Ομιλία του ομότιμου καθηγητή Γλωσσολογίας του ΑΠΘ κ. Αντώνη Μπουσμπούκη στην 4η συνδιάσκεψη της Παγκόσμιας Βλάχικης Αμφικτιονίας.
Ευχαριστώ την Παγκόσμια Βλαχική Αμφικτιονία, γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να βρίσκομαι ανάμεσα στους Βλάχους πατριώτες μου της Αλβανίας και να τους γνωρίσω από κοντά. Και καθώς τώρα βρίσκομαι στην Κορυτσά, νιώθω να με αγγίζει η πολιτισμική αύρα της ένδοξης Μοσχόπολης, που την εξύψωσε τόσο η απαράμιλλη αξιοσύνη των τέκνων της, ώστε να της αποδοθεί ο δίκαιος τίτλος ΑΘΗΝΑΙ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ. Οι Βλάχοι, και μάλιστα οι Βλάχοι της Αλβανίας, κατοικούν σε μέρη της Βαλκανικής, όπου για πρώτη φορά πάτησαν το πόδι τους οι Ρωμαίοι. Από τότε και από εδώ ξεκινάει και η λατινοφωνία.
Η μητρική γλώσσα των Βλάχων και των Ρουμάνων προέρχεται από τη Νότια Ιταλία. Αυτή είναι η τελευταία άποψη όσων μελετούν τις νεολατινικές γλώσσες. Αντίθετα, στη Δαλματία και στην Πανονία μιλιούνταν κάποτε ρωμανικές διάλεκτοι, που προέρχονταν από τη Βόρεια Ιταλία. Από τις δύο πλευρές της Αδριατικής, το Μπάρι και το Μπρίντεζι από τη μια, η Απολλωνία, η Αυλώνα και το Δυρράχι από την άλλη ήταν τα πρώτα και κύρια λιμάνια που διευκόλυναν την επικοινωνία ανάμεσα στην Ιταλία και τη Βαλκανική.
Από την Εγνατία οδό, όπου κυκλοφορούσαν Έλληνες, Ιλλυριοί και Ρωμαίοι, στρατιώτες κι έμποροι, άρχισε να διαμορφώνεται η πρώιμη ρωμανική διάλεκτος των Βλάχων. Με βάση την Εγνατία, η λατινοφωνία διαδόθηκε σε όλη τη Βαλκανική ενδοχώρα μέχρι και πέρα από τον Δούναβη, όπου η Ρώμη επεκτάθηκε ύστερα από 300 χρόνια.
Οι Βλάχοι-Αρμάνοι, ζωντανή επιβίωση του ελληνο-ρωμαϊκού κόσμου, σε όλη την ιστορική τους διαδρομή πορεύτηκαν, παραφράζοντας – θαρρείς – τα λόγια του αυτοκράτορα Αδριανού, που εξομολογούνταν ότι: «σκέφτομαι ελληνικά και διατάζω λατινικά». Και λέω παράφρασαν, γιατί εφάρμοσαν την επικοινωνιακή συνήθεια να μιλούν τα λατινογενή βλάχικα στο οικογενειακό τους περιβάλλον, ελληνικά στις δημόσιες εκδηλώσεις της ζωής των και να γράφουν επίσης ελληνικά.
Εφόσον, αυτό γινόταν στα χρόνια της τουρκοκρατίας, όπως το γνωρίζουμε από την προφορική παράδοση, τους ξένους περιηγητές και τον Κασομούλη, θα μπορούσε να ισχύει και στις προηγούμενες ενδεχομένως από αυτήν περιόδους, μιας και η Ελληνική δεν έπαψε ποτέ να είναι παρούσα στον ευρύτερό τους χώρο ως ομιλούμενη γλώσσα και ως γλώσσα ανώτερου κύρους. Άλλωστε, και ο Πρίσκος μας πληροφορεί ότι αιχμάλωτοι από βαλκανικές περιοχές στην αυλή του Ατίλα τον 5ο αιώνα μιλούν τόσο τα ελληνικά όσο και τα λατινικά, ενώ ο Έσσελιγκ σημειώνει ότι η Λατινική είχε κατακτήσει και πλατύτερα λαϊκά στρώματα.
Ο μειχτός πολιτισμός του Βυζαντίου, ρωμαϊκός, ελληνικός, χριστιανικός και ανατολικός, στους πρώτους αιώνες, από το 320 μ.Χ. μέχρι το 620, είχε για επίσημη γλώσσα επικοινωνίας τα λατινικά. Αυτά ακούγονταν στην αυτοκρατορική αυλή, την υπαλληλία, τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη, το στρατό κτλ.. Λατινική, λοιπόν, είναι η μητρική γλώσσα του Μεγάλου Κων/νου και των Ελλήνων που υπηρετούν το ρωμαϊκό δημόσιο, όπως το ξεκαθαρίζει πια η γνωστή πληροφορία του Ιωάννου Λυδού, που έζησε στα χρόνια του Ιουστινιανού, δηλαδή κατά τον 6ο αιώνα.
Στην Κων/πολη υπήρχε ελληνόγλωσσο και λατινόγλωσσο πανεπιστήμιο, ενώ η καθημερινή επαφή και τριβή ελληνικών με τα λατινικά μοιάζει για μια στιγμή σα να πρόκειται να εκλατινιστεί γλωσσικά το Βυζάντιο.
Στο τέλος, όμως, τα λατινικά υποχωρούν μπροστά στα ελληνικά. Ωστόσο, οι Βυζαντινοί, ως Ρωμαίοι πολίτες, θεωρούσαν και χαρακτήριζαν τη λατινική «πατρώαν γλώσσαν» και αυτοονομάζονταν Ρωμαίοι. Σε αυτήν την ιστορική βάση στηρίχτηκε ο πανεπιστημιακός δάσκαλος Ιωάννης Ρωμανίδης κι έγραψε ότι τόσο οι μεσαιωνικοί όσο και οι νεώτεροι Έλληνες έχουν ρωμαίο πατέρα κι ελληνίδα μητέρα.
Κι ενώ η ελληνική γλώσσα επικρατεί στο κέντρο της Αυτοκρατορίας, στην Πόλη του Κων/νου ή την αλλιώς Νέα Ρώμη, στην περιφέρεια της Βαλκανικής, στο δυτικό της κυρίως μέρος, εξακολουθούν ν’ ακούγονται τα λατινικά παράλληλα με τα ελληνικά. Και αυτό γίνεται, γιατί έχει παρατηρηθεί πως ό,τι χάνεται στο Κέντρο συχνά διατηρείται στην Περιφέρεια.
Αργότερα, όμως, όταν επιβάλλεται η οθωμανική κυριαρχία, η ελληνική αρχίζει και χάνει μεγάλο αριθμό ομιλητών της, κυρίως στη Μικρά Ασία.
Τρεις αιώνες μετά την οθωμανική κυριαρχία, τον 18ο και 19ο αιώνα, αρχίζει η εποχή του ελληνικού διαφωτισμού. Την εποχή αυτή η αστική τάξη των Βλάχων παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζύμωση ιδεών και γλώσσας. Είναι τότε που τα ορεινά μέρη, όπου κατοικούν, τα πατροπαράδοτα επαγγέλματα που ασκούν, σε συνδυασμό πάντα με το ανήσυχο και πολύτροπο πνεύμα τους, καθώς και με τη συχνή επαφή με κέντρα της Ευρώπης, τους επιτρέπουν ν’ αναδείξουν χωριά, κωμοπόλεις και πόλεις πρότυπα παραδείγματα προκοπής και πολιτισμού.
Το γλωσσικό ζήτημα, δηλαδή καθαρεύουσα ή δημοτική, απασχολεί, εκτός από τους ελληνόφωνους, και τους βλαχόφωνους λόγιους. Συμμετέχουν και αυτοί στη γλωσσική διαμάχη, ανάμεσα στους υποστηριχτές της καθαρεύουσας και της δημοτικής. Μια τρίτη τάση είναι η μέση οδός μ’ επικεφαλής τον Αδαμάντιο Κοραή. Σε αυτή την συμβιβαστική πρόταση ανήκουν και Βλάχοι, όπως ο ιστορικός Κωνσταντίνος Κούμας και οι αδελφοί Δαρβάρηδες, Δημήτριος και Νικόλαος, από την Κλεισούρα.
Ο μοσχοπολίτης Ιώσηπος Μοισιόδαξ, που έζησε στο Βουκουρέστι ως ιερομόναχος και σχολάρχης, είναι οπαδός αυτής της γραμμής πριν από τον Κοραή. Στο έργο του Θεωρία της Γεωγραφίας υπερασπίζεται την απλή ελληνική, γιατί πιστεύει ότι το έθνος πρέπει να μορφωθεί. Η γλώσσα του, όμως, επηρεασμένη από τη λόγια, μοιάζει με τη γλώσσα του Κοραή, που θ’ ακολουθήσει.
Στην άλλη πλευρά, αντίπαλος του Ιώσηπου, είναι ο πολυμαθέστατος Κερκυραίος Ευγένιος Βούλγαρης, γόνος ενδεχομένως βλάχικης οικογένειας με πιθανό τόπο καταγωγής τους Καλαρύτες, απ’ όπου και η οικογένεια των μεγάλων αργυροχρυσοχόων Búlgari.
Συντηρητικός είναι και ο επίσης Βλάχος Νεόφυτος Δούκας, μεγάλος δάσκαλος του γένους, που κήρυττε το δόγμα «βαθμηδόν προς την αρχαίαν ελληνικήν γλώσσαν».
Δεν είναι, όμως, μόνο η διαμάχη για την επιλογή ανάμεσα στη λόγια και τη ζωντανή γλώσσα που απασχολεί τους μορφωμένους της εποχής. Αρκετοί από αυτούς, κυρίως Βλάχοι, συνειδητοποίησαν πολύ νωρίς και την ανάγκη να διαδοθούν τα ελληνικά και στους αλλόγλωσσους Ρωμιούς που ζούσαν στους κόλπους του νεότερου ελληνισμού. Πρώτος στην ανάγκη των καιρών ανταποκρίνεται ο Αναστάσιος Καβαλιώτης από τη Μοσχόπολη, που συντάσσει, γύρω στα 1770, τρίγλωσσο λεξικό, όπου σε κάθε λέξη της νεοελληνικής παραθέτει δίπλα την αρβανίτικη και τη βλάχικη. Είναι η πρώτη μέθοδος εκμάθησης της Ελληνικής, γραμμένη με τη φροντίδα ενός Βλάχου. Το 1802 ο Δανιήλ, δάσκαλος της μοσχοπολίτικης σχολής, συμπληρώνει το Λεξικό του Καβαλιώτη μ’ ένα τετράγλωσσο τώρα Λεξικό, όπου προσθέτει και τα βουλγάρικα. Οι στόχοι της σύνταξης αυτών των λεξικών είναι φανεροί.
Ο συντάκτης του τετράγλωσσου λεξικού καλεί τους ορθόδοξους, που είναι ξενόγλωσσοι, να γίνουν ελληνόγλωσσοι.
Ανάμεσα στους μορφωμένους Βλάχους της εποχής εκείνης, ξεχωρίζει η μορφή του Ρήγα Φεραίου – Βελεστινλή, που μεταφέρει από τα γαλλικά και τα γερμανικά εγχειρίδιο φυσικής στην απλή, την κατανοητή γλώσσα. Στο Σύνταγμά του, άρθρο 53, προβλέπει ως αναγκαία τη διδασκαλία της λαϊκής γλώσσας στα σχολεία και τη χρήση της στη σύνταξη νόμων και διαταγμάτων.
Τελειώνοντας με τους λόγιους Βλάχους και τις θέσεις που πήραν απέναντι στο γλωσσικό πρόβλημα, πάμε τώρα στους ανώνυμους ποιητές, στιχουργούς του νεοελληνικού λόγου, που είναι οι δημιουργοί του δημοτικού τραγουδιού.
Οι ποιητές των δημοτικών τραγουδιών, ελληνόφωνοι και βλαχόφωνοι, γράψανε τ’ αριστουργήματά τους στη ζωντανή γλώσσα και μάλιστα στην κοινή της μορφή. Έμειναν, όμως, άγνωστοι, όπως ανώνυμοι παρέμειναν και οι τεχνίτες ασημουργοί των βλάχικων κέντρων χρυσοχοϊκής τέχνης (Καλαρίτες, Μέτσοβο, Νυμφαίο κ.ά).
Θ’ ακουστεί, ίσως, παράξενο και προκλητικό, είναι όμως διαπιστωμένο ότι η μνήμη και το στόμα των Βλάχων στάθηκαν αντίστοιχα το μεγαλύτερο αρχείο συντήρησης και διάδοσης του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού. Τα επαγγέλματά τους ζητούν τη συντροφιά του τραγουδιού, κυρίως αυτό του αγωγιάτη και του βοσκού. Η μετακίνηση ολόκληρων μαζών από το βουνό στον κάμπο και αντίστροφα, τα απανωτά ταξίδια που κάνουν αγωγιάτες, έμποροι και τεχνίτες τόσο σε διάφορα κέντρα του ελληνικού χώρου όσο και στην περιφέρειά του τους δίνουν την ευκαιρία ν’ ακούσουν, να μάθουν και να τραγουδούν ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Δεν τραγουδούν μόνον, αλλά και δημιουργούν ελληνικά τραγούδια. Και καθώς δεν είχαν για μητρική γλώσσα κάποιο νεοελληνικό ιδίωμα, τα ελληνικά που μιλούν είναι τόσο καθαρά, ώστε θα τα ζήλευε κι ένας ακόμη Αθηναίος, όπως παρατηρεί ο Victór Berár για Βλάχους, μάλιστα από το Δυρράχι και τη Β. Μακεδονία, που τους γνώρισε και τους άκουσε από κοντά.
Είναι αισθαντικοί, ανήσυχοι και χαροκόποι. Τα μεγαλύτερα πανηγύρια ακόμα και σήμερα τα κάνουν οι Βλάχοι. Οι μαζικοί λαϊκοθρησκευτικοί πανάρχαιοι κύκλιοι χοροί, όπου δεν ακούγονται μουσικά όργανα απαιτούν τραγούδια πολλά και με μακρύ αφηγηματικό νήμα και αυτά είναι κατά το μεγαλύτερό τους μέρος ελληνικά.
Οι Βλάχοι τραγούδησαν και στη δική τους γλώσσα, τραγούδια όμως κοινωνικά, ερωτικά, σκωπτικά. Για τα ιστορικά και ηρωικά τους άσματα επιφύλαξαν κυρίως τη χρήση της Ελληνικής. Στη Σαμαρίνα – για παράδειγμα – έχουμε μια από τις καλύτερες ελληνικές παραλλαγές τραγουδιού του Διγενή Ακρίτα. Στις Σέρρες ο Γιώργος Καφταντζής έκανε την έκδοση συλλογής με δημοτικά τραγούδια από το νομό των Σερρών το 1978.
Στη συλλογή υπάρχει η συνδρομή των πολυάριθμων εντόπιων ελληνοφώνων και των Σαρακατσάνων, αλλά η κατάθεση ελληνικών τραγουδιών από ένα και μόνο βλάχικο χωριό, το Χιονοχώρι, ανεβάζει τη συμμετοχή του σε ποσοστό 35%, καθώς από ένα σύνολο 661 τραγουδιών τα 228 προέρχονται από το Χιονοχώρι.
Αλλά και σήμερα ποιος θα μπορούσε ν’ αμφισβητήσει τη συμβολή των Βλάχων στο λαϊκό ελληνικό τραγούδι μ’ έναν κορυφαίο σαν τον Βασίλη Τσιτσάνη, έναν Καλδάρα, ένα Βίρβο, τον πιο παραγωγικό στιχουργό, και άλλους;
Όσο για τους επώνυμους βλάχους ποιητές, θα αναφέρουμε μόνο το Ζαλοκώστα και τον Κρυστάλλη. Ο Γιώργος Ζαλοκώστας, όπως και ο Κώστας Κρυστάλλης, κατάγονται από το Συρράκο της Ηπείρου. Με την έναρξη της Επανάστασης του ’21 ο Ζαλοκώστας αφήνει τις σπουδές του κι έρχεται στην πατρίδα. Ζει όλες τις φάσεις και τις περιπέτειες του Αγώνα και γιαυτό θα μπορούσε να δώσει αξιόλογα ηρωικά ποιήματα, αν δεν επηρεαζόταν από τη λόγια γλώσσα της Αθηναϊκής Σχολής. Μικρά ποιήματα, όπως «ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει», «Μια βοσκοπούλα αγάπησα», που τραγουδιέται μέχρι και σήμερα, γράφτηκαν στη γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού και είναι αυτά που συντηρούν τη μνήμη του ως ποιητή.
Το ίδιο συνέβη και με τον Βλάχο αγωνιστή του ’21 Νικόλαο Κασομούλη από το Πισοδέρι της Φλώρινας, που εάν έγραφε τα Στρατιωτικά Ενθυμήματά του στη λαϊκή γλώσσα, θα είχαμε ένα γλωσσικό μνημείο της εποχής του, ισάξιο ενδεχομένως με κείνο του Μακρυγιάννη.
Ο βλάχικης καταγωγής Κρυστάλλης δέχεται την ευεργετική επίδραση τόσο από το δημοτικό τραγούδι όσο και από την αδρή γλώσσα του Βαλαωρίτη. Έτσι, εμπνέει για κάποιο διάστημα την ελπίδα ότι τελικά θα είναι αυτός ο αναμενόμενος αναμορφωτής της νεοελληνικής γλώσσας. Το νήμα, όμως, της ζωής του κόπηκε πριν μεστώσει πνευματικά και πριν καρπίσει στον καιρό της ωριμότητας.
Και μια που ο λόγος για συμβολή των Βλάχων στο ελληνικό τραγούδι, θ’ αναφερθώ σε μια κορυφαία μορφή της ενόργανης δημοτικής μουσικής, το Νίκο Καρακώστα από την Κρανιά του Ασπροπόταμου, που το κλαρίνο του εξέφρασε κατά τρόπο μοναδικό τ’ άρρητα, τ’ ανέκφραστα της νεοελληνικής ψυχής και που ανάμεσα στους σκοπούς, τους οποίους έπαιξε, ξεχωρίζει το Αρβαντοβλάχικο. Σκοπός συγκαθιστός, αργός και μεγαλόπρεπος, ακολουθεί το δωρικό ύφος αυτών που τον χορεύουν, δηλ. των Φαρσιλιατών και Κολωνιατών Βλάχων της Αλβανίας. Κι ενώ οι Βλάχοι της Πίνδου ήταν δίγλωσσοι, οι Αρβανιτόβλαχοι, κατά τον Κασομούλη, μιλούσαν βλάχικα στο σπίτι, αλβανικά ή ελληνικά στην αγορά, καθώς ήταν τρίγλωσσοι. Αναφέρω σχετικά την πληροφορία του Θόδωρου Γενναίου Κολοκοτρώνη ότι οι γυναίκες των Αρβαντοβλάχων στη Ρούμελη ταίριαζαν στην ελληνική και τη βλάχικη ηρωικά τραγούδια, που τα γνώριζε και τα τραγουδούσε ο κόσμος της εποχής του.
Ως προς τον ανώνυμο λαϊκό κόσμο των Βλάχων κατά το παρελθόν, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο βασικές κατηγορίες ομιλητών.
Την πρώτη αποτελούσαν όσοι κατοικούσαν σε χωριά της Δυτ. Μακεδονίας, της Αν. Ηπείρου και της Θεσσαλίας (περιοχή Ασπροποτάμου, Αχελώος). Αυτοί ήταν κυρίως κτηνοτρόφοι και δίγλωσσοι, καθώς το μισό χρόνο ήταν στον κάμπο, μαζί με άλλους συγχωριανούς των επαγγελματίες, και έρχονταν σ’ επαφή και συναλλαγή με τον εντόπιο ελληνόφωνο πληθυσμό, με τον οποίο μιλούσαν ελληνικά.
Τη δεύτερη κατηγορία ομιλητών αποτελούσαν μικρογεωργοί και μικροκτηνοτρόφοι που έμεναν μόνιμα στα χωριά τους, όπως αυτά της ορεινής Καλαμπάκας. Εδώ έχουμε δίγλωσσους άντρες και μονόγλωσσες γυναίκες.
Μια τρίτη κατηγορία αποτελούσαν αστικά χωριά, κυρίως της Βόρειας Μακεδονίας, όπου οι Βλάχοι, μέσα σε περίγυρο σλαβοφώνων, μιλούσαν ελληνικά και σλάβικα οι άντρες και μόνο βλάχικα οι γυναίκες. Σε χωριά, όμως, όπου υπήρχαν σχολεία, η γλώσσα ανδρών και γυναικών ήταν η καθαρεύουσα.
Τελειώνοντας το κεφάλαιο με τις σχέσεις των Βλάχων με την Ελληνική, δεν μπορούμε να παραλείψουμε ότι στην αρχή του ελεύθερου εθνικού μας βίου ξεχώρισε η συγκλονιστική ομιλία στη Βουλή των Ελλήνων ενός βλάχου πολιτικού, του πρωθυπουργού Ιωάννη Κωλέττη από το Συρράκο, που για το περιεχόμενο και τη γλώσσα, ο Τερτσέτης την χαρακτήρισε ως μοναδικό μνημείο λόγου ανδρός της Επαναστάσεως, κληρονομιά και υποθήκη για τις επόμενες γενεές, ενώ ο Πλαπούτας αξιολόγησε τον Κωλέττη ως ρήτορα παρόμοιο με τον αρχαίο Δημοσθένη.
Κι ενώ παρουσίασα συνοπτική εικόνα της σχέσης των Βλάχων με την Ελληνική, θα δώσω στη συνέχεια μικρό μόνο δείγμα από τη μητρική γλώσσα τους σε νεοελληνικά ιδιώματα.
Μέχρι τώρα πιστεύουν οι Έλληνες γλωσσολόγοι ότι τα βλάχικα δάνεισαν σε νεοελληνικά ιδιώματα λέξεις μόνον από τον χώρο της κτηνοτροφίας. Ωστόσο, όταν εργαζόμουν στην Ακαδημία Αθηνών ως ερευνητής διαλεκτολόγος, εντόπισα και από άλλους εννοιολογικούς χώρους βλάχικες δάνειες λέξεις και όχι μόνο στην Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία αλλά μέχρι και την Πελοπόννησο.
Έτσι, στο νησί της Ιθάκης, για παράδειγμα, η λέξη παδούρι σημαίνει «δάσος», ό,τι και η βλάχικη păduri: «Γίνανε οι bαρbαροσυκές είναι παδούρι πα στο φράχτη» ακούγεται στην Ιθάκη.
Στο Κουκούλι της Ηπείρου λούτους είναι ο «πηλός», ενώ λουτιάζου στο Σπάρτο της Ακαρνανίας σημαίνει μεταφορικά «θολώνει, σαστίζει το μυαλό μου από κάτι», lutu και alutu στα βλάχικα είναι ο «πηλός».
Στο Σπάρτο και πάλι τζακουτιασμένος λέγεται ο «αδιάθετος, ο ελαφρά άρρωστος», dzăcútu στα βλάχικα είναι ο «αρρωστιάρης», λέξη που ανάγεται στο λατινικό jaceo «είμαι καταγής κείτομαι».
Στο Γεράκι της Λακωνίας η λ. κρούσκος «συμπέθερος» και τάτας «πατέρας» αντιστοιχούν στα βλάχικα cúscru και táta, gάλμπινος σε ιδιώματα της Πελοποννήσου και της Ηπείρου σημαίνει «ξανθός», «υποκίτρινος», «ωχρός», «κιτρινιάρης», galbinu είναι ο «κίτρινος» στα Βλάχικα.
Κι ενώ οι Βλάχοι είχαν στη μητρική τους γλώσσα τραγούδια, μύθους, ωραία παραμύθια και η ίδια η γλώσσα τους ανάγεται στη δεύτερη αρχαία «σοφή» γλώσσα, τα λατινικά, η μοίρα τους όρισε να γεννηθούν και ν’ ανδρωθούν κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης του κλασικού πολιτισμού. Και καθώς το φως, η «σκιά» της Ακρόπολης, σκιάζει και φωτίζει πνευματικά όλη την ανθρωπότητα, τ’ αλλόγλωσσα τέκνα της Ελλάδας, Βλάχοι, Αρβανίτες και Σλαβόφωνοι είναι περήφανοι που ανήκουν κι αυτοί στο μεγαλείο τούτο της πολιτισμικής δόξας και της αιώνιας ομορφιάς.
Και κλείνω με την εξομολόγηση του ρωμαίου Αδριανού για την αγάπη του προς την ελληνική γλώσσα: «Αγάπησα, μας λέει, αυτήν τη γλώσσα για την εύρωστη πλαστικότητά της, για το πλούσιο λεξιλόγιό της, που η κάθε λέξη του πιστοποιεί την άμεση και διαφορετική επαφή της με τις αλήθειες, και ακόμα γιατί ό,τι έχει λεχθεί καλό από τον άνθρωπο, έχει ως επιτοπλείστον λεχθεί σ’ αυτή τη γλώσσα […] .
Το ίδιο και με τις προσωπικές μας επιλογές: από τον κυνισμό ως τον ιδεαλισμό, από τον σκεπτικισμό του Πύρρωνα ως τα ιερά όνειρα του Πυθαγόρα, οι αρνήσεις μας ή οι αποδοχές μας έχουν ξαναγίνει. Οι διαστροφές μας και οι αρετές μας έχουν ελληνικά πρότυπα». (Μ. Yourcenar, Αδριανού απομνημονεύματα, Αθήνα 1976, σελ. 30).
Και όπως ο φιλέλληνας Αδριανός λάμπρυνε με τα καλλιμάρμαρα έργα του την αρχαία Αθήνα, παρόμοια κι εμείς, οι λατινόγλωσσοι Έλληνες-Βλάχοι, τη στολίσαμε με ό,τι πιο ωραίο και περίτεχνο κοσμεί τη σημερινή Αθήνα, όπως με το ωραιότατο νεοκλασικό κτίριο του κόσμου, την Ακαδημία Αθηνών, με το κτίριο του ανώτατου τεχνολογικού ιδρύματος, το Μετσόβειο Πολυτεχνείο, το μαρμάρινο παναθηναϊκό στάδιο και άλλα.
Αντώνης Μπουσμπούκης
Καθηγητής Γλωσσολογίας