυστηρά καθορισμένο σύστημα. Απλά ακολουθεί, μάλλον, μια συνηθισμένη πρακτική ανάμεσα στους ορθόδοξους Βλάχους και Αλβανούς όταν, σπάνια, έγραφαν κάτι στη γλώσσα τους, στις νότιες και κεντρικές βαλκανικές περιοχές. Στη Μοσχόπολη γράφτηκε και το δεύτερο, τετράγλωσσο τώρα (Ρωμαιο-Βλαχικο-Βουλγαρο-Αλβανίτικο), Λεξικό των βαλκανικών γλωσσών από τον Καθηγητή της Νέας Ακαδημίας Δανιήλ τον Μοσχοπολίτη που τυπώθηκε αρκετά αργότερα, το 180221. Στον πρόλογό του ο βλάχος συγγραφέας γράφει, μέσα σ' άλλα, πως το προορίζει κυρίως για τους μη ελληνόφωνους νέους ώστε να μπορέσουν να επωφεληθούν από τα βιβλία, για κάθε επιστήμη, που τυπώνονται στα ελληνικά. Ακόμα για να μπορέσουν να γίνουν κι αυτοί Έλληνες, αλλάζοντας πατρίδα μαζί με τη μητρική τους γλώσσα. Λίγο πολύ, μέσα στο πνεύμα των διδαχών του Κοσμά του Αιτωλού.
Το σύστημα μεταγραφής με ελληνικούς χαρακτήρες και διακριτικά σημεία, όχι αυστηρά καθορισμένο, είναι σχεδόν το ίδιο με αυτό του Καβαλλιώτη. Με τον ίδιο περίπου τρόπο είναι γραμμένο και το μόνο γνωστό τώρα, μα και αχρονολόγητο, βλάχικο χειρόγραφο, ο Κώδιξ Dimonie (Didahia alu ayu Antoniu)22, καθώς και η βλάχικη επιγραφή στους Αγίους Αποστόλους του Κλεινοβού. Πράγματι, η μεταγραφή με έλληνικούς χαρακτήρες, των λίγων συμφώνων που βρίσκουμε στην επιγραφή, συμφωνεί μάλλον με το σύστημα του Καβαλλιώτη, παρά με το περισσότερο μελετημένο, όπως θα δούμε, σύστημα που θα ακολουθήσει αργότερα ο Κωνσταντίνος Ουκούτας. Απ' αυτό αντλούμε ένα ακόμα επιχείρημα για χρονολόγηση της επιγραφής του Κλεινοβού, τουλάχιστον πριν από το Αλφαβητάριο του Κ. Ουκούτα. Είναι πολύ πιθανό να είχαν περιληφθεί, μέσα στο πρόγραμμα της Σχολής της Μοσχόπολης, και μαθήματα για τη μελέτη των βαλκανικών γλωσσών. Όμως δεν γίνεται μνεία στις πηγές για ιδιαίτερο βλάχικο η αλβανικό σχολείο23.

Φαίνεται πως στη Μοσχόπολη έγιναν απόπειρες για τη δημιουργία ιδιαίτερου αλβανικού αλφαβήτου, καθώς και τυπογραφικών στοιχείων γι' αυτό το αλφάβητο, από τον ιερομόναχο Γρηγόριο που μετάφρασε στα αλβανικά την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και που διηύθηνε το τυπογραφείο24. Κάτι τέτοιο επιχείρησε και ο Καβαλλιώτης με το βασισμένο στο ελληνικό αλφάβητο σύστημά του. Δεν αποκλείεται όμως να έγιναν και προσπάθειες να εφευρεθούν ειδικά στοιχεία και για τη βλάχικη γλώσσα25.
Πάντως το πρώτο βλάχικο αλφαβητάριο (Νέα Παιδαγωγία), γραμμένο με καθαρά διδακτική πρόθεση -κάτι που προϋποθέτει, ίσως, και ειδικά οργανωμένα μαθήματα βλάχικης γλώσσας, αν όχι και σχολείο- εκδόθηκε πολύ μετά την καταστροφή της Μοσχόπολης, το 1797, στη Βιέννη, στο τυπογραφείο των Μαρκιδών Πούλιου, από τον μοσχοπολίτη Κωνσταντίνο Ουκούτα, Πρωτοπαπά στην ορθόδοξη εκκλησία του Πόζναν, στην Πρωσσία26. Το αλφαβητάριο αυτό, που απευθύνεται κυρίως στις βλάχικες κοινότητες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, περιέχει ένα αναλυτικό και μελετημένο σύστημα μεταγραφής της βλαχικής γλώσσας, πάντα με βάση το ελληνικό αλφάβητο, πολύ περισσότερο προωθημένο από το σύστημα του Καβαλλιώτη. Περιέχει ακόμα μετάφραση στα βλάχικα εκκλησιαστικών και λειτουργικών κειμένων, καθώς και μιαν εισαγωγή, στα βλάχικα, όπου γίνεται η απολογία της βλάχικης γλώσσας -σε αντίθεση με τον Καβαλλιώτη και τον Δανιήλ- εξαίρεται η ανάγκη για τους Βλάχους, ιδιαίτερα στην ξενιτειά, να προσεύχονται και να γνωρίζουν τις θείες γραφές στη γλώσσα τους, διατηρώντας την καθαρότητά της. Πάντως είναι χαρακτηριστικό πως αποφεύγει τη σύγκρουση και την πολεμική με τους οπαδούς της διδασκαλίας στην ελληνική γλώσσα, και δεν προβάλλεται στο κείμενό του κανένα σύνθημα εθνικού τύπου.
Είναι άξιο ιδιαίτερης προσοχής το γεγονός ότι ο Κ. Ουκούτας παραμένει στη διεκδίκηση για την υπεράσπιση, προώθηση, διδασκαλία και σεβασμό της βλάχικης γλώσσας, καθώς και για την αναγνώριση της ιδιαιτερότητας των Βλάχων, χωρίς να επεκτείνεται και σε διεκδικήσεις εθνικές. Και το σύστημα που προτείνει και εφαρμόζει για τον έγγραμματισμό της γλώσσας βασίζεται πάντα, όπως και στους πριν απ' αυτόν Μοσχοπολίτες, στο ελληνικό αλφάβητο. Η γραφή που υιοθετεί συμβάλλει και τονίζει την εμμονή του κ. Ουκούτα να εντάξει το κινημά του στο ευρύτερο ελληνικό κίνημα. Μπορούμε να πούμε πως μένει μέσα στα ιδεολογικά πλαίσια του κινήματος (και του κηρύγματος) του Ρήγα Φεραίου. Μπορεί να μην είναι εντελώς χωρίς σημασία το γεγονός πως το βιβλίο του Κ. Ουκούτα τυπώθηκε στη Βιέννη, στο τυπογραφείο των Μαρκιδών Πούλιου· είναι ίσως μάλιστα το τελευταίο η από τα τελευταία βιβλία που τύπωσαν οι Μαρκίδες.
Έχει ιδιαίτερη σημασία πως η επιμονή του Κ. Ουκούτα στη χρήση του ελληνικού αλφαβήτου και, ενδεχόμενα, στην ιδεολογία του Ρήγα εκδηλώνεται μετά την εποχή που το εχθρικό απέναντι στις μη ελληνικές γλώσσες κίνημα με λαϊκό χαρακτήρα του Κοσμά του Αιτωλού27 θα μπορούσε να είχε προκαλέσει έντονες αντιελληνικές αντιδράσεις από μέρος των μη ελληνόφωνων πληθυσμών. Ή ακόμα, μετά τις κινήσεις των Βλάχων στο εξωτερικό (ιδιαίτερα στην παροικία της Βουδαπέστης γύρω στα 180728) μα και στις περιοχές της νότιας Βαλκανικής, για την εισαγωγή της βλάχικης γλώσσας στην Εκκλησία, που προκάλεσαν αργότερα φανατικές αντιδράσεις των λογίων οπαδών της ελληνικής παιδείας και γλώσσας. Αρκεί να αναφέρει κανείς, χαρακτηριστικά, τον υβριστικό λίβελλο κατά της κίνησης αυτής και ιδιαίτερα κατά της βλάχικης γλώσσας, που δημοσίευσε στα 1810 ο Νεόφυτος Δούκας29.
Αν η κίνηση του Κ. Ουκούτα, μέσα στις παροικίες του εξωτερικού πια, προωθούσε, και στο εθνικό επίπεδο, την προσέγγιση με τους Ρουμάνους και την κατά κάποιον τρόπο προσχώρηση προς τη ρουμανική εθνική ιδεολογία, τότε και το σύστημα μεταγραφής, που θα πρότεινε, θα έπρεπε λογικά να βασίζεται στο κυριλλικό αλφάβητο, που μ' αυτό γράφανε τότε τη ρουμάνικη γλώσσα30. Ή, τουλάχιστον, θα πρότεινε το λατινικό αλφάβητο που προωθούνταν τότε μέσα στο ρουμάνικο εθνικό κίνημα στην Τρανσυλβανία, και που θα υιοθετηθεί λίγο αργότερα από άλλους Βλάχους εθνικιστές διανοούμενους.
Γιατί η στενότερη επαφή ανάμεσα στους Κουτσοβλάχους των παροικιών και τους Βλάχους από τις ρουμάνικες χώρες και την Τρανσυλβανία, ιδιαίτερα μέσα στην Ουγγαρία, στάθηκε ισχυρό ερέθισμα για την προσέγγιση μερίδας των Κουτσοβλάχων προς τη ρουμανική η ρουμανίζουσα εθνική ιδεολογία. Μέσα στα πλαίσια της κίνησης για την προώθηση και τον εγγραμματισμό της βλάχικης γλώσσας, αυτή η τάση εκφράστηκε κυρίως με την υιοθέτηση ενός αλφαβήτου με βάση το λατινικό αλφάβητο.
Ο Γεώργιος Κωνσταντίνου Ρόζιας, στις Εξετάσεις περί των Ρωμαίων ή των ονομαζομένων Βλάχων31, ταλαντεύεται ανάμεσα στο σλαβονικό ή το λατινικό αλφάβητο, για να προτείνει τελικά, το 1809, το λατινικό32. Ο Μιχαήλ Γ. Μπογιατζής, στη Γραμματική Ρωμανική, ήτοι Μακεδονοβλαχική33, προτείνει αλφάβητο με βάση το λατινικό. Και οι δυο στα εισαγωγικά τους κεφάλαια, γραμμένα στα ελληνικά, υπεραμύνονται της βλάχικης γλώσσας και αφήνουν να διαφαίνεται η αντίθεσή τους προς την ελληνική εθνική ιδεολογία, αν όχι και κάποια προσέγγιση προς τη ρουμανική ιδεολογία. Εξάλλου, στο καθαρά γλωσσικό επίπεδο, η μεταγραφή με λατινικούς χαρακτήρες της βλάχικης γλώσσας ευνόησε την προώθηση μιας μορφής βλάχικης που τείνει να συγχέεται με τη ρουμάνικη. Οι «Ρωμανο-γραικο-γερμανικοί Διάλογοι. Α΄ Διάλογος μεταξύ ενός Ρωμάνου και ενός Γραικού», που περιέχονται στη Γραμματική του Μ. Μπογιατζή, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικοί γι' αυτήν την τάση.
Αρκετά αργότερα, γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, κάθε προσπάθεια μεταγραφής και καλλιέργειας της βλάχικης γλώσσας με λατινικούς χαρακτήρες φαίνεται πως εγκαταλείπεται ανάμεσα σ' εκείνους τους κύκλους των Βλάχων που προσχωρούν στη ρουμάνικη εθνική ιδεολογία και προπαγάνδα. Για τους Βλάχους οργανώνονται σχολεία όπου τους μαθαίνουν τη ρουμάνικη και μόνο γλώσσα. Στην Εκκλησία εισάγουν τη ρουμάνικη γλώσσα και όχι τη βλάχικη. Τα βλάχικα τα γράφουν μόνον για την καταγραφή λαογραφικών προφορικών κειμένων η ακόμα για γλωσσολογικές και φιλολογικές μελέτες.
Δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός πως μέσα στην κίνηση για τον εγγραμματισμό και την προώθηση της βλάχικης γλώσσας αναπτύχθηκαν και συγκρούστηκαν δύο διαδοχικές διαφορετικές τάσεις, αναφορικά με τη χρησιμοποίηση αλφαβήτου βασισμένου στο ελληνικό, στο λατινικό η ακόμα και στο κυριλλικό. Δεν πρόκειται μόνον, όπως υποστηρίχθηκε34, για μιαν εξελικτική πορεία μέσα στις διάφορες χρονολογικές φάσεις της κίνησης. Γιατί, αν η πρώτη χρήση του ελληνικού αλφαβήτου μπορεί ίσως να εξηγηθεί -εκτός από άλλους παράγοντες- και από τη μακρόχρονη συνήθεια και εξοικείωση με το ελληνικό αλφάβητο σε περιοχές σαν τη Μοσχόπολη, η επιμονή του Κ. Ουκούτα στην υιοθέτηση ενός συστηματικά μελετημένου και προετοιμασμένου για τη βλάχικη γλώσσα ελληνικού αλφαβήτου μέσα στις βλάχικες κοινότητες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, εκφράζει ήδη μιαν επιλογή. Πολύ περισσότερο που άλλοι Βλάχοι λόγιοι αποφαίνονται σχεδόν την ίδια εποχή για το λατινικό αλφάβητο και το υιοθετούν.
Πρόκειται λοιπόν για ένα πρόβλημα με ιδεολογικές προεκτάσεις που συνδέεται με μιαν ιδιαίτερη συμβολική, αισθηματική και ιδεολογική φόρτιση και σημασία που έχουν αποκτήσει ορισμένα αλφάβητα, μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές και πολιτικές συνθήκες. Όταν μπαίνει πρόβλημα επιλογής, υιοθέτησης και χρήσης του ενός η του άλλου αλφαβήτου για μια γλώσσα που δεν έχει ακόμα γραφτεί ή που ξαναγράφεται από ιδιαίτερες εθνικο-θρησκευτικές ή άλλες ομάδες για δική τους και μόνον χρήση, αυτή η επιλογή ανταποκρίνεται, φυσιολογικά, σε κριτήρια ιδεολογικά και συναισθηματικά. Δεν μιλώ, βέβαια, τόσο για την επιλογή που γίνεται στην εποχή μας, ίσως και με επιστημονικά κριτήρια -αλλά και τότε όχι μόνον επιστημονικά- από ειδικούς επιστήμονες γλωσσολόγους για το γράψιμο μιας γλώσσας στην Αφρική, στην Αμερική ή στα νησιά του Ειρηνικού, αλλά για επιλογές που γίνονται φυσιολογικά, μέσα στους κόλπους μιας ανθρώπινης ομάδας και από τα ίδια τα μέλη της.
Το αλφάβητο που επιλέγεται σ' αυτές τις περιπτώσεις γίνεται το κοινό σημείο αναφοράς και ταύτισης ή προσέγγισης προς άλλη ή άλλες πολιτιστικές ομάδες κοινής καταγωγής (αληθινής, διεκδικούμενης ή και υποτιθέμενης), κοινής ή συγγενικής θρησκευτικής και πολιτικής ιδεολογίας. Ή, ακόμα, η επιλογή γίνεται για να εκφράσει τη θέληση για ιδεολογική ταύτιση και προσέγγιση προς την πολιτιστική ή θρησκευτική ομάδα που κατ' εξοχήν χρησιμοποιεί αυτό το αλφάβητο.
Μπορεί να αναφέρει κανείς πολλά παραδείγματα μιας τέτοιας πρακτικής από διάφορους ιστορικούς και γεωγραφικούς χώρους, που μπορούν να συγκροτούν κάτι σαν ιστορικό νόμο. Για να μην ανατρέξουμε σε απώτερες ιστορικές εποχές, ας περιοριστούμε σε μιαν εποχή από τα τέλη του Μεσαίωνα μέχρι τα μισά του 19ου αιώνα, και ας διαλέξουμε τα παραδείγματά35 μας μέσα στον οικείο σε μας ιστορικό και γεωγραφικό χώρο:

Οι τουρκόφωνοι ορθόδοξοι της Μικράς Ασίας χρησιμοποιούν την ελληνική γραφή, τα λεγόμενα καραμανλίδικα, με ορισμένα διακριτικά σημεία για να γράψουν την τουρκική γλώσσα, που χρησιμοποιούν, εν μέρει, και στη λατρεία. Κι αυτό ήδη, φαίνεται, από τον 14ο-15ο αιώνα. Ενώ από τα μέσα του 18ου αιώνα τυπώνονται βιβλία μ' αυτή τη γραφή. Η γραφή αυτή γίνεται γι' αυτούς το σημείο αναφοράς, η γέφυρα που τους συνδέει τόσο με την Ορθοδοξία όσο και με έναν ευρύτερο Ελληνισμό. Το ελληνικό αλφάβητο χρησιμοποίησαν και οι λίγοι αρμενόφωνοι ορθόδοξοι για να γράψουν τη γλώσσα τους.
Αντίθετα, οι Φραγκοχιώτες καθολικοί γράφουν τα ελληνικά -υπάρχουν και τυπωμένα βιβλία- με λατινικούς χαρακτήρες Έχουμε, δηλαδή, επανάληψη παλιότερου φαινομένου, όταν στη Νότια Ιταλία, το Μεσαίωνα, γράφονταν συχνά τα ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες. Οι ελληνόφωνοι Τούρκοι των Ιωαννίνων γράφουν θρησκευτικούς ύμνους και άλλα κείμενα σε ελληνική γλώσσα, αλλά με το αραβικό αλφάβητο, ενώ οι επισης ελληνόφωνοι γιαννιώτες Εβραίοι έχουν γράψει τα ελληνικά με την εβραϊκή γραφή36.
Τουρκόφωνοι η κουρδόφωνοι, Αρμένηδες όμως στη θρησκεία και στη συνείδηση, έγραφαν και τύπωναν, τον περασμένο αιώνα και στις αρχές του αιώνα μας, βιβλία σε τουρκική και κουρδική μεν γλώσσα, αλλά με αρμενικούς χαρακτήρες.
Οι τουρκόφωνοι, αλλά ορθόδοξοι, Γκαγκαούζοι, στη Μολδαβία, Βεσσαραβία και Ντομπρουτζά, γράφουν τη διαλεκτό τους με το κυριλλικό αλφάβητο, ενώ οι ταταρόφωνοι Καραΐτες (Κριμαία, Ουκρανία), αιρετικοί Εβραίοι, γράφουν τα ταταρικά και με την εβραϊκή γραφή.
Το περισσότερο χαρακτηριστικό παράδειγμα επιμονής στη χρήση μιας γραφής, κοινό σημείο αναφοράς και γέφυρα επαφής, μας το δίνουν οι διάφορες εβραϊκές κοινότητες και ομάδες. Όλες οι μητρικές γλώσσες οργανωμένων εβραϊκών εθνοθρησκευτικών ομάδων έχουν γραφτεί για τη δική τους και μόνον χρήση -και δίπλα στην εβραϊκή, νεκρή γλώσσα της λατρείας και της πολιτιστικής έκφρασης- με την εβραϊκή γραφή. Αυτό ισχύει, μέχρι τώρα, για το γίντις ή εβραιογερμανικά, για το λαντίνο ή εβραιοισπανικά, για τα εβραιοαραβικά στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, για τα εβραιοπερσικά, για τα γεωργιανά.
Για τον εγγραμματισμό της αλβανικής γλώσσας, χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς, και ανάλογα με τη θρησκεία, το αραβικό αλφάβητο από τους μουσουλμάνους, το Ελληνικό από τους ορθόδοξους και το λατινικό από τους καθολικούς. Μια τέτοια πρακτική προβάλλει ξεκάθαρα, νομίζω, τους πόλους έλξης των διάφορων θρησκευτικών ομάδων, και ανταποκρίνεται προς ορισμένους ιδεολογικούς και συναισθηματικούς τους προσανατολισμούς. Ο αλβανικός εθνικισμός προχώρησε και στη δημιουργία μικτών ή ολότελα καινούργιων αλφαβήτων για να αποφύγει αυτόν τον σκόπελο και για να βρει κοινό σημείο αναφοράς που θα ευνοούσε και θα διευκόλυνε τη διαμόρφωση και τη στερέωση κοινής εθνικής ιδεολογίας. Αν τελικά υιοθετήθηκε το σημερινό λατινογενές αλφάβητο, αυτό έγινε επειδή τελικά θεωρήθηκε το περισσότερο ουδέτερο, αφού ήδη είχε ευρύτατη χρήση ο ένα πλατύ φάσμα ευρωπαϊκών γλωσσών και ανεξάρτητα από τις εθνοθρησκευτικές ομάδες.
Μα ακόμα και στην εποχή μας, η πολιτική εξουσία, έχοντας συνειδητοποιήσει τη συμβολική και μυστική φόρτιση και σημασία ορισμένων αλφαβήτων, επιχειρεί να δώσει συγκεκριμένους δικούς της προσανατολισμούς σ' αυτή τη φόρτιση, επιβάλλοντας μεταρρυθμίσεις αλφαβήτων για να πετύχει απώτερες μακροπρόθεσμες πολιτικές επιδιώξεις37.
Στην περίπτωση λοιπόν των Βλάχων, και σχετικά με τις πρώτες τουλάχιστον απόπειρες για έγγραμματισμό της βλάχικης γλώσσας, η υιοθέτηση της ελληνικής γραφής θα μπορούσε απλά και μόνον να σημαίνει -εκτός από την προβολή και συνειδητοποίηση της ιδιαιτερότητάς τους- εμμονή στην Ορθοδοξία και στα σύμβολά της. Από τη στιγμή όμως που τέθηκε για τους Βλάχους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πρόβλημα ένταξης, ταυτότητας και αποδοχής μιας εθνικής ιδεολογίας -έστω και στην πρώτη της έκφανση- μπαίνει και θέμα επιλογής ανάμεσα στο ελληνικό ή στο κυριλλικό, και κατ' επέκταση στο λατινικό αλφάβητο. Τα δύο πρώτα αλφάβητα μπορούν να χαρακτηριστούν σαν άρρηκτα συνδεδεμένα με την Ορθοδοξία, ενώ το λατινικό αρχίζει να συνδέεται, αυτή την εποχή, με τους άμεσους στόχους του ρουμανικού εθνικού κινήματος. Η επιλογή πια δεν έχει μόνο σαν αντικείμενο την έκφραση εμμονής στην Ορθοδοξία, κάτι που θα μπορούσε να ισχύσει για τους αλβανόφωνους ορθόδοξους που κάνουν χρήση της ελληνικής γραφής. Για τους Βλάχους η επιλογή ξεπερνά αυτό το πλαίσιο και σημαίνει κάποια τοποθέτηση απέναντι στο πρόβλημα ένταξης και εθνικής ταυτότητας, που τέθηκε οπωσδήποτε για τους βλάχικους πληθυσμούς. Όλοι οι Βλάχοι, βέβαια, δεν τοποθετήθηκαν με τον ίδιο τρόπο απέναντι στο πρόβλημα και γι' αυτό το λόγο η σύγκρουση ανάμεσά τους θα ήταν αναπόφευκτη.
Η εμμονή, ιδιαίτερα του Κωνσταντίνου Ουκούτα, στην υιοθέτηση του ελληνικού αλφαβήτου και η αποδοχή του αλφαβήτου αυτού από σημαντικό μέρος του βλάχικου πληθυσμού και μάλιστα στις κοινότητες του εξωτερικού, σημαίνει, νομίζω, πως αυτοί οι Βλάχοι, ενώ επιμένουν στην ιδιαιτερότητά τους, θεωρούν ταυτόχρονα πως αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου Ελληνισμού και δέχονται την εθνική του ιδεολογία όπως εκφράζεται στα κηρύγματα του Ρήγα. Δηλαδή εκφράζουν έτσι την αντίθεσή τους τόσο προς τα κηρύγματα του Κοσμά του Αιτωλού ή τα γραπτά του Νεοφύτου Δούκα που αποβλέπουν στην εξάλειψη της ιδιαιτερότητάς τους, όσο και προς την προσέγγιση και την ταύτισή τους με τη ρουμανική ή ρουμανίζουσα εθνική ιδεολογία.
Μέσα σ' ένα τέτοιο η παρόμοιο κλίμα πρέπει να κινήθηκαν και εκείνοι που φρόντισαν να γραφτεί η βλάχικη επιγραφή στον Κλεινοβό. Όσο για το πρόβλημα και μόνο της γραφής και της καλλιέργειας της βλάχικης γλώσσας, θα πρέπει να τονίσουμε πως έγιναν ορισμένες προσπάθειες, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, για μελέτη και καθορισμό της. Όμως αυτές οι προσπάθειες μελέτης της βλάχικης ως γλώσσας αυτοτελούς προωθήθηκαν μόνον στο βραχύ διάστημα όπου η βλάχικη γράφηκε με ελληνικούς χαρακτήρες. Κι αυτή η κίνηση εντάσσεται μέσα στα πλαίσια ενός ευρύτερου ελληνικού εθνικού κινήματος.

Μίλτος Γαρίδης
Καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιo Ιωαννίνων
Επόπτης διδακτορικών διατριβών στα Πανεπιστήμια Σορβόννης και Ιωαννίνων

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Οι Επιγραφές

1. Κτητορική επιγραφή.

✝ ΙΣΤΟΡΗΘΗ Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΝΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΤΑΓΩΝ ΚΥ ΚΥ ΚΥΡΙΛΟΥ τοῦ ἐκ κώμης Κοζάνης ΔΙΑ / ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΤΩΝ ΕΝΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΚΑΙ / ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ, ΔΙ ΕΠΙΣΤΑΣΙΑΣ ΚΥ ΓΙΑΝΑΚΗ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΑΚΕΛΑΡΙΟΥ ΠΡΟΕΣΤΟΤΟΣ, ΔΙΑ / ΧΕΙΡΟΣ ΤΟΥ ΕΥΤΕΛΟΥΣ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ, ΜΙΧΑΗΛ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΟΥ ΕΚ / ΣΑΜΑΡΙΝΗΣ ΚΑΤΑ ΜΗΝΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΝ, ΕΤΕΛΕΙΩΘΗ ΔΟΞΑ ΤΩ ΑΠΩ ΘΕΩ.

(Στ. 2 Ίσως Καστανιάς αντί Κοζάνης).

2. Επιγραφή πάνω στο εσωράχιο της εισόδου του ναού.

»ΣΤΙΧΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΖΩΣΙΜΑ.

ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ
«ΦΟΒΩ ΠΡΟΒΑΙΝΕ, ΤΗΝ ΠΥΛΗΝ ΤΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ.
»ΤΡΟΜΩ ΛΑΜΒΑΝΕ, ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ,
»ΙΝΑ ΜΗ ΚΑΤΑΦΛΕΧΘΗΣ ΠΥΡΙ ΤΟ ΑΙΩΝΙΩ

ΑΠΛΟΥΝ.
»ΣΚΙΑΖΟΥ ΚΙ' ΕΜΠΑΙΝΕ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ,
»ΤΡΕΜΕ ΚΙ ΕΠΕΡΝΕ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ.
»ΚΟΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑΙΣ, ΑΝ ΘΕΛΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΦΥΓΗΣ,

ΒΛΑΧΙΚΟΝ.
»ΙΝΤΡΑ ΜΠΑΣΙΑΡΕΚΑ, ΚΟΥ ΜΟΥΛΤΑ ΠΑΒΡΙΕ.
»ΤΡΙΑΜΠΟΥΡΑ ΛΟΥΝΤΑΛΟΥΪ ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΜΝΙΚΑΤΟΥΡΑ,
»ΦΩΚΟΛΟΥ ΑΚΣΙ ΣΗ ΚΟΛΑΣΙΑ ΤΡΑ ΣΚΑΚΗ.

3. Κτητορική επιγραφή του Τέμπλου (μικρογράμματη).

Οὐχ ὡς τὸ πάλαι στάμνον ἠδὲ λυχνίον,
ἴσχει σκιώδη τέμπλεον πέρι τοδέ,
θεῖον δὲ χριστόν σῶμα, ὡς ὑπὲρ φύσιν,
ζωηρόν ἄρτον, ἐκ ψυχῶν σωτηρίαν
ἀρχιθύτοιο σταγέων παϊσίου
τοῦ κλεινοβίου ιθύνοντος ἐγράφη
ἐπιστατοῦντος ἀνδρὸς ἐκ κρίτου μάλα
κυροῦ Θεοδώρου τε τοῦ παπά χρίστου.

Εν έτει σωτηρίω
1789 κατά μήνα
✝Ιανουαρίου 15

Επιγραφή στην Κόγχη του Διακονικού. Αυτοβιογραφία Παΐσιου (μικρογράμματη)Επιγραφή στην Κόγχη του Διακονικού. Αυτοβιογραφία Παΐσιου (μικρογράμματη)

4. Επιγραφή στην Κόγχη του Διακονικού. Αυτοβιογραφία Παΐσιου (μικρογράμματη).

Οὐδὲν τῶν ἐν τῷ κόσμῳ ὅσα ἐν οὐρανῷ καὶ ὅσα ὑπ᾽ οὐρανόν ἐπὶ τῆς γῆς ὁ μή ὑπόκειτε και διεξάγητε, τῇ μακαρίᾳ καὶ θειοτάτη προνοία 2/ καὶ οὐ μόνον ἐφορεύουσα αὕτη οἰκονομεῖ καὶ διεξάγει, ὅσα νοερᾶς καὶ λογικής έχονται δυνάμεως καὶ οὐσίας κτήματα καὶ ὅσα μόνον ἐμψύχου και 3/ φυτικής δυνάμεως, ἀλλ᾽ ἐξικνεῖται ἡ αὐτῆς ροπή και ενέργεια ἐπὶ τῶν ἀψύχων καὶ ἀνεσθήτων καὶ ἄχρι τῶν ἐγκάτων τῆς γῆς, μετάλων λέγω καί 4/ υπογείων υδάτων καὶ περιγείων, οὐδὲν γὰρ ἀπρονόητον, οὐδὲν ἡμελημένον, δι᾿ ὁ καὶ ὁ προ(φη)τάναξ δαβίδ βοά λέγων: ἐθαυμαστώθη ἡ γνῶσις σου Κε και πάν 5/ τα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας, τήν δέ τοιαύτην θειοτάτην πρόνοιαν και διεξαγωγήν πολλῷ πλέον ἐκτείνει καί ἐνεργεῖ ὁ εἰς τῆς ἁγίας τριάδος σωτήρ ἡμῶν Χς καὶ Θς ὁ δι' ἡμᾶς 6/ ἐνανθρωπήσας, ἐπὶ τὴν ἁγιωτάτην καί ὀρθόδοξον αὐτοῦ ἐκκλησίαν, ἐχομένως δέ καὶ ἐπὶ τοὺς ἐκκλησιαστικούς αὐτοῦ θεράποντας καί ἱερούς υπουργούς, κατά τήν 7/ ἐν ἱεροῖς εὐαγγελίοις ἀψευδεστάτην αὐτοῦ ἐπαγγελίαν· Ιδού εγώ μεθ' ὑμῶν εἰμὶ πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς ὑμῶν μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. ὑπό ταύτης 8/ τῆς θειοτάτης και μακαρίας προνοίας ἐπισκιαζόμενος και ἐπισκεπτόμενος καγώ ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀρχιερέων παΐσιος, ὁ ἐκ Τρίκκης ἐξορμώμενος τῆς θετταλίας ἐκ 9/ κομοπόλεως κλεινοβοῦ καὶ πρότερον ἐκ τῷ ἐκεῖσε κλήμματι χρηματίσας χρόνους ικανός ἐπίσκοπος σταγῶν, εἶτα ἐκεῖθεν ἀπάρας διά πατριαρχικῆς συνο 10/ δικής προσκλήσεως καὶ ἐπιταγής διέπλευσα εἰς τὸ ἁγιόνυμον ὄρος τοῦ άθωνος όπου κατ' εκκλησιαστικήν διακέλευσιν καὶ παντός τοῦ ἡμετέρου γένους ἐπίκρισιν καὶ ψή 11/ φον ἐσυστησάμην ἐν ἑλληνικὸν σχολεῖον ἐν τῇ τοποθεσία τῶν καρεῶν πρός γύμνασιν και μαθήτευσιν τῶν καλογεροπαίδων και υποτακτικῶν καὶ ἄλλων νέων ἔξωθεν ἐρ 13/ χομένων ἐπὶ συλλογῇ ἐράνου και συνδρομή παρά τε τῶν σεβασμίων μοναστηρίων καὶ παρὰ τῶν ἱερέων σκύτεων καὶ κελίων, εἰς ἐκπλήρωσιν τοῦ ἐτησίου μισθού του 13/ ελληνικού καθηγητοῦ καί μετά την περέωσιν τοιούτου θεαρέστου έργου διακελεύσει εκκλησιαστικῇ ἀνῆλθον εἰς τὴν βασιλίδα τῶν πόλεων. παραμείνας ἐκεῖσε μερι 14/ κόν τινα καιρόν, οὐ πολλοῦ μέντοι παραρρυέντος καιρού χρείας κατεπειγούσης κατ' ὑψηλὴν ἐπιταγήν τοῦ βασιλείου κράτους προς την ἁγιωτάτην ἐκκλησίαν 15/ ἀπεστάλθην έξαρχος εἰς πελοπόνισον και λακωνικήν λέγω, τήν μάνην καὶ περιήλθον ταύτας κατά πόλεις και κομοπόλεις δι᾽ ὑψηλού βασιλικού ὁρισμοῦ καί γραμμάτων 16/ πατριαρχικών συνοδικῶν διδάσκων και στηρίζων τόν χριστεπόνυμο λαόν καὶ ὑποτελῆ ἐπ᾽ εὐνομία εἰρήνη καὶ ὀφειλομένη υποταγῇ ἐπὶ τὸ βασίλειον κράτος, καθότι 17/ τότε ὁ ἐκ γῆς καί χαμερπῶν ἀνυψωθείς γάλλος ναπολέων μπονεπάρτης, δυνάστης και βασιλεύς της Γαλλίας αυτονόμως αναγορευθείς κατεπάτησε και κατεκυρίευ 18/ σε ικανούς τόπους τῶν πέριξ ἐκεῖσε βασιλειῶν, ἀπέπλευσε δέ καί εἰς αἴγυπτον, στρατοπεδεύσας και κρατήσας κακείνης, καὶ δι' οἰκείων κατασκόπων και σκευ 19/ ωριῶν ἐνέτεινε τά δολερά αὐτοῦ δίκτυα της ταραχής καὶ ἀποστασίας καὶ ἐν πελοπονήσω και λακωνίᾳ τῆς θείας δέ προνοίας άλλως βουλευσαμένης τά κατ' ἐκεῖνον τὸν χῶρον 20/ ἡ ἐκεῖνος ἐννόει εἰρήνη πάλιν και εὐνομία ἐγένετο ἐν τῷ πελοπονησιακῷ καὶ λακωνικῷ λαῷ καὶ ἡ πρέπουσα ὑποταγή καὶ φορολογία ἐπὶ τὸ βασίλειον κράτος. εγώ μετά τήν 21/ έκτέλεσιν τοῦ τοιούτου εξαρχικού υπουργήματος ἀπάρας τῆς πελοποννήσου, ἀνῆλθον εἰς βασιλεύουσαν, κἀκεῖσε περιέμεινα χρόνους δέκα, διορισθείς ὑπό τῆς 22/ ἁγίας ἐκκλησίας καί τῶν προυχόντων του γένους ποτέ μέν ἐπὶ τήν ἐφορίαν καί ἐπιτροπικήν τοῦ εἰς κουρούτζεσμεν γενικού και πατριαρχικού σχολείου, ποτέ δέ εἰς /23 τα νοσοκομεία πόλεως και γαλατά. είτα ψήφῳ ἐκκλησιαστική ἀρχιερεύς ἀνεδείχθην τῆς ἱερᾶς μητροπόλεως σηλυβρίας, ένθα διαρκέσας καί ἀρχιερατεύσας 24/ ἐπί μήνας δέκα ὀκτὼ εἰρινικῶς καί εὐχαρίστως μετά τοῦ ἐκεῖσε χριστεπωνύμου λαού, αίφνης και παρ' ἐλπίδα δι' ἐξάρχου πατριαρχικού και συνοδικῶν γραμμάτων 25/ και διά σακτζή ἐπετάχθην, ἵνα ἀνέλθω εἰς βασιλεύουσαν ἀμεταθέτως καί ἀνυπερθέτως, ὑπείκων δέ τῷ ἐκκλησιαστικῷ ἐπιτάγματι κατά τό ὀφειλόμενόν μοι χρέος, 26/ καί ἀβουλήτως ἀπεδήμησα εἰς πόλιν, κακεῖ εύρον εκτελεσθείσας τάς εκκλησιαστικάς ψήφους τῆς μεταθέσεώς μου κατά τήν ἐκκλησιαστικήν υποτύπωσιν καὶ ἀπόντως μου 27/ και αντί σηλυβρίας, φιλιππουπόλεως, ὅτε παναγιώτατος δεσπότης κύριος Κύριλλος θεοσεβῶς καὶ ἀρίστως πατριαρχεύων, καί ἡ περί αὐτόν ἱερά σύνοδος τῶν σεβαστών ἁγίων 28/ γερόντων προσεφώνησαν με, καλῶς ἦλθες άγιε φιλιππουπόλεως. το αιφνίδιον τοῦ ἀκούσματος, καὶ τῆς ἀθρώας μεταθέσεως ή πράξις έφερε μοι θόρυβον παρα 29/ χρήμα καί ἀθυμίας και ήρξαντο οἱ ὀφθαλμοί μου δακρυρροεῖν καὶ κλαίειν, στυγνάζων καὶ ἀθυμῶν, καί προσκλαιόμενος τῆς ὁδοιπορίας τό μάκρος ἄχρι τῆς φιλίππου, 30/ ἐν ταύτῃ μου τῇ πρεσβυτική ηλικία διά τε τό πολυφρόντιστον τῆς ἐπαρχίας ταύτης, καὶ διὰ τὰς ἐκεῖσε ἐμφιλοχωρούσας τῶν χ(ριστια)νῶν καὶ ἔριδας, 31/ κινηθέντων κατά τοῦ προαρχιερατεύσαντος προκατόχου μου Κυ Ιωαννικίου, ὅθεν ἐκών αέκων ὑπέκλινα δουλικώς τον αυχένα, καὶ ἀνεδεξάμην ταύτην 32/ τήν ἐπαρχίαν φιλιππουπόλεως μετά χρέους αυλικού πουγγείων τριακοσίων εξήκοντα, εὑρέθησαν παλαιά ἐπὶ τοῦ προκατόχου μου διακόσια εξήκοντα 33/ και εκατόν προσετέθησαν τα νεωστί σὺν τῇ γενομένη ποσοτική προσθήκη των πεντήκοντα πέντε πουγγείων ἀπό της γενικής διανομής του εκκλησιαστικού 34/ χρέους του κοινού καθ' όλας τας επαρχίας του οικουμενικού θρόνου, τα δε ίδια μου χρέη, α ἐδαπανήθησαν εἰς τακτικά δωρήματα ἐν πόλει φιλοτιμήματα 35/ και ελέη, κάν τῇ επαρχία εἰς δῶρα προυχόντων εξωτερικών και ημετέρων χριστιανών συνεποσόθησαν άχρι τῶν πεντήκοντα χιλιάδων, καὶ ἀρξάμενος της 36/ οδού για το ώδε, έφθασα εἰς φιλιππούπολιν κατά την κα' μαΐου τοῦ χιλιοστού οκτακοσιαστού οκτακεδεκάτου έτους ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν ἁγίων καὶ Ισαποστόλων Κωνσταντίνου 37/ και Ελένης υποδεχθείς παρὰ τῶν εὐλογημένων μου χριστιανών προκρίτων και ιδιωτών συν πάση φιλοφροσύνη και δεξιότητι, ὁ δὲ πανάγαθος Θεός γένοιτό μοι 38/ οδηγός των πρακταίων βοηθός και αντιλήπτωρ ἐπὶ τὰ βάρη του ζυγού μου τά τε πνευματικά και υλικά και διατηρήσει εν ομονοια ευτυχία και ἀκυμάντω 39/ διαγωγή πάντας τοὺς εὐλογημένους χριστιανούς τῆς ἐπαρχίας ταύτης και τέλος αξιώσοι πάντας ἡμᾶς ποιμένα τε και ποιμνιον τῆς οὐρανίου και ανεκλα 40/ λήτου μακαριότητος, γένοιτο γένοιτο.

έτει σωτηρίω αωιώ Ιουνίου : ιε'

5. Επιγραφή στην κόγχη της Πρόθεσης

Παισίου αρχιερέως
Κυπριανού - Θεοκλήτου τῶν ἱερομονάχων
γονέων και συγγενῶν αὐτῶν

όποιος ιερεύς ἂν δὲν πάρη ξεχωριστήν
μερίδα διὰ αὐτὰ τὰ ὀνόματα θέλει
δώσει λόγον τῷ Θεῷ ότι αυτοί έφθιασαν
τον τέμπλον και την ιστορίαν τῆς
ἐκκλησίας καὶ ἀλλα του μοναστηριού.

 

1. Παράρτημα αρ. 1. Κίτσος Μακρής, «Το Μοναστήρι του Κλεινοβού και οι επιγραφές του», εφ. Το Βήμα, 15 Αυγούστου 1970 [αναδημοσίευση, Βήματα, Αθήνα, Κέδρος, 1979, σ. 252-257 (252)]· Αρχαιολογικόν Δελτίον, 23 (1968), Μέρος Β', Χρονικά, 1969, σ. 257-276 (Ευτυχία Κουρκουτίδου)
2. Ν. Γιαννόπουλος, «Επισκοπικοί κατάλογοι Θεσσαλίας», Παρνασσός, Ι' (1914), σ. 297-302, Παρνασσός, ΙΑ' (1915), σ. 172-174· Θεολογία, ΙΓ' (1935), σ. 21-31· Θεολογία, ΙΔ' (1936), σ. 137-139· Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ. ΙΑ', Αθήναι 1967, στ. 856-157. Ένας Κύριλλος που φέρεται σαν επίσκοπος Σταγών, μεταξύ 1846 και 1853, δεν μπορεί να είναι ο αναφερόμενος στην κτητορική επιγραφή. Γενική αναγραφή των επισκοπικών καταλόγων, Ιωάν. Αναστασίου, Βιβλιογραφία επισκοπικών καταλόγων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και της Εκκλησίας της Ελλάδος, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 344.
3. Βλ. Απ. Βακαλόπουλος, «Ιστορικαί έρευναι εν Σαμαρίνη Δυτικής Μακεδονίας», Γρηγόριος Παλαμάς, XXI, 1937, σ. 316-323, 363-369, 424-438 (ιδιαίτερα, σ. 430).
4. Παράρτημα, αρ. 2. Ο Κ. Μακρής, «Το Μοναστήρι του Κλεινοβού», ο.π., Βήματα, δημοσίευσε για πρώτη φορά τη βλάχικη επιγραφή. Αξίζει ιδιαίτερη μνεία το γεγονός πως ο Κ. Μακρής έθεσε το πρόβλημα, έστω και συνοπτικά. Βλ. και Ευτυχία Κουρκουτίδου, Αρχ. Δελτίον, 23 (1968). Β' 2 Χρονικά, Αθήνα 1969, σ. 275-276.
5. Σχετικά με τη σταδιοδρομία και την προσωπικότητα του Παΐσιου: Ν. Α. Βέης, Έκθεσις Παλαιογραφικών και τεχνικών ερευνών εν ταις Μοναίς των Μετεώρων 1908-1909, Αθήνα 1910· Ν. Α. Βέης, «Σύνταγμα έπιγραφικών μνημείων Μετεώρων και της πέριξ χώρας μετά σχετικών αρχαιολογημάτων», Βυζαντίς, Α', Αθήναι 1909, σ. 557-626 (562-593)· στην έκδοση Γ. Βαλέτα της Ελληνικής Νομαρχίας ήτοι λόγος περί ελευθερίας, Ανωνύμου του Έλληνος, Αθήνα 1957 (έκδοση τρίτη), βλέπε μελέτη του Ν. Α. Βέη, «Έρευνες και στοχασμοί γύρω στην Ελληνική Νομαρχία και τον συγγραφέα της», σ. 8-41· Αποστολίδης Κ. Μυρτίλος. «Ο από Σηλυμβρίας Φιλιππουπόλεως Μητροπολίτης Παΐσιος», Θρακικά, 3, 1932, σ. 17-35. Βλ. επίσης Π. Αραβαντινός, Βιογραφική συλλογή, εκδ. Κ. Θ. Δημαρά, Ιωάννινα 1960, σ. 153· Ιωάννης Οικονόμος Λαρισσαίος, Επιστολαί διαφόρων, εκδ. Γιάννη Α. Αντωνιάδη και Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Αθήνα 1964, σ. 131, 136-7, 393, 539-40 548, 559, 564-5, 568, 583· Ευ. Σκουβαράς, Ολυμπιώτισσα, Αθήνα 1967, σ. 42, 146, 414, 550, 553.
6. Ν. Α. Βέης, «Σύνταγμα επιγραφικών μνημείων», ο. π., σ. 562-565, 593.
7. Κ. Μακρής, «Το Μοναστήρι του Κλεινοβού», Βήματα, ο. π., σ. 253.
8. Παράρτημα, αρ. 3.
9. Ν. Α. Βέης, «Σύνταγμα επιγραφικών μνημείων Μετεώρων... », ο. π., σ. 564-565.
10. Παράρτημα, αρ. 4. Το κείμενο της επιγραφής δίνεται χωρίς εισαγωγή ούτε και σχόλιο και με διορθωμένα μερικά ορθογραφικά και γραμματικά λάθη, από τον Κωνσταντίνο Γώγο, «Αυτόγραφος Βιογραφία Παϊσίου Επισκόπου Σταγών, Σηλυμβρίας, Μητροπολίτου Φιλιππουπόλεως», στο περ. Μετέωρα, Ι'-Δ', 75-107, Τρίκαλα Θεσσαλίας, Δεκέμβριος 1960, σ. 42-44.
11. Αποστολίδης Κ. Μυρτίλος, «Ο από Σηλυμβρίας Φιλιππουπόλεως Μητροπολίτης Παΐσιος», Θρακικά, 3. ο. π., σ. 24-27 (από τον Κώδικα της Μητρόπολης Φιλιππούπολης, φύλλα νγ'-νε'). Εκτενής περίληψη στα βουλγάρικα, Ivan Snegarov, «Gârcki Kodeks na plovdiskata Mitropolija, Zbornik na balgarskata Akademija na Naukite, βιβλίο XLI, 2, Σόφια 1949, σ. 260-261 (σελ. ανατύπου 84-85), άρ. ντοκουμέντου 163, φύλλα Κώδικα 63-65.
12. Παράρτημα, αρ. 5.
13. Κ. Μακρής, «Το Μοναστήρι του Κλεινοβού και οι επιγραφές του», Βήματα, ό.π., σ. 252-257 (256).
14. Ν. Α. Βέης, «Έρευνες και στοχασμοί γύρω στην Ελληνική Νομαρχία και τον συγγραφέα της», ο.π., σ. 10-11.
15. Αποστολίδης Κ. Μυρτίλος, «Ο από Σηλυμβρίας Φιλιππουπόλεως Μητροπολίτης Παΐσιος», Θρακικά, 3, ο.π., σ. 32-34.
16. Σχετικά με τη Μοσχόπολη: Θ. Βελλιανίτης, «Μία εξαφανισθείσα πόλις, η Μοσχόπολις της Β. Ηπείρου», Ημερολόγιον Μεγάλης Ελλάδος, 1922, σ. 226-233· Ευλόγιος Κουρίλλας, Η Μοσχόπολις και η Νέα Ακαδημία αυτής, Αθήνα 1935· Φάνης Μιχαλόπουλος, Μοσχόπολις, Αι Αθήναι της Τουρκοκρατίας, 1500-1769, Αθήνα 1941· Μητροπολίτης Ξάνθης Ιωακείμ Μαρτινιανός, Η Μοσχόπολις 1330-1930 (επιμέλεια Στίλπωνος Π. Κυριακίδου), Θεσσαλονίκη 1957· Τηλέμαχος Μ. Κατσουγιάννης, Περί των Βλάχων των ελληνικών χωρών. Α' Συμβολή εις την έρευναν περί της καταγωγής των Κουτσοβλάχων, Θεσσαλονίκη 1964, Β' Εκ του βίου και της Ιστορίας των Κουτσοβλάχων επί Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1966, σ. 16-28· Val. Papahagi, Aromânii Moscopoleni si commertul venetian în secolele al XVII-lea si al XVIII-1ea, Βουκουρέστι 1935· Anastase N. Hâciu, Aromânii, Focsani 1936.
17. Φ. Μιχαλόπουλος, Μοσχόπολις, σ. 19.
18. Ο Φ. Μιχαλόπουλος, Μοσχόπολις, σ. 21, γράφει πως το Λεξικό αυτό, συνταγμένο από τον Θεόδωρο Αναστάσιο Καβαλλιώτη, τυπώθηκε στη Μοσχόπολη το 1770, και πως το αναφέρει ο William Martin Leak που το είδε κάπου στα ταξίδια του. Κανένα αντίτυπό του δεν έχει σωθεί. Όμως ο William Martin Leak, Recherches in Greece, Λονδίνο 1814, σ. 381, λέει πως είδε και χρησιμοποίησε ένα «λεξικό ρωμαίϊκό, αλβανίτικο, βλάχικο, βουλγάρικο», «from a small book called Lexicon Tetraglosson, (Λεξικόν Τετράγλωσσον,) printed in the Greek character (Ι believe at Moskhopoli, about fifty years ago).». Ίσως να πρόκειται για παλαιότερη έκδοση του Λεξικού του Καβαλλιώτη, τετράγλωσσου όμως και όχι τρίγλωσσου, ή για μια παλιότερη, άγνωστη όμως έκδοση, του Τετράγλωσσου Λεξικού του Δανιήλ του Μοσχοπολίτη. Ή, ακόμη, μπορεί να πρόκειται και για παλαιότερο λεξικό, άλλου συγγραφέα και άγνωστου σε εμάς.
19. Πρωτοπειρία παρά του σοφολογιωτάτου και Αιδεσιμωτάτου Διδασκάλου, Ιεροκήρυκος και Πρωτοπαπά Κυρίου Θεοδώρου Αναστασίου Καβαλλιώτου, του Μοσχοπολίτου, ξυντεθείσα, και νυν πρώτον τύποις εκδοθείσα, δαπάνη του εντιμωτάτου Κυρίου Γεωργίου Τρίκουπα, του και Κοσμήσκη επιλεγομένου εκ πατρίδος Μοσχοπόλεως. Ενετίησιν αψο' 1770, παρά Αντωνίω τω Βόρτολι. Πρώτη παρουσίαση και μερική ανατύπωση από τον Johann Thunmann, Untersuchungen über die Geschichte der östlichen Europäischen Völker, I, Λειψία 1774. Ακόμη από τον Gustav Meyer Albanesische Studien, Βιέννη 1895. Έχει βιβλιογραφηθεί στη Bibliographie Hellénique του Legrand, 2, Παρίσι 1923, Νο 732, σ. 126-128. Επίσης στη Bibliographie Albanaise, του Legrand, Παρίσι 1912, σ. 44-45 και στους Ioan Bianu-Nerva Hodos, Bibliografia Româneasca Veche, II, No 373, α. 194-195· Βλ. Per. Papahagi, Scriitori Aromâni în secolul al XVIII-lea (Cavalioti-Ucuta-Daniil), Βουκουρέστι 1909, σ. 38-39· Victor Papacostea, «Povestea unei carti Protopiria lui Cavalioti "ein Unicum"» στο: V. Papacostea, Civilizatie Româneasca si civilizatie balcanica, Βουκουρέστι 1983, σ. 397 κε. καθώς και 365 κε. και τις σημειώσεις της Cornelia Papacostea-Danielopolu, ο.π., σ. 519-521.
20. Φ. Μιχαλόπουλος, Μοσχόπολις, σ. 21.
21. Εισαγωγική Διδασκαλία - Περιέχουσα Λεξικόν Τετράγλωσσον των τεσσάρων κοι-/νών Διαλέκτων, ήτοι της απλής Ρωμαικής, της / εν Μοισία Βλαχικής, της Βουλγαρικής / και της Αλβανικής, / Συντεθείσα εν αρχή χάριν ευμαθείας των Φιλολόγων αλ-/λογλώσσων νέων παρά του Αιδεσιμωτάτου, και Λογιωτάτου Δι-/δασκάλου, Οικονόμου, και Ιεροκήρυκος Κυρίου Δανιήλ του εκ / Μοσχοπόλεως. Καλλυνθείσα δε και επαυξηνθείσα τη προσ-/θήκη τινών χρειωδών και περιεργείας αξίων, και ευλαβώς αφιερωθείσα τω Πανιερωτάτω, και Λογιωτάτω / Μητροπολίτη Πελαγωνείας. Υπερτίμω, και Εξάρχω πάσης Βουλγαρικής Μακεδονίας Κυρίω Κυρίω Νεκταρίω / τω εκ Μουντανίων / Ου και τοις αναλώμασι τύποις εκδέδοται δι᾽ ωφέλειαν των Επαρχιωτών αυτού ευλαβών Χριστιανών. / Έν έτει σωτηρίω αωβ' 1802. Μερική ανατύπωση, μαζί με το Λεξικό, στο Per. Papahagi, Scriitori Aromâni în secolul al XVIII-lea, σ. 103-186. Καταχωρημένο στο Ioan Bianu-Nerva Hodos, Bibliographia Româneasca Veche 1508-1830, τ. II. fasc. V, 1796-1806, Βουκουρέστι 1909, Νο 654, σ. 439-443· Em. Legrand, Bibliographie Albanaise, No 121, σ. 49-52.
22. Το αναφέρει ο Per. Papahagi, Scriitori Aromâni, σ. 319-321. (Ρ. Th. Dachselt, «Erster Jahresbericht des Instituts für rumänische Sprache», σ. 4-7).
23. Φ. Μιχαλόπουλος, Μοσχόπολις, σ. 21.
24. Φ. Μιχαλόπουλος, Μοσχόπολις, σ. 23· Γεωργ. Ζαβίρας, Νέα Ελλάς, Αθήνα 1872, σ. 236, 244.
25. Είναι γνωστό πως και αργότερα έγιναν απόπειρες για τη δημιουργία ξεχωριστού αλβανικού αλφαβήτου, ιδιαίτερα το 1844 από τον Naum Veqilharxhi (1797-1866) και πως τυπώθηκαν αλβανικά βιβλία με αυτό το αλφάβητο (S. Shuteriqi-K. Biniku-M. Domi, Historia e Letersise Shqipe, II, Τίρανα 1959, 217-221, εικ. 17). Το αν έγιναν, παράλληλα, απόπειρες και για δημιουργία αλφαβήτου για τη βλαχική γλώσσα και μέχρι ποιο σημείο ενδεχόμενα αυτές οι απόπειρες προωθήθηκαν, μένει πρόβλημα ανοιχτό. Ξέρω πως στις αποθήκες του Μουσείου Ιωαννίνων υπάρχουν ένας η δύο πέτρινοι σταυροί από ταφικά μνημεία, ακόμη για μένα άγνωστης προέλευσης, με επιγραφές χαραγμένες σε άγνωστη γραφή. Μήπως άραγε πρόκειται για ένα απ' αυτά τα αλφάβητα;
26. Νέα Παιδαγωγία/ ήτοι/ Αλφαβητάριον/ εύκολον/ του μαθείν τα νέα παιδια τα ρωμανοβλά-/χικα γράμματα εις κοινήν χρήσιν των Ρωμανο-βλάχων / Νυν πρώτον / Συνετέθη και εδιορθώθη / παρά του αιδεσιμωτάτου εν ιερεύσιν / Κυρίου Κυρίου / Κωνσταντίνου του Ουκούτα, Μοσχοπολίτου, Χαρτοφύλακος / και πρωτοπαπά εν τη Ποσνανία της / μεσημβρινής Προυσίας, / Και δι' αυτού χάριν εδόθη εις τύπον δια / καύχημα του Γένους / Εν Βιέννη, 1797 / Τύποις των Μαρκιδών Πούλιου. Ανατύπωση της Νέας Παιδαγωγίας του Κ. Ουκούτα στο Per. Papahagi, Scriitori Aromâni în secolul al XVIII-lea, σ. 55-191. Ioan Bianu, Analele Acad. Rom. Sect. II, τ. XXX. 1907-1908, σ. 6-7· Ioan Bianu-Nerva Hodos, Bibliografia Româneasca Veche 1508-1830, τ. II, fasc. V. 1796-1806. Βουκουρέστι 1909, No 613, σ. 398-403, εικ. 318. 319, 320.
27. Μ. Γκιόλιας. Ο Κοσμάς Αιτωλός και η εποχή του, Αθήνα 1972· Κ. Σ. Κώνστας, «Κοσμάς Αιτωλός και Ορλώφεια. Από την πατριωτική δράση του μεγάλου αναγεννητή», Ηπειρωτική Εστία, 18 (1969), σ. 296-301.
28. Ι. Μαρτινιανός, "Η Μοσχόπολις 1330-1930, σ. 141-145· Per. Papahagi, Scriitori Aromâni, σ. 18-20.
29. Νεόφυτος Δούκας, «Λόγος περί καταστάσεως σχολείου». Περιέχεται στην έκδοση: Μαξίμου Τυρίου Λόγοι, Βιέννη 1810, σ. XXXIII-ΧL· βλέπε και επανέκδοση στο Per. Papahagi, Scriitori Aromâni in secolul al XVIII-lea, σ. 51-54. Βλέπε σχετικά μ' αυτό το θέμα, Απολογία ιστορική και κριτική υπέρ του Ιερού Κλήρου της Ανατολικής Εκκλησίας κατά των συκοφαντιών του Νεοφύτου Δούκα, συγγραφείσα παρά Κυρίλλου Κ. 1815, χωρίς ένδειξη τόπου, όπου ο συγγραφέας αποφαίνεται κατά της εισαγωγής της βλάχικης γλώσσας στο Σχολείο και στην Εκκλησία για να αποφευχθεί η ρήξη ανάμεσα στις δύο κοινότητες.
30. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν, προς τα τέλη του 17ου αιώνα, εισάγεται, σιγά σιγά, η ρουμάνικη γλώσσα στην Εκκλησία, δίπλα στα σλαβονικά και στα ελληνικά, βλέπουμε, σε ορισμένα λειτουργικά χειρόγραφα βιβλία, το σε ελληνική γλώσσα μέρος της Λειτουργίας να γράφεται κι αυτό με κυριλλικούς χαρακτήρες, όπως το σλαβονικό και το ρουμάνικο (βλέπε χαρακτηριστικά το Λειτουργιάριο του Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Στεφάνου 1648-1668, δημοσίευση στο Dr. G. Popescu Vilcea, Slujebnicul Mitropolitului Stefan al Ungrovlahiel (1648-1668), Βουκουρέστι 1974, εικόνες σε fac-similé).
31. Untersuchungen über die Romanier oder sogenannten Wlachen, welche jenseits der Donau wohnen; auf alte Urkunden gegründet von Georg Constantin Roja Zuhörer der physiologie und Geburtshülfe auf der medizinischen Universitäts Fakultät zu Pesth in Hungarn. ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ περί τῶν ΡΩΜΑΙΩΝ ἤ τῶν ὀνομαζομένων Βλάχων ὅσοι κατοικοῦσιν ἀντιπέραν τοῦ Δουνάβεως, ἐπί παλαιῶν μαρτυριῶν τεθεμελιωμέναι παρά ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΡΟΖΙΑ Ἀκροατοῦ τῆς Φυσιολογίας, κ' Μαμμικῆς ἐν τῷ τῆς Ἰατρικῆς Σχολείῳ, μέρει τοῦ ἐν τῇ κατ' ΟΥγγαρίαν Ἐλεθερουπόλει Πέστῃ κειμένου Πανδιδακτηρίου. Πέστη (Mathias Trattner) 1808. Ρουμανική μετάφραση: Sergiu Hagiadi, Cercetari despre Românii de dincolo de Dunare, Κράϊοβα 1867. Bλ. P. Papahagi, Scriitori Aromâni, σ. 7, σημ. 3· Ioan Bianu-Nerva Hodos, Bibliografia Româneasca Veche 1508-1830, II, fasc. VI, Βουκουρέστι 1910, No 753, σ. 537-538.
32. P. Papahagi, Scriitori Aromâni, σ. 7, σημ. 3· (ρουμανική μετάφραση Γ. Κ. Ρόζια, Mâestria Chiuvasirii românesti cu litere latinesti, care sunt literele Românilor ceale vechi, Πέστη 1809).
33. Γραμματική Ρωμανική ήτοι Μακεδονοβλαχική, σχεδιασθείσα και πρώτον εις φως αχθείσα υπό Μιχαήλ Γ. Μποϊατζή, διδασκάλου της ενταύθα απλοελληνικής Σχολής (ακολουθεί ο ίδιος τίτλος και στα γερμανικά), Eν Βιέννη της Αουστρίας, εν τη Τυπογραφία του Ιωάννου Σνύρα 1813. Βλέπε Ioan Bianu-Nerva Hodos, Bibliografia Româneasca Veche, τ. III, fasc. I (1809-1814), Βουκουρέστι 1912, No 822, σ. 72-76· Per. Papahagi, Scritori Aromâni, σ. 8, σημ. 1.
34. Per. Papahagi, Scriitori Aromâni in secolul al XVIII-lea, σ. 6-9.
35. Πολλές από τις πληροφορίες που δίνονται στα παραδείγματα έχουν καταχωρηθεί στο The Gospel in Many Tongues, British and Foreign Bible Society, Λονδίνο 1937, καθώς και στο Κ. Μ. Musaev, Alfavity Jazykov narodov S.S.S.R., Μόσχα (Nauka) 1965. Για τη χρήση των αλφαβήτων, πβ. E. Zakhos - Papazahariou, «Babel balkanique, Histoire politique des alphabets utilisés dans les Balkans», Cahiers du Monde russe et sovietique. XIII/2, 1972, σ. 145-179· Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελσκίδου, «Ξενόγλωσσα κείμενα με ελληνική γραφή», Ο Ερανιστής, I'. 1972, σ. 60-111· Αναστάσιος Ιορδάνογλου, «Καραμανλήδικες επιγραφές της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή Κωνσταντινουπόλεως», Βαλκανικά Σύμμεικτα, 1, 1981, σ. 61-92 (όπου και άλλη βιβλιογραφία). Για τις βιβλιογραφίες των καραμανλίδικων εντύπων, Φ. Ηλιού, Ελληνική Βιβλιογραφία 1800-1863 (ΚΝΕ/ΕΙΕ, Τετράδια εργασίας, 4, 1983), σ. ιγ'. Βλ. επίσης Σ. Α. Χουδαβερδόγλου - Θεοδότου, «Η τουρκόφωνος ελληνική φιλολογία 1453 - 1924, Ε.Ε.Β.Σ., τ. Ζ', Αθήνα 1930, σ. 299-307· S. Salaville "Un Acathiste turc avec acrostiche alphabétique grec", ΕΕΒΣ., ΚΓ', Αθήνα 1953, σ. 484-490.
36. Για τα θέματα αυτά βλ. Βασίλης Α. Πυρσινέλλας, «Οι ομολογιές των Τουρκογιαννιωτών», Ηπειρωτικά Χρονικά, τ. ΙΒ', Ιωάννινα 1937, σ. 160-169· Ιωσήφ Μάτσας, «Εβραιοελληνικοί Θρήνοι». Πρακτικά Δ' Συμποσίου Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού χώρου (Ήπειρος - Μακεδονία - Θράκη), Θεσσαλονίκη 1983, σ. 155-180· Γ. Ι. Αναστασιάδης, «Χαϊ-Χουρούμ (αρμενόγλωσσοι Ελληνες)», π. Μικρασιατικά Χρονικά, τ. Δ', Αθήνα 1948, σ. 37-46.
37. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως η σοβιετική εξουσία ευνόησε, αν δεν επέβαλε, μεταξύ 1930 και 1940, σε μια σειρά από γλώσσες λαών μουσουλμανικής κουλτούρας και τουρκικής, για τους περισσότερους, καταγωγής, αλφάβητα σχεδόν ταυτόσημα και κυριλλικής έμπνευσης. Δεν επρόκειτο, βέβαια, για αναζήτηση αλφαβήτων-εργαλείων για μια τελειότερη γραπτή απόδοση αυτών των γλωσσών. Κι αυτό το μέτρο πάρθηκε αφού ήδη πριν -πολύ λίγα χρόνια- είχε υιοθετηθεί, γι' αυτές τις ίδιες γλώσσες και με τοπικές πρωτοβουλίες, το λατινικό αλφάβητο σε αντικατάσταση του αραβικού. Δεν χωράει αμφιβολία πως στην απόφασή τους αυτή οι σοβιετικές αρχές οδηγήθηκαν από τον συλλογισμό πως η υιοθέτηση κυριλλικής έμπνευσης αλφαβήτου θα διευκόλυνε την προσέγγιση των μουσουλμανικών λαών προς τους Ρώσους, καθώς και την ενίσχυση των δεσμών ανάμεσα στις διάφορες εθνικές ομάδες της Ε.Σ.Σ.Δ., ενώ, παράλληλα, ο παραμερισμός της αραβικής γραφής, σημείου κοινής αναφοράς, θα άμβλυνε τα αισθήματα αλληλεγγύης απέναντι στους άλλους μουσουλμανικούς λαούς. Παρόμοιο μέτρο, εξάλλου, πάρθηκε και στη Σοβιετική Μολδαβική Δημοκρατία, μετά την προσάρτησή της στην Ε.Σ.Σ.Δ. το 1940. Εκεί επιβλήθηκε η γραφή της ρουμάνικης γλώσσας με το κυριλλικό αλφάβητο, της ίδιας γλώσσας που γράφεται με το λατινικό αλφάβητο στη Ρουμανία. Παρεμφερείς σκέψεις κυριάρχησαν και σχετικά με τη μεταρρύθμιση της γραφής στην Τουρκία. Μέσα στη σκέψη του Ατατούρκ, το λατινικό αλφάβητο θα έφερνε τους Τούρκους πιο κοντά στην Ευρώπη, απομακρύνοντάς τους ταυτόχρονα από τις ανατολίτικες μουσουλμανικές καταβολές τους.

Αναζήτηση