Οι Καλαρρύτες είναι ορεινός οικισμός που βρίσκεται στις δυτικές πλαγιές της γεωτεκτονικής ζώνης της οροσειράς της Πίνδου του Νομού Ιωαννίνων στην Ήπειρο. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, 56 χλμ. ΝΑ των Ιωαννίνων.
Ο οικισμός άκμασε ιδιαίτερα τον 18ο αι. με το εμπόριο (υφαντά, μετάξι από τη Θεσσαλία, ακατέργαστα δέρματα ζώων κ.ά.) και την ανάπτυξη της χειροτεχίας (έργα σε ασήμι και χρυσό)· κατά την περίοδο αυτή αρκετοί κάτοικοι των Καλαρρυτών διατηρούσαν εμπορικούς οίκους σε πολλά ευρωπαϊκά κέντρα. Υπάγεται διοικητικά στο Δήμο Βορείων Τζουμέρκων.
Είναι κτισμένοι στο χείλος της απότομης χαράδρας που καταλήγει στον ποταμό Καλαρρύτικο, σε υψόμετρο 1200 μ. Απέναντι, στα νοτιοδυτικά του χωριού, βρίσκεται η πλαγιά που ονομάζεται Πουλιάνα. Αν το βλέμμα στραφεί προς τα νότια, θα δει τα βουνά των Τζουμέρκων μέχρι το χωριό Πράμαντα. Η τοποθεσία βόρεια και πάνω από την κοινότητα ονομάζεται Μπάρος (2285 μ.). Είναι η περιοχή με τα οροπέδια και τα ορεινά βοσκοτόπια που ενώνει τη Θεσσαλία με την Ήπειρο. Στα βορειοδυτικά των Καλαρρυτών βρίσκεται το Συρράκο, που σε ευθεία γραμμή νομίζει κανείς ότι είναι πολύ κοντά, ενώ τους δύο οικισμούς χωρίζει η απόκρημνη χαράδρα του Καλαρρύτικου ποταμού.
Ο οδικός άξονας από Θεσσαλία είναι και ο λόγος εγκατάστασης των πρώτων κατοίκων της περιοχής, που κατέλαβαν τις οχυρές θέσεις και έκαναν οικισμούς. Οι χαράδρες των παραποτάμων του Αράχθου αποτελούν τις διόδους επικοινωνίας της Ηπείρου με τη Θεσσαλία. Οι δρόμοι, ασφαλτοστρωμένοι από τα Ιωάννινα και την Άρτα, είναι ανοιχτοί όλο το χρόνο. Από τη Θεσσαλία ο δρόμος είναι ανοιχτός από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο. Τα 25 τελευταία χιλιόμετρα είναι χωματόδρομος, ο οποίος κλείνει το χειμώνα από τα χιόνια και τις βροχές και εξυπηρετεί κυρίως τους κτηνοτρόφους. Αυτοκίνητα επισκεπτών δεν επιτρέπεται να μπουν στο χωριό και γι αυτό το λόγο υπάρχουν τέσσερις θέσεις στάθμευσης έξω από το χωριό, στις θέσεις Γκόντρο, Τσιόρα, Άργι, Πλάκα.
Το κλίμα της περιοχής χαρακτηρίζεται από τον ψυχρό ως δριμύ και παρατεταμένο χειμώνα, σύντομη άνοιξη και από θερμό, πλούσιο σε βροχές καλοκαίρι, με παρατεταμένο φθινόπωρο. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των Καλαρρυτών είναι το ξηρό, χωρίς καθόλου υγρασία, κλίμα τους. Το ιδιαίτερο κλίμα της περιοχής ευνοεί την ανάπτυξη πλούσιας χλωρίδας και πανίδας. Η κοινότητα βορειοανατολικά περιβάλλεται από μεγάλες εκτάσεις με ποώδη και θαμνώδη βλάστηση, τα λεγόμενα «στεπόμορφα λιβάδια», τα γνωστά σε όλους βοσκοτόπια.
Ιστορική αναδρομή
Οι δυτικές απόκρημνες πλαγιές της Πίνδου και οι χαράδρες των παραποτάμων, από τους αρχαιότατους χρόνους αποτελούν διόδους επικοινωνίας μεταξύ Θεσσαλίας και Ηπείρου. Πάνω από τη ζώνη των δασών, σε μεγάλο υψόμετρο, υπήρχαν και υπάρχουν εκτεταμένοι ορεινοί βοσκότοποι και κατάλληλες εκτάσεις για νομαδική κτηνοτροφία.
Οι δύο παραπάνω λόγοι ορίζουν και τη μοίρα των κατοίκων της περιοχής, κυρίως την ενασχόλησή τους με την νομαδική κτηνοτροφία. Οι εποχικές μετακινήσεις προσδιορίζουν την οικονομική και κοινωνική τους ζωή. Η νομαδική ζωή από τους αρχαιότατους χρόνους ωθεί τους κατοίκους να επιλέγουν καλές θέσεις μη-μόνιμης εγκατάστασης, αφού είναι υποχρεωμένοι να καλύπτουν εκατοντάδες χιλιόμετρα και να μετακινούνται από τους ορεινούς βοσκότοπους σε παράκτια κυρίως χειμαδιά και αντίστροφα.
Ελληνόφωνοι πληθυσμοί κατοικούν κατά ομάδες και ασχολούνται με τον ημινομαδικό ποιμενισμό, ώστε να μοιάζουν πολύ με τους μεταγενέστερους Βλάχους. Οι κάτοικοι επιλέγουν οχυρές θέσεις, μεταξύ των οποίων και τη θέση που σήμερα κατέχουν οι Καλαρρύτες, για τον έλεγχο των εισβολών από την Αθαμανία (Τζουμέρκα) και την Παρωραία (Βόρεια Πίνδο) ή προς το οροπέδιο των Ιωαννίνων. Όταν οι επιδρομές των Σλάβων τον 7ο αιώνα θα ερημώσουν τις πεδινές περιοχές στην κεντρική Ελλάδα, οι κάτοικοι θα αναγκαστούν να αναζητήσουν μόνιμη κατοικία στα ορεινά.
Δύο λοιπόν είναι οι λόγοι μόνιμης εγκατάστασης των Βλάχων στα ορεινά της Πίνδου. Πρώτον, τα περάσματα, δηλαδή οι δίοδοι επικοινωνίας μεταξύ Θεσσαλίας και Ηπείρου (Άρτας, Ιωαννίνων) αλλά και Ακαρνανίας, κατά συνέπεια και οι οχυρές θέσεις του τόπου, ανάμεσα στις οποίες και οι Καλαρρύτες αλλά και άλλες βλαχόφωνες κοινότητες, που ελέγχουν τις χαράδρες των παραποτάμων του Άραχθου. Δεύτερον, τα εκτεταμένα βοσκοτόπια για την ενασχόλησή τους με την κτηνοτροφία.
Μετά την πρώτη ημιμόνιμη εγκατάσταση κατοίκων στους Καλαρρύτες, ο πληθυσμός αυξάνεται με βλαχόφωνους που καταφεύγουν εκεί για να διασωθούν από την τουρκική καταδίωξη από πολλές περιοχές της Ηπείρου και από τη Θεσσαλία. Υπάρχουν ενδείξεις, ότι Βλάχοι υπήρχαν εγκατεστημένοι σε σταθερούς οικισμούς, συνδεδεμένοι με την αγροτοκτηνοτροφική ζωή και ενταγμένοι στη Βυζαντινή οικονομική διάρθρωση από τον 12ο και 13ο αιώνα.
Ως τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1204 – 1430) αλλά και αργότερα, παρά την υποταγή των Ιωαννίνων στους Τούρκους το 1430, οι Καλαρρύτες θα παραμείνουν ως ανεξάρτητος πυρήνας μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία ως το 1478. Δύο ήταν οι λόγοι που προτίμησαν την ειρηνική συνθηκολόγηση: αφενός η ανάγκη μετακίνησης, λόγω της νομαδικής ζωής, σε νοτιότερα μέρη και αφετέρου η στρατηγική θέση των δύο οικισμών, Καλαρρυτών και Συρράκου, γεγονός που επέβαλλε ενιαία μεταχείριση εκ μέρους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Αφού τέθηκαν υπό την προστασία της Βαλιντέ Σουλτάνας (βασιλομήτορος) τους χορηγούνταν προνόμια, όπως αυτοδιοίκηση και ετήσια μερική φοροαπαλλαγή. Η προνομιακή αυτή μεταχείριση περιορίζει ως ένα βαθμό τις αυθαιρεσίες της Οθωμανικής διοίκησης, που ασκεί μόνο επίβλεψη μέσω του Τούρκου αξιωματούχου της περιοχής, του σούμπαση.
Όμως δεν αποφεύγουν το 1560 το παιδομάζωμα. Τότε παίρνουν από το χωριό μερικά παιδιά, τα οποία όταν μεγάλωσαν επιστρέφουν στο χωριό ως σπαχήδες, όπου δημιουργούν ποικίλα ζητήματα, απαιτώντας να παντρευτούν Καλαρρυτινές. Οι Καλαρρύτες προσφεύγουν στη Βαλιντέ Σουλτάνα και με διαταγή της οι σπαχήδες φεύγουν από το χωριό και εγκαθίστανται, μετά από περιπλανήσεις, στη Βέλτιστα Τρικάλων, κατ’ άλλους δε στα Τρίκαλα, Καρδίτσα και Καστανιά, όπου αποκαλούνται Βλαχότουρκοι.
18ος – 19ος αιώνας: Σημαντική ανάπτυξη Καλαρρυτών
Οι Καλαρρύτες γνωρίζουν τη μεγαλύτερη οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη από τα μέσα του 18ου μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα (1750 – 1821). Τα προνόμια εξασφαλίζουν στους κατοίκους ποιότητα ζωής και ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων και εμπορικών συναλλαγών, που συμβάλλουν στην πύκνωση του πληθυσμού, με την εγκατάσταση βιοτεχνών από άλλες περιοχές. Η ανάπτυξη του εμπορίου έχει ως συνέπεια, σύμφωνα με τον W. Leak, την εγκατάλειψη της καλλιέργειας της γης και την εισαγωγή ειδών διατροφής από την Άρτα, τα Τρίκαλα και τα Ιωάννινα. Οι εισαγωγές διατροφικών ειδών αποτελούν ένδειξη αναβάθμισης της οικονομίας της κοινότητας.
Οι Καλαρρυτινοί επιδίδονται στην επεξεργασία των πρώτων υλών που προέρχονται από την κτηνοτροφία και ασχολούνται με την εριουργία, η οποία με τον καιρό αναπτύσσεται σε σημαντική βιοτεχνική παραγωγή μάλλινων ειδών. Μεταξύ αυτών είναι και το μάλλινο ύφασμα από το οποίο κατασκευάζονται οι γνωστές κάπες, ποιμενικές και ναυτικές, οι οποίες αποτελούν ένα εμπορικό είδος που γίνεται ευρύτατα εξαγώγιμο, όταν ανοίγει η αγορά για τους ναυτικούς, και χρησιμοποιούνται σε όλη τη Μεσόγειο (Ισπανία, Ιταλία, Μάλτα, Τουρκία, Γαλλία). Με τις μετακινήσεις των ποιμένων, εκτός από τον ποιμενισμό των ζώων, γίνεται πώληση και ανταλλαγή κτηνοτροφικών προϊόντων στη Θεσσαλία και την Ήπειρο μέχρι την Αιτωλοακαρνανία.
Παράλληλα, η γνώση του ορεινού τόπου και των χερσαίων οδικών δικτύων θα στρέψει ορισμένους κατοίκους να οργανώσουν συστήματα μεταφορών με τους κυρατζήδες, τα γνωστά καραβάνια, τα οποία εξυπηρετούν και συμβάλλουν σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη του εμπορίου.
Στους Καλαρρύτες, εκτός από τους κτηνοτρόφους, συναντούμε και πολλούς πραματευτάδες – εμπόρους, οι οποίοι επιδίδονται κατ’ αρχάς στο εμπόριο ακατέργαστων δερμάτων και ήδη από τον 18ο αιώνα βιοτεχνικά προϊόντα τους όπως μάλλινα υφάσματα, εξάγονται στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης.
Στο τέλος τους 18ου αιώνα, οργανώνεται ένα πολύ καλό εμπορικό δίκτυο για τα προϊόντα στις ευρωπαϊκές αγορές, που διακινούν κυρίως Καλαρρυτινοί έμποροι. Στην Ιταλία ανοίγουν πολλοί εμπορικοί οίκοι: ο Γεώργιος Δουρούτης στην Ανκόνα και τη Νάπολη, ο αδελφός του, Χρήστος Δουρούτης, στην Τεργέστη, οι αδερφοί Σταματάκη, οι αδερφοί Μπαχώμη και ο Κ. Παράσχος στο Λιβόρνο, οι αδερφοί Τούρτουρο στη Βενετία, η οικογένεια Σγούρου στο Λιβόρνο και στην Ισπανία κι οι αδερφοί Λάμπρου στη Νάπολη.
Εκτός από το εξωτερικό, οι περισσότεροι έχουν και εμπορικά καταστήματα στα Ιωάννινα, όπου προοδεύουν τόσο, ώστε οι Γιαννιώτες έμποροι να διαμαρτύρονται, γιατί το εμπόριο πέρασε στα χέρια των Καλαρρυτινών. Οι φτωχότερες οικονομικά τάξεις ασχολούνται με τη ραπτική. Οι περίφημοι τερζήδες, εφάμιλλοι των Γιαννιωτών, κεντούν τις χρυσοποίκιλτες στολές της εποχής για Έλληνες και Τουρκαλβανούς και κατέχουν περιφανή θέση σε αυτό το επάγγελμα. Παράλληλα ασχολούνται με τη ραπτική της κάπας και μένουν γνωστοί ως καποραφτάδες.
Ένα τμήμα του πληθυσμού, που επίσης δεν έχει οικονομικά κεφάλαια για να ασχοληθεί με το εμπόριο, ασχολείται με την ασημουργία. Οι Καλαρρύτες γίνονται ένα από τα σπουδαία κέντρα κατασκευής προϊόντων αργυροχοΐας. Η ασημουργική τέχνη περνά από τα Ιωάννινα στον τόπο τους στις αρχές του 18ου αιώνα και την εξασκούν με ανυπέρβλητη δεξιοτεχνία, εφάμιλλη αυτής των Γιαννιωτών. Στα εργαστήρια των Καλαρρυτών κατασκευάζονται ασημουργικά εκκλησιαστικά και κοσμικά καλλιτεχνήματα του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Πολλοί από αυτούς, που αποκαλούνται συνήθως χρυσικοί, γίνονται και πλανόδιοι τεχνίτες και έτσι εξαπλώνουν την τέχνη τους στη Βαλκανική, Μικρά Ασία, Αίγυπτο, Ιταλία και Αυστρία.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η τέχνη του ασημιού απλώνεται σε όλη την Ελλάδα και κυρίως στα Επτάνησα και την Ιταλία, αφού πολλοί τεχνίτες εγκαθίστανται σ’ αυτά τα μέρη πριν και μετά το 1821. Οικογένειες αργυροχόων όπως του Τσιμούρη στα Ιωάννινα και στους Καλαρρύτες, Μπάφα στη Ζάκυνθο, Παπαγεωργίου και Παπαμόσχου στην Κέρκυρα, Νέσση (Nessi) και Βούλγαρη (Bulgari) στην Ιταλία είναι μερικές από τις πιο γνωστές ως σήμερα.
Η οικονομική ανάπτυξη είναι και η αιτία της διαμόρφωσης μιας κοινωνικής διαστρωμάτωσης με σαφή κοινωνικά και οικονομικά όρια, η οποία παράλληλα έχει εφαρμογή στα ήθη και έθιμα. Η οικονομική ευμάρεια του τόπου προάγει την πληθυσμιακή πύκνωση. Σύμφωνα με απογραφή του 1820, οι μόνιμοι κάτοικοι των Καλαρρυτών ανέρχονται στους 3.000, αριθμός σημαντικός αν σκεφτεί κανείς την ερήμωση που υφίστανται άλλες κοινότητες εκείνη την εποχή.
Η οικονομική, πολιτιστική και οικιστική ανάπτυξη της κοινότητας συμβαδίζει με την πνευματική. Ο απόηχος του ελληνικού διαφωτισμού φθάνει μέχρι εδώ. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός, στο πλαίσιο των περιοδειών του (1770-1779) επισκέπτεται δυο φορές τους Καλαρρύτες. Στους λόγους του, επιμένει για σύσταση σχολείων και την εδραίωση της ελληνικής γλώσσας ανάμεσα στους βλαχόφωνους Έλληνες της περιοχής. Οι λόγοι του έχουν μεγάλη απήχηση και οι κάτοικοι διαθέτουν χρήματα αλλά και προσωπικά χρυσαφικά για την ίδρυση σχολείων στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο.
Σχολείο λειτουργεί στους Καλαρρύτες και μνημονεύεται από το 1758. Το σχολείο κλείνει το 1821 και ανοίγει πάλι το 1828, με την επιστροφή των κατοίκων στην κοινότητα. Εκεί δίδαξαν ο Αναστάσιος Μπεκιάρης (1805-1812) και ο Καλαρρυτινός πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Σγούρος (1790), ο οποίος διδάχθηκε τα εγκύκλια γράμματα από τον Κοσμά Μπαλάνο στα Ιωάννινα και έγινε σχολάρχης στη σχολή των Καλαρρυτών. Υπέστη μαρτυρικό θάνατο το 1821 κατά την επανάσταση των Καλαρρυτών, αφού παραδόθηκε αυθόρμητα ως όμηρος, στην τουρκική φρουρά.
Από τους Καλαρρύτες κατάγεται και ο Ιωάννης Βλαχογιάννης, ο οποίος δίδαξε στην Πρέβεζα και Πάργα και πέθανε το 1827, καθώς και ο Χριστ. Γκιούρτης, λόγιος του τέλους του 18ου αιώνα, που δίδαξε σε πολλές σχολές και κυρίως στο Γαλαξίδι.
Οι στενές σχέσεις του Αλή πασά με την κοινότητα είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ιστορίας της. Ο Αλή Πασάς διατηρεί στενότατους δεσμούς με τους προεστούς των Καλαρρυτών και ανοίγει τον πρώτο δρόμο από τα Ιωάννινα προς το χωριό, όπου και παραθέριζε. Στενός συνεργάτης του Αλή είναι ένας σημαντικός άνδρας, συνετός και φιλόπατρις, ο Καλαρρυτινός Γεώργιος Τουρτούρης, έμπορος στο επάγγελμα και μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Ο Τουρτούρης διακρίθηκε ως συνεργάτης του Αλή, αφού ο ίδιος τον έστειλε ως αντιπρόσωπό του στις βρετανικές αρχές στη Μάλτα, ζητώντας να συμπράξουν οι Βρεττανοί στην κατάληψη της Αυλώνας. Επίσης, στάλθηκε στις γαλλικές αρχές στην Κέρκυρα για να διαπραγματευθεί την παράδοση της Πάργα|Πάργας.
Οι περιηγητές W. Leak και F. Pouqueville, οι οποίοι επισκέφθηκαν την κοινότητα στις αρχές του 19ου αιώνα, αποτύπωσαν στα περιηγητικά τους κείμενα την ευνομία, τον πολιτισμό, τις ωραίες οικοδομές, την ακμή του εμπορίου, τους μορφωμένους ανθρώπους, που μιλούσαν ξένες γλώσσες και γνώριζαν τις τιμές των χρηματιστηρίων των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων, καθώς και την ύπαρξη βιβλιοθηκών με αρχαία συγγράμματα και βιβλία στη γαλλική και ιταλική γλώσσα. Ο πρώτος αναφέρει μάλιστα, ότι οι Καλαρρύτες διέθεταν για τις ανάγκες των κατοίκων μόνιμο ιατρό (Κερκυραίο). Ελάχιστες κοινότητες διέθεταν δικό τους γιατρό, ένδειξη του πολιτισμικού επιπέδου της κοινότητας την εποχή εκείνη.
Όλες οι παραπάνω δημιουργικές ενασχολήσεις των κατοίκων οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι οι Καλαρρύτες από τα μέσα του 18ου μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα παράγουν πολιτισμό, γεγονός που έχει κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό αντίκτυπο στην περιοχή αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Αυτό συνέβη σε ελάχιστες κωμοπόλεις και πόλεις κατά την ίδια χρονική περίοδο.
Η πολιτιστική και οικονομική ανέλιξη της κοινότητας είναι αποτέλεσμα και των προνομίων που δόθηκαν από τους Οθωμανούς, τα οποία διατηρούνται μέχρι το 1803, τότε που ο Αλή πασάς υποτάσσει το Σούλι και καταργεί τα προνόμια όλων των όμορων βλαχόφωνων κοινοτήτων.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο ρωσοτουρκικός πόλεμος (1806) αναζωπυρώνει τα επαναστατικά κινήματα που έχουν σχέση και με την περιοχή των Καλαρρυτών, αφού οι Βλαχάβας, Δεληγιάννη και Στουρνάρης καταλαμβάνουν τα περάσματα του Μετσόβου και των Καλαρρυτών (1807) για να εμποδίσουν την επικοινωνία Ηπείρου – Θεσσαλίας. Εν τούτοις εξέγερση δεν γίνεται και ο Αλή πασάς ενισχύει τη θέση του. Η αρχή του τέλους της οικονομική και εμπορικής ευρωστίας της κοινότητας είναι η επανάσταση, μαζί με την γειτονική κοινότητα του Συρράκου, κατά των Τούρκων στις αρχές Ιουλίου του 1821.
Μετά την πρώτη πολιορκία του Αλή στα Γιάννενα (1821), είχαν καταφύγει στους Καλαρρύτες πολλοί ευκατάστατοι Γιαννιώτες (χριστιανοί, Εβραίοι αλλά και Οθωμανοί) με αξιόλογη κινητή περιουσία. Η παρουσία 500 Αλβανών υπό τον Ιμπραήμ Πρεμέτη, που είχε σκοπό να μείνει ανοικτή η επικοινωνία μεταξύ των σουλτανικών στρατοπέδων των Ιωαννίνων και της Θεσσαλίας, δεν εμποδίζει την κήρυξη της επανάστασης. Αρχηγός στο Συρράκο είναι ο Ιωάννης Κωλέττης, ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδος, ενώ στους Καλαρρύτες ο Γεώργιος Τουρτούρης και ο Ιωάννης Ράγκος.
Το Συρράκο καταλαμβάνεται μετά από ασθενή αντίσταση και καταστρέφεται. Στους Καλαρρύτες οι Αλβανοί συλλαμβάνουν προκρίτους ως ομήρους και οχυρώνονται σε σπίτια, αναμένοντας ενισχύσεις από τον Χουρσίτ πασά. Αυτός στέλνει δύναμη για την καταστολή, με επικεφαλής τον Χαμζά μπέη, που ενώνεται με τους άνδρες του Πρεμέτη. Οι κάτοικοι, όταν αντιλαμβάνονται ότι κάθε αντίσταση είναι μάταιη, παίρνουν μαζί τους ό,τι πολύτιμο μπορούν να μεταφέρουν και απομακρύνονται από το χωριό. Η εγκατάλειψη των περιουσιών συντείνει πολύ στη διάσωση των φυγάδων. Οι Οθωμανοί και οι Αλβανοί εκθεμελιώνουν το χωριό, λαφυραγωγούν και πυρπολούν τα πάντα, αλλά συγχρόνως δίνουν και ικανό χρόνο σ’ αυτούς που φεύγουν. Η καταστροφή είναι ολοκληρωτική. Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του αναφέρει:
“Και χάλασαν τους Έλληνες και αφανίστηκαν οι δυστυχείς Καλαρρυτιώτες, οπόταν οι πλέον πλούσιοι σ’ εκείνα τα μέρη κι έμειναν διακονιαραίοι. Αφανίστηκαν αυτείνοι και ο τόπος τους ερήμαξε.”
Οι προνομιούχοι κάτοικοι θα μετατραπούν σε πρόσφυγες και θα καταφύγουν σε παραπλήσια μέρη όπως στη Ζάκυνθο, όπου στα τέλη του 18ου αιώνα είχαν ήδη μεταναστεύσει αρκετοί από αυτούς. Άλλοι θα καταφύγουν στο Μεσολόγγι, όπου θα συμμετάσχουν στην έξοδο του Μεσολογγίου, στην Αιτωλοακαρνανία, μέχρι την Αθήνα και τη Χαλκίδα. Στην Παραμυθιά καταφεύγει η οικογένεια Βούλγαρη, στην Κέρκυρα οι οικογένειες Παπαγεωργίου, Παπαμόσχου και Λάμπρου. Μερικοί πρόσφυγες, ρακένδυτοι και πεινασμένοι, φθάνουν στην Ανκόνα, όπου η εκεί Ελληνική παροικία θα τους προσφέρει από το κοινό της ταμείο οικονομική βοήθεια και περίθαλψη.
Οι Καλαρρύτες γνωρίζουν πρωτοφανή ερήμωση, αφού στις παραμονές του 1821 αριθμούσαν περίπου 500 οικογένειες και στην απογραφή του 1831 παρουσιάζονται μόνο 26 από αυτές, οι περισσότερες από τις οποίες είναι φτωχές και χειροβίοτες. Οι δύο διαταγές (μπουγιουρντί) που εκδόθηκαν το 1822 και το 1826 (σώζονται στο αρχείο της κοινότητας) για αμνηστία και ασφαλή επιστροφή των κατοίκων δεν στάθηκαν ικανές να αποτινάξουν τον φόβο. Ο μικρός αριθμός των οικογενειών που επανακάμπτει κάνει μια νέα αρχή. Η ανασυγκρότηση γίνεται με δυσκολία και αργούς ρυθμούς. Ωστόσο το 1828 έχουμε την έναρξη λειτουργίας σχολείου.
Τόσο μεγάλη ήταν η καταστροφή του χωριού, ώστε οι κάτοικοι να είναι επιφυλακτικοί σε κάθε νέα συμμετοχή σε επαναστατικά κινήματα, φοβούμενοι τα τουρκικά αντίποινα. Αυτός είναι ο λόγος που δεν λαμβάνουν μέρος στην επανάσταση Ηπείρου – Θεσσαλίας το 1854. Εξάλλου, συμμορίες Τουρκαλβανών, πριν και μετά την επανάσταση του 1854, λεηλατούν με κάθε μέσο τους χωρικούς όλης της Ηπείρου. Ο φόβος και η ανασφάλεια που επικρατούν κάνουν εξίσου δύσκολη την επιστροφή των εμπόρων και πολλοί είναι οι πρόσφυγες που δεν επιστρέφουν και εγκαθίστανται μόνιμα στα μέρη που τους υποδέχθηκαν.
Καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η βιοτεχνική δραστηριότητα ακολουθεί πτωτική πορεία με μειωμένη παραγωγή σε ό,τι έχει σχέση με κατεργασία χρυσού και αργύρου, της κεντητικής και υφαντικής μάλλινων ειδών, αφενός μεν γιατί άλλα εμπορικά κέντρα στο βιλαέτι Ιωαννίνων και αφετέρου γιατί τα προϊόντα τους αποκλείονται από τις αγορές της νότιας Ελλάδας. Μια τρίτη παράμετρος είναι η χάραξη νέων οδικών αξόνων του διεθνούς εμπορίου, με αποτέλεσμα την ανατροπή των παραδοσιακών κέντρων πρωτοβιομηχανικής παραγωγής.
Τα βοσκοτόπια, η μόνιμη και διαχρονική αξία του τόπου, είναι η αιτία που οι κτηνοτρόφοι οδηγούνται και πάλι στην ορεινή κοινότητά τους. Συνεχίζουν το ταξίδι τους ανάμεσα στα θερινά και χειμερινά βοσκοτόπια της Ηπείρου και της Θεσσαλίας και ζουν από την πώληση των γαλακτοκομικών προϊόντων, των δερμάτων, του μαλλιού και του κρέατος των ζώων. Πολλοί βρίσκουν εργασία στον τόπο της εποχικής μετανάστευσης και μένουν μόνιμα εκεί, αφού η περίοδος της οικονομικής και πολιτισμικής ανάπτυξης των Καλαρρυτών έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Κάποιοι διαμένουν, σπουδάζουν ή εργάζονται στα αστικά κέντρα, όπως τα Ιωάννινα, όπου ορισμένοι ασκούν το επάγγελμα του αργυροχόου.
Στην κοινότητα επικρατεί η κτηνοτροφική οικονομία αντί της εμποροβιοτεχνικής του 18ου αιώνα. Η γεωργία αποτελεί συμπληρωματική απασχόληση για πολλούς κατοίκους. Από το 1870 και έπειτα διαπιστώνεται οικιστική ανάκαμψη, ως αποτέλεσμα της οικονομικής ανόδου αλλά και της εξοικονόμησης χρημάτων στους τόπους μετανάστευσης. Αρκετοί Καλαρρυτινοί επιστρέφουν και ανοικοδομούν τα παλιά τους σπίτια. Πολλά από τα σημερινά σπίτια, έχουν κτιστεί την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα. Μετά την προσάρτηση του νομού Άρτας στην ελεύθερη Ελλάδα, με τα σύνορα του Ελληνικού κράτους να φτάνουν ως τον Καλαρρύτικο ποταμό, ελευθερώνονται οι Καλαρρύτες το 1881. Στα πλαίσια της οργάνωσης του ελεύθερου κράτους, η κοινότητα μαζί με το Ματσούκι γίνεται ένας από τους τέσσερις δήμους της επαρχίας Τζουμέρκων, με πληθυσμό 1.843 άτομα σύμφωνα με την απογραφή του 1881.
Οι Καλαρρύτες γίνονται διοικητικό κέντρο με ειρηνοδικείο Α’ τάξης, αστυνομικό σταθμό, υποτελωνείο (1882/3) και ταχυδρομική επιστασία, με πρώτο επιστάτη τον Ιωσήφ Μοναστηριώτη. Οι πρώτοι γιατροί της κοινότητας είναι ο Γεώργιος Ζάγκλης και ο Σπυρίδων Βενούκας. Πρώτος δήμαρχος εκλέγεται ο Αθανάσιος Μπισδούνης στις εκλογές του 1883. Ιδρύεται επίσης Ελληνικό σχολείο με πρώτο σχολάρχη τον Ε. Παπαχατζή, καθώς και δημοτικό.
Μουσική παράδοση
Η μουσική παράδοση υπόκειται στους κανόνες της Ηπειρώτικης μουσικής. Τα τέσσερα βασικά μουσικά όργανα είναι το κλαρίνο, το βιολί, το λαούτο και το ντέφι. Η μουσική, το τραγούδι και ο χορός προσαρμόστηκαν και είναι άρρηκτα δεμένα με τον ορεινό χώρο και την επαγγελματική ιδιότητα. Οι χαρακτηριστικότεροι χοροί των Καλαρρυτινών είναι του Γιανκώστα ή Γιάννη Κώστα, αργός χορός, και ο Μπαλατσός, αργός στα τρία, ο οποίος χορεύεται κυρίως από άντρες που τραγουδούν όλοι στα βλάχικα ή στα ελληνικά. Κύριο χαρακτηριστικό των τραγουδιών και των χορών είναι οι αργοί και μακρόσυρτοι ήχοι, καθώς και οι αργοί και ποικίλοι βηματισμοί. Στα τραγούδια αρχίζουν οι γυναίκες και απαντούν οι άντρες.
Κάθε χρόνο, τον Ιούλιο, ανταμώνουν οι κάτοικοι πέντε βλαχόφωνων χωριών της περιοχής (Καλαρρύτες, Συρράκο, Παλαιοχώρι, Βαθύπεδο και Ματσούκι). Το γλέντι γίνεται κάθε χρόνο εκ περιτροπής σε ένα από τα παραπάνω χωριά και διαρκεί 2 ημέρες. Συμμετέχουν οι κοινότητες και οι πολιτιστικοί σύλλογοι τους, με χορευτικά συγκροτήματα, παραδοσιακά δρώμενα και αναφορές στην ιστορία, τα ήθη και έθιμα των χωριών.
Οι Καλαρρύτες, καθώς βρίσκονται στην οροθετική γραμμή των συνόρων, γίνονται αποδέκτες των ιστορικών γεγονότων και συμμετέχουν στις εθνικές αναμετρήσεις. Συμμετέχουν ενεργά στην απελευθέρωση και της υπόλοιπης Ηπείρου. Το 1906, ιδρύεται η Ηπειρωτική Εταιρία, με σκοπό την προετοιμασία του εδάφους για την απρόσκοπτη διείσδυση του Ελληνικού στρατού για την απελευθέρωση της Ηπείρου. Πρόεδρος του 30ού τμήματός της ορίζεται ο Γεώργιος Ζάγκλης ή Σταμάτης. Δύο από τους οδικούς άξονες ανεφοδιασμού του Ελληνικού στρατού για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων ξεκινούν από τους Καλαρρύτες, μέσω του χωριού Κράψη και μέσω της Κηπίνας αντίστοιχα.
Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου (1913) επέρχεται η διοικητική προσάρτηση των Καλαρρυτών στο νομό Ιωαννίνων (1925) ως κοινότητα Καλαρρυτών, μαζί με τον οικισμό Κηπία (Αρμπορέσι ή Μιστράς).
Τον πόλεμο του 1940-41 και την γερμανική κατοχή πληρώνουν με πολλές ανθρώπινες απώλειες, με οικονομικές και οικιστικές καταστροφές, όπως άλλωστε όλα τα χωριά της περιοχής. Οι κατακτητές πυρπολούν και βομβαρδίζουν σπίτια. Τότε βομβαρδίστηκε και η εκκλησία της Αγίας Τριάδος. Στην Αντίσταση και τον εμφύλιο που διεξάγονται στα χωριά των Τζουμέρκων, οι Καλαρρύτες συμμετέχουν ενεργά και γίνονται αποδέκτες των συνεπειών τους. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από την πρόσκαιρη αύξηση του πληθυσμού, αφού πολλοί είναι εκείνοι που από τα αστικά κέντρα καταφεύγουν εκεί, για να αποφύγουν τις συνέπειες του πολέμου και της κατοχής.
Ωστόσο η συγκυριακή αύξηση του πληθυσμού δεν θα έχει συνέχεια. Στη δύσκολη μεταβατική δεκαετία 1950-60, οι ελάχιστοι οικονομικοί πόροι δεν επιτρέπουν την επιβίωση των κατοίκων στην ορεινή περιοχή τους. Το δεύτερο κύμα αστυφιλίας και μετανάστευσης είναι αναπόφευκτο και αφήνει την κοινότητα με ελάχιστους κατοίκους που ασχολούνται με την κτηνοτροφία. Ο Καλαρρυτινοί σκορπίζουν και πάλι, κυρίως στα Ιωάννινα, την Πρέβεζα, σε πόλεις και χωριά της Θεσσαλίας, την Άρτα και τα πεδινά χωριά της, μέχρι τα χωριά του Ξηρόμερου στην Αιτωλοακαρνανία και την Αθήνα. Το σχολείο, μη έχοντας μαθητές κλείνει οριστικά το 1981.
Οι Καλαρρύτες, όπως και τα γειτονικά βλάχικα ή μη χωριά, εκτός από το Μέτσοβο, δεν μπόρεσαν να παραμείνουν ακμαίοι. Μόνιμο αίτημα, το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα των κατοίκων της κοινότητας, είναι η αποκατάσταση του οδικού δικτύου και οι κοινοτικές τεχνικές υποδομές, που είναι ο κύριος μοχλός οικονομικής και τουριστικής ανάπτυξης της κοινότητας.
Οθωμανικοί χρόνοι
Ως τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου (1204 – 1430) αλλά και αργότερα, παρά την υποταγή των Ιωαννίνων στους Τούρκους το 1430, οι Καλαρρύτες θα παραμείνουν ως ανεξάρτητος πυρήνας μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία ως το 1478. Δύο ήταν οι λόγοι που προτίμησαν την ειρηνική συνθηκολόγηση: αφενός η ανάγκη μετακίνησης, λόγω της νομαδικής ζωής, σε νοτιότερα μέρη και αφετέρου η στρατηγική θέση των δύο οικισμών, Καλαρρυτών και Συρράκου, γεγονός που επέβαλλε ενιαία μεταχείριση εκ μέρους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Αφού τέθηκαν υπό την προστασία της Βαλιντέ Σουλτάνας (βασιλομήτορος) τους χορηγούνταν προνόμια, όπως αυτοδιοίκηση και ετήσια μερική φοροαπαλλαγή. Η προνομιακή αυτή μεταχείριση περιορίζει ως ένα βαθμό τις αυθαιρεσίες της Οθωμανικής διοίκησης, που ασκεί μόνο επίβλεψη μέσω του Τούρκου αξιωματούχου της περιοχής, του σούμπαση.
Όμως δεν αποφεύγουν το 1560 το παιδομάζωμα. Τότε παίρνουν από το χωριό μερικά παιδιά, τα οποία όταν μεγάλωσαν επιστρέφουν στο χωριό ως σπαχήδες, όπου δημιουργούν ποικίλα ζητήματα, απαιτώντας να παντρευτούν Καλαρρυτινές. Οι Καλαρρύτες προσφεύγουν στη Βαλιντέ Σουλτάνα και με διαταγή της οι σπαχήδες φεύγουν από το χωριό και εγκαθίστανται, μετά από περιπλανήσεις, στη Βέλτιστα Τρικάλων, κατ’ άλλους δε στα Τρίκαλα, Καρδίτσα και Καστανιά, όπου αποκαλούνται Βλαχότουρκοι.
Αρχιτεκτονική και Νεότερα μνημεία
Η δομή του οικισμού ακολουθεί το γενικό πρότυπο των ορεινών χωριών που κυριαρχεί στην Ήπειρο, με απλές γεωμετρικές γραμμές, προσαρμοσμένη στον ηπειρωτικό χώρο και κλίμα. Το έδαφος διαμορφώνει και αυτό τη μορφή του. Στους Καλαρρύτες η απότομη πλαγιά και η μεγάλη κλίση της έχει ως αποτέλεσμα τα πρώτα σπίτια στην κορυφή να απέχουν από τα τελευταία που βρίσκονται στο χείλος της χαράδρας, πάνω από 500 μέτρα. Ο οικισμός συγκροτείται γύρω από την κεντρική πλατεία, που συγκεντρώνει όλη τη δραστηριότητα του χωριού, κοινωνική, οικονομική, πολιτισμική και θρησκευτική. Η διαφοροποίηση των Καλαρρυτών, ως προς το τυπικό ηπειρωτικό ορεινό χωριό, είναι ότι εδώ η ενοριακή εκκλησία βρίσκεται λίγο απομακρυσμένη από το κέντρο τους.
- Σπίτια
Το κτίσιμο, όπως αναφέρεται από τους περιηγητές του 19ου αιώνα, κόστιζε ακριβά λόγω της μεταφοράς της ασβεστολιθικής πέτρας από τα γειτονικά λατομεία και της ξυλείας από τα Πράμαντα και τους Μελισσουργούς. Το ίδιο παρατηρείται και σήμερα, όταν οι κάτοικοι θέλουν να συντηρήσουν, να επισκευάσουν ή να χτίσουν καινούρια σπίτια και όλες οι μεταφορές υλικών γίνονται με ζώα ή από εργάτες.
Η γκρίζα πέτρα είναι το κύριο υλικό δόμησης και τα κυρίαρχο αρχιτεκτονικό στοιχείο των σπιτιών του χωριού. Χρησιμοποιείται άφθονη για την οικοδόμηση των σπιτιών, τις στέγες, τα δάπεδα στα κατώγια, τις αυλόπορτες και τις αυλές, το στρώσιμο στα καλντερίμια, την κατασκευή σκέπαστρων για τις βρύσες. Χαρακτηριστικό γνώρισμα ορισμένων μεγάλων οικιών είναι οι πέτρινες καμάρες στο ισόγειο, που στηρίζουν το όλο οικοδόμημα. Την εξωτερική δωρική όψη της οικίας με την πελεκητή πέτρα και τα ξύλινα σαζάνια, αντισταθμίζουν τα τοξωτά ανοίγματα σε πόρτες και παράθυρα με τα χαρακτηριστικά «κιονόκρανα» εκατέρωθεν.
Τα παράθυρα με τα χαρακτηριστικά χρώματα, μπλε, πράσινο ή καφέ, εξαιτίας του ψυχρού χειμώνα, έχουν εσωτερικά παντζούρια και φέρουν ξύλινα ή σιδερένια κάγκελα στους ορόφους και ολόκληρη σιδεριά στα κατώγια. Η καλαρρυτινή κατοικία, όπως άλλωστε όλες στον ηπειρώτικο χώρο, όταν είναι διώροφη ή τριώροφη, τρίχωρη ή τετράχωρη, έχει στο ισόγειο (κατώγι) όλους τους βοηθητικούς χώρους: αποθήκες, μαγειρείο με γάστρα για το ψήσιμο ψωμιού και φαγητού και αρκετές φορές την επαγγελματική στέγη με το εργαστήριο υφαντικής ή ασημουργίας.
Στα κατώγια, που ενίοτε κυλούν νερά, όλα είναι φτιαγμένα από πέτρα. Στον όροφο (ανώγι) βρίσκονται τα δωμάτια, που είναι χώροι διαμονής και υποδοχής, το χειμερινό (οντάς) με το τζάκι και με πλατιά μπάσια καλυμμένα με μάλλινα υφαντά και το καλοκαιρινό (χωτζιαρές). Το παραδοσιακό τζάκι από πωρόλιθο φέρει μερικές φορές παράθυρο για φως στο βάθος του. Χαρακτηριστικός είναι ο νεροχύτης του ανωγιού, με βρύση ή χωρίς. Τα ταβάνια, όπως και το πάτωμα του ανωγιού είναι πάντα ξύλινα. Στα αρχοντικά υπάρχουν ροζέτες στο κέντρο του ταβανιού, συνήθως με αναπαράσταση φύλλων άκανθου. Και όπως το έδαφος είναι επικλινές, υπάρχουν συνήθως ξεχωριστές είσοδοι για κάθε όροφο.
Αξιόλογα κτίρια είναι οι οικίες Ραφτάνη και Μπαϊκούση (18ου αιώνα), Κασαρία Φασούλα, Κωσταδήμα, Μπαζάκη, Νέσση, Πατούνη (19ου αιώνα) και το παλιό δημοτικό σχολείο (20ου αιώνα).
- Βρύσες, γεφύρια, αλώνια, νερόμυλοι
Η έντονη κλίση του εδάφους στον οικισμό, που καταλήγει απότομα στην χαράδρα του Καλαρρύτικου, υποχρεώνει τους κατοίκους να κατασκευάζουν καλλιεργήσιμη γη με ξερολιθιά, τα γνωστά κηπάρια, όπου καλλιεργούν τα κηπευτικά τους. Η ξερολιθιά, που συγκρατεί τη μικρή γεωργική γη, συνιστά την ίδια την ταυτότητα του ορεινού όγκου και παρουσιάζει ενδιαφέρον από την πλευρά της πολιτιστικής οικολογίας. Η κοινότητα είναι γεμάτη από τέτοιου είδους κηπάρια.
Η ύδρευση του οικισμού εξασφαλίζεται από τις πηγές που υπάρχουν πάνω και μέσα σε αυτόν. Καθεμιά από τις βρύσες χαρακτηρίζεται για το νερό που προσφέρει, χωνευτικό, βαρύ ή κατάλληλο για μαγείρεμα οσπρίων.
Τα νερά τρέχουν κάτω από τα τοξωτά γεφυράκια που ενώνονται με τα πέτρινα καλντερίμια, εξασφαλίζοντας έτσι τις μετακινήσεις των κατοίκων και τις μεταφορές. Η βρύση του Παράσχη (1768) είναι θολωτή με παραδοσιακή αρχιτεκτονική, στεγασμένη με τρούλο. Βρίσκεται δίπλα στην Κασαρία Φασούλα, αρχοντικό κτίριο κει παρασκευαστήριο τυριών στη ΒΔ πλευρά του οικισμού. Η οικογένεια Παράσχη ήταν έμποροι στα Γιάννενα από το 1763, στη Βενετία και το Λιβόρνο (1799-1811).
Γνωστές επίσης είναι: της Γκούρας, του Νέσση δίπλα στην Πλατεία, του Μπαργιάννη, του Μπαζάκη στη θέση Πλάκα, της Τζόρας στην ένωση των δρόμων από Κηπία και Θεσσαλία, στη θέση Κέλλι από τη ΒΔ είσοδο του χωριού, Μπούφου, Φύτρου κοντά στα χαλάσματα του σπιτιού της οικογένειας Βούλγαρη, Πάτη, Τζάμινας στα ΒΔ του χωριού, Μπάλτας και Γκόντρου στην είσοδο από Κηπίνα.
Γνωστές γέφυρες μέσα στον οικισμό υπάρχουν στις θέσεις Μίντζα και Τουρτούρη. Έξω από τον οικισμό αξιόλογη είναι η κρεμαστή γέφυρα Γκόγκου στον Καλαρρύτικο, έργο του Γερμανού μηχανικού Baykman (1935), το γεφύρι της Κουϊάσας, του Τσάλι σε ύψος πάνω από 20 μέτρα στην Κηπίνα προς τον οικισμό Χριστοί Πραμάντων και του Καρλίμπου προς το μοναστήρι Βόλιζα Ματσουκίου.
Αλώνια στην ορεινή περιοχή υπάρχουν αρκετά, αφού η γεωργική καλλιέργεια, που γινόταν από τις γυναίκες, περιλάμβανε παραγωγή από σιτάρι και κριθάρι, η οποία κάποτε αρκούσε για τις ανάγκες των κατοίκων. Τα περισσότερα βρίσκονται στις θέσεις Τσόρα, Άργι (κοντά στη βρύση Παράσχη) και Κέλλι.
Από το 1750 και έπειτα κατασκευάστηκαν νερόμυλοι, που ήταν απαραίτητοι στην επεξεργασία των πρώτων υλών για τη διατροφή των κατοίκων, αλλά και των υφαντών και την καθαριότητα. Μέσα στον οικισμό για το χειμώνα υπήρχε ο νερόμυλος στη θέση Ραφτάνη, ενώ για το καλοκαίρι στον ποταμό Καλαρρύτικο υπάρχει νερόμυλος στη θέση Κουϊάσα με μαντάνι (για τα μαλακά ρούχα) και δριστέλλα (για τα σκληρά).
- Εκκλησίες – Μοναστήρια
Η Μονή Κηπίνας
Δύο μνημεία που μπορεί κανείς να επισκεφθεί είναι η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, μέσα στον οικισμό και το μοναστήρι της Κηπίνας, λίγα χιλιόμετρα πριν το χωριό, στο δρόμο που έρχεται από την Άρτα και τα Ιωάννινα.
Ο ενοριακός ναός του Αγίου Νικολάου, πολιούχου των Καλαρρυτών, χτίστηκε τον 15ο αιώνα, πιθανόν το 1480. Βρίσκεται μέσα στον οικισμό και είναι μεγάλη τρίκλιτη, τρισυπόστατη τρουλαία βασιλική, με επιμελημένο κρίσιμο και πολύ ψηλό τρούλο. Η εκκλησία πυρπολήθηκε το 1821 και τα σημερινά ξυλόγλυπτα (τέμπλο, άμβωνας και δεσποτικό) κατασκευάστηκαν το 1845 από μετσοβίτη τεχνίτη. Ο κεντρικός πολυέλαιος κατασκευάστηκε στην Τεργέστη και δωρήθηκε από την οικογένεια Νέσση τον 19ο αιώνα. Τα δύο πλαϊνά κλίτη είναι αφιερωμένα, το μεν δεξιό στον Άγιο Χαράλαμπο και το αριστερό στους Αγίους Πάντες.
Στην εκκλησία φυλάσσονται εκκλησιαστικά είδη, έργα ονομαστών Καλαρρυτινών ασημουργών, όπως το ευαγγέλιο από τον Αθανάσιο Τζιμούρη. Οι τοιχογραφίες του ναού είναι εξαιρετικής τέχνης, όμως δεν είναι συντηρημένες. Υπάρχουν δε τρία στρώματα με τοιχογραφίες διαφορετικών εποχών. Την εκκλησία μπορεί να επισκεφθεί κάποιος μετά από συνεννόηση με τον ιερέα ή κατά τη διάρκεια μιας λειτουργίας. Απαγορεύεται όμως η φωτογράφηση μέσα στο ναό.
Δεύτερος ενοριακός ναός είναι της Αγίας Τριάδος, χτισμένος το 1818 στα ΒΑ του χωριού, εκεί όπου βρίσκεται και το κοιμητήριο. Ο ναός αυτός καταστράφηκε κατά την επανάσταση του 1821 αλλά και το 1943 από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Για την επισκευή του μετά την πρώτη καταστροφή, ο Αν. Μπάφας έστειλε χρήματα από τη Ζάκυνθο το 1846. Οι Θεσσαλοί Καλαρρυτινοί προσέφεραν χρήματα για την δεύτερη επισκευή του ναού, που ολοκληρώθηκε το 1999. Γιορτάζει του Αγίου Πνεύματος.
Εκτός από τους ναούς μπορεί κανείς να επισκεφθεί και ξωκλήσια, όπως:
- Του Αγίου Αθανασίου, ΒΔ της κοινότητας
- Της Παναγίας, 1400 μέτρα πάνω από το χωριό
- Των Αγίων Αναργύρων, ΒΑ στη θέση Λιβάδι, κοντά στο Άβατο
- Του Άγιου Χριστόφορου, λίγο πριν την είσοδο του χωριού, στο δρόμο από τα Ιωάννινα και την Άρτα
- Της Αγίας Παρασκευής, κάτω από το βουνό Καλόγηρος, σε απόκρημνη θέση μέσα σε μια σπηλιά, σε υψόμετρο 1750 μ.
- Του Προφήτη Ηλία, σε υψόμετρο 1690 μ.
- Της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, ΒΑ της κοινότητας
div>
Πηγές:
Σύνταξη κειμένου: Μίλτος Γήτας
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου
πηγή άρθρου: maxmag.gr