Η δημόσια ιστορία είναι πια γεγονός στην Ελλάδα, ήδη έχει δημιουργηθεί μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο Ελεύθερο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.
Ακόμη, θα υποστήριζα ότι υπάρχει μια δημόσια λαογραφία, η οποία, με άλλους όρους, συναντιέται με τις τοπικές μονογραφίες που έγραφαν οι τοπικοί λόγιοι, προκειμένου να διασώσουν ένα υλικό ή να υποστηρίξουν τις απόψεις τους.
Σ’ αυτό το πλαίσιο μπορούμε να προσθέσουμε κι ένα κεφάλαιο «Δημόσια Ιστορία των Βλάχων». Τα τελευταία δυο χρόνια έχει αναπτυχθεί έντονος διάλογος σχετικά με τα βλάχικα, μια γλώσσα λατινογενή που βαθμιαία περιθωριοποιείται ως μέσο επικοινωνίας των εχόντων/ουσών καταγωγή από τα Βλαχοχώρια. Οι νεότερες γενιές δεν μαθαίνουν τη γλώσσα, στις σύγχρονες συνθήκες η μορφή της οικογένειας δεν διασφαλίζει την προφορική μετάδοση του γλωσσικού οργάνου. Ταυτόχρονα όμως, η γλώσσα απενοχοποιήθηκε ανάμεσα στις νεότερες γενιές, είτε ως δείκτης πολιτισμικής κατωτερότητας έναντι του άστεως είτε ως έκφραση αμφισβήτησης της εθνικής συνείδησης.
Αυτό το τελευταίο έχει γίνει πεδίο ανάπτυξης μιας δημόσιας πια γλωσσολογίας, καθώς όλοι συμμετέχουν στον διάλογο για την καταγωγή της γλώσσας αλλά και άλλα ζητήματα διδακτικής και φωνητικής εκφοράς. Σ’ αυτόν τον διάλογο εμπλέκονται πολιτιστικοί σύλλογοι και άτομα, με τρόπο που σχεδόν αγνοείται η νηφαλιότητα για την ενδεχόμενη ανάγκη να μάθουν οι νεότερες γενιάς βλάχικα, αλλά πρωτίστως για τον τρόπο που θα επιτευχθεί αυτό. Κάποιες φορές η συζήτηση εξελίσσεται σε τυφλή αντιπαράθεση στρατοπέδων, όπου η θέση απέναντι στη γλώσσα εξελίσσεται σε πατριωτόμετρο ή βλαχόμετρο.
Έτσι επιστρέφουν τα φαντάσματα του Μαργαρίτη και του Διαμαντή που πρωτοστάτησαν, από τα τέλη του 19ου έως τα μέσα του 20ού αιώνα, στη ρουμανική προπαγάνδα. Καλλιεργείται μια επικίνδυνη ψύχωση για ανύπαρκτους κινδύνους. Ένα μικρό ποσοστό Βλάχων δεν μπορεί να απαλλαγεί από τους μύθους αυτούς, που πολλές φορές έδρασαν ανασταλτικά στην ανάπτυξη των μικροτόπων. Κάποιοι άλλοι δεν μπορούν να αντισταθούν στον πειρασμό να αναδείξουν τα βλάχικα ως γόνιμο πεδίο ερευνητικών προγραμμάτων. Απολύτως νόμιμο.
Χρειάζεται να μάθουν τα νέα παιδιά βλάχικα; Δεν φτάνουν οι ξένες γλώσσες που μαθαίνουν; Ουσιαστικά, το ερώτημα συνοψίζεται στο αν χρειαζόμαστε τη βιωματική εμπειρία που κουβαλάει ένα γλωσσικό όργανο. Αν χρειαζόμαστε τις ανθρωπιστικές σπουδές κι αν μας ενδιαφέρει να δημιουργηθεί μια πολυαναφορική μνήμη.
Προφανώς, οι γλώσσες και οι διάλεκτοι είναι μια πολύτιμη κληρονομιά. Οι φοβίες ανήκουν σε άλλες εποχές. Οι ενοχές και ο στιγματισμός της γλώσσας επαναφέρουν την παλιότερη απαξίωση του πολιτισμού της υπαίθρου. Τα βλάχικα χρειάζεται να διατηρηθούν, δύσκολα με τους όρους του παρελθόντος. Προφανώς, όχι ως ένα ενιαίο γλωσσικό όργανο. Αυτό χρειάζεται άλλες προϋποθέσεις. Εμμονές δεν χρειάζονται με γλωσσικά σύμβολα και τρόπους γραφής. Χρειαζόμαστε τα βλάχικα, τα αρβανίτικα, τα ποντιακά, τα τσακώνικα. Γιατί έτσι ο κόσμος είναι πολύχρωμος.
Ευάγγελος Αυδίκος
πηγή: efsyn.gr