Οι Βλάχοι της Ελλάδας, αποτελούν ένα από τα εκλεκτότερα και δυναμικότερα τμήματα του ελληνισμού, όπως αποδεικνύεται από τη συμμετοχή τους στους απελευθερωτικούς αγώνες, από τη συμβολή τους στην οικονομική ανάπτυξη του νέου Ελληνισμού και από τον κοινωνικό και πολιτιστικό ρόλο στη ζωή της σύγχρονης Ελλάδας.
1. Πότε εμφανίζονται οι Βλάχοι;
Δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες για τον ακριβή προσδιορισμό της εμφάνισης των Βλάχων στο προσκήνιο της ιστορίας. Στους βυζαντινούς συγγραφείς του 10ου αιώνα συναντούμε τις πρώτες μαρτυρίες. Πρώτος τούς αναφέρει ο Κεδρινός (11ος αι.), αντιγράφοντας τον Ιωάννη Σκυλίτζη, με αφορμή ένα γεγονός του 976 μ.Χ. Στην τοποθεσία «Καλαί Δρύες» μια ομάδα Βλάχων αγωγιατών ή οδοφυλάκων σκοτώνει έναν από τους αδελφούς του μετέπειτα τσάρου των Βουλγάρων Σαμουήλ: «Τούτων δε των τεσσάρων αδελφών Δαβίδ μεν ευθύς απεβίω αναιρεθείς μέσον Καστορίας και Πρέσπας και τας λεγομένας Καλάς Δρυς, παρά τινων Βλάχων οδιτών». Μια δεύτερη μνεία γίνεται το 1020 σε ένα χρυσόβουλο του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου στους «ανά πάσαν την Βουλγαρίαν Βλάχους».
Στη συνέχεια οι αναφορές πυκνώνουν:
✓ H Άννα Κομνηνή αναφέρει έναν βλάχικο οικισμό μεταξύ Πηλίου και Κισσάβου· ακόμη μας πληροφορεί ότι ο κόσμος αποκαλούσε Βλάχους εκείνους που εκτρέφαν πρόβατα: “Όσοι τον νομάδα βίον είλοντο τούτους η κοινή οίδε διάλεκτος Βλάχους αποκαλείν”,
✓ O Κεκαυμένος αναφέρεται στους Βλάχους της Θεσσαλίας και στην επανάσταση που ήθελαν να κάνουν (1066) εξαιτίας της φορολογικής καταπίεσης επί βασιλείας Κωνσταντίνου Δούκα,
✓ Aργότερα έχουμε αναφορές για Άνω και Κάτω Βλαχία, για Μεγάλη Βλαχία κ.λπ. από τον ραβίνο Τουντέλα (1166) και από διάφορους Βυζαντινούς ιστορικούς, όπως τους Νικήτα Χωνιάτη, Γεώργιο Ακροπολίτη, Γεώργιο Παχυμέρη και άλλους.
2. Κατανομή του Βλάχικου πληθυσμού.
Η παρουσία των Βλάχων εντοπίζεται ιδιαίτερα στην Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία, χωρίς να αποτελούν συμπαγή γεωγραφική ενότητα σε καμιά από τις περιοχές αυτές. Οι Βλάχοι κατοικούσαν αρχικά στα διάφορα βλαχοχώρια, γνωστά ως μητροπολιτικές ή πρωταρχικές εστίες. Από τις μητροπολιτικές εστίες μετακινούνται ως «διασπορά» σ’ όλο τον Ελλαδικό και εν μέρει και Βαλκανικό χώρο, όπου δημιουργούν είτε αμιγείς νέους βλάχικους οικισμούς είτε συγκατοικούν με άλλους μη βλάχικους πληθυσμούς. Η σύμπηξη βλάχικων οικισμών αρχίζει όταν οι Βλάχοι εγκαταλείπουν την καθαρά νομαδική ζωή και γίνονται ημινομάδες (χειμώνα στα χειμαδιά – καλοκαίρι στα βουνά).
Υπάρχει μια ομάδα αμιγών βλάχικων χωριών που κατοικούνται χειμώνα – καλοκαίρι, όπως το Μέτσοβο, το Λιβάδι του Ολύμπου, η Κλεισούρα, η Μηλιά κ.λπ. Μια δεύτερη ομάδα κατοικείται μόνο το καλοκαίρι από ελάχιστους κτηνοτρόφους και από παραθεριστές που έλκουν την καταγωγή τους από τα χωριά αυτά. Τέτοια είναι η Σαμαρίνα, η Σμίξη, η Αβδέλλα, το Περιβόλι, τα Μεγάλα Λιβάδια του Πάικου κ.λπ. Τέλος υπάρχουν χωριά που παραμένουν ακατοίκητα ή έχουν έναν ελάχιστο αριθμό κατοίκων, 10-20, όπως το Νυμφαίο, το Πισοδέρι, το Συρράκο, το Χιονοχώρι κ.ά.
Βλάχους μπορεί κανείς να συναντήσει σε πολλά χωριά, κωμοπόλεις ή μεγαλύτερα αστικά κέντρα, χωρίς σε κανένα από αυτά να αποτελούν την πλειοψηφία: Λάρισα, Τρίκαλα, Κατερίνη, Καστοριά, Φλώρινα, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Σέρρες, Ξάνθη, Καβάλα, και κωμοπόλεις όπως Ελασσόνα, Τίρναβος, Προσοτσάνη, Ηράκλεια, Νέο Πετρίτσι, Βελεστίνο, Άργος Ορεστικό κ.λπ.
3. Πόσοι είναι οι Βλάχοι της Ελλάδας
Κατά καιρούς διάφοροι, παρακινημένοι οι περισσότεροι από ποικίλες σκοπιμότητες, δημοσιοποίησαν εκτιμήσεις για τον αριθμό των Βλάχων. Όλοι αυτοί οι αριθμοί είναι αυθαίρετοι, αλληλοσυγκρουόμενοι και επιστημονικά ατεκμηρίωτοι. Εύκολα αναγνωρίζονται οπαδοί δυο διαφορετικών τάσεων, της αύξησης ή της μείωσης του αριθμού, ανάλογα με το στόχο τους.
Μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι Βλάχοι ― ιδίως οι κτηνοτρόφοι― παρουσιάζουν αποκλειστικά ενδογαμικές τάσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις προς τους ελληνόφωνους. Τελευταία σημειώνονται ραγδαίες ανακατατάξεις σ’ όλες της δίγλωσσες ομάδες του ελληνικού χώρου. Η αστυφιλία, η εγκατάλειψη των παραδοσιακών επαγγελμάτων, η μετανάστευση, η ανακάλυψη νέων επαγγελμάτων, η προσιτή παιδεία και οι ευκολότερες μετακινήσεις είχαν ως αποτέλεσμα να σπάσει το φράγμα της ενδογαμίας και στους Βλαχόφωνους.
Επομένως πριν τον ακριβή προσδιορισμό του αριθμού των Βλάχων πρέπει να θεσπιστούν συγκεκριμένα κριτήρια καθορισμού του υπό διερεύνηση πληθυσμού.
4. Η καταγωγή των Βλάχων
Όσον αφορά την καταγωγή των Βλάχων, έχουν προβληθεί διάφορες θεωρίες, οι περισσότερες απ’ τις οποίες υπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες: ότι είναι απόγονοι Ιλλυριών, Θρακών, Μοισών, Δακών, ακόμη και Κελτών ή Ιταλών (Ρωμαίοι άποικοι).
Το πρόβλημα επιμερίζεται στην εθνολογική σύσταση των Βλάχων, στον τόπο της πρώτης τους εμφάνισης και στη γλώσσα τους. Από το σύνολο των θεωριών προκύπτουν δύο βασικές απόψεις:
✓η πρώτη, η οποία παρουσιάζεται κυρίως από Ρουμάνους ιστορικούς και γλωσσολόγους της προπολεμικής περιόδου, υποστηρίζει ότι οι Βλάχοι προέρχονται από τα βόρεια της Βαλκανικής,
✓η δεύτερη πρεσβεύει ότι είναι αυτόχθονες εκλατινισμένοι Έλληνες της Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας και υποστηρίζεται από την ελληνική επιστήμη αλλά και από νεότερους Ρουμάνους και ξένους ερευνητές.
Τα επιχειρήματα της πρώτης αντλούνται από μαρτυρίες διαφόρων βυζαντινών συγγραφέων, όπως του Κεκαυμένου και του Χαλκοκονδύλη, που αναφέρουν ότι οι Βλάχοι κατέρχονται από τα βόρεια και εγκαθίστανται στην Πίνδο και Θεσσαλία. Όμως και οι δυο, αλλά αργότερα και άλλοι, μιλούν για γεγονότα τα οποία δε συνέβησαν στις μέρες τους ούτε μπορούν να τα προσδιορίσουν χρονικά, πβ. «ούτε άλλου ακήκοα περί τούτου διασημάναντος σαφώς οτιούν ούτε αυτός έχω συμβαλέσθαι ως αυτού ωκίσθη» (Χαλκοκονδύλης).
Παρόμοιες ατεκμηρίωτες μαρτυρίες είναι ανίκανες να θεμελιώσουν την υπόθεση ότι οι Βλάχοι κατεβαίνουν από το βορρά. Επιπλέον η αντικειμενική κρίση μάς απαγορεύει να δεχτούμε κάθοδο και μετανάστευση από μια εύφορη και πλούσια χώρα σε μια φτωχή και ορεινή, όπως η Πίνδος και η Δυτική Μακεδονία. Η ιστορία μάς διδάσκει ότι η αντίθετη κίνηση διαπιστώνεται ήδη από τα κλασικά χρόνια, πβ. τις μεταναστεύσεις των αρχαίων Ελλήνων ή τις νεότερες μετακινήσεις προς την κεντρική και ανατολική Ευρώπη και προς τις βορειότερες βαλκανικές χώρες (ελληνικές παροικίες).
Η δεύτερη άποψη, που είναι και πιο αληθοφανής, υποστηρίζει ότι οι Βλάχοι είναι αυτόχθονες εκλατινισμένοι. Τα στοιχεία που συνηγορούν στην αποδοχή αυτής της άποψης είναι σοβαρότερα και στερεότερα από τα προηγούμενα. Στον ελληνικό χώρο η παρουσία των Ρωμαίων, άρα και της λατινικής γλώσσας, ήταν πιο μακροχρόνια από κάθε άλλη περιοχή της Βαλκανικής. Διαρκεί πάνω από εφτά αιώνες (146 π.Χ. ως 650 μ.Χ. ) και στο χώρο αυτό συμβαίνουν τα πιο σημαντικά ιστορικά γεγονότα των Αυτοκρατορικών χρόνων. Οι σπουδαιότεροι αγώνες των Ρωμαίων διεξάγονται στις περιοχές που σήμερα αποτελούν προγονικές εστίες των Βλάχων: η ήττα του Φιλίππου Ε’ το 197 π.Χ. στις Κυνός Κεφαλές, του Περσέα στην Πύδνα το 168 π.Χ., η καταστολή της επανάστασης του Ανδρίσκου το 148 π.Χ., το 48 π.Χ. η μάχη των Φαρσάλων μεταξύ Ιούλιου Καίσαρα και Πομπήιου, το 42 π.Χ. στους Φιλίππους μεταξύ Μάρκου Αντωνίου και Οκταβιανού εναντίον Βρούτου και Κασσίου και το 31 π.Χ. στο Άκτιον.
Τα praesidia armata, είδος πολιτοφυλακής, αποτελούνταν από ντόπιους οι οποίοι μπορούσαν να κάνουν και άλλες εργασίες εκτός των στρατιωτικών καθηκόντων. Έσπερναν, εμπορεύονταν, ήταν τεχνίτες και κτηνοτρόφοι και κατοικούσαν σε επιταγμένα σπίτια διαδίδοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη λατινική γλώσσα. Επίσης οι Ρωμαίοι στρατιώτες, πλην του οπλισμού τους και της στολής τους, όλα τα άλλα τα αγόραζαν από τις αγορές που έστηναν όσοι ακολουθούσαν τα στρατεύματα και από γεωργούς, κτηνοτρόφους και τεχνίτες που τους εφοδίαζαν με τα απαραίτητα.
Η Εγνατία οδός και οι δευτερεύοντες οδικοί άξονες καθιστούσαν την ρωμαϊκή παρουσία εντονότερη στο χώρο της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Κατά διαστήματα στην Εγνατία υπήρχαν διάφοροι σταθμοί (stationes, mansiones = χάνια), τους οποίους Βλάχοι χαντζήδες διατηρούσαν μέχρι την τουρκοκρατία, καθώς και mutationes (= σταθμοί αλλαγής ίππων). Είναι γνωστή η στρατηγική σημασία των παραπάνω περιοχών, και ιδίως της οροσειράς της Πίνδου, για τον έλεγχο της Αδριατικής και του Αιγαίου. Η έντονη αυτή παρουσία καθώς και η στρατολογία εντόπιων πληθυσμών και η συμμετοχή τους στη δημόσια διοίκηση και στον στρατό απαιτούσε ένα κοινό όργανο επικοινωνίας, κι αυτό ήταν η λατινική γλώσσα.
Ο Ιωάννης Λυδός, βυζαντινός αξιωματούχος και λόγιος του 6ου μ.Χ. αι., μάς λέει για τη γλωσσική κατάσταση της Βαλκανικής: «Τα δε περί την Ευρώπην (ελληνικός χώρος) πραττόμενα πάντα την αρχαιότητα διεφύλαξεν εξ ανάγκης δια το τους αυτής οικήτορας καίπερ εκ του πλείονος Έλληνας όντας τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή και μάλιστα τους δημοσιεύοντας (δημόσιοι υπάλληλοι)». Μολονότι δεν μπορούμε να ισχυριστούμε την υποχώρηση της ελληνικής γλώσσας, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την έντονη παρουσία και της λατινικής.
Ένα άλλο στοιχείο που συνηγορεί στην εντοπιότητα των Βλάχων είναι και ο θεσμός των οροφυλάκων. Γνωστός από την εποχή του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, προέβλεπε τη φύλαξη των βορείων συνόρων από τα γειτονικά φύλα (Ιλλυριούς, Θράκες, Παίονες κ.λπ.). Η τακτική αυτή κληρονομείται και στους Ρωμαίους με τα praesidia armata, είδος τοπικής φρουράς και χωροφυλακής, εντεταλμένης να φυλάγει τις διαβάσεις και να διατηρεί την τοπική ασφάλεια. Ο ίδιος θεσμός συναντάται και τη βυζαντινή εποχή με τους ακρίτες και στην τουρκοκρατίας με το θεσμό των αρματολών. Η γεωγραφική διάταξη πολλών βλάχικων οικισμών, οι περισσότεροι από τους οποίους βρίσκονται σε αυχενοδιαβάσεις και κλεισούρες, μας πείθει ότι ένα από τα κύρια επαγγέλματα των Βλάχων ήταν και η υπηρεσία τους ως κλεισουροφυλάκων, διακινητών ανθρώπων και εμπορευμάτων με παράλληλη εκτροφή ποιμνίων. Το Μέτσοβο, η Μηλιά, η Κλεισούρα, το Νυμφαίο, το Πισοδέρι, όλος ο Ασπροπόταμος, ο Όλυμπος, το Βέρμιο, κ.λπ. μας υποβάλλουν τη σκέψη ότι η θέση των βλάχικων οικισμών δεν ήταν τυχαίο γεγονός.
Τέλος, και γλωσσικά στοιχεία συνηγορούν στα παραπάνω συμπεράσματα.
5. Η γλώσσα των Βλάχων
Τα βλάχικα (ή αρωμουνική στη λόγια βιβλιογραφία) είναι γλώσσα νεολατινική, αυτόνομη και ισότιμη με την ιταλική, γαλλική, ισπανική, ρουμανική και προέρχεται από την λαϊκή προφορική της Βαλκανικής. Δεν είναι διάλεκτος της Ρουμανικής, όπως ανεπιτυχώς υποστηρίχθηκε, αλλά κόρη της λατινικής. Είναι γλώσσα χωρίς κρατική υπόσταση και χωρίς γραπτή παράδοση, όπως χιλιάδες άλλες γλώσσες στην υφήλιο, χωρίς αυτό να προσδιορίζει εθνολογικά τους Βλάχους, αφού η γλώσσα δεν αποτελεί μοναδικό στοιχείο εθνικού προσδιορισμού, π.χ. οι Μεξικανοί, που μιλούν ισπανικά, δεν είναι Ισπανοί, ούτε Γάλλοι οι Αφρικανοί που μιλούν γαλλικά.
Τα βλάχικα προέρχονται από τη Βαλκανική Λατινική, τη γλώσσα των Ρωμαϊκών στρατευμάτων. Μέχρι την έλευση των Σλάβων η λατινική έχει κατορθώσει να εκπορθήσει τις αρχαιότερες γλώσσες της περιοχής (θρακική και ιλλυρική), ενώ η συνάντησή της με την ελληνική στα νότια της χερσονήσου δεν υπήρξε τόσο αποτελεσματική, ώστε να επιβληθεί στον ελληνόφωνο κόσμο. Έτσι, πριν από τις σλαβικές μεταναστεύσεις και εισβολές στο βαλκανικό χώρο, που αλλάζουν το γλωσσικό χάρτη, η χερσόνησος διαιρείται σε δυο γλωσσικές ζώνες, μια λατινόφωνη στα βόρεια και μια ελληνόφωνη στα νότια. Οι ζώνες αυτές διαχωρίζονται μεταξύ τους με τη «γραμμή Jiriçek» ―βασισμένη στην παρουσία ελληνικών και λατινικών επιγραφών―, που αρχίζει από την Αυλώνα της Αλβανίας, διέρχεται από την Αχρίδα, περνά από τα Σκόπια, τη Σόφια και καταλήγει στις εκβολές του Δούναβη. Νότια της γραμμής κυριαρχεί η Ελληνική και βόρεια η Λατινική, χωρίς να αποκλείονται μεταβατικές γλωσσικές περιοχές όπου συμβιώνουν και οι δυο. Η Ρωμαϊκή παρουσία ―και η λατινική γλώσσα― στον βόρειο ελληνικό χώρο διαρκεί πάνω από εφτά αιώνες, 146 π.Χ. – 530 μ.Χ.
Ιδιαίτερα έντονη είναι η παρουσία του Ρωμαϊκού στρατού στις δυο σημαντικότερες οδικές αρτηρίες, την Εγνατία και το Δούναβη. Στον περίγυρό τους αναπτύχθηκαν οι τέσσερις νεολατινικές γλώσσες: Δακορουμανική (ρουμανική) και Ιστρορομανική στο Δούναβη, Κουτσοβλαχική[1] και Μογλενιτική γύρω από την Εγνατία. Στη δημιουργία τους και στη διαφοροποίηση μεταξύ τους συντελούν η ποικιλία των λατινικών ιδιωμάτων που μεταφέρθηκαν από την Ιταλική χερσόνησο στο Βαλκανικό χώρο και οι ιθαγενείς γλώσσες με τις οποίες αυτά έρχονται σε επαφή. Οι βαλκανικές νεολατινικές γλώσσες, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες της Δύσης, διαθέτουν έναν αριθμό κοινών γλωσσικών γνωρισμάτων που κληρονομούν από τη λαϊκή-προφορική λατινική.
Ανάμεσα στην Κουτσοβλαχική και την Δακορουμανική υπάρχουν πολλές ομοιότητες όπως και διαφορές. Η πρώτη είναι συντηρητικότερη και εμφανίζει αρχαϊκότερο χαρακτήρα σε σχέση με τη δεύτερη, γεγονός που την πλησιάζει περισσότερο προς την λαϊκή λατινική. Τέλος πρέπει να τονιστεί ότι η μεγαλύτερη γλωσσική επίδραση που δέχτηκε η Κουτσοβλαχική προέρχεται από την ελληνική γλώσσα και παιδεία. Ιδιαίτερα τα γλωσσικά στοιχεία ―μερικά από τα οποία δεν απαντούν σε νεοελληνικά ιδιώματα― που ενσωματώθηκαν από την αρχαία ελληνική στην Κουτσοβλαχική μάς πείθουν ότι οι εκλατινισμένοι Βλάχοι πρέπει να είχαν ως αρχική μητρική τους γλώσσα την ελληνική.
Η χρήση της Κουτσοβλαχικής ήταν πάντοτε προφορική και μόνο στα μέσα του 18ου αιώνα, κατά την εποχή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, εμφανίζονται για καθαρά εκπαιδευτικούς λόγους τα πρώτα γραπτά μνημεία στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού και ιδιαίτερα στην περιοχή της Μοσχόπολης.
6. Τα ονόματα των Βλάχων
Οι Βλάχοι αποκαλούν τους εαυτούς τους Αρμ£νÖ (Arm£n%), δηλ. Romanus (πβ. Ρωμανία = το Βυζάντιο), όπως συνήθιζαν να αποκαλούν «Ρωμαίους» ―και στη λαϊκή γλώσσα «Ρωμιούς»― τους εαυτούς τους όλοι οι υπήκοοι του Βυζαντινού κράτους. Η λέξη Αρμ£νÖ δεν έχει καμιά ιστορική σύνδεση με τους όρους Romania, Rοman (= Ρουμανία, Ρουμάνος), καθώς αυτοί είναι λόγια κατασκευάσματα του 19ου αι. που επιβλήθηκαν μετά την ίδρυση του ρουμανικού κράτους.
Η ονομασία Βλάχος δε χρησιμοποιείται από τους ίδιους, παρά μόνο επειδή τους επιβλήθηκε από μη Βλάχους. Η εμφάνισή της μετά τον 10ο αι. στα βυζαντινά κείμενα ήταν φυσιολογική και αναμενόμενη, αν αναλογιστεί κανείς ότι μέχρι τον 6ο-7ο αι. η λατινική γλώσσα ήταν κυρίαρχη στο Βυζαντινό κράτος, οπότε η ονομασία Βλάχος με την έννοια λατινόφωνος ήταν κάτι κοινό και γνωστό, χωρίς να προκαλεί τους ξένους για ξεχωριστή ονομασία των λατινόφωνων. Μετά τον 6ο αι., με τον εξελληνισμό του Βυζαντινού κράτους, οι χρήστες της λατινικής γλώσσας άρχισαν να προκαλούν την περιέργεια των ξένων, και μάλιστα των Σλάβων, όταν ήθελαν να ξεχωρίζουν τους λατινόφωνους από τους ελληνόφωνους της Αυτοκρατορίας. Μόλις τα τελευταία χρόνια οι επιστήμονες δημιούργησαν τους λόγιους τύπους Αρωμούνοι, Αρουμούνοι, Aroumains, Macedoroumains κ.λπ., που δεν εκφράζουν πιστά την αυτονομασία των Βλάχων αλλά ικανοποιούν περισσότερο εκείνους που θέλουν να συνδέσουν το όνομα των Βλάχων με εκείνα των Romains, Romania κ.λπ.
Η λέξη Βλάχος προέρχεται από την λατινική λέξη Volcae, Volci (Βόλκοι, Ουόλκοι), που δήλωνε ένα κελτικό φύλο που ζούσε στη Γαλατία και είχε εκμάθει τη λατινική γλώσσα. Οι Βόλκοι-Ουόλκοι ήταν οι πιο κοντινοί γείτονες των γερμανικών φύλων, γεγονός που συνετέλεσε ώστε όλους τους λατινόφωνους οι Γερμανοί να τους αποκαλούν Βόλκους, όπως και τη γλώσσα τους. Το Volci εξελίχτηκε στα χείλη των Γερμανών και των γειτόνων τους σε διάφορους τύπους: Walachen, Welchland, Wallis, Wallais, Βαλλόνοι, Wales (Ουαλία), Welschme κ.λπ., που τους συναντούμε ακόμη και σήμερα στις γλώσσες ευρωπαϊκών λαών με τη σημασία λατινόφωνος. Από τους Γερμανούς πέρασε στους Σλάβους ως: Olahy, Olahi, Valachi, Voloh, Vloh, και εν συνεχεία στους Βυζαντινούς ως: Βλάχοι.
Οι Βλάχοι της Ελλάδας έχουν και άλλα ονόματα για τα οποία δεν είναι πάντοτε εύκολο να γνωρίζουμε πότε, πώς και γιατί τους δόθηκαν και τι ακριβώς σημαίνουν. Από τον 11ο αι. το όνομα Βλάχοι αρχίζει να ταυτίζεται με τον νομάδα κτηνοτρόφο (πβ. Άννα Κομνηνή) και στη συνέχεια με τον «χωριάτη, αγροίκο και απολίτιστο». Με δεύτερο συνθετικό τη λέξη Βλάχος έχουμε τα ονόματα Καράβλαχος, που σημαίνει τον αγροίκο αλλά και τον γενναίο, δυνατό Βλάχο. Το: Μπουρτζόβλαχος περικλείει και αυτό υποτιμητική σημασία για τους Βλάχους, ενώ μερικοί υποστηρίζουν ότι σημαίνει ανθρώπους που κατάγονται από τα Αμπρούζια όρη της Ιταλίας. Ο όρος Κουτσόβλαχος από μερικούς ερμηνεύεται ως Μικρός Βλάχος (από το τουρκικό küçük) ή από το: κουτσός + Βλάχος, ασήμαντος, μικρός Βλάχος, πβ. τα κουτσοπίνω, κουτσοπερνώ κ.λπ. Και οι δυο ετυμολογίες είναι μέχρι σήμερα επιστημονικά αναπόδειχτες. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι το Κουτσόβλαχος εμφανίζεται πολύ παλιά σε έγγραφα χωρίς υποτιμητική σημασία. Μερικοί Βλάχοι αρνούνται αυτό το όνομα ενώ άλλοι το προτιμούν, γιατί δηλώνει εκείνον που μιλάει βλάχικα και όχι τον κάθε κτηνοτρόφο και προβατάρη, που μπορεί να είναι Σαρακατσάνος ή οποιοσδήποτε άλλος. Ακόμη το Κουτσόβλαχος διαστέλλεται από τα άλλα ονόματα που φωνητικά πλησιάζουν προς το όνομα Ρουμάνος, γεγονός που προκαλεί σύγχυση, ιδίως στους ξένους επιστήμονες ή στους απλούς ανθρώπους. Υπάρχουν επίσης τα ονόματα: Αρουμούνοι, Αρωμούνοι, λόγια κατασκευάσματα και όχι αρεστά σε πολλούς Βλάχους. Τέλος, τα τελευταία χρόνια κυκλοφορεί και ο νεολογισμός: Αρμάνοι.
Βλάχους εκτός του ελληνικού χώρου συναντούμε και σε άλλες βαλκανικές χώρες, όπως Αλβανία, πρώην Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία. Πολλοί προσπάθησαν για πολιτικούς και προπαγανδιστικούς λόγους να επιβάλουν την άποψη ότι όσοι μιλούν βλάχικα στη Βαλκανική αποτελούν μια ενιαία και ξεχωριστή εθνότητα με μόνο επιχείρημα τη γλωσσική τους συγγένεια. Η κατάκτηση της Βαλκανικής από τους Ρωμαίους και η επιβολή της λατινικής γλώσσας ήταν πολιτική που στόχευε στην εκλατίνιση των κατακτημένων περιοχών. Επιπλέον είναι γνωστό ότι το Ρωμαϊκό κράτος ήταν πολυεθνικό, δηλ. είχε πολιτική αλλά όχι και εθνολογική ομοιογένεια. Όπως διάφορες νεολατινικές γλώσσες (ισπανική, πορτογαλική) επιβλήθηκαν σε ιθαγενείς πληθυσμούς της νότιας Αμερικής που εθνολογικά είναι άσχετοι με τους λατινόφωνους αποίκους, έτσι και στη Βαλκανική η υιοθέτηση της λατινικής γλώσσας δε σήμαινε και εθνολογική αφομοίωση από τους Ρωμαίους.
Αν όσοι μιλούν ένα λατινογενές ιδίωμα στη Βαλκανική ήταν και εθνολογικά συγγενείς, τότε οι Ιστρορουμάνοι της βόρειας Γιουγκοσλαβίας, οι ρωμανόφωνοι Δαλματοί, οι Βλάχοι της Ελλάδας, της Αλβανίας, της Βουλγαρίας και οι Βλάχοι των Μογλενών θα πρέπει εθνολογικά να είναι συγγενείς, άποψη όχι μόνο αντιεπιστημονική αλλά και παρανοϊκή για όσους γνωρίζουν έστω και λίγη βαλκανική ιστορία. Παρόλα αυτά οι διάφορες πολιτικές προπαγάνδες αντί να σεβαστούν τα δικαιώματα των διαφόρων λατινόφωνων δίγλωσσων πληθυσμών της Βαλκανικής Χερσονήσου και να τους αφήσουν να ζήσουν και να αναπτυχθούν σύμφωνα με την αυτόχθονη καταγωγή τους, τον γηγενή πολιτισμό και το φυσικό τους περιβάλλον, προσπαθούν με κύριο επιχείρημα τη γλωσσική συγγένεια να σχηματίσουν βλάχικη εθνολογική κοινότητα, γεγονός που θα επιτρέψει καλύτερη εκμετάλλευση των λατινόφωνων και ογκωδέστερο υλικό για την προβολή πιέσεων προς τις επιθυμητές κατευθύνσεις.
Στη χερσόνησο της Ιστρίας συναντούμε τους Ιστρορουμάνους (λόγια ονομασία) γνωστούς ως Cici (Τσίτσοι) ή Ciri-biri. Πιο κάτω τους Μορλάκους ή Μαυρόβλαχους, Τσίντσαρους κ.λπ. Στην Αλβανία υπάρχουν οι Φρασαριώτες Βλάχοι (από την περιοχή Φράσαρι) γνωστοί και ως Αρβανιτόβλαχοι, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι Ελληνόβλαχοι βορειοηπειρώτες που κατά καιρούς, λόγω των ιστορικών συνθηκών, εγκαθίστανται στον ελληνικό χώρο. Το ίδιο ισχύει και για την πΓΔΜ, όπου συναντούμε Βλάχους από την Μοσχόπολη και τα γύρω χωριά, Νικολίτσα, Λινοτόπι, Σίπισχα κ.λπ.
7. Θρησκεία
Ένα από τα θεμελιώδη συστατικά του πνευματικού βίου των Βλάχων είναι η Ορθόδοξη πίστη και η τήρηση της ελληνοβυζαντινής παράδοσης. Πάντοτε οι Βλάχοι τελούσαν την Θεία Λειτουργία σύμφωνα με το βυζαντινό τυπικό και στη γλώσσα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ουδέποτε πριν από την εμφάνιση της ρουμανικής προπαγάνδας ακούστηκε το Ευαγγέλιο ή ο Απόστολος στη βλάχικη γλώσσα. Όταν έγιναν απόπειρες για την καθιέρωση της βλάχικης γλώσσας στη λειτουργία, οι Βλάχοι δεν έμειναν άπρακτοι, αλλά αντέδρασαν στην κατάργηση της παράδοσης.
Η κίνηση για την άλωση της θρησκευτικής συνείδησης των Βλάχων αρχίζει επισήμως το 1881, όταν ομάδα Βλάχων, δήθεν αντιπροσώπων, υποβάλλει υπόμνημα προς τους πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων και ζητάει την ίδρυση Επισκοπής Βλάχων με πιθανή έδρα το Μοναστήρι και την Κωνσταντινούπολη. Έγινε μεγάλος αγώνας, αλλά δεν βρέθηκε κανείς Βλάχος ιερωμένος να δεχτεί το αξίωμα του επισκόπου, ενώ και η αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν σφοδρή.
Και σήμερα Βλάχοι, οι λεγόμενοι της διασποράς, που κατοικούν σε ευρωπαϊκές χώρες και στην Αμερική, οι περισσότεροι μη ελληνικής καταγωγής, προσπαθούν με πρόσχημα την οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις ολιγότερο ομιλούμενες γλώσσες της Ευρώπης να επαναθέσουν το θέμα της εκκλησιαστικής γλώσσας. Όμως η τήρηση της εκκλησιαστικής παράδοσης είναι θεμελιώδης, όπως αποδεικνύεται και από την περίπτωση των Αλβανόφωνων της Ιταλίας. Ουνίτες καθολικοί στο θρήσκευμα αλλά πρώην Ορθόδοξοι και βιαίως αλλαξοπιστήσαντες, ενώ έφυγαν από την Ελλάδα πριν από αιώνες και μετανάστευσαν στην νότια Ιταλία και Σικελία, εξακολουθούν να τελούν τη Θεία Λειτουργία σύμφωνα με το τυπικό της ελληνοβυζαντινής παράδοσης (rito bizantino) και στην ελληνική γλώσσα.
8. Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού ζητήματος
Η απαρχή της παρακμής του βλάχικου στοιχείου της Ελλάδας και της συρρίκνωσης της βλάχικης γλώσσας υπήρξε η ρουμανική προπαγάνδα. Δύο Ρουμάνοι διανούμενοι ταξιδεύουν το 1853 στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και «ανακαλύπτουν» ένα ομόγλωσσο και «ομοαίματο» λαό, άγνωστο μέχρι τότε στους Ρουμάνους. Μετά την επιστροφή τους στη Ρουμανία ζητούν με πύρινη αρθρογραφία να βοηθήσει ο ρουμανικός λαός τους «αλύτρωτους» αδελφούς της Μακεδονίας. Για το σκοπό αυτό ιδρύεται η «Αλβανική Εταιρεία» και το «Μακεδονορουμανικό Κομιτάτο», το οποίο ανέλαβε δράση σε πρακτικά ζητήματα διαθέτοντας άφθονο χρήμα, που εν μέρει αντλήθηκε από τους Έλληνες της Ρουμανίας και από τις Ιερές Μονές του Άθω. Η προπαγάνδα μεταφέρεται στο χώρο της Μακεδονίας από τον Απόστολο Μαργαρίτη, ελληνοδιδάσκαλο από την Κλεισούρα, ευφυή τυχοδιωκτικό τύπο με εξαιρετικές ικανότητες, ο οποίος επισκέπτεται το 1862 τη Ρουμανία, όπου γίνεται δεκτός ως εθναπόστολος με τιμές και αξιώματα. Ιδρύει το πρώτο ρουμανικό σχολείο το 1862 στην Κλεισούρα, διορίζεται επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων της οθωμανικής αυτοκρατορίας και μεθοδεύει την ίδρυση ρουμανικών σχολείων στις βλάχικες κοινότητες.
Συνεργάζεται με τους καθολικούς Λαζαριστές, οι οποίοι διωγμένοι από την Ανατολή έρχονται στη Βαλκανική χερσόνησο, για να συνεχίσουν το έργο του προσηλυτισμού ορθοδόξων στον καθολικισμό και να αυξήσουν τη αυστριακή επιρροή στην περιοχή. Τα δυο πιο σημαντικά αποτελέσματα του τυχοδιωκτισμού του Απ. Μαργαρίτη ήταν η δημιουργία θρησκευτικού ζητήματος με πρόσχημα την ίδρυση Επισκοπής Βλάχων με πιθανή έδρα το Μοναστήρι και η δημοσίευση του Ιραδέ για την αναγνώριση του Βλάχικου μιλιέτ.
Το τέλος του Μαργαρίτη έρχεται, όταν το επίσημο ρουμανικό κράτος αντιλαμβάνεται ότι είναι ένας τυχοδιώκτης, χωρίς εθνική ιδεολογία και έτοιμος να υπηρετήσει και τους εχθρούς της Ρουμανίας. Μετά το θάνατο του Μαργαρίτη (1903), η Ρουμανία συνεχίζει η ίδια την πολιτική του, γεγονός που επιδείνωσε τις ελληνορουμανικές σχέσεις, καθώς ήταν αδύνατο η Ρουμανία να απεμπολήσει τα πολιτικά πλεονεκτήματα που είχε αποκτήσει απ’ όλη αυτή την κίνηση.
Τα αποτελέσματα αυτής της ρουμανικής διπλωματικής προσπάθειας ήταν ολέθρια για το ελληνικό κράτος. Ακολούθησαν δημεύσεις περιουσιών Ελλήνων στη Ρουμανία, απελάσεις πολιτών και κάθε είδους καταπιέσεις. Η κατάσταση επιδεινώθηκε και έφτασε μέχρι τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δυο χωρών. Τις κακές σχέσεις ενίσχυσε το γεγονός ότι τότε αρχίζει και ο Μακεδονικός Αγώνας κατά των Βουλγάρων. Ήταν μοιραίο σ’ αυτόν τον αγώνα να εμπλακούν και οι Βλάχοι και των δυο παρατάξεων, οι «γκραικομάνοι» και οι ρουμανίζοντες. Η κατάσταση αυτή αναζωπύρωσε και τις προσωπικές ή κοινοτικές έχθρες μεταξύ των Βλάχων, με αποτέλεσμα να έχουμε συγκρούσεις των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων με τις ρουμανο-κομιτατζήδικες συμμορίες.
Η Ρουμανία παραπονέθηκε στις Μεγάλες Δυνάμεις και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για φόνους των οπαδών της, με αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση των ελληνορουμανικών σχέσεων. Αυτή η ασφυκτική κατάσταση οδήγησε, με την άνοδο του Βενιζέλου, στην αλλαγή της ελληνικής πολιτικής. Οι εθνικές προσδοκίες για την επέκταση των συνόρων στα σημερινά τους όρια εξαρτιόταν από τη βούληση των Μεγάλων Δυνάμεων και των χωρών της Βαλκανικής, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ρουμανία. Έτσι ο Βενιζέλος (1913) για εθνικούς λόγους αποφασίζει την παραχώρηση εκπαιδευτικών και θρησκευτικών ελευθεριών στους Βλάχους τους προσκείμενους στην ρουμανική προπαγάνδα, που κατά κάποιον τρόπο τούς αναγνωρίζει. Η ενέργεια αυτή κρίθηκε ποικιλοτρόπως, ιδιαίτερα από τους Βλαχόφωνους Έλληνες, καθώς παρουσίαζε την εξής αντίφαση: δε ρωτιούνται οι Βλάχοι ποια θα ήθελαν να είναι η τύχη τους αλλά κάποιος άλλος αναλάμβανε να αποφασίσει γι’ αυτούς για λόγους εθνικούς. Η απόφαση αυτή υπήρξε πολλαπλώς επιζήμια για τους Βλάχους.
Αποτελέσματα ρουμανικής προπαγάνδας
Τα αποτελέσματα της ρουμανικής προπαγάνδας ήταν ολέθρια για το βλαχόφωνο στοιχείο και τη γλώσσα του. Το πρώτο ήταν η διάσπαση της συνοχής και ο διαχωρισμός των Βλάχων σε δυο αντίπαλες παρατάξεις: η πρώτη, πολυαριθμότερη και ισχυρότερη, παρέμεινε σταθερή στην ιστορική της διαδρομή· η δεύτερη, ολιγάριθμη, πιο φανατισμένη και εχθρική σε κάθε τι το ελληνικό και την ορθοδοξία. Η αντιπαλότητα αυτή εμφανίστηκε μέσα στο σώμα κάθε βλάχικης κοινότητας, γρήγορα επεκτάθηκε μεταξύ των οικογενειών συγχωριανών και, τέλος, εισχώρησε και μέσα στην ίδια την οικογένεια. Τα αποτελέσματα της διάσπασης της ψυχικής συνοχής ήταν οδυνηρά για όλους, γιατί σε παρόμοιες περιπτώσεις με πρόσχημα κάποιες ιδεολογικές διαφορές, δίνεται η αφορμή να αναδυθούν πικρίες, αντιπάθειες και διενέξεις. Η συμπεριφορά των ρουμανοφρόνων ανάγκασε πολλούς είτε να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να διασπαρούν ανάμεσα σε ελληνόφωνους πληθυσμούς είτε να σταματήσουν να μιλούν τη μητρική τους γλώσσα, που τη θεωρούσαν αιτία για τις περιπέτειες που περνούσαν.
Κατά την διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου έχουμε αναζωπύρωση της ρουμανικής προπαγάνδας με αιχμή τα κατοχικά στρατεύματα ―και ιδίως τα ιταλικά. Οι Βλαχόφωνοι Έλληνες μπήκαν στο στόχαστρο των κατοχικών δυνάμεων, μια και υπήρχε κάποιο προηγούμενο με έναν αριθμό ατόμων προσκείμενων στα ρουμανικά συμφέροντα, τα οποία στον πόλεμο ταυτίστηκαν με τα συμφέροντα του άξονα.
Δυο γεγονότα σημάδεψαν την όλη κίνηση: η ίδρυση του Πριγκιπάτου της Πίνδου και της Ρωμαϊκής Λεγεώνας, με πρωτεργάτες γνωστούς τυχοδιώκτες, τον Αλκιβιάδη Διαμάντη και τον Νικόλαο Ματούση. Χωρίς κανένα ιδεολογικό υπόβαθρο, χωρίς τη συναίνεση ούτε και μικρής μερίδας Βλάχων, τα δυο αυτά ζητήματα έγιναν αφορμή να εκτοξευθούν κατηγορίες σ’ όλους τους Βλάχους. Η υπόθεση του «Πριγκιπάτου» εγγίζει τα όρια του γελοίου, η Ρωμαϊκή Λεγεώνα όμως, ένα είδος Ταγμάτων Ασφαλείας, υπήρξε μίασμα στην ιστορία των Βλάχων, αλλά και φυσικό επιγέννημα των ειδικών συνθηκών της εποχής εκείνης.
Η προσέγγιση της πολιτικής πλευράς του Κουτσοβλαχικού ζητήματος στις σωστές του διαστάσεις άρχισε να πραγματοποιείται, όταν οι ίδιοι οι Βλάχοι ανέλαβαν την αντιμετώπισή του. Η αβελτηρία του κράτους και η άγνοια του προβλήματος από μεγάλο μέρος της ελληνικής διπλωματίας ήταν οι βασικοί λόγοι που συνετέλεσαν στην διάδοση και στην αύξηση της επιρροής της Ρουμανίας πάνω στους Κουτσόβλαχους. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά, καθώς το ελληνικό κράτος, ο πνευματικός κόσμος και η ελληνική κοινωνία γνώρισαν την πραγματική συμβολή και ιστορία των Βλάχων με συνέπεια την αλλαγή της νοοτροπίας και τον σεβασμό ακόμη και των άσχετων με τα Κουτσοβλαχικά πράγματα.
9. Η πνευματική προσφορά των Βλάχων
Είναι δύσκολο να οριοθετηθεί η πνευματική προσφορά των Βλάχων στα πλαίσια της Νεοελληνικής Φιλολογίας για λόγους προφανείς. Οι Βλάχοι, δίγλωσσος πληθυσμός, ταύτισαν εξαρχής την παιδεία και την θρησκεία τους με τον Ελληνισμό. Η κλασική παιδεία καθώς και η βυζαντινή και νεοελληνική παράδοση στα γράμματα και τις τέχνες είναι ενσωματωμένα στην παιδεία τους, όπως αποδεικνύεται και από τα λεξιλογικά τεκμήρια της Κουτσοβλαχικής. Εξάλλου η ονοματολογία των Βλάχων είναι παρόμοια με την ελληνική, γεγονός που καθιστά σχεδόν αδύνατη την διάκριση βλαχόφωνων – ελληνόφωνων και μόνο η γνώση του τόπου καταγωγής ενός πνευματικού ανθρώπου μπορεί να βοηθήσει στην κατάταξή του.
Γεωγραφικά δεν παρατηρείται ιδιαίτερη πνευματική ανάπτυξη ενός τόπου που κατοικείται από Βλάχους με εξαίρεση τη Μοσχόπολη, η οποία κατοικούμενη αποκλειστικά από Βλάχους ανέπτυξε μια παιδεία υψηλού επιπέδου και έδωσε έναν αστερισμό πνευματικών ανθρώπων και εξαίρετων φιλολογικών έργων. Υπάρχουν και δευτερεύουσες περιπτώσεις μικρών βλαχόφωνων πολισμάτων όπου παρατηρούμε πνευματική ανάπτυξη, όπως π.χ. το Μέτσοβο, το Λιβάδι Ολύμπου κ.λπ., χωρίς όμως να αποτελέσουν ξεχωριστές Σχολές μέσα στα πλαίσια της Νεοελληνικής
Η Μοσχόπολη, πολιτεία πολυάνθρωπη και δραστήρια με μεγάλη οικονομική ανάπτυξη, υπήρξε η πνευματική Μητρόπολη των Βλάχων που έδωσε ένα σεβαστό αριθμό λογίων. Περιτριγυρισμένη από βουνά, ανάμεσα σε πληθυσμούς αμαθείς, μεταξύ κακοποιών στοιχείων και υπό τη σκιά της οθωμανικής κυριαρχίας, αναδείχτηκε κατά τον 18ο αιώνα ένας πνευματικός πυρήνας που καινοτόμησε στη βαλκανική πραγματικότητα και ασπάστηκε τις νεοτερικές ιδέες της Δυτικής Ευρώπης. Άνθρωποι σαν τον Ευγένιο Βούλγαρη, τον Μεθόδιο Ανθρακίτη μετέδωσαν τις νέες ιδέες σε Μοσχοπολίτες μαθητές, που με τη σειρά τους τις διέδωσαν τόσο στον ελληνικό χώρο όσο και στη Βαλκανική. Η Μοσχόπολη, «αι Αθήναι της Τουρκοκρατίας», δεν αναφέρεται όσο της αξίζει στην ιστορία της Νεοελληνικής Φιλολογίας, αφού από τις σελίδες της λείπουν ο Θεόδωρος Καβαλιώτης και ο Δανιήλ ο Μοσχοπολίτης, που αποτέλεσαν τους προδρόμους της συγκριτικής Βαλκανικής γλωσσολογίας. Το γεγονός ίσως δικαιολογείται κυρίως από το ότι η βλάχικη γλώσσα ήταν άγνωστη και απρόσιτη στους περισσότερους ερευνητές.
Η Μοσχόπολη αναδείχτηκε στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις, στους πνευματικούς ανθρώπους της και στον ευνοϊκό κοινωνικό της περίγυρο για τα γράμματα και τις τέχνες. Για την ίδρυσή της και για τις απαρχές της πνευματικής της κίνησης δεν έχουμε πληροφορίες παρά από τον 18ο αιώνα και μετά. Μια από τις μεγαλύτερες προσφορές της ήταν η ίδρυση, από τον ιερομόναχο Γρηγόριο Κωνσταντινίδη, του πρώτου τυπογραφείου στα Βαλκάνια. Μέχρι σήμερα είναι γνωστές αρκετές εκδόσεις όπως: η Γραμματική της αρχαίας ελληνικής και το τρίγλωσσο λεξικό ελληνο-βλαχο-αλβανικό Πρωτοπειρεία του Θεόδωρου Καβαλλιώτη (1760), το τετράγλωσσο Λεξικό ελληνο-βλαχο-αλβανο-βουλγαρικό του Δανιήλ του Μοσχοπολίτη (1802), η Ακολουθία του Οσίου Ναούμ και των εν Τιβεριουπόλει μαρτυρησάντων (1760), Κωνσταντίνου Ιερομονάχου Μοσχοπολίτου Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, Περί μεταλήψεως (1746), το γνωστό Βιβλίον καλούμενον Πίστις του Νεκταρίου Τέρπου, Ακολουθία του Αγίου Σεραφείμ, επισκόπου Φαναρίου κ.λπ.
Το κυρίως πνευματικό ίδρυμα της Μοσχοπόλεως ήταν η περίφημη Νέα Ακαδημία (1744), ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης για τον καιρό της, στην ίδρυση της οποίας πρωτοστάτησε ο Μοσχοπολίτης Αρχιεπίσκοπος Αχρειδών Ιωάσαφ. Από το 1750 διευθυντής της ορίζεται σε νεαρότατη ηλικία ο πρωτοπαπάς Θεόδωρος Καβαλιώτης. Το επίπεδο της Ακαδημίας θεωρείται υψηλότατο για την εποχή και οι απόφοιτοί της διασκορπίζονται σ’ όλο τον ελληνικό και βαλκανικό χώρο.
Διδάσκαλοι της Ακαδημίας χρημάτισαν γνωστά ονόματα της Νεοελληνικής Φιλολογίας, όπως ο Ιερομόναχος Χρύσανθος, ο Σεβαστός Λεοντιάδης, ο Γρηγόριος Κωνσταντινίδης ο τυπογράφος και έπειτα Μητροπολίτης Δυρραχίου, ο Γρηγόριος Αγιοκαστρίτης και άλλοι.
Από το κλίμα της Νέας Ακαδημίας ξεπήδησε μια πλειάδα πνευματικών ανθρώπων. Αναφέρουμε ενδεικτικά: τον Αρχιεπίσκοπο Αχρειδών Ιωάσαφ, τον Μητροπολίτη Καστοριάς Διονύσιο τον Μάντουκα, τον Ιωάννη Χαλκέα, καθηγητή του Φλαγγινιανού Φροντιστηρίου της Βενετίας, τον Νεκτάριο Τέρπο, τον Δημήτριο και τον Αμβρόσιο Παμπέρη, τον Νικόλαο Σαμσάλα, τον Ναούμ Γκούστα, τους αδελφούς Τούρτα, τον Κωνσταντίνο Τζεχάνη, τον Γεώργιο Παπα Σίμο, τον ιατροφιλόσοφο Ιωάννη Αδάμη, τον Ποσάμα και πολλούς άλλους.
Εκτός από την Μοσχόπολη έχουμε και βλάχικα πολίσματα που έχουν να επιδείξουν κάποια αξιόλογη πνευματική καλλιέργεια. Ένα από αυτά είναι το Μέτσοβο, το πρώτο σχολείο του οποίου ιδρύθηκε το 1759 με κληροδότημα πλουσίου Μετσοβίτη μεγαλεμπόρου. Τα σχολεία του χωριού ήταν πολλά και όλων των βαθμίδων και από αυτά αναδείχτηκαν σημαντικές προσωπικότητες· ένας από τους μαθητές τους υπήρξε κι ο Νεόφυτος Δούκας. Ο Μετσοβίτης Νικόλαος Τζαρτζούλης, μετά τα εγκύκλια μαθήματα στο Μέτσοβο, σπούδασε στη Βενετία και την Πάδοβα και διεύθυνε πολλά σχολεία, όπως την Αθωνιάδα του Αγίου Όρους, την Πατριαρχική Ακαδημία, την Ακαδημία του Ιασίου και σχολεία του Μετσόβου. Υπήρξε πολυγραφότατος (πβ. την ακολουθία του μάρτυρα Μετσοβίτη Νικολάου) με πολυάριθμες μεταφράσεις και από ξένα συγγράμματα. Άλλοι Μετσοβίτες λόγιοι: ο ιερομόναχος Τρύφων, μαθητής και διάδοχος του Βούλγαρη στην Μαρουτσαία σχολή των Ιωαννίνων και οπαδός των φιλοσοφικών ιδεών του διδασκάλου του Ευγενίου Βούλγαρη· ο Παρθένιος Κατζιούλης, ο επικαλούμενος Παροιμιογράφος, από τους προδρόμους της ελληνικής λαογραφίας.
Εξίσου σημαντική υπήρξε και η προσφορά της Κλεισούρας με προεξάρχοντα τον Δημήτριο Δάρβαρη, λόγιο και εκδότη πολλών έργων με δράση στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Υπήρξε φιλόσοφος, διδάσκαλος και συγγραφέας ποικίλων έργων μεταξύ των οποίων Γραμματική απλοελληνική, Εισαγωγή εις την ελληνικήν γλώσσαν, Νέον Αλφαβητάριον, Πρωτοπειρία απλοελληνική, κ.λπ. Αξιόλογη υπήρξε κι η συνεισφορά του Λιβαδίου Ολύμπου, το οποίο διέθετε σχολεία με άριστους διδασκάλους. Το 1700 περίπου λειτουργεί Σχολείον Κοινών Γραμμάτων στο Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, όπου δίδαξε ο Ιωάννης Πέζαρος ή Κωφός. Ο Άνθιμος Ολυμπιώτης ιδρύει την Ανώτερη Σχολή Λιβαδίου όπου διδάσκει ο Πέζαρος και ο Ι. Σπαρμιώτης. Συνεχιστής του έργου του Άνθιμου είναι ο Αγαθάγγελος, ιεράρχης φωτισμένος, δυναμικός με σημαντική εκκλησιαστική και εθνική δράση ως επίσκοπος Πέτρας και αργότερα Στρωμνίτσης.
Οι παραπάνω αναφορές είναι γενικές και δεν πρέπει να παραλείπονται πρόσωπα εξίσου σημαντικά, όπως ο Ρήγας Φεραίος, οι εκδόσεις του οποίου γαλούχησαν τους τροφίμους της ελληνικής παιδείας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας σε όλο τον Βαλκανικό χώρο. Το μεγαλύτερο πλήθος άλλωστε των Βλάχων λογίων ασπάζεται τις νέες ιδέες της Δύσης. Τέλος ένα κεφάλαιο που χρήζει ιδιαίτερης έρευνας είναι αυτό που αφορά τους λογίους των νεότερων χρόνων όπως τον Σπυρίδωνα Λάμπρου, τον Κώστας Κρυστάλλη, τον Γεώργιο Ζαλοκώστα και πολλούς άλλους.
10. Η εθνική προσφορά των Βλάχων
Όταν γίνεται αναφορά στην εθνική προσφορά των Βλάχων, η έμφαση δίνεται στο πλήθος των μεγάλων Βλάχων ευεργετών και στα ονόματα οπλαρχηγών των κλεφταρματολών. Η εθνική προσφορά των Βλάχων, όμως, δεν εξαντλείται στα γνωστά πρόσωπα· υπάρχει μια στρατιά Βλάχων πνευματικών ανθρώπων και αγωνιστών τα ονόματα των οποίων μας είναι άγνωστα και φυσικά άγνωστα παραμένουν τα έργα και η προσφορά τους.
Οι Βλάχοι, παρά την λατινογενή γλώσσα τους, κατόρθωσαν σε δύσκολες περιόδους του ελληνισμού να διατηρήσουν και να διαδώσουν την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Μοσχόπολης, που με τα σχολεία και την Ακαδημία διατηρεί άσβεστη τη φλόγα του ελληνισμού με φωτισμένους δασκάλους που αγωνίζονται να διατηρήσουν τα αγαθά του ελληνικού πολιτισμού ιδρύοντας τυπογραφεία, εκδίδοντας βιβλία και παράγοντας δασκάλους και αποστόλους της ελληνικής ιδέας και της ορθοδοξίας. Αυτοί οι άνθρωποι μέσω της διδασκαλίας μεταλαμπαδεύουν στους μαθητές τους και όλες τις καινοτόμες ιδέες της εποχής. Δεν απευθύνονται μόνο στους Έλληνες, αλλά προσπαθούν, όπως έκανε ο βλαχικής καταγωγής Ρήγας Φεραίος, να διαφωτίσουν και τους αλλόγλωσσους λαούς της Βαλκανικής με στόχο την ενσωμάτωση όλων των Βαλκάνιων στην ελληνική σκέψη.
Αυτή η πνευματική διαδικασία μέσω της παιδείας, των εκδόσεων, των εφημερίδων θα αποτελέσει τη βάση για τον ένοπλο αγώνα που θα ακολουθήσει. Μεγάλο ρόλο έπαιξαν οι ελληνικές παροικίες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Βιέννη, η Βουδαπέστη, το Βουκουρέστι, η Τεργέστη, το Σεμλίνο, η Λειψία κ.ά., στις οποίες κυρίαρχος είναι ο ρόλος των Βλαχόφωνων Ελλήνων. Εκεί ασπάζονται τα νέα μηνύματα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, ιδρύουν σωματεία, εκδίδουν βιβλία και εφημερίδες και συστήνουν εταιρίες. Επισκέπτονται συχνά τη σκλαβωμένη πατρίδα, ιδρύουν σχολεία και μεταφέρουν σ’ αυτήν τις καινούριες ιδέες. Δεν υπάρχει βλαχοχώρι που να μη δέχτηκε τα σπέρματα του Διαφωτισμού από τα ξενιτεμένα παιδιά του. Δεν υπάρχει Βλάχος αγωγιάτης που να μη μετέφερε μαζί με τα εμπορεύματά του και τις νεοτερικές ιδέες. Κορυφαία προσωπικότητα σ’ αυτή τη διεργασία είναι ο Ρήγας Φεραίος, ο οποίος έριξε τον σπόρο της επανάστασης με τη Χάρτα, τις μεταφράσεις και τα διαποτισμένα με τις ιδέες του Διαφωτισμού έργα του. Ανάλογο ρόλο στην ψυχολογική προετοιμασία των υπόδουλων Ελλήνων έπαιξαν με τα έργα τους, πρωτότυπα και μεταφρασμένα, ο Θεόδωρος Καβαλλιώτης και ο Δημήτριος Δάρβαρης.
Και στον ένοπλο αγώνα του 1821 η προσφορά των Βλάχων υπήρξε αποφασιστική. Τα βουνά της Ηπειροθεσσαλίας και Μακεδονίας στάθηκαν το λίκνο των κλεφταρματολών και των άλλων επαναστατικών ομάδων προσφέροντάς τους τις κατάλληλες γεωγραφικές συνθήκες επιβίωσης. Ένα ακόμη στοιχείο για τη στήριξη ενός ένοπλου αγώνα είναι η δυνατότητα ενός τόπου να προσφέρει τροφή και ανθρώπινο δυναμικό για την επάνδρωση και διατήρηση των ένοπλων σωμάτων. Αυτές τις δυο προϋποθέσεις εκπληρώνουν στον ελληνικό χώρο κυρίως οι νομαδικοί ποιμενικοί πληθυσμοί, Βλάχοι και Σαρακατσάνοι, που κατοικοεδρεύουν στα ψηλά βουνά, διαθέτουν τροφή, μεταφορικά μέσα και ανθρώπινο δυναμικό για τη σύμπηξη επαναστατικών ομάδων. Αυτοί οι πληθυσμοί διέτρεφαν, απέκρυβαν και πληροφορούσαν κλεφταρματολούς και ληστές που αποτελούσαν την μοναδική ένοπλη δύναμη του σκλαβωμένου ελληνισμού. Η επάνδρωση των ενόπλων σωμάτων από νομάδες κτηνοτρόφους ήταν φυσικό επακόλουθο, γιατί με τον τρόπο αυτό υπερασπίζονταν τις οικογένειές τους, την περιουσία τους και τον ζωτικό τους χώρο. Άλλωστε οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στα βουνά, οι συνεχείς μετακινήσεις με τα προβλήματα που παρουσίαζαν και η διαπραγματευτική τους ικανότητα με κάθε αρχή και εξουσία αποτελούσαν την καλύτερη προπαιδεία για έναν επαναστατικό αγώνα.
Όλα αυτά συνετέλεσαν στην ανάδειξη ενός αριθμού αξιόλογων οπλαρχηγών που διεδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στα επαναστατικά κινήματα και ανέδειξαν ορισμένα γεωγραφικά διαμερίσματα, όπως την περιοχή του Ολύμπου και της Δυτικής Μακεδονίας, σε ενδιαιτήματα και φυτώρια επαναστατών.
Πολύ σύντομα, μετά την τουρκική κατάκτηση, εμφανίζεται ο θεσμός των αρματολικίων, που αποτελούσαν συνέχεια της παράδοσης από την εποχή των Μακεδόνων βασιλέων με τις συνοριακές φρουρές κατά των Ιλλυριών και Θρακών, των Ρωμαίων με τα praesidia armata και τα auxilia, των Βυζαντινών με τους ακρίτες. Πολλές οικογένειες αρματολών, βλάχικης καταγωγής, αποτέλεσαν τους πρώτους ένοπλους πυρήνες: οι Λαζαίοι του Ολύμπου, οι Ζιακαίοι των Γρεβενών, οι Βλαχαβαίοι των Χασίων, οι Στουρναραίοι, οι Ζηδραίοι, οι Ζιουρκαίοι και πολλοί άλλοι αγωνιστές όπως ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο Γιάννης Φαρμάκης από το Μπλάτσι, ο Νικόλαος Κασομούλης από το Πισοδέρι, ο Γιάννης Πρίφτης από τη Σαμαρίνα, κ.λπ. πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες στον ελληνισμό. Κοντά σ’ αυτούς υπάρχει και ένας μακρύς κατάλογος μικρότερων και άγνωστων σε μας αγωνιστών που πρόσφεραν το αίμα και τις περιουσίες τους στον ένοπλο αγώνα κατά των Τούρκων.
Και κατά τον Μακεδονικό Αγώνα η ένοπλη προσφορά των Βλάχων είναι σπουδαία και συνέβαλε στην διάσωση του Μακεδονικού χώρου από τη βουλιμία των Βαλκάνιων γειτόνων μας, όπως προκύπτει από έγγραφα ελλήνων προξένων και ιεραρχών που αναφέρονται στη συμβολή των Βλάχων στα κέντρα που διηύθυναν τον Μακεδονικό Αγώνα. Ορισμένοι μάλιστα ιεράρχες τονίζουν ότι η παρουσία και προσφορά τους ήταν αποφασιστικής σημασίας για την ευόδωση του αγώνα. Τα Προξενεία του Μοναστηρίου, της Θεσσαλονίκης, των Σερρών κ.λπ. χρησιμοποίησαν Βλάχους για εκτελεστικά όργανα, για τις μεταφορές και ως τροφοδότες, πληροφοριοδότες, νοσηλευτές και αγωνιστές.
Τέλος πρέπει να μνημονευθούν οι Βλάχοι μεγάλοι και μικροί ευεργέτες, καθώς η απόκτηση ενός αγαθού, όπως της ελευθερίας, είναι μεγαλειώδης και θαυμαστή προσφορά, αλλά η διατήρηση και διαχείρισή του είναι εξίσου σημαντική. Και στην περίπτωση αυτή πρωταγωνιστούν οι Βλαχόφωνοι με την οικονομική τους συμβολή στην ανάπτυξη του κράτους και της κοινωνικής ζωής. Μεγαλέμποροι και τραπεζίτες Βλάχοι προσφέρουν τεράστια ποσά και ολόκληρες περιουσίες για έργα υποδομής κατά την αναγέννηση του ελληνικού κράτους.
Μια πλειάδα ευεργετών άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στη συνείδηση του έθνους:
✓ Οι οικογένειες Αβέρωφ και Τοσίτσα κόσμησαν την Αθήνα με τις ευεργεσίες τους: το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Παναθηναϊκό στάδιο, το θωρηκτό Αβέρωφ, οι ομώνυμες Φυλακές, η Σχολή Ευελπίδων,
✓ Ο βαρώνος Σίνας, μεγαλοτραπεζίτης στη Βιέννη, και οι γιοι του έχτισαν την Ακαδημία Αθηνών, με το φίλο τους Γεώργιο Σταύρου συνίδρυσαν την Εθνική τράπεζα, το Εθνικό Αστεροσκοπείο, την Φιλεκπαιδευτική εταιρεία κ.ά.
✓ Ο Δούμπας, ο βαρώνος Μπέλιος από το Μπλάτσι, ο Στουρνάρης και πολλοί άλλοι στήριξαν με τα χρήματά τους το νεοελληνικό κράτος στα πρώτα του βήματα,
✓ Υπάρχει ακόμα ένα πλήθος μικρών βλαχόφωνων ευεργετών που ίδρυσαν σχολεία στην Ήπειρο και την Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και σπούδασαν με τα κληροδοτήματά τους μεγάλο αριθμό νέων.
Νίκος Α. Κατσάνης (αναπλ. καθηγητής φιλολογίας ΑΠΘ)
Κώστας Δ. Ντίνας (αναπλ. καθηγητής γλωσσολογίας πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας)
θερμές ευχαριστίες στο blog
http://vatopaidi.wordpress.com
για την άδεια αναδημοσίευσης
Bιβλιογραφία
Capidan, Th. Aromânii. dialectul Aromân, Bucuresti 1932
Caragiu-Marioteanu, M. Fono-morfologie aromâna, Bucuresti 1968
Hâciu A., Aromânii, Focsani 1925
Papahagi T., Aromânii, grai si folklor, Ethnografie, Bucuresti 1932
Papahagi T., Dicţionarul Dialectului Aromân, Bucuresti 1974, Editura Academiei Republicii Socialiste România
Papahagi V., Aromânii Moscopoleani @i comerţul veneţian, Bucuresti 1935
Rosetti, Al. 1968. Istoria limbii romîne. Bucuresti
Sandfeld K., Linguistique Balkanique, Paris 1930
Tagliavini C., Le origini nelle lingue neolatine, Bologna 1964
Wace Alan J.B. – Thompson Maurice S., Oι νομάδες των Bαλκανίων, Θεσσαλονίκη 1989, Aφοι Kυριακίδη
Weigand, G. Die Aromunen, Leipzig, I, II, 1895
Αβέρωφ-Tοσίτσας Eυάγγελος, H πολιτική πλευρά του Kουτσοβλαχικού ζητήματος, Aθήνα 1948
Κατσάνης, N. – Nτίνας, K. 1990. Γραμματική της Kοινής Kουτσοβλαχικής. Θεσσαλονίκη: Aρχείο Kουτσοβλαχικών Mελετών.
Κατσάνης, N. 1977. Eλληνικές επιδράσεις στα Kουτσοβλάχικα. Θεσσαλονίκη
Κατσουγιάννης Tηλέμαχος, Περί των Bλάχων των Eλληνικών χωρών, τ. A’ 1964, τ. B’ 1966, Θεσσαλονίκη
Κεραμόπουλος, A. 1939. Tι είναι οι Kουτσόβλαχοι. Aθήνα.
Λαζάρου Aχιλλέας, H Aρωμουνική και αι μετά της ελληνικής σχέσεις αυτής, Aθήνα 1983
Μαρτινιανού Iωακείμ Mητροπολίτου Ξάνθης, H Mοσχόπολις, Θεσσαλονίκη 1957
Μπουσμπούκης Aντώνιος, Tο ρήμα της Aρωμουνικής, Aθήνα 1982
Νικολαΐδης Kων/νος, Eτυμολογικόν Λεξικόν της Kουτσοβλαχικής γλώσσης, Aθήνα 1909
Ντίνας, Κ. 1987. Tο κουτσοβλαχικό ιδίωμα της Σαμαρίνας (Φωνολογική ανάλυση). (Διδακτορική διατριβή). Θεσσαλονίκη
Χρυσοχόου, Μιχ. Βλάχοι και Κουτσόβλαχοι