Οι Βλάχοι της Ελλάδας και η Παρεξηγημένη Ιστορία τους

Tra s’dzic tut tsi-am pri suflit, o Pirivole dzînni
Για να πώ όλα όσα εχω στην ψυχή ω Περιβόλι πες μου
La cari s’ñi aspun eu dorlu, la tini i la Armâni? 
Σε ποιόν να πω εγώ τον πόνο μου σε σένα ή στους Αρμάνους;
Στο χωριό Περιβόλι της Πίνδου, κουρνιασμένο σε μιά πλαγιά πάνω από τον πανέμορφο εθνικό δρυμό με το περίεργο όνομα Βάλια Κάλντα, βρίσκεται ένα μικρό ξενοδοχείο. Για να χτιστεί και να λειτουργήσει αφιέρωσε όλες του τις οικονομίες ένας μετανάστης στην Αμερική, ο Βιργίλιος Περδίκης.

 Ελπιζε πως το ξενοδοχείο θα έφερνε λίγη ζωή στο χωριό που είχε σχεδόν αδειάσει από τη μετανάστευση και τους πολέμους. Οταν έγιναν τα εγκαίνια του ξενοδοχείου κατά το 1973, ο Βιργίλιος έφτασε στην Ελλάδα για να περευρεθεί, όμως η κυβέρνηση της χούντας του απαγόρευσε την έξοδο από το αεροδρόμιο. Το 1982 πέθανε στο Τέξας σε μεγάλη ηλικία και τότε πήγα στο σπίτι του για να βοηθήσω στην αποδοχή της κληρονομιάς. Νόμισα πως θα διάβαζα εύκολα την αλληλογραφία που είχε με τον αδελφό του σχετικά με το ξενοδοχείο, όμως προς μεγάλη μου έκπληξη τα γράμματα ήταν τελείως ακατανόητα. Ο αποθανών δεν ήταν επικίνδυνος κομμουνιστής όπως θα νόμιζε κανείς από τη συμπεριφορά της χούντας. Το παράπτωμα ήταν πως τα αδέλφια Περδίκη, όπως και η μητέρα τους, είχαν φοιτήσει τον καιρό της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε ρουμάνικα σχολεία της Πίνδου.

Χρόνια αργότερα, μιά νεαρή οικονομολόγος που δούλευε σ’ ένα διεθνή οργανισμό μου είπε οτι το επίθετό της ήταν Papahagi και πως ήταν Ρουμάνα. Αρχικά νόμισα πως κάποιος παπάς από εκείνη τη χώρα έκανε προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ τα χρόνια που το χριστιανικό hajj ήταν συνηθισμένο. Αλλά όσοι έχουν ασχοληθεί με το «κουτσοβλαχικό θέμα» , γνωρίζουν πως το επίθετο Παπαχατζή ανήκει σε μιά οικογένεια διακεκριμένων λογίων του 20ου αιώνα από την Αβδέλα της Πίνδου. Το συγγραφικό έργο τους, άγνωστο στην Ελλάδα, είναι συνδεδεμένο με ένα δρόμο που πήραν κάποιοι Ελληνες πολίτες προς μιά Ιθάκη, που όμως τους γέλασε οικτρά.

Λίγοι πιά ξέρουν αυτή την ιστορία στην Ελλάδα, όμως κάποιοι διπλωματικοί που ασχολούνται με τη Ρουμανία λένε οτι το θέμα των Βλάχων που ζουν εκεί είναι «καυτό» και «ταμπού». Σ’ένα ταξίδι στη Ρουμανία το 2002, ο λόγος έγινε εμφανής. Οταν ανέφερα σε Ρουμάνους φίλους πως ένας προπάππος μου πιθανόν να ήταν Βλάχος, μου απάντησαν χαμογελώντας πως τότε είμαι κι εγώ λίγο συγγενής τους. Εξήγησαν πως τα βλάχικα είναι αρχαϊζοντα ρουμανικά, όπως περίπου τα ποντιακά για τους Ελληνες και πως οι Βλάχοι είναι Ρουμάνοι της διασποράς. Με ρώτησαν γιατί αναγκάζονται να ελληνοποιήσουν τα ονόματά τους και γιατί η Ελλάδα δεν επιτρέπει να χρησιμοποιούνται τα βλάχικα στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο.

Ως τον καιρό εκείνο, οι σχέσεις μου με τους Βλάχους περιορίζονταν στην αμυδρή ανάμνηση πως κάποιοι συγγενείς μου κατάγονταν από αυτούς. Αποφάσισα να βρω απαντήσεις για τα θέματα που είχα ακούσει. Διάβασα κάμποσο από το ογκωδέστατο υλικό που υπάρχει στο θέμα σε βιβλία και στο διαδίκτυο και μίλησα με πολλούς Βλάχους, ελληνίζοντες και ρουμανίζοντες. Το άρθρο αυτό συνοψίζει τα θέματα όπως τα κατάλαβε μιά πολύγλωσση εκπαιδευτική ψυχολόγος.

Οι Παραδοξολογίες της Βλαχολογίας
Η λέξη βλάχος φέρνει στο μυαλό πολλών Ελλήνων μιά εικόνα αμόρφωτου τσομπάνη με γκλίτσα και τσαρούχια σε κάποιες βουνοκορφές, και γυναικών με μακριές στολισμένες φούστες και τσεμπέρια που κουβαλάν κάδους με γαλακτοκομικά (π.χ. «Γάλα Βλάχας», «Στην κεντημένη σου ποδιά μωρ’ Βλάχα..»). Ηδη τον 12ο αιώνα είχε γενικότερη έννοια νομάδα ή ποιμένα. Τα βλάχικα στο μυαλό πολλών Ελλήνων είναι το ‘βόρειο’ ιδίωμα που το ε το κάνει ι , το ο το κάνει ου, ή το σ τι κάνει sh. Κάπoιοι νέοι και δη στην νότια Ελλάδα δεν ξέρουν κάν οτι τα βλάχικα είναι διαφορετική γλώσσα. Ενας λόγος είναι οτι δεν υπάρχει στα μάτια των σύγχρονων Ελλήνων μιά βλαχική ράτσα ή μειονότητα που να ξεχωρίζει. Οι Βλάχοι έχουν την ίδια θρησκεία και εμφάνιση, την ίδια προφορά στα ελληνικά, και τα ίδια περίπου ονόματα. (Πολλά βλάχικα επίθετα δεν έχουν νόημα στα ελληνικά, αλλά το ίδιο συμβαίνει με τα αρβανίτικα και τα τούρκικα.). Η ιδιαιτερότητα περιορίζεται αυτά τα χρόνια στη γνώση από αυτούς ή τους παππούδες τους μιάς γλώσσας που ανήκει στην βαλκανική λατινική υπο-οικογένεια. Πριν τον 1912, περίπου ο μισός ελληνικός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης αποτελούνταν από Βλάχους, και μερικές από τις πιό διακεκριμένες οικογένειες της Θεσσαλονίκης έχουν βλάχικες ρίζες (πχ. Φλόκα, Μανδρίνου, Τσουρέκα, Γκαλίνα, Ταχιάου, Τριάρχου, Μπόζη, Τόττη, Λιάνη). 

Στην Ρουμανία η εντόπιση των Βλάχων είναι πιό εύκολη. Πολλοί αναγνωρίζονται από τα ελληνικά τους επίθετα (π.χ Παπαδήμας, Παπακώστας, Καρανίκας) και ονόματα που καμμιά φορά γράφονται με τις ελληνικές υποκοριστικές καταλήξεις (Αθηνά, Περικλής, Ζωϊτσα, Στέλιος-Steliu, Νάκος-Nacu, Λαμπράκης-Lambrache, Τάκης-Tache). Τα πρόσωπα που έχουν αυτά τα ονόματα συχνά μοιάζουν με αυτά που βλέπει κανείς στην Ελλάδα.

Κάποιοι Ρουμάνοι ρωτάν γιατί οι Βλάχοι δεν αναγνωρίζονται ως μειονότητα στην Ελλάδα. Η ελληνική ιστορία όμως δείχνει μέλη αυτής της «μειονότητας» να πράττουν σαν να ήταν ο κορμός του ελληνισμού. Στους βλαχόφωνους συμπεριλαμβάνονται αγωνιστές εναντίον της τουρκοκρατίας, όπως ο Ρήγας Φερραίος, Γιωργάκης Ολύμπιος, και πιθανώς ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Παραδείγματα Βλάχων στο ΕΑΜ, ήταν ο Αλέξανδρος Σβώλος και Ανδρέας Τζήμας. Βλάχοι ήταν διαπρεπείς λόγιοι όπως ο Κώστας Κρυστάλλης και Χρήστος Ζαλοκώστας αλλά και σύχγρονοι λαϊκοί συνθέτες, όπως ο Απόστολος Καλδάρας, Κώστας Βίρβος, Μπάμπης Μπακάλης, και Μητροπάνος. Εμπορευόμενοι στα Βαλκάνια, πολλοί πλούτισαν κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, και Βλάχοι ήταν πολλοί από τους εθνικούς ευεργέτες, όπως ο Νικόλαος Στουρνάρης, Γεώργιος Αρσάκης, Μιχαήλ και Γεώργιος Τοσίτσας, Γεώργιος Σίνας. Ο Σιμων Σίνας χρηματοδότησε την ανέγερση της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ ο Γεώργιος Αβέρωβ συνέδραμε οικονομικά στους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες. Βλάχοι ήταν πρωθυπουργοί και πρόεδροι όπως ο Ιωάννης Κωλεττης (1773-1847), υπουργοί (όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ) και αμέτρητοι βουλευτές. Χωρίς να το καταλάβει η πλειοψηφία, οι κυβερνήσεις της χώρας βρέθηκαν πολλές φορές υπό τον έλεγχο αυτής της «μειονότητας».

Πώς συμβιβάζονται όλα αυτά; Το θέμα είναι εξαιρετικά πολιτικοποιημένο. Οποιος διαβάζει τις δημοσιεύσεις των τελευταίων 100 χρόνων, συχνά παρασύρεται από ένα κυκεώνα παθιασμένων λέξεων. Οι αναφορές των βυζαντινών χρονογράφων, περιγραφές ξένων περιηγητών, τραγούδια και έθιμα αναλύονται εξονυχιστικά. Ειδικά περιστατικά γενικεύονται, και τα ιστορικά κενά συμπληρώνονται και ερμηνεύονται ανάλογα με την πολιτική ιδεολογία του κάθε συγγραφέα. Γενικά, οι ελληνικές δημοσιεύσεις δεν αφήνουν καμμιά αμφιβολία για την ελληνικότητα των Βλάχων, ενώ αλλες δεν αφήνουν αμφιβολία για την ιδιαίτερη ταυτότητα τους και μη ελληνική καταγωγή τους.

Ακόμα και το όνομά των Βλάχων στάθηκε αντικείμενο μακρών συζητήσεων. Στα βλάχικα συνήθως αποκαλούν τους εαυτούς τους Armân ή Arumân. “Hii Armân?» είσαι Βλάχος; Οπως και το ‘ρωμιός’, φαίνεται να προέρχεται από το Romanus και δηλώνει πολίτη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ή και της βυζαντινής, που λεγόταν Ρωμανία. Στην βυζαντινή φιλολογία, συνήθως χρησιμοποιείται ο όρος ‘Βλάχοι.’ Το αρχαίο γερμανικό Valah (λατινικό Volcae) αναφέρεται σε εκλατινισμένο φύλο κελτικής καταγωγής που ζούσε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατά την κάθοδο των γερμανικών φύλων. Οι Γερμανοί αποκαλούσαν Valah ή Wallach κάποιους λατινόφωνους υποτελείς λαούς, , Ο όρος Vlach είναι σλαβικός αλλά χρησιμοποιείται ως Blachi και στα μεσαιωνικά λατινικά. Η λέξη σχετίζεται με άλλες που αναφέρονταν σε λατινόφωνους ή κέλτες, όπως οι Walloons του Βελγίου, Welsh στα αγγλικά, Wloch στα πολωνέζικα, Olasz στα ουγγρικά, Volokh στα ρωσσικά. Για απλούστευση, στο άρθρο αυτό χρησιμοποιείται ο όρος Βλάχοι. Οταν χρειάζεται διαφοροποίηση, οι Ελληνες αποκαλούνται Γραίκοι, κατά την συνήθεια των βλαχόφωνων.


Ξεχωριστές Μορφές στα Ψηλά Βουνά

Nu-ñi ti arâde feată ñica sh-nu γinu na noi
Μη μου γελιέσαι κόρη μικρή και μη έρθεις σε μας

La noi are munts-analtsi sh-nu va s-potsî sa tretsî
σε μας έχει ψηλά βουνά και δεν θα μπορέσεις να περάσεις
Pitruniclle va-ñi mi facu sh-eu la voi va γinu
Πέρδικα θα (παω να) γίνω κι εγώ σε σας θα ρθώ

La noi are balta mare sh-nu va s-potsî sa tretsî
Σε μας υπάρχει ρέμα μεγάλο και δεν θα μπορέσεις να περάσεις
Pescu mare va-ñi mi facu sh-eu la voi va γinu
Ψάρι μεγάλο θα (πάω να) γίνω και εγώ σε σας θα ρθώ

La noi are soarcă arauă sh-nu va s-potsî sa tretsî
Σε μας έχει πεθερά κακιά και δεν θα μπορέσεις να περάσεις
Soarcă arauă nveastă bună duaăle va tritsemu
Πεθερά κακιά, νύφη καλή, οι δυό μας θα περάσουμε
Si eu la voi va γinu
Κι εγώ σε σας θα ρθω

Οι βαλκανικές λατινικές γλώσσες εξελίχτηκαν από μιά πρωτο-βαλκανική λατινική και χρησιμοποιούνταν ευρύτερα σε προηγούμενους αιώνες. Διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους ωστε να θεωρούνται γλώσσες, αν και υπάρχουν τοπικές διάλεκτοι. Στην αυγή του 21ου αιώνα είναι τέσσερις: τα αρουμανικά των νοτίων Βαλκανίων, τα μεγλενο-αρουμανικά που μιλιούνται από πιθανώς μόνο δυό-τρείς χιλιάδες άτομα γύρω από τη Γευγελή, τα δακο-ρουμανικά της Ρουμανίας, και τα ιστρορουμανικά. Αυτά μιλιούνται από περίπου 500 μόνο άτομα στην χερσόνησο της Ιστριας, που ανήκει στην Κροατία. Νοτιώτερα στην Κροατία κατά μήκος των ακτών της Δαλματίας, μιλούσαν βαλκανική λατινική και οι Μορλάκοι ή μαύροι Βλάχοι, αλλά το ιδίωμα αυτό εξαφανίστηκε κατά το 1890.

Εκτός από εξαιρέσεις όπως η Μοσχόπολη στη νότια Αλβανία, οι περισσότερες βλάχικες εστίες παραδοσιακά βρίσκονται στην Ελλάδα. Τα ορεινά βλαχοχώρια θα μπορούσαν να κάνουν μιά νοητή γραμμή από τη Ρώμη ως την Κωνσταντινούπολη. Στις πλαγιές της Πίνδου από τη Γράμμοστα μέχρι το Περτούλι υπάρχουν 80 περίπου ορεινά βλαχοχώρια, παρά τις μεγάλες δημογραφικές αλλαγές του 20ου αιώνα. Παραδοσιακές πεδινές ομάδες διασώζονται από την Ξάνθη μέχρι την Κέρκυρα και από τις εκβολές του Αχελώου μέχρι τις εκβολές του Σπερχειού, όπως και στην Εύβοια.

Στο τέλος του 19ου αιώνα οι Βλάχοι στα νότια Βαλκάνια υπολογίζονταν περίπου σε 150.000. Από το 1912-13 και μετά, περίπου 100.000 (τα 2/3 αυτών των Βλάχων) απέκτησαν την ταυτότητα του Ελληνα πολίτη. Από τότε λόγω μεταναστεύσεων και αφομοίωσης έχουν μειωθεί κατά πολύ. Η απογραφή του 1951, η τελευταία που διερεύνησε μειονότητες, κατέγραψε 39.885 Βλάχους. Κατά το 2003 πιθανόν να υπάρχουν περίπου 20.000 άτομα στην Ελλάδα που να αυτοπροσδιορίζονται ως Βλάχοι.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι ορεσίβιοι βοσκοί ήταν κάτι ξεχωριστό. Διάφοροι ξένοι περιηγητές εντυπωσιάστηκαν από τους γραφικούς νομάδες και ημινομάδες που έβλεπαν στη Μακεδονία, με τις φορεσιές, τις ασχολίες, και τις γλώσσες τους. Ιδιαιτερα τραβούσαν την προσοχή τρείς ομάδες, οι Βλάχοι, οι Αρβανιτόβλαχοι, και οι Σαρακατσάνοι. Παρά το ετυμολογικά απροσδιόριστο ονομά τους, οι Σαρακατσάνοι μιλούσαν ελληνικά, οπότε η ελληνική τους καταγωγή δεν αμφισβητήθηκε. Οι Αρβανιτόβλαχοι (ή Φαρσερώτες) των οποίων οι γυναίκες φορούσαν χαρακτηριστικά μακριά καπέλα, είχαν συχνά αρβανίτικα ονόματα, που έδειχναν μακρόχρονη συμβίωση με Αλβανούς. Για τους Βλάχους οι περιηγητές έγραψαν πολλά. Οι βόρειοι θεωρούνταν πιό ανοιχτόχρωμοι με διαφορετικά χαρακτηριστικά από άλλους λαούς ενώ οι νότιοι πιό κοντοί και σκούροι. Ζούσαν ελεύθεροι στις βουνοκορφές, θεωρούνταν δουλευταράδες και έξυπνοι, και μερικοί τσελιγκες είχαν μεγάλα κοπάδια και πλούτο. Οι γυναίκες, που έστηναν τις στρόγγυλες καλύβες και νοικοκυριά κάθε μέρα όταν μετακινούνταν τα κοπάδια, είχαν περισσότερες κοινωνικές ελευθερίες από τις γυναίκες των Γραίκων. Οι ελεύθεροι και ωραίοι βουνίσιοι ήταν κάτι το διαφορετικό και αξιοζήλευτο, όπως δείχνει και το ένθετο τραγούδι Nu-ñi ti arâde feată ñica, όπου μιά κοπέλα ζητάει να παντρευτεί ορεινό Βλάχο.

Τα σχολικά βιβλία της Ρουμανίας δείχνουν παιδάκια με φουστανέλες και πρόβατα στα βουνά, όμως όλοι οι Βλάχοι δεν ήταν τσομπάνοι. Οι πεδινοί ήταν ίσως περισσότεροι σε αριθμό από τους ορεινούς. Ηταν έμποροι, τεχνίτες ή γεωργοί, όπως οι Μογλενίτες, που μιλούσαν και μιά ξεχωριστή γλώσσα. Φαίνεται πως κατά τον 18ο αιώνα μεγάλος αριθμός των οθωμανών υπηκόων μιλούσαν βλάχικα στα σπίτια τους. Ομως η αστικοποίηση σταδιακά οδήγησε στην απώλεια της γλώσσας. Ο γλωσσολόγος Gustaf Weigand που τους μελέτησε λεπτομερώς κατά το 1890 αναφέρει πως «ενα μεγάλο μέρος των ‘καθαρών Ελλήνων’ της Θήβας, των Σερρών, της Θεσσαλονίκης είναι γνήσιοι Αρωμούνοι». Από το νότο της Καρδίτσας προς τα δυτικά, τα Αγραφα και την Ευρυτανία, υπήρχαν βλαχόφωνοι που έχασαν τη γλώσσα κατά τον 19ο και 20ο αιώνα. Στην Πελοπόνησο, όπου είχαν μεταναστεύσει από βορεινότερα σημεία, οι Βλάχοι επίσης αφομοιώθηκαν στον ελληνόφωνο πληθυσμό. (Τα τοπωνύμια καμμιά φορά θυμίζουν την παλιότερη γλώσσα των κατοίκων. ) Αλλοι αφομοιώθηκαν σε μη ελληνικούς πληθυσμούς. Μερικοί Μογλενίτες εξισλαμίστηκαν τον 18ο αιώνα και έφυγαν ως ανταλλάξιμοι στην Τουρκία, ενώ άλλοι εκβουλγαρίστηκαν τον 20ο αιώνα και εντάχθηκαν στη Βουλγαρία. Οι ορεινοί που παντρεύονταν μεταξύ τους και ήταν σχετικά απομονωμένοι ήταν κυρίως αυτοί που απέμειναν βλαχόφωνοι στον 20ο αιώνα.

Ιστορικά Δεδομένα σχετικά με τους Βλάχους

Οι υπέρμαχοι διαφόρων θέσεων σχετικά με τους Βλάχους βασίζονται σε κάποια ιστορικά στοιχεία. Ποιά είναι τα βασικά στοιχεία αυτά;

Η Ελλάδα βρέθηκε υπό ρωμαϊκή κυριαρχία από το 146 πΧ. Τα ελληνικά έγιναν επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας επί Ηρακλείου, περίπου το 618 μΧ επτά αιώνες αργότερα. Ο Ιωάννης Λυδός σύγχρονος του λατινόφωνου αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565), αναφέρει εκτεταμένη χρήση των λατινικών ανάμεσα στους Ελληνες και δη για δημόσιους σκοπούς. Μιά ιστορική αναφορά δείχνει οτι κάποιες τουλάχιστον ομάδες βυζαντινών μιλούσαν μια λατινογενή γλώσσα κατά τον 6ο αιώνα. Ομως από τότε ως τον 10ο αιώνα, η Βυζαντινή αυτοκρατορία έχασε τον έλεγχο της δύσης και πολλών βαλκανικών επαρχιών της, οπότε η γνώση της λατινικής μειώθηκε.

Το όνομα Βλάχοι αναφέρεται για πρώτη φορά από τον βυζαντινό Γεώργιο Κεδρηνό κατά το 976, ο οποίος έγραψε πως ο αδελφός του μετέπειτα Βούλγαρου αυτοκράτορα Σαμουήλ σκοτώθηκε το 976 από ‘οδίτες Βλάχους’ μεταξύ Καστοριάς και Πρεσπών . Ντοκουμέντα του Αγίου Ορους δείχνουν πως υπήρχαν Βλάχοι στη Χαλκικιδή κατά το 1000. Ο Κεκαυμένος στο «Στρατηγικόν» του περιέγραψε πολεμοχαρείς Βλάχους γύρω από τα Τρίκαλα και τη Λάρισσα, που κατά τη γνώμη του ήταν «Δακοί και Βέσσοι» οι οποίοι είχαν διωχτεί από τις περιοχές του Σαύου και του Δούναβη λόγω ληστειών. Η Αννα Κομνηνή αναφέρεται εκτεταμένα στους Βλάχους της Θεσσαλίας, των οποίων ο έγκριτος Πουδίλος έτρεξε νύχτα και ειδοποίησε τον Αλέξιο Κομνηνό πως οι Κουμάνοι πέρασαν το Δούναβη. Ο περιηγητής του 12ου αιώνα Βενιαμίν Τουντέλης επισκεφτηκε τη Θεσσαλία το 1173 και ανέφερε οτι οι Βλάχοι κατέβαιναν από τα βουνά σαν ελάφια, έκαναν ληστείες, ήταν ανίκητοι, και δεν είχαν «μπέσα».

Το 1183 οι Βλάχοι της Θεσσαλίας επαναστάτησαν εναντίον της βαριάς φορολογίας που επέβαλε ο Ισαάκιος Αγγελος για το γάμο της κόρης του και δημιούργησαν το βλαχοβουλγαρικό κράτος των Ασανιδών. Ο Ιωάννης Ασάν απεκάλεσε τον εαυτό του στα λατινικά «Imperator omnium Bulgarorum et Blacorum». Οταν πέρασε απο τον χώρο ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσα, ο Ιωάννης Ασάν αναφερόταν ως «αυτοκράτορας των Βλάχων και πλείστων Βουλγάρων», «αυτοκράτορας Βλάχων και Κουμάνων» ή αυτοκράτορας των Βλάχων και Ελλήνων. Εκστρατείες εναντίον των Ασανιδών κυρίως απέβησαν άκαρπες. Κατά το 1190-1195 ηττήθηκαν βυζαντινά στρατεύματα στη Βέροια και στις Σέρρες. Τελικά το 1318, το κράτος αυτό διαιρέθηκε ανάμεσα στην Βυζαντινή αυτοκρατορία και το καταλανικό δουκάτο της Αθήνας.

Μετά την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, οι Οθωμανοί θεώρησαν τους Ελληνες και τους Βλάχους ένα μιλέτι (ως το 1905), αν και κάποιες πρώιμες αναφορές κάνουν διάκριση μεταξύ τους. Τα χωριά της Πίνδου χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα, και πιθανώς ιδρύθηκαν για ασφάλεια από διωγμούς.

Κείμενα για τους Βλάχους και τη γλώσσα τους σώζονται μόνο από τον 18ο αιώνα, και είναι συνοπτικά: στίχοι σε εικόνα της Παναγίας, στο υπέρθυρο μιάς εκκλησίας, και σε ένα κανάτι. Ελληνοβλαχικό ευαγγέλιο τυπώθηκε το 1822, όπως και η ακολουθία του μικρού αγιασμού το 1816. Πολλά κείμενα αποτελούν προσπάθεια να διδαχτούν ελληνικά οι Βλάχοι, όπως λεξικά και γραμματικές. Από την περίοδο εκείνη γίνονται γνωστές για πρώτη φορά οι σχέσεις Γραίκων και Βλάχων. Κατά τον 18ο αιώνα συνυπήρχαν Βλάχοι με Ελληνες του εξωτερικού, όπως δείχνουν συγγράμματα και αναφορές συλλόγων στην Ουγγαρία ή στη Βιέννη διαχωρίζουν μεταξύ Γραίκων ή Ελλήνων και Μακεδορωμάνων ή Μακεδονοβλάχων. Ομως υπήρχαν παραδείγματα διενέξεων το 1790-1810 στην Ουγγαρία σχετικά με τη χρήση της γλώσσας στην εκκλησία. Η αντίδραση στο αίτημα να ψάλλεται η λειτουργία και στα βλάχικα οδήγησε σε σχίσμα την κοινότητα της Πέστης το 1809. Εναν αιώνα αργότερα, όταν εντάθηκαν οι διενέξεις στη Μακεδονία, η Οθωμανική αυτοκρατορία θεώρησε τους Βλάχους ως χωριστό μιλέτι.

Από Πού να Ηρθαν Αραγε;

Οι ίδιοι οι Βλάχοι δεν έχουν παραδόσεις οτι ήρθαν από κάποιο μέρος, και δεν διασώθηκαν στα τραγούδια τους διηγήσεις για κάποιο ρωμαίο στρατηγό, κάποιους προπάτορες, ή τα χλωρά λιβάδια κάποιας μακρυνής πατρίδας που έχασαν διωκόμενοι από Σλάβους. Από τα έθιμά τους, κάποια μοιάζουν με ελληνικά (π.χ. Καλικάντζαροι), και κάποια είναι ιδιαίτερα, όπως η απαγόρευση ανύπανδρων γυναικών να πηγαίνουν στην λειτουργία. Η παράδοση όλων των Βλάχων της Μακεδονίας που ρώτησε ο Weigand κατά το 1890 έδειχνε οτι ο τόπος αυτός ήταν η πατρογονική τους πατρίδα. Μετακινήσεις είχαν γίνει κατά την παραδοσιακή μνήμη, αλλά σε σχετικά μικρές αποστάσεις.

Ομως οι Βλάχοι μιλούν μιά γλώσσα που δεν εχει άμεση σχέση με τις γλώσσες των γύρω περιοχών, οπότε πολλοί υπέθεσαν πως από κάπου αλλού είχαν έρθει. Συνοπτικά, οι εξής θεωρίες έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή τους:

Ρωμαϊκές λεγεώνες. Ελληνες λόγιοι αλλά και ξένοι περιηγητές του 18ου -20ου αιώνα εξέφρασαν την θεωρία οτι οι Βλάχοι είναι απόγονοι ρωμαϊκών λεγεώνων που παντρεύτηκαν ντόπιες γυναίκες, έμειναν να φυλάνε ορεινά φυλάκια σε στενά περάσματα και με τον καιρό έγιναν κτηνοτρόφοι.

Απόδημοι ρουμανικής γης. Ρουμάνοι ιστορικοί και λόγιοι θεώρησαν ότι κάποτε μεταξύ του 6ου και του 10ου αιώνα, οι Βλάχοι άφησαν την πατρίδα τους βόρεια του Δούναβη και κατέβηκαν στα νότια Βαλκάνια, πιθανώς όπου τα βοσκοτόπια ήταν καλύτερα (μιά διαπίστωση παράξενη για τα βουνά της Πίνδου). Οι ρουμανίζοντες συγγραφείς (πχ. Τάκης Παπαχατζής) θεώρησαν τους Βλάχους θρακικά φύλα που εκλατινίστηκαν, συγγενικά με τους Ρουμάνους. Οι οπαδοί αυτής της θεωρίας αποκαλούν τους Βλάχους Μακεδονοβλάχους, και προσανατολίζονται στην παρουσία τους στην ευρύτερη οθωμανική Μακεδονία.

Αναμίξεις με Σλάβους. Οι Σλάβοι μετοίκησαν στα Βαλκάνια κατά τον 7ο αιώνα, μετά την περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επηρέασαν τους βλαχόφωνους πληθυσμούς, και ίσως μετατόπισαν ορισμένους. Αν και δεν υπήρξε ιδιαίτερη προσπάθεια να αποδειχτεί πως οι Βλάχοι ήταν Σλάβοι, αυτές οι πηγές απετέλεσαν βάση του ισχυρισμού πως οι Βλάχοι δεν ήταν Ελληνες.

Εβραίοι. Ο Βενιαμίν Τουντέλης, ισπανός ραβίνος του 12ου αιώνα υποψιάζεται πως τουλάχιστον οι ληστές Βλάχοι της Θεσσαλίας είχαν εβραϊκή καταγωγή γιατί ενώ λήστευαν τους Εβραίους, τους αποκαλούσαν αδέλφια και δεν τους σκότωναν όπως τους Ελληνες.

Αυτόχθων ιδιαίτερος λαός. Νεώτεροι Ρουμάνοι και ρουμανίζοντες ιστορικοί θεωρούν οτι οι Βλάχοι είναι ένας συγκεκριμένος αυτόχθων λαός, πιθανώς καταγόμενοι από Πελασγούς, Ιλλύριους, Θράκες, (μη Ελληνες) Μακεδόνες, ή άλλα φύλα ή που εκλατινίστηκαν. Η θέση αυτή εξηγείται στον «δωδεκάλογο των Βλάχων», που έχει σχεδόν θρησκευτική διάσταση. Οπαδοί αυτής της θεωρίας επικαλούνται και παρατηρήσεις ξένων περιηγητών που που έβλεπαν τους ορεσίβειους Βλάχους ως διαφορετικούς από τους Ελληνες. Κατ’ αυτούς, η τάση πολλών Βλάχων να ταυτίζονται με τους Ελληνες εξηγείται από το ελληνορθόδοξο δόγμα, δανεισμό ελληνικών ονομάτων ψηλότερης κοινωνικής τάξης, και τάση εύκολης αφομοίωσης από τοπικούς πληθυσμούς.

Εκλατινισμένοι κάτοικοι εντοπίων εθνοτήτων. Σύγχρονοι Ελληνες ιστορικοί θεωρούν πως οι Βλάχοι είναι εκλατινισμένοι κυρίως ελληνικοί πληθυσμοί. Κατ’ αυτούς, οι Βλάχοι του ελλαδικού χώρου και των βορειότερων πόλεων που παραδοσιακά ζούσαν Ελληνες είναι ακραιφνείς Ελληνες. Κατ’ αυτή τη θεωρία, οι Βλάχοι που ζούσαν πέρα από ελλαδικές κοινότητες (πχ. πολλοί Αρβανιτόβλαχοι) πιθανώς να μην είναι Ελληνες, και όντως πολλοί Βλάχοι της Σερβίας, Βουλγαρίας, και Αλβανίας δεν ταυτίζονται με Ελληνες.

Απόδημοι των βορείων Βαλκανίων. Η αρχική πατρίδα των Βλάχων πιθανώς ήταν τα βόρεια Βαλκάνια, απ’ όπου κατάγονταν και ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός. (Η πατρίδα του ήταν η Prima, σημερινό Caricin Grad στη νότια Σερβία). Η ρωμαϊκή παρουσία εμφανίζεται ισχυρότερη στις δύο οδικές αρτηρίες, που ήταν ο Δούναβης και η Εγνατία οδός. Στον περίγυρο των δύο αυτών αξόνων, που διασχίζουν οριζόντια τη βαλκανική χερσόνησο πρέπει να αναπτύχθηκαν τα νεολατινικά αυτά ιδιώματα: στην περιοχή του Δούναβη τα δακορουμανικά και ιστρορουμανικά, και γύρω από την Εγνατία οδό τα βλάχικα και μογλενίτικα. Στο γεωγραφικό μήκος εκείνο οι αρχαίες επιγραφές στα λατινικά είναι περισσότερες από τις ελληνικές, και η γραμμή αποτελεί το σύνορο ανάμεσα στη λατινόφωνη και ελληνόφωνη βαλκανική (γραμμή Jirečec). Σήμερα η γραμμή Jirečcec, βρίσκεται πιό βόρεια από τις εγκαταστάσεις των περισσότερων Βλάχων, αλλά κατά τον 7ο αιώνα οι Βλάχοι πιθανό να μετατοπίστηκαν από τους σλάβους εισβολείς στα νότια. Οταν ο Κεκαυμένος μιλούσε για Δάκες, θα μπορούσε να αναφέρεται στην Dacia Mediterranea και όχι στην ρουμανική ή σε κάποιο άλλο μέρος, γιατί τα τοπωνύμια μπερδεύονταν.

Κάθε μιά από τις θεωρίες αυτές αφήνει ανεξήγητα κάποια δεδομένα περί Βλάχων και γλώσσας.

Ηρθαν οι Βλάχοι από τη Ρουμανία ή κάποιον τόπο μακρυνό; Δεν είναι σίγουρο ποιούς αποκαλούν Βλάχους οι βυζαντινοί συγγραφείς και ποιές γλώσσες μιλούσαν αυτοί. Σίγουρα κάποιοι πληθυσμοί μετακινήθηκαν λόγω των σλαβικών εισβολών. Ομως ο εμφανώς μεγάλος αριθμός βλαχόφωνων στην οθωμανική αυτοκρατορία και η παρουσία τους σε πολλαπλά μέρη της δείχνει οτι κάποτε θα ήρθαν χιλιάδες από το βορρά, πράγμα για το οποίο δεν υπάρχει ένδειξη. Από τα βλάχικα λείπουν οι δακικές λέξεις που υπάρχουν στα ρουμάνικα. Ερευνες δείχνουν ότι η εθνική καταγωγή και η γλώσσα συχνά συμπίπτουν, αλλά οι εξαιρέσεις είναι πολλές. Ιδιαίτερα υπάρχουν αρκετά παραδείγματα όπου γλώσσες γενικής συνεννόησης (lingua franca) έχουν εξελιχτεί σε μητρικές γλώσσες. Από την άλλη μεριά, οι βυζαντινοί ταξίδευαν συχνά στη Μαύρη Θάλασσα. Ισως αποκάλεσαν τους Βλάχους Δάκες γιατί είδαν παρόμοια φύλα στην περιοχή.

Κατάγονται οι Βλάχοι από τους αρχαίους Ρωμαίους; Είναι γνωστό οτι στην ρωμαιοκρατούμενη Ελλάδα στρατοπέδευαν λεγεώνες, αλλά κάποιοι στρατιώτες ήταν και Ελληνες. Σίγουρα υπήρξε κάποια ανάμειξη με τον ντόπιο πληθυσμό. Αλλά η θεωρία των ρωμαϊκών λεγεώνων δεν παίρνει καθόλου υπόψη την εθνότητα των γυναικών, που θα παντρεύτηκαν τους στρατιώτες και τους απογόνους τους επι αιώνες πριν δημιουργηθεί ενδογαμία. Επίσης η γλώσσα συνήθως μεταδίνεται από μητέρα, αν και τα λατινικά φαίνεται ότι ήταν γλώσσα υψηλής κοινωνικής υπόστασης σε νωρίτερες περιόδους και θα καλλιεργούνταν, όπως τα αγγλικά στη σύγχρονη Ινδία. Ομως, εκτός από δύο λέξεις του 586 (τόρνα τόρνα φράτρε) δεν υπάρχουν γραπτά μνημεία που να δείχνουν την εξέλιξη της λατινικής σε πρωτοβαλκανική και στις βαλκανικές λατινικές γλώσσες. Το επιχείρημα λατινιζόντων Ελλήνων επίσης έχει αδυναμίες. Δεν είναι γνωστό και αν πώς συνδέονται οι Βλάχοι του 10ου αιώνα με τους βυζαντινούς λατινομιλούντες του 6ου, ούτε και τι απέγινε η γλώσσα των τελευταίων, ιδιαίτερα μετά τις εγκαταστάσεις Σλάβων στα Βαλκάνια.

Είναι οι Βλάχοι ένας ενιαίος και ιδιαίτερος λαός; Μάλλον απίθανο γιατί οι τέσσερις βαλκανικές λατινικές γλώσσες ήταν απόρροια μιας κοινής γλώσσας συνεννόησης. Η μακροχρόνια συσχέτιση ημινομάδων ποιμένων με τη γλώσσα, ακόμα και στην χερσόνησο της Ιστριας που βρίσκεται κοντά στην Ιταλία, δείχνει πως η γεωγραφική απομόνωση ήταν σημαντική. Ομως οι ομοιότητες μεταξύ βλάχικων και ρουμάνικων είναι εντυπωσιακές, και οι γλώσσες φαίνεται σαν να χώρισαν πριν 10 και όχι πριν 20 αιώνες. Τα αρχικά φωνήεντα ε και ι προφέρονται και στις δύο ye και yi, πράγμα που δείχνει κοινή σλαβική επίδραση που όμως ελάχιστα πέρασε στα ελληνικά. Οι ελληνικές λέξεις στα βλάχικα είναι πολλές, ίσως το 52% του λεξιλογίου, είναι όμως κυρίως νεοελληνικές. Χωρίς κείμενα των προηγουμένων αιώνων αυτές οι ομοιότητες δεν εξηγούνται εύκολα.

Η θεωρία καταγωγής της γλώσσας από τη γραμμή Jirečec βασίζεται εν μέρει σε αρχαιολογικά ευρήματα και φαίνεται πιό εφικτή. Είναι άγνωστο αν οι πληθυσμικές μετακινήσεις ακολουθούν το μοντέλο που καθορίζει και κατά πόσο η γλώσσα μεταδόθηκε λόγω μετακινήσεων, επειδή ήδη υπήρχε λατινογνωσία στον Ελλαδικό χώρο. Μιά και τον 6ο αιώνα η «των Ιταλών φωνή» ήταν διαδεδομένη στη βυζαντινή αυτοκρατορία, πολλοί βυζαντινοί (ίσως ακρίτες) μπορούσαν να συνεννοηθούν και να ενωθούν με κάποιους εισερχόμενους πληθυσμούς. Η γλώσσα πιθανόν έτσι να ενισχύθηκε, δημιουργώντας κοινές διαλέκτους. Ισως η χρήση των βλάχικων να επεκτάθηκε κατά τους δύο αιώνες της κυριαρχίας των Ασανιδών, οπότε πολλοί εκλατινισμένοι του 20ου αιώνα να χρονολογούνται από τον 12ο και όχι από τον 6ο αιώνα. Ισως συνέβησαν διαφορετικά σενάρια σε διάφορες βλάχικες ομάδες. Προς το παρόν όμως δεν υπάρχουν στοιχεία που να δώσουν ξεκάθαρες απαντήσεις. Η πολιτική χροιά που αναπόφευκτα παίρνει αυτό το θέμα πιθανώς εμποδίζει την αδέκαστη ιστορική έρευνα. Ετσι, οι λόγοι που διάφοροι άνθρωποι κατέληξαν να μιλάν βαλκανικές λατινικές γλώσσες παραμένουν άγνωστοι.

Η καταγωγή Βλάχων θα μπορούσε να διευκρινισθεί με συγκρίσεις δειγμάτων του DNA (deoxyribonucleic acid) διαφόρων πληθυσμών. Βάσιμες μελέτες στους Βλάχους δεν έχουν γίνει ακόμα. Οι υπάρχουσες μελέτες DNA δείχνουν πως οι Ελληνες είναι αρκετά ομοιογενείς μεταξύ τους και πως οι πληθυσμοί της Ηπείρου και της κεντρικής Μακεδονίας έχουν ιδιαίτερη συγγένεια Οι Ελληνες είναι αρκετά διαφορετικοί από τους Τούρκους και τους Βουλγάρους αλλά αρκετά όμοιοι με τους άλλους Ευρωπαίους και ιδιαίτερα τους Ιταλούς. Ετσι, ακόμα και αν οι Βλάχοι είναι απόγονοι των (αρρένων) Ρωμαίων στρατιωτών είναι γενετικά κοντινός πληθυσμός. Η σχέση ανάμεσα σε Βλάχους, Βλαχομογλενίτες, Γραίκους, Ρουμάνους ή τους ελάχιστους Ιστρορουμάνους είναι άγνωστη, αλλά ελπίδα είναι να υπάρξουν σαφέστερες έρευνες στο μέλλον.

Συζητήσεις με σύγχρονους Ρουμάνους δείχνουν οτι τα βλάχικα αντιμετωπίστηκαν στον 19ο αιώνα με μεγάλο ενδιαφέρον. Κάποιοι συγκινήθηκαν από αυτή τη λαλιά που ήταν τόσο παράξενα μακρυνή και κοντινή και θέλησαν να την προστατεύσουν και να διασώσουν αυτούς που την μιλούσαν. Στις διενέξεις που ακολούθησαν, οι ελληνικές αρχές και οι λόγιοι τόνισαν τα πολιτικά κίνητρα των Ρουμάνων και φάνηκαν να θεωρούν τα βλάχικα σαν μιά αναξιόλογη χωριάτικη γλώσσα. Δεν κατάλαβαν την συναισθηματική απήχηση που είχε για τους Ρουμάνους το άκουσμα της, όπως και τα ποντιακά στους Ελληνες. Οι δε ξεχασμένοι Βλάχοι είδαν επιτέλους κάποιους να τους δίνουν σημασία και κολακεύτηκαν που η γλώσσα τους είχε αξία για κάποιους. Η έλλειψη κατανόησης των συναισθημάτων που προκαλεί η μητρική γλώσσα είχε ολέθριες συνέπειες για πολλούς Γραίκους και Βλάχους.

Η Εθνική Ταυτότητα των Βλάχων

«Στην πλειοψηφία τους δεν θέλουν να θεωρούνται Αρωμούνοι αλλά Ελληνες»

Ενώ πλησίαζε η διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι Βλάχοι βρέθηκαν στο επίκεντρο των βαλκανικών πολιτικών ζημώσεων. Οποια εθνότητα τους προσεταιρίζονταν θα είχε μεγαλύτερες εδαφικές απαιτήσεις μετά το θάνατο του ‘μεγάλου ασθενούς’. Χωρίς τους Βλάχους οι Ελληνες αποτελούσαν λιγότερο από το 50% στη Μακεδονία. Για τους Βούλγαρους ήταν σημαντικό όχι μόνο να εκβουλγαριστούν κάποιοι Βλάχοι, αλλά και να αποφευχθεί η ταύτιση των Βλάχων με τους Ελληνες. Γι’ αυτό η βλάχικη ταυτότητα αποτέλεσε μεγάλο πολιτικό θέμα.

Αλλά η έννοια αυτή δεν υπήρχε σε προηγούμενους αιώνες. Τα κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την αρχαία Ελλάδα ήταν πολυεθνικά: Ρώμη, Βυζάντιο, ακόμη και Οθωμανική αυτοκρατορία. Η δημιουργία ομοιογενών κρατών με κριτήριο την εθνότητα εμφανίστηκε μόνο κατά το τέλος της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όταν κατέστη αναγκαίο να αποφασίσουν οι κάτοικοι αμετάκλητα για την ταυτότητά τους. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας αποφάσιζαν διάφορες ομάδες τίνος μέρος να πάρουν, αλλά όπως έχει δείξει επανειλημμένα η ιστορία, η γλώσσα να αποτελούσε ένα από τα πολλά κριτήρια. Αλλοι σημαντικοί παράγοντες ήταν η θρησκεία, η ασφάλεια, το οικονομικό συμφέρον, οι εδαφικές ρίζες, οι συγγενικοί δεσμοί, και τα προσωπικά συμφέροντα των αρχηγών που αποφάσιζαν. Αυτοί οι παράγοντες συχνά καθόριζαν και ποιά γλώσσα θα μιλούσε η επόμενη γενεά, όπως ο εξισλαμισμός και η ταύτιση με τους Τούρκους.

Είναι άγνωστο τι πρέσβευαν (άν πρέσβευαν κάτι) για τις εθνικές τους ταυτότητες οι διάφορες ομάδες που ζούσαν στα νότια Βαλκάνια στις διάφορες ιστορικές περιόδους. Ομως βλαχόφωνοι και ελληνόφωνοι συνυπήρχαν τουλάχιστον στον 12ο αιώνα. Κατά την Αννα Κομνηνή, Βλάχοι στην εποχή της υπηρετούσαν στον βυζαντινό στρατό, και μετά την επανάστασή των Ασανιδών, ο αυτοκρατορας Πέτρος στέφτηκε αυτοκράτωρ Βουλγάρων και Ελλήνων. Ισως λοιπον η τάση προς την ελληνική γνώση και παιδεία που πιστοποιείται στον 18ο αιώνα να είχε παράδοση από τα βυζαντινά χρόνια. Επίσης, οι Βλάχοι των νοτίων Βαλκανίων ήταν ορθόδοξοι και άκουγαν αρχαϊζοντα ελληνικά στην εκκλησία. Ισως γι’ αυτό καρποφόρησαν και οι προσπάθειες του Κοσμά του Αιτωλού (1714-1779) να ανοίξει σχολείο σε κάθε χωριό της Ηπείρου για να μάθουν ελληνικά οι Βλάχοι, οι Αρβανίτες, αλλά και τα χωριατόπουλα που μιλούσαν διαλέκτους. Αν οι εγγράμματοι Βλάχοι είχαν παραδοσιακά ελληνική μόρφωση, αυτό ίσως εξηγεί την έλλειψη γραπτών ντοκουμέντων στα βλάχικα.

Είτε λόγω αρχέγονης συγγένειας είτε λόγω διαθέσιμης παιδείας, πολλοί Βλάχοι κατά τον 18ο αιώνα, φοιτούσαν σε ελληνικά σχολεία, και είχαν ελληνοπρεπή ονόματα. Μορφωμένοι βλαχόφωνοι προοδευσαν στα ελληνικά γράμματα, όπως ο Κωνσταντίνος Μέρτζιος, πλούσιος εμπορος που ανακάλυψε και διέσωσε το ελληνικό αρχείο της Βενετιας και αργότερα έγινε ακαδημαϊκός. Επειδή δεν υπήρχαν κωλύματα γάμου με άλλους ορθόδοξους, οι συγγένειες με ελληνόφωνους ήταν εφικτές. Σις αρχές του 20ου αιώνα, φαίνεται οτι οι περισσότεροι ταυτίζονταν με τους Ελληνες. Στην ταύτιση αυτή ίσως συνέβαλε το γεγονός οτι οι Βλάχοι σε κάθε τόπο ήταν σχετικά λίγοι. Η Μοσχόπολη της νότιας Αλβανίας, η πόλη με το μεγαλύτερο βλάχικο πληθυσμό που θα μπορούσε να αποτελέσει πυρήνα βλάχικου πολιτισμού, καταστράφηκε από τους τουρκαλβανούς το 1769 και το 1778, και οι κάτοικοί της διασκορπίστηκαν.

Πως εναρμονίζαν οι άνθρωποι την βλαχική τους οντότητα με την ελληνική; Κάποιοι εξέφρασαν τη θεωρία πως Βλάχοι και Γραίκοι μαζί αποτελούσαν τους Ελληνες. Σ’ αυτό βοηθούσε ίσως και η ουσιαστική εξαφάνιση του όρου Ελληνας μέχρι περίπου το 1827. «Οι Γραίκοι δεν είναι περισσότερο Ελληνες από μας. Μπορεί εμείς να ‘μαστε Βλάχοι και αυτοί να’ναι Γραίκοι, όμως μαζί κάνουμε τους Ελληνες». Μία φίλη καταγόμενη από Βλάχους και Αρβανίτες ανέφερε πως οι Αρβανίτες συγγενείς της έλεγαν πως ο παππούς της μιλούσε ελληνικά γιατί ήταν Βλάχος.

Από τη θεωρία της γραμμής Jirečec συνεπάγεται πως κάποιοι Βλάχοι ήταν συμπατριώτες του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Οποια να ήταν η εθνική καταγωγή του ο αυτοκράτορας ήταν ρωμαίος πολίτης, και η διακίνηση στην πολυεθνική ρωμαϊκή, βυζαντινή, και οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ελεύθερη. Τα γεωγραφικά όρια της σύγχρονης Ελλάδας δεν συμπεριλαμβάνουν τη νότια Σερβία. Ομως λόγω ισως του πολυεθνικού παρελθόντος του χώρου, ο ελληνισμός συνδέεται πιό πολύ με τη γλώσσα παρά με την καταγωγή ή τη φυλετική καθαρότητα. Κανένας μας δεν ξέρει πού βρίσκονταν οι πρόγονοί του τον 6ο, 11ο ή 15ο αιώνα και τί γλώσσες μιλούσαν. Αν τα ίδια χαρακτηριστικά αγρίων τσομπάνων-ληστών του 10ου αιώνα περιέγραφαν πληθυσμούς που στον 19ο τουλάχιστον αιώνα ήταν ελληνόφωνοι (όπως οι Σαρακατσάνοι που είχαν ληστρικό παρελθόν) θέμα καταγωγής δεν θα ετίθετο. Επίσης δεν αμφισβητείται συνήθως η ελληνικότητα των Βλάχων που κάποτε αφομοιώθηκαν ή των εν μέρει Βλάχων. Οι σύγχρονοι βλαχόφωνοι, λοιπόν, είναι τόσο Ελληνες όσο οποιοιδήποτε άλλοι.

Ομως η λατινογενής γλώσσα και το ιστορικό κενό σχετικά με τους Βλάχους τους έκανε βολικό στόχο για τα σχέδια διαφόρων: καθολικών, Ρουμάνων, Ιταλών. Οι ενδιαφερόμενες χώρες προσπάθησαν να προσεταιριστούν όποιους έπειθαν.

Ιστορία της Ρουμάνικης Προπαγάνδας 

The Roumanians are not so quite inured to blood as the Greeks and Bulgarians, and they have always conducted their propaganda by the clean and benevolent method of bribery.


«Οτι βρε αδελφέ εγώ ούτε ρουμούνος είμαι ούτε συμφέρον ρουμούνικο έχω, ως διάτονται οι φανατικοί κακώς Ελληνές μας, ούτε ξεχώρησα από τους Ελληνες εις μερικά κατά τι...Διατί όλοι να μας ονοματίζουν Βλάχο ή Κουτσόβλαχο, λείψε από εδώ, δεν σε θέλομεν στην εκκλησία μας, δεν σας στέλνομεν ιερείς οικίους και μύρια όσα καθ’ημών. Μήπως δεν είμεθα ημείς οι σημερινοί Βλάχοι εκείνοι οι Ελληνες οι οποίοι πολλά δεινά εμαρτυρήσαμεν διά το κακόμοιρο αυτό το έθνος και θρησκείαν;»

Η Ρουμανία είχε κυβέρνηση Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης όταν το «κουτσοβλαχικό ζήτημα» δημιουργήθηκε για πρώτη φορά. Πιθανόν για να δελεάσει τη δύση στον αγώνα της ανεξαρτησίας, το 1836 μιά ομάδα Μακεδονοβλάχων υποστηριζομένη από τον καϊμακάμη στη Μολδαβία Αναστάσιο Πάνου υπέβαλε υπόμνημα προς τον Ναπολέοντα τον Γ’ για τη δημιουργία ενός λατινικού κράτους στην βαλκανική, που θα στηρίζονταν εσωτερικά από τους Βλάχους και εξωτερικά από την Γαλλία. Τότε η Γαλλία έστειλε καθολικό ιερωμένο για να επιφέρει την προσχώρηση των Βλάχων στον καθολικισμό.

Οι Ελληνες είχαν μακροχρόνιες πολιτικές και εμπορικές σχέσεις με τη Μολδοβλαχία, μέσω της Μαύρης Θάλασσας αλλά και των βαλκανίων οδών. Ηπειρώτες ήδη ταξίδευαν ή ζούσαν εκεί, και σίγουρα αντιλαμβάνονταν τις γλωσσικές ομοιότητες. Ομως εχει μείνει θρύλος στη Ρουμανία ότι ο Αβέρκιος από την Αβδέλα της Πίνδου, καλόγερος της Μονής Ιβήρων στο Αγιον Ορος, στάλθηκε στο νεοσύστατο κράτος κατά το 1860, άκουσε τον κόσμο να μιλάει και είπε «shi γio hiu Armân» (και εγώ είμαι Αρουμάνος). Με την υποστήριξη των ρουμανικών εκκλησιαστικών αρχών έφερε μιά ομάδα παιδιών κατά το 1865 να σπουδάσουν εκεί. Αλλος κάτοικος της Αβδέλας, ο δάσκαλος Απόστολος Μαργαρίτης στάθηκε λίγο αργότερα πρωτοστάτης της ρουμανικής εκπαιδευσης για τους Βλάχους. Το πρώτο ρουμάνικο λυκείο άνοιξε στα Βιτώλια (Μοναστήρι) κατά το 1876 με την υποστήριξη των ελληνορθοδόξων αρχών της Ρουμανίας, πιθανώς επειδή ήταν το αστικό κέντρο με τον περισσότερο βλάχικο πληθυσμό. Γρήγορα άνοιξαν ρουμανόγλωσσα σχολεία σε πολλά χωριά της Πίνδου και πόλεις της Μακεδονίας. Κατά το 1900, στο απόγειο της κίνησης, υπήχαν περίπου 100 τέτοια σχολεία στα Βαλκάνια, όπως και μία ανωτέρα εμπορική σχολή στη Θεσσαλονίκη. Τα σχολεία αυτά δεν ήταν για το γενικά πληθυσμό, όπως πχ. κάποια γαλλόφωνα σχολεία. Σχεδόν μόνο Βλάχοι φοιτούσαν.

Σίγουρα κάποιοι Ρουμάνοι είδαν με ανθρωπιστικό ενδιαφέρον τους απομονωμένους Βλάχους και πρόσφεραν ευκαιρίες που ανέβασαν πολύ το βιωτικό και μορφωτικό επίπεδό μερικών. Οι απόφοιτοι συνήθως έπαιρναν υποτροφίες για σπουδές στη Ρουμανία, ώστε από ποιμένες κάποιοι έγιναν μηχανικοί, ακόμα και ακαδημαϊκοί εκεί. Ηταν χρόνια που η χώρα αυτή άνοιγε τους ορίζοντές της προς τη δύση και έκανε σοβαρές προσπάθειες να εκμοντερνιστεί. Το να σπουδάζει κανείς στη Ρουμανία εκείνη την εποχή ήταν τόσο σημαντικό όσο και αργότερα στην Αμερική. Αλλά μαζί με την ανθρωπιστική βοήθεια, η ρουμάνικη κυβέρνηση αποφάσισε να πείσει τους Βλάχους οτι ήταν απόδημοι πολίτες της. Η Ρουμανία ήταν πολύ μακρυά από τη Μακεδονία για να έχει εδαφικές απαιτήσεις, όμως ήθελε πληθυσμό, πολιτική επιρροή, και να ελέγχει κάποιο κρατίδιο στην Πίνδο.

Αρχειακά έγγραφα του ρουμανικού υπουργείου εξωτερικών αποδεικνύουν τις προσπάθειες της Ρουμανίας να προσεταιριστεί τους Bλάχους. Οι οικογένειες έπαιρναν επίδομα για να στείλουν τα παιδιά τους στα σχολεία, όπου δίνονταν και συσίτιο. Πολλών οι καλύβες αντικαθίσταντο με πέτρινα σπίτια. Κατά το 1890 άρχισε σοβαρή προπαγάνδα σε πολλες πόλεις και χωριά, τα οποία υφίσταντο πιέσεις να δεχτούν ρουμάνους δασκάλους. Ομως η επιτυχία ήταν περιορισμένη γιατί πολλοί Βλάχοι, θεωρώντας τους εαυτούς τους Ελληνες, προτιμούσαν ελληνικά σχολεία. Ιδιαίτερα απέτυχε στους Βλάχους της ανατολικής Μακεδονίας και του Ολύμπου, όπου οι κάτοικοι δεν αισθάνονταν να διαφοροποιούνται από τους Γκραίκους, και λόγω της κοινής συμμετοχής στα αρματολίκια και στις επανάστασεις του 1821, 1854, και 1878. Πέτυχε περισσότερο στο βορρά, στα χωριά της Πίνδου. Εκεί τα ελληνικά σχολεία ήταν κακής ποιότητας ή ανύπαρκτα και η ρουμάνικη εκπαίδευση αποτελούσε καλή λύση.

Ο εκρουμανισμός συμπεριλάμβανε ρουμάνικη εκκλησιαστική λειτουργία και προσπάθειες να χειροτονηθούν ρουμανίζοντες Βλάχοι επίσκοποι . Το πατριαρχείο αντέδρασε, δεν επέτρεψε λειτουργία στα ρουμάνικα και δεν αναγνώρισε τους ιερείς. Ορισμένοι Βλάχοι στην Ωχρίδα προσχώρησαν το 1870 στην βουλγαρική εξαρχία, που επέτρεπε λειτουργία στα βλάχικα. Οι Βλάχοι δεν δέχονταν μόνο ρουμανική πίεση. Καθολικοί της Ουνίας προσπάθησαν κατά το 1890 να προσυλητίσουν τους Βλάχους, μιά και αυτοί μιλούσαν λατινογενή γλώσσα. Το 1880 άνοιξε γυμνάσιο στο Μοναστήρι φιλοξενούμενο από Λαζαριστές. Στο τέλος του 19ου αιώνα, οι Βούλγαροι επίσης τους προέτρεπαν να εκβουλγαριστούν και να προσχωρήσουν στην εξαρχική εκκλησία με απειλές και δολοφονίες. Είχαν επιτυχία με κάποιους, και μερικοί ρουμανίζοντες συνεργάστηκαν με τους κομιτατζήδες στον Μακεδονικό Αγώνα.

Στις αποφάσεις των χωρικών μεγάλη σημασία είχε η άμεση συμπεριφορά των ανθρώπων που αντιπροσώπευαν καθε εθνότητα καθώς και οι συνέπειες των επιλογών. Δυσχτυχώς, οι Ελληνες και η εκκλησία δεν έδειξαν καμμία ευαισθησία στα θέματα των Βλάχων. Οι επίσκοποι πίεζαν τους Βλάχους να πληρώνουν εκκλησιαστικούς φόρους, ενώ οι Βούλγαροι τους απάλασσαν. Μερικές φορές οι Ελληνες ήταν τοσο βίαιοι όσο και οι Βούλγαροι. Πχ. το 1904 σκότωσαν 12 ρουμανίζοντες μογλενίτες Βλάχους από τη Χούμα, κοντά στη Γευγελή. Ο Καπετάν Ακρίτας το 1905 απαιτούσε οι κοινότητες να κλείσουν τα ρουμάνικα σχολεία και να κάψουν τα βιβλία, χωρίς να σκεφτεί τα προγράμματα και την εκπαιδευση παιδιών. Τέτοια επεισόδια, που περιγράφονται εκτεταμένα σε ρουμανίζοντα βιβλία, πιθανώς εξώθησαν κάποιους ανθρώπους να ταχτούν με το μέρος των Ρουμάνων. Τα επεισόδια θεωρήθηκαν διωγμοί, και δημιούργησαν την εντύπωση πως έπρεπε να σωθούν οι Βλάχοι της Ελλάδας από την καταπίεση. Επί χρόνια κάποιοι Βλάχοι πίεζαν την ρουμάνικη κυβέρνηση να πάρει μέτρα προστασίας.

Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας η λειτουργία των σχολείων συνέχισε βάσει της συνθήκης του Βουκουρεστίου το 1913. Στην Ρουμανία υπήρχαν μεγάλες ελλληνικές κοινότητες, και η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου δεν ήθελε να διακινδυνεύσει την λειτουργία τους. Εν μέρει η αποδοχή των σχολείων απετέλεσε ελιγμό της ελληνικής κυβέρνησης γιατί τότε η Ρουμανία έστειλε τελεσίγραφο στην Βουλγαρία κινητοποιώντας τις ένοπλες δυνάμεις της προς την Σόφια αν η Βουλγαρία δεν απέσερνε τα στρατεύματά της από την Θεσσαλονίκη.

Η πολιτική συνεργασίας με την ρουμάνικη κυβέρνηση οφέλησε την Ελλάδα αλλά έγινε μπούμεραγκ για τους Βλάχους. Τα μάλλον λίγα σχολεία κράτησαν κάπου 50 χρόνια, ως το 1945, και σε ορισμένα μέρη, όπως το Περιβόλι, τρείς γενεές ατόμων φοιτησαν σε αυτά. Τα ρουμάνικα γυμνάσια ίσως είχαν πιό μοντέρνο πρόγραμμα, γιατί δίδασκαν και αρκετά γαλλικά, που ήταν χρήσιμα. Η εμπορική σχολή της Θεσσαλονίκης θεωρούνταν πολύ καλή. Ομως στην Ελλάδα τα απολυτήρια δεν αναγνωρίζονταν και οι απόφοιτοι μορούσαν να συνεχίσουν σπουδές μόνο στο εξωτερικό. Πολλοί μετανάστευσαν στη Ρουμανία και αλλού, όπως στις ΗΠΑ και Αυστραλία. Από αυτούς που έμειναν, μερικοί στιγματίστηκαν ως κομμουνιστές ή αντιδραστικοί και πέρασαν άσχημα χρόνια, αδυνατώντας να βρουν καλή δουλειά. Δυστυχώς τα σχολεία μετέδιναν στους μαθητές την ιδέα πως δεν ήταν Ελληνες, πράγμα που αρκετές φορές δημιούργησε προσωπικά προβλήματα. Σε κάποιους, η γλώσσα έγινε έμμονη ιδέα. Αλλοι πέρασαν μιά ζωή μην ταιριάζοντας πουθενά.

Στη Δοβρουτσά - για ένα Πουκάμισο Αδειανό

Τελικά η Ρουμανία κέρδισε. Μετά από πολλές προσπάθειες, η Ρουμανία προσάρτησε τον Δεκέμβριο του 1918 τη νότια Δοβρουτσά της βορειανατολικής Βουλγαρίας, ένα ορθογώνιο με τέσσερις νομούς που οι Ρουμάνοι αποκαλούσαν Cadrilatèr. Οι Ρουμάνοι αποτελούσαν μόνο το 2.3% του πληθυσμού, και η Ρουμανία κάλεσε τους Βλάχους της Ελλάδας και των άλλων βαλκανικών χωρών να μετοικίσουν εκεί ώστε να αυξηθούν οι ρουμανόφωνοι. Σε όσους ήθελαν να μετοικίσουν η ρουμάνικη κυβέρνηση έταξε 50.000 δραχμές και περίπου 100 στρέμματα γης. Η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε αντίρρηση, μπορεί να πει κανείς οτι διευκόλυνε την μετανάστευση των Βλάχων. Εβαλε όρο όμως να εγκαταλείψουν οι μετανάστες προς Ρουμανία την ελληνική τους υπηκοότητα. Οσοι μετανάστευαν στην Αμερική ή αλλού δεν είχαν τέτοιο όρο.

Γενικά, αυτοί που δέχτηκαν ήταν οι φτωχότεροι ημινομάδες της κεντρικής Μακεδονίας, όχι οι αστοί ή οι κάτοικοι του Ολύμπου και της νοτιότερης Ελλάδας. Σε ορισμένα μέρη, όπως στη Βέροια, οι ρουμανίζοντες εκμεταλλεύτηκαν τον οικονομικό συναγωνισμό Γκραίκων και Βλάχων, και απεχώρησε το 30-35% των βεργιάνων Bλάχων, κάπου 500 οικογένειες. Η μετανάστευση υποδαυλίζονταν από άτομα που οργάνωναν τις αποστολές και κέρδιζαν από αγοραπωλησίες των περιουσιών. Κατά το 1925-36, 2000-2500 οικογένεις (10.000-18.000 άτομα) πούλησαν τα υπάρχοντά τους και έφυγαν από την Θεσσαλονίκη με καράβι προς Κωστάντζα. Οι μετανάστες έπρεπε να πληρώσουν 1500 δρχ. εισητήριο και 1000 για τα έξοδα ταξιδιού.

Στο Cadrilatèr, οι άποικοι δεν βρήκαν τα πράγματα ρόδινα. Δεν πήραν τις 50.000 δρχ., αλλά μόνο γη, που συχνά δεν είχε νερό. Η μετρατροπή των κτηνοτρόφων σε γεωργούς και εγκατάσταση σε ελώδεις τόπους ήταν επίπονη, αλλά πιό προβληματικό στάθηκε το βουλγάρικο αντάρτικο που βρήκαν εκεί να στρέφεται εναντίον τους. Μερικοί κατάλαβαν πως οι Ρουμανία τους έβαλε να βγάλουν το φίδι απ΄ την τρύπα. Κάποιοι θέλησαν να επιστρέψουν, αλλά τα σύνορα ήταν κλειστά, και οι περιουσίες στους στην Ελλάδα είχαν αλλάξει χέρια. Παρ’ όλες τις δυσκολίες έκαναν οτι μπορούσαν στην νέα πατρίδα, χτίζοντας σπίτια και σχολεία. Αλλά η σχετική ευημερία τους δεν κράτησε πολύ. Το 1940 με την παρέμβαση της Γερμανίας και συνθήκη της Κραϊόβας, η Ρουμανία επέστρεψε τη νότια Δοβρουτσά στη Βουλγαρία. Απ’ τη μιά μέρα στην άλλη, οι Βλάχοι έχασαν τα πάντα και έμειναν άστεγοι. Ακολούθησε ανταλλαγή πληθυσμών, και κατέληξαν πρόσφυγες στην Κωστάντζα και σε άλλα μέρη της βόρειας Δοβρουτσάς.

Με την απώλεια της Δοβρουτσάς η Ρουμανία δεν τους χρειάζονταν πιά, και οι Βλάχοι έγιναν πρόβλημα. Ακολουθούσαν ακροδεξιά πολιτική, και (όπως συζητείται παρακάτω) δημιούργησαν πολιτικά ζητήματα στη χώρα. Η κομμουνιστική κυβέρνηση που ανέβηκε στην εξουσία το 1947 έκλεισε πολλούς σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Κατά τα επόμενα 45 περίπου χρόνια, οι άνθρωποι αυτοί υπέστησαν αμέτρητες στερήσεις και κακουχίες. Υπέφεραν από φτώχια και πείνα όταν ο Τσαουσέσκου πούλησε την τροφή της χώρας και από τα αποτελέσματα της υποχρεωτικής τεκνοποίησης. Για να επισκεφτούν την Ελλάδα ήταν αναγκαίες εξάμηνες διαδικασίες μετά από προσκλήσεις των συγγενών τους, που έπρεπε να τους πληρώνουν όλα τα έξοδα. Ακόμα και πολιτικό άσυλο δεν μπορούσαν να ζητήσουν, επειδή για να πάν στην Ελλάδα έπρεπε να αφήσουν πίσω μέλη της οικογένειάς τους. Αρκετοί έγιναν ακαδημαϊκοί και επιστήμονες και πήγαν καλά, αλλά οι περισσότεροι απόγονοι των αποίκων ζουν σε πολύ μέτριες συνθήκες. Το 1930 οι συγγενείς τους στην Ελλάδα τους μακάριζαν, αλλά τα τελευταία 60 χρόνια τους λυπούνται.

Στα θέματα περί ταυτότητας σπάνια λαμβάνονται υπόψη οι γνώμες των γυναικών. Οταν οι ρουμανίζοντες μετανάστευσαν στη Δοβρουτσά, κάποιες γυναίκες είχαν διαφορετική γνώμη. Βλάχος της Ρουμανίας μου διηγήθηκε πως η μητέρα του δεν ήθελε να πάρει ρουμάνικη υπηκοότητα, παρ’όλο που αναγκάστηκε να παραδώσει την ελληνική. Εμεινε άπατρις για χρόνια και τελικά πήρε την υπηκοότητα μόνο επειδή οι αρχές αρνήθηκαν να τον εγγράψουν στο σχολείο χωρίς αυτήν την αλλαγή.

Από τις Ρωμαϊκές Λεγεώνες στο Φασισμό

«Το καθήκον μας επιβάλλει, ως απόγονοι των Αρχαίων Ρωμαϊκών Λεγεώνων και των πέραν του Δουνάβεως ελευθέρων αδελφών μας να αγωνισθώμεν παρά το πλευρόν της Ιταλίας και Γερμανίας.»

Θα νόμιζε κανείς πως οι ρωμαϊκές λεγεώνες είχαν διαλυθεί αιώνες πριν, αλλά το όνομα αυτό συνέχισε να κυνηγάει τους Βλάχους. Στη δεκαετία του ’30 λεγεωνάριοι (Legionari) αποκαλούνταν οι φασιστές στην Ευρώπη όπως και στη Ρουμανία. Πολλοί Βλάχοι του Cadrilatér έγιναν μέλη της ακροδεξιών εθνικιστικών οργανώσεων, όπως οι Σιδηροί Φρουροί, οι οποίοι δημιούργησαν πολιτικές αναταραχές και πογκρόμ στην Ρουμανία. Ο πρωθυπουργός της Ρουμανίας Ion Duca, αρχηγός του Εθνικού Απελευθερωτικού Κόμματος, κήρυξε την οργάνωση των Σιδηρών Φρουρών παράνομη και συνέλαβε κάποια μέλη της. Στις 31 Δεκεμβρίου 1933 οι Ion Caranica, Doru Belimace και Nicolae Constantinescu (οι δύο πρώτοι Βλάχοι) τον δολοφόνησαν καθώς κατέβαινε από τραίνο.

Η διάθεση των διαφόρων κρατών να αποδίνουν στους λατινόφωνους όποια στοιχεία τους ήταν βολικά δεν τελείωσε με το Cadrilatér. Ο επόμενος μνηστήρας ήταν η Ιταλία, που το 1917 είχε καταλάβει για λίγο την Ηπειρο και κήρυξε το «Πριγκηπάτο της Πίνδου», αποκαλώντας και αυτή τους Βλάχους «χαμένους αδελφούς.» Η πράξη αυτή επαναλήφθηκε το 1942. Ο Αλκιβιάδης Διαμαντής, που κατάγονταν από τη Σαμαρίνα και ζούσε στην Ρουμανία, εμφανίστηκε ως «πρίγκηπας της Πίνδου». Συνοδευόμενος από Ιταλούς στρατιώτες διακήρυττε σε καιρό λιμού οτι η Ρουμανία επρόκειτο να στείλει ένα εκατομμύριο οκάδες σιτάρι για διανομή μόνο στους Βλάχους. Αν και το σιτάρι δεν έρχονταν, οι χωροφύλακες έκαναν κατάσχεση στο σιτάρι που αγόραζαν για τα σπίτια τους οι Βλάχοι, προξενώντας δριμύτατες κατηγορίες ότι η Ελλάδα προσπαθούσε να εξοντώσει τους Βλάχους. Ακολούθησαν διάφορα επεισόδια, κάποιοι Βλάχοι εκτοπίστηκαν σε νησιά, άλλοι κακοπάθησαν. Ο κατοχικός πρωθυπουργός στρατηγός Γ. Τσολάκογλου αντέδρασε και εξέδωσε απόρρητη διαταγή να συμπεριφέρονται καλύτερα οι τοπικές αρχές στους Βλάχους. Η διωγμοί και νέες ταλαιπωρίες των Βλάχων απασχόλησαν την βλάχικη κοινότητα στη Ρουμανία και δημιουργούσαν μεγαλύτερες πολιτικές πιέσεις εκεί.

Ο Διαμαντής επίσης ίδρυσε στη Λάρισσα την «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» το 1942, στην οποία προσχώρησαν ακόμα και μερικά στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος. Προσπάθησε να προσεταιριστεί Βλάχους προεστούς της Λάρισσας, και όσοι αντιστάθηκαν στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως στην Ιταλία. Οι ‘λεγεωνάριοι’ κυρίως στράφηκαν εναντίον των Βλάχων που αντιστάθηκαν στους σκοπούς τους και βασάνιζαν, φυλάκιζαν, ή λήστευαν αυτούς που οργάνωσαν την εθνική αντίσταση εναντίον των κατακτητών. Μετά το τέλος του πολέμου, αρκετοί ‘λεγεωνάριοι’ καταδικάστηκαν ως εγκληματίες και δοσίλογοι. Κάποιοι κατέφυγαν στη Ρουμανία για να γλυτώσουν, όπου το κομμουνιστικό καθεστώς τους συνέλαβε. Τα σύνορα της Ρουμανίας έκλεισαν, και πολλοί δεν ξαναφάνηκαν στην Ελλάδα. Τα ρουμανίζοντα ιδρύματα της Θεσσαλονίκης και Βέροιας, που συνεργούσαν υπέρ των κατακτητών, διαλύθηκαν οριστικά το 1944-45.

Η μεγάλη πλειοψηφία των Βλάχων που συμπαραστάθηκαν στην Ελλάδα δεν είχε καλύτερη τύχη. Αμέτρητοι σκοτώθηκαν το 1940-41 πολεμώντας εναντίον των Γερμανών και Ιταλών εισβολέων, και πολλές Βλάχες βοήθησαν στις μάχες της Πίνδου. Οι Βλάχοι αποτέλεσαν βασικά στελέχη στην αντίσταση κατά των Γερμανών. Λόγω της αντίστασης των στους εισβολείς, τα περισσότερα βλαχοχώρια της Πίνδου πυρπολήθηκαν από τους Γερμανούς το 1943-44, και οι κάτοικοι αποδεκατίστηκαν με μαζικές εκτελέσεις.

Μεταπολεμική Αφομοίωση και Λήθη

Fudzi haraua di la Armân Εφυγε η χαρά των Βλάχων
O gione o xinite ω παλικάρι, ω ξενητεμένε
s-pri fatsa cură fântâni στο πρόσωπο τρέχουν βρύση
di lacriñi upărite από δάκρυα ζεστά
ca si au maratsîl i –n cheptlu –alor γιατί έχουν οι ταλαίπωροι στο στήθος τους
un dοr té treaca nu are ένα πόνο που δεν περνάει
s-kirire asteapta un popor και ο χαμός περιμένει έναν λαό
când dulţea-l i limbă keare όταν χάνει τη γλυκειά του γλώσσα


Μετά από τις καταστροφές δύο πολέμων, το ασφαλέστερο πράγμα για τους επιβιώσαντες Βλάχους ήταν να αποκρύψουν ή και να ξεχάσουν την γλώσσα που τους έβαλε σε τόσα δεινά. Φαίνεται σαν όλοι να αποφάσισαν οτι η χρήση της είναι προβληματική.

Η γλώσσα έφθινε από καιρό. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, η κυβέρνηση χρειάζονταν χώρο για να εγκαταστήσει τους πρόσφυγες, και πολλοί Βλάχοι έχασαν τα βοσκοτόπια και τα χειμαδιά τους μετά το 1923. Σταδιακά, όλο και περισσότεροι προτίμησαν την πεδινή εγκατάσταση, όπου πολλοί αφομοιώθηκαν από τους Γραίκους γείτονές τους. Μοιραία οι ομιλητές έχασαν τον δεύτερο γλωσσικό τους κώδικα, γιατί έλείψαν οι συνθήκες που τον συντηρούσαν, όπως κοινωνικές δομές, ιδιαίτερες ασχολίες, ενδογαμία, και γεωγραφική απομόνωση. Μέσα σε ελληνόφωνο περιβάλλον, μιά άλλη γλώσσα δεν εξυπηρετούσε κανένα ιδιαίτερο σκοπό. Λόγω της συσχέτισης τους με χωρικούς, τα βλάχικα θεωρήθηκαν από μερικούς γλώσσα χαμηλής κοινωνικής υπόστασης και οι οικογένειες που ανέβαιναν κοινωνικά γενικά τα εγκατέλειπαν.

Παραδόξως τα ρουμάνικα σχολεία και οι πεποιθήσεις των ‘λεγεωναρίων’ επετάχυναν την εγκατάλειψη της γλώσσας. Με τις χιλιάδες ατόμων που σκοτώθηκαν ή έφυγαν, χάθηκε πολύ απο το πολιτιστικό κεφάλαιο των Βλάχων, οι γέροι που ήξεραν τη γλώσσα καλά και δίδασκαν συνήθειες και παραδόσεις στην επόμενη γενεά. Τα βλάχικα επέζησαν καλύτερα σε μέρη που δεν είχαν δημιουργηθεί πολιτικά προβλήματα, όπως στο Μέτσοβο. Εκεί το ρουμάνικο σχολείο έκλεισε το 1913 και λίγοι αποχώρησαν για το Cadrilatér. Το Μέτσοβο φαίνεται να είναι το πιό σημαντικό απομείναν κέντρο της βλαχοφωνίας στα Βαλκάνια.

Ενα άλλο πρόβλημα είναι η έλλειψη εκσυγχρονισμού της γλώσσας. Τα βλάχικα έχουν ευρύ και ποιητικό λεξιλόγιο, αλλά εκφράζουν καλύτερα τις ανάγκες των χωρικών παρά των σύγχρονων αστών. Ελάχιστοι μορφωμένοι έγραψαν στα βλάχικα, και αυτοί ήταν γνώστες της ρουμανικής. Για την έκφραση συγχρόνων θεμάτων, οι ρουμανοτραφείς εισάγουν ρουμάνικες (συνήθως λατινογενείς) λέξεις, αλλά στην Ελλάδα δεν υπάρχει συμφωνία ποιές λατινικές ή ελληνικές να χρησιμοποιηθούν. Για «πανεπιστήμιο», «συναλλαγματικές», ή διάφορες αφηρημένες έννοιες, κάποιοι χρησιμοποιούν λατινικές λέξεις και άλλοι ελληνικές, αλλά προκειμένου να κλείνουν στα βλάχικα αυτές τις λέξεις, αλλάζουν τον κώδικα και μιλάνε με ελληνική γραμματική. Δεν υπάρχει Βλάχικη Ακαδημία για να αποφασίσει χρήσεις της γλώσσας, και χωρίς μαζικά μέσα ενημέρωσης δεν μεταδίνονται εύκολα νέες λέξεις, ούτε εξασκούνται οι λιγότερο γνωστές. Μεσήλικες βλαχόφωνοι θυμούνται τη γραμματική, αλλά έχουν σχετικά φτωχό λεξελόγιο. Ακόμα και διάθεση να έχει κανείς να μιλήσει λοιπόν, σκοντάφτει στην έλλειψη λεξιλογίου.

Γι’ αυτούς τους λόγους, τα βλάχικα ελάχιστα διδάσκονται και δεν χρησιμοποιούνται επίσημα πουθενά στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει κανένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα σε αυτά, όπως δεν υπάρχει ούτε και για τα αρβανίτικα ή σερβομακεδόνικα. Δεν υπάρχει βλάχικη εφημερίδα. Υπάρχουν πολλοί βλάχικοι σύλλογοι, αλλά δεν θα το πίστευε κανείς πως έχουν μιά γλώσσα πίσω τους. Για παράδειγμα, η ιστοσελίδα του λαογραφικού συλλόγου Βλάχων Βέροιας (www.vlahoi.gr) έχει δραστηριότητες ενδυμασίας, χορού, τραγουδιού, συλλογής λαογραφικού υλικού, καταγραφής ιστορικού υλικού, παλιάς φωτογραφίας. Αλλά δεν αναφέρεται διδασκαλία γλώσσας, παρά την αναφορά πως αυτή εξαφανίζεται. Οι σχετικά λίγοι Βλάχοι που την ξέρουν καλά φαίνεται σαν να φοβούνται να την μεταδώσουν από φόβο μήπως θεωρηθούν ανθέλληνες ή ρουμανίζοντες.

Τα βλάχικα εξαφανίζονται και στη Ρουμανία. Τα εγγόνια των αποίκων του Cadrilatèr σπάνια ξέρουν τις ιδιαίτερες κλίσεις και το βλάχικο λεξιλόγιο. Υπάρχουν σύλλογοι που προσπαθούν να συντηρήσουν την κουλτούρα, και μερικά σχολεία στην Κωνστάντζα διδάσκουν βλάχικα στα παιδιά. Εκδίδονται μελέτες για βλαχικα θέματα και περιοδικά. Στις ΗΠΑ, Αγγλία, Γερμανία υπάρχουν οργανισμοί όπως Societatea Farsarotul (www.farsarotul.org), Vlach-British Cultural Foundation (www.Vlachophiles.net) και Union für Aromunische Sprache und Kultur. Είναι κυρίως δημιουργήματα ατόμων που σπούδασαν σε ρουμάνικα σχολεία και υποστηρίζουν την θεωρία της ιδιαίτερης ταυτότητας. Ομως είναι λίγοι αυτοί που ασχολούνται. Μετά 30 χρόνια παγκοσμίως πολύ λίγοι θα θυμούνται τη γλώσσα αυτή.

Η επιγαμία με τον κοινό πληθυσμό εξαφανίζει και τα άτομα που αυτοπροσδιορίζονται ως Βλάχοι. Ως τα μέσα του 20ου αιώνα, οι ορεσίβιοι τουλάχιστον παντρεύονταν μεταξύ τους. Η ενδογαμία ήταν σημαντική για τις φατρίες, που χρειάζονταν επιδέξιες γυναίκες και διατήρηση των προικών σε συγγενικές ομάδες. Οι Βλάχες ήταν περιζήτητες νύφες, αλλά ο γάμος με Γραίκους θεωρούνταν λύση απελπισίας. Σε ένα δημοτικό τραγούδι, ο πατέρας αρνείται να δώσει την κόρη, λέγοντας πως οι Βλάχοι και οι Γραίκοι δεν συμπεθεριάζουν. Οι Βλάχοι που πήγαν στο Cadrilater συνέχισαν την ενδογαμία. Τα παιδιά τους ως επι το πλείστο παντρεύτηκαν μεταξύ τους, αλλά τα εγγόνια τους έχουν ξεπεράσει και αυτό το ταμπού.

Τραυματικά Κατάλοιπα

Η μοιρασιά των Βλάχων έγινε και τελείωσε εδώ και τρείς γενεές, και οι ιστορίες αυτές είναι παλιές. Από τους αποίκους του Cadrilatér που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, υπάρχουν μόνο λίγοι υπερήλικες επιζώντες. Το κουτσοβλαχικό θέμα έχει σχεδόν ξεχαστεί, και αποτελεί θέμα λίγων κυρίως ηλικιωμένων ατόμων.

Ο συνδυασμός της ρουμάνικης και της ελληνικής πολιτικής στάθηκε ολέθριος για τους Βλάχους. Ισως λίγοι πληθυσμοί ταλαιπωρήθηκαν τόσο εξ αιτίας μιάς γλώσσας. Οι ελληνικές αρχές συμπεριφέρθηκαν στενόμυαλα και καθόλου διπλωματικά απέναντι στους ρουμανίζοντες των αρχών του 20ου αιώνα, ενώ περιέθαλψαν ακόμα και τους τουρκόφωνους Πόντιους. Σπάνια ενδιαφέρθηκαν να τους προσεταιριστούν και δεν έκαναν εποικοδομητικές κινήσεις ενάντια στη ρουμάνικη προπαγάνδα. Με τη συμπεριφορά τους φόβησαν κάποιους αλλά έχασαν πολλούς άλλους και δημιούργησαν διεθνές θέμα καταπιεσμού μειονοτήτων. Πολλά προβλήματα θα αποφεύγονταν αν το Πατριαρχείο επέτρεπε τη λειτουργία στα βλάχικα (όχι στα ρουμάνικα) αντί να εξωθήσει ανθρώπους να πάρουν θέσεις που συχνά οι ίδιοι δεν πίστευαν. Η στενομυαλιά και τυπολατρεία επανειλημμένα έχουν συντελέσει ώστε ο ελληνικός λαός και η ορθόδοξη εκκλησία να χάνουν φίλους και οπαδούς.

Τώρα που η Ελλάδα αντιμετωπίζει υπογεννητικότητα και είσοδο τελείως ξένου πληθυσμού φαίνεται λυπηρή η απόφαση να σταλούν ανεπίστρεπτα στη Ρουμανία χιλιάδες Ελληνες πολίτες. Αλλά είναι δύσκολο να κρίνουμε την πολιτική του καιρού εκείνου. Ηταν σημαντική στις αρχές του 20ου αιώνα η δημιουργία ομοιογενούς κράτους χωρίς πληθυσμούς με επιθετικούς και αλυτρωτικούς σκοπούς. Αν οι Βλάχοι που πήγαν στο Cadrilatér είχαν μείνει στην Ελλάδα, ίσως ήταν περισσότεροι οι φιλοϊταλοί ‘λεγεωνάριοι’ κατά την γερμανική κατοχή.

Το 2003 δεν υπάρχει πιά κίνδυνος για αυτονομιστική κίνηση των Βλάχων ή τρομοκρατία ‘λεγεώνων’. Αν η ελληνική κυβέρνηση πιστεύει στην ελληνική καταγωγή των Βλάχων, θα έπρεπε να κάνει την ανάλογη πολιτική. Με τις σχετικές υπάρχουσες νομοθεσίες, θα μπορούσε να πολιτογραφήσει αυτούς που νόμιμα δικαιούνται υπηκοότητα και που επιθυμούν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα αντί να βάζει κωλύματα στις αιτήσεις τους. Η ελληνική πρεσβεία στο Βουκουρέστι, που διδάσκει ελληνικά σε ενδιαφερομένους, θα μπορούσε να πλησιάσει τις οργανώσεις των Βλάχων, να τις προσκαλέσει και να δημιουργήσει σχέσεις. Κάποιοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν ξανά μέρος του ελληνικού πληθυσμού.

Αντίθετα όμως, κάποιοι κυβερνητικοί φορείς της κυβέρνησης συμπεριφέρονται ακατανόητα προς τα βλάχικα, ακόμα και στις αρχές του 21ο αιώνα. Διάφορες ιστοσελίδες στο διαδίκτυο αναφέρουν περιστατικά όπως καταδίκη ενός πολίτη το 2001 επειδή κυκλοφορούσε φυλλάδιο του Συμβουλίου της Ευρώπης ή αφαίρεση υπηκοότητας και εκδίωξη ενός ρουμανοτραφούντος γέρου που έβγαζε περιοδικό και διατύπωνε απόψεις σχετικά με την εθνικότητα των Βλάχων. Τέτοιες πράξεις κρατούν ζωντανό ένα θέμα λήξαν προ πολλού και δημιουργούν αφορμές για ανθελληνικά άρθρα στο εξωτερικό, που ειρωνεύονται τα δήθεν δημοκρατικά ιδεώδη της Ελλάδας. Ακόμα και η ιστοσελίδα του Υπουργείου Εξωτερικών της Τουρκίας (www.mfa.tr) αναφέρει πως οι Βλάχοι είχαν περισσότερες ελευθερίες επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση προσπαθεί να συντηρήσει μειονοτικές γλώσσες, και πρόσφατα τα βλάχικα έχουν γίνει αντικείμενο ενδιαφέροντος. Στις 24 Ιουνίου 1997 το Συμβούλιο της Ευρώπης εξέτασε αναφορά γι’ αυτή τη γλώσσα που εξαφανίζεται και υιοθέτησε την απόφαση 1333(1997) που συστήνει τη λήψη μέτρων για το σεβασμό των δικαιωμάτων των Βλάχων, την επιμόρφωσή τους στα βλάχικα, και τη χρήση της γλώσσας στην τηλεόραση, εκκλησίες, και ραδιόφωνο. Σε μετέπειτα επίσκεψή του στην περιοχή του Μετσόβου ο Πρόεδρος της Δημοκρατιάς κ. Στεφανόπουλος παρότρυνε τους κατοίκους να μιλάνε και να διδάσκουν τη γλώσσα τους. Ομως οι συστάσεις του Συμβουλίου δεν έχουν τεθεί σε εφαρμογή. Σίγουρα υπάρχουν μερικά άτομα που πιστεύουν στην ιδιαίτερη ταυτότητα ή μη ελληνικότητα των Βλάχων, και που ίσως έπειθαν άλλους αν είχαν ευρεία πρόσβαστη στα μαζικά μέσα ενημέρωσης. Αλλά ο πιό πειστικός τρόπος να αισθανθεί κανείς Ελληνας είναι η ισχύς των κρατικών θεσμών. Η ιστορία έχει δείξει οτι η ελληνική αδιαλλαξία μπορεί να δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα από οτι οι ξένοι παράγοντες.

Η ευρωπαϊκή έμφαση στις μειονοτικές γλώσσες έχει τονώσει το ενδιαφέρον για τους Βλάχους και στην Ελλάδα. Το τετράτομο σχετικό έργο του Αστέριου Κουκούδη βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το 1998, και αρκετά άλλα βιβλία έχουν εκδοθεί από το 2000. Ομως μιά προσπάθεια να διδαχτούν τα βλάχικα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης σταμάτησε λόγω έλλειψης χρημάτων. Ετσι, παραδόξως διδάσκονται στο πανεπιστήμιο του Freiburg της Γερμανίας (από άτομα ενάντια στον ελληνισμό των Βλάχων) αλλά παραμελούνται από τους οπαδούς της εθνικής ελληνικής ιδεολογίας.

Είναι άγνωστο αν οι Βλάχοι είναι γενετικά ξεχωριστός πληθυσμός, αλλά οι μεικτοί γάμοι έχουν διασκορπίσει τα γονίδιά τους στον γενικό πληθυσμό της Ελλάδας. Πλέον το θεμα δεν είναι αν οι Βλάχοι είναι Ελληνες. Είμαστε εμεις οι Γραίκοι, τουλάχιστον οι κάτοικοι της Μακεδονίας, Θεσσαλίας, και Ηπείρου που έχουμε γίνει λίγο Βλάχοι. Ισως θα έπρεπε να σεβαστούμε περισσότερο την ξεχασμένη κληρονομιά κάποιων από τους προγόνους ή συγγενείς μας.

-----------------------------------------------------------------------------------------------------


Παράρτημα
Bλάχικα για Αρχαρίους

Τα βλάχικα και τα ρουμάνικα μοιάζουν εντυπωσιακά στις κλίσεις των ουσιαστικών και ρημάτων, που που προσεγγίζουν τις τέσσερις κλίσεις των λατινικών ρημάτων. Και οι δύο γλώσσες χρησιμοποιούν ορισμένες χαρακτηριστικές λέξεις με τον ίδιο τρόπο (custcru, συμπέθερος, λατ. cunsocer, vatra τζάκι- βάθρον, gura-στόμα, λατ. gula, νεοελληνικά γουλιά). Ομως διαφέρουν αρκετά στο λεξιλόγιο, σε σημείο που συχνά να μην κατανοούνται. Τα βλάχικα σχεδόν δεν έχουν λέξεις που θεωρούνται δακικής προέλευσης, στην οποία αποδίνουν οι Ρουμάνοι την καταγωγή τους (π.χ. copil - παιδί, gal-σβέρκο) Οι Βλάχοι χρησιμοποιούν ορισμένες λατινικές λέξεις που δεν υπάρχουν στα ρουμάνικα, κάποιες αρχαιοελληνικές, και σχετικά λίγες σλαβικές. Επίχης χρησιμοποιούν πολλές νεοελληνικές λέξεις, κλίνοντάς τες κατά τη βλάχικη γραμματική, όπως χαρά, hara (ρουμάνικα fericitate) chiro (καιρός, ρουμάνικα η σλαβική λέξη vreme). Από πολλές απόψεις τα βλάχικα είναι πλησιέστερα στα λατινικά από τα ρουμάνικα.

Πολλοί Ελληνες έχουν ακούσει βλάχικες φράσεις, όπως «τσι φάτσι;» (τι κάνεις στην οποία φαίνεται η συγγένεια με τα γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά λήμματα (τσι -> que, che, que, φάτσι -> fais, fai, haces). Βλαχόφωνοι φοιτητές που σπουδάζουν στη Ιταλία λένε ότι βρίσκουν εύκολα τα ιταλικά, και οι ρουμάνοι λένε οτι καταλαβαίνουν καλά την ιταλική τηλεόραση. Για τους Ελληνες που ξέρουν λατινικά ή λατινογενείς γλώσσες, τα βλάχικα είναι εύκολα. Το περισσότερο λεξιλόγιο κατάγεται από τα λατινικά και ελληνικά (ενώ τα ρουμάνικα έχουν περισσότερo σλαβικό), όμως πολλές βασικές λέξεις δεν κατανοούται καθόλου από πρώτη όψη. Πρέπει να μάθει κανείς πως έχουν αλλάξει τα φωνήματα στη γλώσσα αυτή. Παρακάτω παρατίθενται μερικά γενικά στοιχεία. Με αυτά τα δεδομένα ας προσπαθήσουν οι αναγνώστες να κατανοήσουν τους στίχους που παρατίθενται στο άρθρο.

Αλλαγές φωνημάτων από τα λατινικά

- Νέοι φθόγγοι: άτονο α, σχεδόν ε, (ă) και â που ακούγεται περίπου σαν άτονο ου.
Οπως και στις σλαβικές γλώσσες κάποια φωνήεντα προφέρονται ουρανικά, όπως easte (είναι) που προφέρεται yeste, io προφέρεται γio.

- Tο ti συχνά μετατρέπεται σε tsi και το di σε dzi, όπως οι αλλαγές ενικού στον πληθυντικό: sacu – satsi σάκος, mutu – mutsi μουγγός, analtu – analtsi – ψηλός, caldu – caldzi ζεστός. Αλλα παραδείγματα potes -> potsi μπορείς,

- Μερικές λέξεις που στα λατινικά συνήθως αρχίζουν από λ ή ρ παίρνουν μπροστά ένα α: aridu (ridere) γελάω, arosu (roseus) κόκκινος, alavdu (laudo) επαινώ, armânu (romanus) βλάχος, arîu – ποταμός (πρβλ. ρυάκι, ρέω)

- Τα χειλικά σύμφωνα p, b, f, v, m μετά από κάποια φθόγγους μετατρέπονται σε ουρανικά: k’, b’, h’, γ’, ñ. Petra -> kyatra – πέτρα (πρβλ. κοτρώνα), bene -> gine - καλά, filius -> hilu – γιός, melem -> ñare – μέλι, venio -> γinu - ερχομαι, μικρή –> ñica, lacrimae -> lacriñi.

-Ατονα αρχικά a, e, i σε λατινικές ή ελληνικές λέξεις παραλείπονται στα βλάχικα: exmulgo -> zmulgu αρμέγω, autumna ->toamnă, φθινόπωρο, ανάθεμα ->naθima.

- Μερικές άλλες αλλαγές ειναι: qu, gu -> tz, dz. Quinque ->tsintsi – πέντε. Qu, gu +a -> pa, ba: aqua -> apă – νερό. Linguă -> limbă - γλώσσα. Ct-> pt: lucto -> luptu – αγωνίζομαι. Ll -> u: maxillă -> maseuă (μασέλα).

- Συχνή αλλαγή του λατινικού l σε r (ρωτακισμός) sol -> soare ηλιος. Mεγάλος - >
mare (με απώλεια της ενδιάμεσης συλλαβής).

-.Σύντμηση μερικών λέξεων με παράλειψη ενδιάμεσων συλλαβών όπως caballus (άλογο) -> calu. Gione –> gio(va)ne – νέος, dolor -> dor - πόνος.

Βασικά γραμματικά στοιχεία

- Το οριστικό άρθρο μπαίνει στο τέλος των ουσιαστικών ή τροποποιεί την κατάληξη. Homo -> unu omu, ένας άνθρωπος. Οm-lu ο άνθρωπος. Lupus -> unu lupu - ένας λύκος, lup-lu – ο λύκος. (γενική-δοτική lup-lui). Unu frate -> ένας αδελφός, frate-le ο αδελφός. Θηλυκό: una casă – ένα σπίτι, casă+α –> το σπίτι. Una fiată ένα κορίτσι, fiata το κορίτσι (λατινικά feta). Vale+a -> valia (η κοιλάδα). Dinde - ένα δόντι, dindi-le το δόντι (λατινικά dentem).

- Οι κλίσεις των ρημάτων είναι παρόμοιες με τις τέσσερις λατινικές κλίσεις ρημάτων. Ενα παράδειγμα κλίσης στον ενεστώντα οριστικής: γio vedu, tine vedzi, elu viade, noi videmu, voi videtsî, eli vedu (εγώ βλέπω, εσύ βλέπεις, αυτός βλέπει, εμείς βλέπουμε, εσείς βλέπετε αυτοί βλέπουν).

- Στη γενική και δοτική, το άρθρο (lui αρσενικό, lγi θηλυκό) εμφανίζεται πριν και μετά τα ουσιαστικά a..lui (αρσενικά), a...lγi (θηλυκά): muma a fitsor lui – η μαμά του παιδιού, casa a fiatsi lγi – το σπίτι του κοριτσιού. Τα κύρια ονόματα έχουν άρθρο μόνο μπροστά: al(u) Mihali –του Μιχάλη, ali Marie –της Μαρίας, al preftu – του παπά. Η κλιτική φωνή έχει κατάληξη –e στο αρσενικό, πχ. frate, Petre και -o στο θηλυκό, π.χ. Leno (Λενιώ).

- Τα βλάχικα σχηματίζουν πολλά ρήματα από την προστακτική της νεοελληνικής ρίζας πράγμα που δείχνει ένταξη ελληνικών λέξεων στην υπάρχουσα γραμματική: alacsescu – αλλάζω, ncărfusescu – καρφώνω.

Οπως και σε άλλες βαλκανικές γλώσσες (αλλά και στα ελληνικά), το απαρέμφατο και το γερούνδιο έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Οι καταλήξεις –are δείχνουν ουσιαστικό. Εχει σχεδόν εξαφανιστεί η υποτακτική (εκτός από το τρίτο πρόσωπο του ενικού του ενεστώτα), ενώ ο μέλλων και οι δυνητικοί χρόνοι δημιουργούνται περιφραστικά. Ο μέλλων σχηματίζεται με το βοηθητικό ρήμα θέλω (θε’ να): volo vedere (λατινικά θέλω να δω) -> va s vedu, θέλω να φάω - > va s mîcu.

Ελένη Αμπατζή 



Βιβλιογραφία

Adler, Marcus Nathan. 1907. The Itinerary of Benjamin of Tudela: Critical Text, Translation And Commentary. New York: The Ηοuse Of The Jewish Book London: Philipp Feldheim, Jerusalem: S. Monson (http://www.uscolo.edu/history/seminar/benjamin/benjamin1.htm)

Ανθεμίδης, Αχιλλέας. 1998. Οι Βλάχοι της Ελλάδος. Θεσσαλονίκη: Μαλλιάρης.

Αποστολόπουλος Δημήτρης. Κοινωνικές Διενέξεις και Διαφωτισμός. 1996. Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Πρακτικά Πανελληνίου Συνεδρίου, Κοζάνη 8-10 Νοεμβρίου 1996.

 

Αναζήτηση