Η πρόσφατη ανάγνωση: α) του τόμου του Διεθνούς Συμποσίου «ΜΟΣΧΟΠΟΛΙΣ» (31 Οκτωβρίου – 1 Νοεμβρίου 1996), β) του βιβλίου του Βλάχου με καταγωγή από το Κρούσοβο με εκσερβισμένο όμως ονοματεπώνυμο ιστορικού και Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου Ντούσαν Πόποβιτς «ΑΡΜΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ» O Cincarima εκδόσεων της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών των ετών 1999 και 2010 αντίστοιχα και γ) παλαιότερα του βιβλίου του Αστ. Κουκούδη «ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ» έκδοσης 2000, μου συμπλήρωσαν ένα κενό γνώσης που είχα, ως βλαχόφωνος Έλληνας και με οδήγησαν στο σημερινό σημείωμά μου, που δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά μια σύντομη ενημέρωση, ταυτόχρονα όμως ερέθισμα και κίνητρο, για περισσότερη έρευνα και πληρέστερη ενημέρωση σχετικά την ιστορία και το μέγεθος, από κάθε πλευρά, της Μοσχόπολης.
Για την Μοσχόπολη έχουν γραφεί τόμοι. Ανεκτίμητος όμως ιστορικός της είναι ο γεννημένος και μεγαλωμένος στη Μοσχόπολη αείμνηστος Μητροπολίτης Ξάνθης Ιωακείμ Μαρτινιανός, για τον οποίο παρενθετικά αναφέρω ότι ήταν προσωπικός φίλος του μακαρίτη θείου μου Μαργαρίτη Μπαρτζόπουλου στην Ξάνθη και είχα την τύχη να τον συναντήσω εκεί μικρός, που με κάθε λεπτομέρεια αναφέρεται στην γενέτειρά του στο σύγγραμμά του «Η Μοσχόπολις 1330-1930» εκδ. 1957.
Τον τίτλο του σημερινού σημειώματος μου, κατά ένα μέρος, το δανείστηκα από το πιο πάνω βιβλίο του Α. Κουκούδη που συγκεκριμένα στην σελ. 319 αναγράφει: «…Ίσως θεωρηθεί παρακινδυνευμένο, όμως η διασπορά των Βλάχων μοιάζει σα μια μικρογραφία της διασποράς των Εβραίων, με την διαφορά πως οι Βλάχοι δεν έχασαν ποτέ τη δική τους «Γη της Επαγγελίας» στις πλαγιές της Πίνδου… Ξαφνικά από τα τέλη του 18ου αιώνα, η Βαλκανική, και όχι μόνο, γεμίζει από μικρούς και μεγάλους βλάχικους οικισμούς, παροικίες και εγκαταστάσεις. Είναι λοιπόν επόμενο να αναζητηθεί μια κάποια «βλάχικη Ιερουσαλήμ». Μια ένδοξη και πολύκοσμη πολιτεία, ένα οικονομικό και πολιτισμικό κέντρο μαζί με την περιφέρειά του, από όπου ένα μέρος του βλάχικου στοιχείου ξεκίνησε και διασπάρθηκε προς όλες τις κατευθύνσεις της Βαλκανικής… Και βέβαια δεν θα μπορούσε να υπάρξει αμφιβολία πως η «Ιερουσαλήμ των Βλάχων» ήταν η Μοσχόπολη και η περιοχή της…». Και είναι αναμφίβολα εύστοχος ο πιο πάνω χαρακτηρισμός εξ αιτίας της ιστορίας και του πολιτισμικού φαινομένου αυτής της περίβλεπτης και περιώνυμης πόλης του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, που αποκαλείται Voskopojë στα Αλβανικά, Μοσκοπούλεα στα βλάχικα και βρίσκεται σε απόσταση 20 περίπου χιλιόμετρα δυτικά της Κορυτσάς, κρυμμένη πάνω σε ένα οροπέδιο 1.200 περίπου μέτρων.
Η θεοφρούρητη, κατά τον Νεκτάριο Τέρπο Μοσχοπολίτη (ιερομόναχου διδάσκαλου του γένους, μαχητικότατου προδρόμου και θαυμάσιου πνευματικού πατέρα του Κοσμά του Αιτωλού), Μοσχόπολη γνώρισε την μεγαλύτερη ακμή της στη διάρκεια του 18ου αιώνα, τα θεμέλια όμως αυτής της ακμής άρχισαν να διαμορφώνονται από τον 17ο αιώνα. Μερικοί συγγραφείς την αναφέρουν ως την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη των Οθωμανικών Βαλκανίων, μετά την Κωνσταντινούπολη. Και θα πρέπει να ήταν η μόνη τόσο μεγάλη πόλη με αποκλειστικά χριστιανούς κατοίκους. Για τον αριθμό των σπιτιών και των κατοίκων μεταξύ των διαφόρων πηγών υπάρχει μεγάλη διαφωνία και απόκλιση. Οι αριθμοί προκαλούν δέος, αφού γύρω στα 1760 παρουσιάζεται να έχει από 20.000 έως 70.000 κατοίκους και ίσως 12.000 σπίτια (Α. Κακούδης ο.π. σελ.333) ή ακόμη μέχρι 102.000 κατοίκους (Αχ. Λαζάρου τόμος Διεθνούς Συμποσίου «ΜΟΣΧΟΠΟΛΙΣ» σελ. 168-169). Η πόλη εκτείνονταν σε μια τεράστια έκταση και καταλάμβανε μεγάλο μέρος του κενού σήμερα οροπεδίου και των γύρω χαμηλών πλαγιών. Με τα συνεχή εμβάσματα των πλουσίων αποδήμων και ευεργετών του εξωτερικού, οι επτά συνοικίες της γέμισαν περίλαμπρα κτίρια και την πρώτη θέση πήραν οι εκκλησίες, γεγονός που μαρτυρεί και την θρησκευτική συνείδηση των Ελληνοβλάχων κατοίκων της. Kαι με τις 23 βυζαντινές εκκλησίες και τους 75 ιερείς (Βασ. Χρ. Ιωαννίδη «Η αγωνία της Βορείου Ηπείρου» Θεσ/νίκη 1947 (Ε.Μ.Σ.) σελ.9 ) θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο 18ος αιώνας αποτελεί τον χρυσό αιώνα των εκκλησιών της Μοσχόπολης.
Προλογίζοντας τον τόμο του διεθνούς συμποσίου ο τότε πρόεδρος της Εταιρείας Μακεδονικών σπουδών και καθηγητής μου στη Νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Βαμβούσκος βλαχόφωνος και αυτός με καταγωγή από το Κρούσοβο (με μητέρα από την Μοσχόπολη) αναφέρει: «Η ιστορία και ο ρόλος, τον οποίον διεδραμάτισεν η περίβλεπτος αυτή πόλις του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού είχε επανειλημμένως επισημανθή. Οι κάτοικοί της ήσαν με βλαχόφωνοι, πλήρως δε αφοσιωμένοι εις τον Ελληνισμόν, του οποίου επίλεκτον τμήμα, ως οι ίδιοι εδήλουν, απετέλεσαν… Διότι, πράγματι, οι βλαχόφωνοι εν γένει υπήρξαν οι μεγάλοι ευεργέται του ελληνικού έθνους, οι χορηγοί και προστάται της ελληνικής παιδείας, κατά τους σκοτεινούς χρόνους της τουρκοκρατίας και οι δημιουργοί της ελληνικής αστικής τάξεως, ουχί μόνον εις την Ελλάδα… Μετά την καταστροφήν της λαμπράς αυτής από πάσης απόψεως (πολιτιστικής, οικονομικής, εμπορικής, παιδευτικής),πόλεως υπό ορδών Αλβανών, οι οποίοι, από ληστρικά ένστικτα ωθούμενοι, εποφθαλμιούσαν πάντοτε την αρχοντικήν αυτήν πόλιν, οι κάτοικοί διεσκορπίσθησαν εις τον ελληνικόνχώρον, και ουχί μονον… Εκεί ανέδειξαν άρχοντας, επιστήμονας καλλιτέχνας και φυσικά εμπόρους, οι οποίοι εγκατεστάθησαν και διεκρίθησαν και εις τας τότε μεσουρανούσας μεγάλας κεντροευρωπαϊκάς πόλεις. Απλούν παράδειγμα ο πολύς βαρόνος Σίνας, ο οποίος και πρεσβευτής της νεαράς τότε Ελλάδος διετέλεσε τιμητικώς εις την πρωτεύουσαν των καισαροβασιλέων, την Βιέννην…».
Μετά το Διεθνές Συμπόσιο του 1996, στις «Νέες Ιδέες» (τεύχος Ιανουάριος –Μάρτιος 1997) με τον τίτλο «Μοσχόπολη: Το κέντρο του Βλαχόφωνου Ελληνισμού» η κ. Τερέζα Πεντζοπούλου–Βαλαλάα να γράφει: «Η Μοσχόπολη δεν ήταν μια απλή πόλη με χρόνια ακμής. Ήταν η καρδιά και η ψυχή του υπόδουλου ελληνόφωνου αλλά κυρίως Βλαχόφωνου Ελληνισμού. Ήταν η πατρίδα των εθνικών ευεργετών. Σε μια εποχή που στη Γαλλία και τη Γερμανία άρχισε να φυσάει ο άνεμος του Διαφωτισμού, είκοσι χιλιόμετρα Δυτικά της Κορυτσάς, σ΄ένα οροπέδιο περιτριγυρισμένο από επτά λόφους, μια πόλη γνώριζε ζηλευτή οικονομική και πνευματική ανάπτυξη. Η αξιοσύνη των Μοσχοπολιτών, Ελλήνων Βλαχόφωνων στη πλειοψηφία τους,τους επέτρεψαν να δημιουργήσουν μεγάλες περιουσίες. Η ικανότητά τους να μπορούν να έχουν οικονομικές σχέσεις με τα μεγάλα αστικά κέντρα της Βιέννης, της Τεργέστης, της Βούδα ή της Πέστης…τους είχε κάνει ανθρώπους με ανοιχτούς ορίζοντες… Εμπορεύονταν το βαμβάκι, το μαλλί, είχαν ταπητουργία, δούλευαν τον χαλκό, το ασήμι και τον χρυσό, είχαν φημισμένους αγιογράφους. Αλλά πάνω απ΄ όλα είχαν πατριωτισμό, είχαν αγάπη για τον τόπο και πίστη στο Θεό. Πάνω από είκοσι εκκλησίες είχε η Μοσχόπολις… Από τα τέλη του 17ου αιώνα και κυρίως τον 18ο αιώνα αρχίζει η πνευματική εκείνη άνθιση που έχει ένα όνομα: Ελληνική παιδεία. Ιδρύεται η περίφημη μεγάλη Ελληνική σχολή που μένει γνωστή ως Ελληνικόν Φροντιστήριον ή Νέα Ακαδημία… Για να διδαχθούν τα γράμματα,για να υπάρχουν προσιτά τα βιβλία,οι προύχοντες παίρνουν μια ιστορική απόφαση: Να ιδρύσουν Ελληνικό τυπογραφείο στην πόλη τους. Και το ιδρύουν. Εκατό χρόνια πριν αποκτήσει το δικό της η Αθήνα! Ήταν το πρώτο στα Βαλκάνια και το δεύτερο μετά το τυπογραφείο της Κωνσταντινουπόλεως… Με δωρεές πλουσίων Μοσχοπολιτών δημιουργείται η βιβλιοθήκη. Εκεί θα φυλαχθούν μαζί με τα βιβλία και οι κώδικες και οι περγαμηνές, πολύτιμα κείμενα που φανερώνουν την εξάπλωση του Ελληνισμού στην Αυστρία, την Ιταλία, την Ουγγαρία, τους δεσμούς με την Τεργέστη, τη Βενετία τη Βιέννη. Ήκμαζε η Μοσχόπολις και ήταν τέτοια η φήμη της περιώνυμης πρωτεύουσας του υπόδουλου ελληνισμού, που τρομάζει ο Κοσμάς ο Αιτωλός –φοβάται τον τρόμο των ανθρώπων–σαν την επισκέπτεται και αναφωνεί: ‘‘Ω Μοσχόπολις ωραία και πλούσια, θα έλθη καιρός κατά τον οποίον σκληρόκαρδοι άνθρωποι θα επιπέσωσιν εναντίον σου και θα φέρωσι την τελείαν καταστροφήν σου.Τα υψηλά και αρχοντικά σου σπίτια τα οποία σήμερον ομοιάζουσι με παλάτια θα γίνουν ερείπια και από τα θεμέλιά των θα περάση άροτρον’’. Και επέπεσαν οι εχθροί στην πόλη. Στίφη Τουρκοαλβανών θα κάψουν, θα λεηλατήσουν θα σκοτώσουν. Είναι η καταστροφή του 1769. Την αποφράδα εκείνη ημέρα της 2ας Σεπτεμβρίου 1769 άρχισε η τραγική έξοδος των κατοίκων της Μοσχόπολης. Φεύγουν οι κάτοικοι – όσοι σώθηκαν – και σκορπίζονται σε Ήπειρο και Μακεδονία. Επιστρέφουν και τα ξαναφτιάχνουν. Και πάλι το 1788 γνωρίζει η Μοσχόπολη τον χαλασμό.Αντέχει και τούτη τη φορά. Αντέχει πολύ, έως το 1916 οπότε μουσουλμάνοι μα και γαλλικά στρατεύματα ρημάζουν την πόλη…Είναι έρημη σήμερα η Μοσχόπολη. Επτά εκκλησίες μένουν… Σαν μια κοινή κρυφή επιθυμία ένωσε όλους,συνέδρους, ομιλητές και ακροατές: Να αναγεννηθεί και πάλι η Μοσχόπολη. Να αναστηλωθούν οι εκκλησίες. Ας σκεφθούμε την πολιτιστική μας κληρονομιά όπου και αν βρίσκεται. Διατηρώντας την, διατηρούμε τους εαυτούς μας, διατηρούμε την εθνική μας συνείδηση».
Σύμφωνα με το πιο πάνω πόνημα του Αστ. Κουκούδη σελ. 333 επ.: «…Ο πλούτος και η δύναμη της Μοσχόπολης αντλούνταν από το εμπόριο και τις διάφορες βιοτεχνικές δραστηριότητες. Και το πρώτο και ισχυρά παραγωγικό κεφάλαιο για την πρόοδο που ακολούθησε ήταν η κτηνοτροφία… Αλλά ο μεγάλος οικονομικός και πολιτισμικός πλούτος ήρθε με την ανάπτυξη των επαφών με την Ευρώπη και τη στροφή προς το μεταπρατικό εμπόριο… Ήδη πριν από το 1700 υπήρχε οργανωμένο ελληνικό σχολείο… Οι δάσκαλοί του είχαν μεγάλη μόρφωση κι ακτινοβολία και οι Μοσχοπολίτες φρόντιζαν να μετακαλούν, για να διδάξουν σε αυτό, εξέχοντες λογίους και από άλλα μέρη. Το 1744, καθώς προστέθηκαν νέοι κύκλοι σπουδών, το σχολείο της Μοσχόπολης εξελίσσεται στην περίφημη Νέα Ακαδημία και το 1750 ονομάσθηκε Ελληνικό Φροντιστήριο. Ο κύκλος σπουδών που προσέφερε ήταν ίσως από τους ανωτέρους που ένα χριστιανός μπορούσε να παρακολουθήσει τότε στα Βαλκάνια, καθιστώντας ουσιαστικά τη Μοσχόπολη ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του Ελληνικού Διαφωτισμού. Η βιβλιοθήκη του ήταν από τις λαμπρότερες και μεγαλύτερες στις Βαλκανικές επαρχίες εκείνων των εποχών… Από τα πιο αξιοθαύμαστα ιδρύματα αυτής της μοναδικής πολιτείας ήταν το τυπογραφείο, το οποίο πρωτολειτούργησε το 1720 ή το 1735. Τα τυπογραφικά στοιχεία του ήταν ελληνικά και κατ΄επέκταση ήταν το δεύτερο ελληνικό τυπογραφείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά από αυτό της Κωνσταντινούπολης (1627)…Δίκαια λοιπόν δόθηκε στην Μοσχόπολη ο τίτλος της Νέας Αθήνας…». Η Νέα Ακαδημία αναδείχθηκε σε κορυφαίο κέντρο καλλιέργειας των ελληνικών και χριστιανικών γραμμάτων, κοιτίδα πολιτισμού υψηλού επιπέδου με βασικό χαρακτηριστικό τη σύζευξη φιλοσοφίας και πίστεως, παραδόσεως και προόδου.
Συνεχίζοντας στη σελίδα 337 του πονήματος του ο Αστ. Κουκούδης εξηγεί και τους λόγους της δημιουργίας βλάχικων λεξικών, τα οποία είχαν σκοπό να δώσουν την δυνατότητα και σε όσους έρχονταν στην πόλη για συναλλαγές να κατανοούν την ελληνική γλώσσα. Η καταφυγή πάντως στο τρίγλωσσο λεξικό του Καβαλλιώτη προϋπέθετε έστω και στοιχειώδη γνώση της ελληνικής, αφού ήταν γραμμένο εξ ολοκλήρου με ελληνικούς χαρακτήρες. Σχετικά αναγράφει : «…Αξίζει να επισημανθεί πως η συρροή στην αγορά και τα σχολεία της βλαχόφωνης Μοσχόπολης μετοίκων, εμπορευομένων, δασκάλων και μαθητών από όλη σχεδόν τη Βαλκανική, που μιλούσαν βλάχικα, ελληνικά, αλβανικά και βουλγάρικα, οδήγησε στην έκδοση δύο περίφημων για την εποχή τους λεξικών. Σε εκείνες τις εποχές, που οι διάφορες εθνικιστικές τάσεις ήταν άγνωστες έννοιες, έτσι τουλάχιστον όπως διαμορφώθηκαν στα Βαλκάνια από τα μέσα του 19ου αιώνα, οι δραστήριοι και φιλοπρόοδοι Μοσχοπολίτες, δεν έβλεπαν κίνδυνο, αλλά πρακτικό όφελος στην καταγραφή και τη μελέτη της βλάχικης, αλβανικής και της βουλγαρικής γλώσσας. Η συγγραφή και η έκδοση των λεξικών αποσκοπούσε περισσότερο στην ενίσχυση της παιδείας των διαφόρων αλλόγλωσσων, μη ελληνόφωνων, χριστιανών, καθώς η εκπαίδευση που τους προσφέρονταν στη Μοσχόπολη, και όχι μόνο εκεί, χαρακτηριζόταν ουσιαστικά ελληνική. Το 1770 εκδόθηκε στη Βιέννη το βιβλίο «Πρωτοπειρία» του Θεόδωρου Αναστασίου Καβαλλιώτη, ενός από τους λαμπρότερους Μοσχοπολίτες διδασκάλους και κορυφαία μορφή των ελληνικών γραμμάτων. Στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνεται λεξικό 1.170 λέξεων της απλής νεοελληνικής ή ρωμέϊκης γλώσσας, της βλάχικης και της αλβανικής. Την προσπάθεια αυτή συνέχισε ένας από τους σημαντικότερους δασκάλους της Νέας Ακαδημίας,ο ιερομόναχος Δανιήλ ο Μοσχοπολίτης, με το έργο «Εισαγωγική Διδασκαλία περιέχουσα Λεξικόν τετράγλωσσον των τεσσάρων κοινών διαλέκτων, ήτοι της απλής Ρωμαϊκής, της εν Μοισία Βλάχικης,της Βουλγαρικής και της Αλβανικής», το οποίο εκδόθηκε ή γράφτηκε στη Μοσχόπολη το 1764 και ακολούθησαν εκδόσεις στη Βιέννη το 1794 και το 1802…».
Η Μοσχόπολη, όπως και άλλες βλαχόφωνες ορεινές πόλεις της Πίνδου, αναδείχθηκε πόλη προνομίων, πόλη πλουσίων εμπόρων, πόλη παιδείας. Αναπτύχθηκε με το μεταφορικό εμπόριο, αναπτύσσοντας μέχρι και την πρώτη καταστροφή της στενές εμπορικές επαφές ιδιαίτερα με την Βενετία. Μέσω αυτών των επαφών οι Μοσχοπολίτες εισήγαγαν στη πόλη τους όχι μόνο τον πλούτο, αλλά και την πνευματική καλλιέργεια. Ο πλούτος και ιδιαίτερα η ισχυρή παιδεία διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα του Μοσχοπολίτη, τον οποίο αργότερα συναντάμε πρωταγωνιστή και προνομιούχο μέλος των ελληνικών παροικιών της Κεντρικής Ευρώπης. Η φύση αυτή του Μοσχοπολίτη, ιδιαίτερα αυτή του εμπόρου,φαίνεται γλαφυρά στα παρακάτω λόγια του Γεωργίου Σίνα (1783-1856), βαρόνου της Αυστρίας και εθνικού ευεργέτη της Ελλάδος, που μεταξύ των άλλων έκτισε την Ακαδημία και το Αστεροσκοπείο στην Αθήνα και συνεισέφερε μεγάλα ποσά για την ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας το 1841, την οργάνωση της οποίας είχε αναλάβει ένας άλλος βλαχόφωνος Έλληνας ο Γεώργιος Σταύρου από το Ζαγόρι. Δήλωνε λοιπόν ο Γ.Σίνας στη Αυστρία: «Μόνο τον τίτλο και τα παράσημα, τα οποία δεν εκπροσωπούν πάντοτε την αξία μου, μου έδωκεν ο τόπος ούτος. Τον εντίμως αποκτώμενον πλούτον απέκτησα με τον ιδρώτα του προσώπου μου ως Μοσχοπολίτης. Εις την καταγωγή μου αυτή οφείλω την αξία μου και με αυτήν εθησαύρισα τον πλούτο μου».
Μπορεί να καταστράφηκε, να χάθηκε η παλιά, η λαμπρή και περήφανη Μοσχόπολη, η κιβωτός της Ρωμιοσύνης, το κέντρο του βλαχόφωνου ελληνισμού, το καμάρι των Βλάχων. Εκπλήρωσε όμως στο έπακρο το χρέος της, αφού στα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς δραστηριοποιήθηκε και συνέδραμε με την οικονομική και πολιτισμική της άνθιση στη διαφωτιστική εγρήγορση του Ελληνισμού και την ανόρθωση του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους.
Στην ιστοσελίδα http://www.vlahoi.net/imerologia/1996-mosxopolis.html και με τον τίτλο «1996 – Μοσχόπολις – Πολιτισμικό κέντρο της Βαλκανικής, κιβωτός της Ρωμιοσύνης», είναι αναρτημένο ημερολόγιο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων (Π.Ο.Π.Σ.Β). Εκεί ο αναγνώστης μέσα από ένα εξαιρετικά κατατοπιστικό κείμενο μπορεί να αντλήσει πολλές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την Μοσχόπολη. Όπως επίσης και στην ιστοσελίδα http://www.flickriver.com/places/Albania/Korce/Voskopoj%C3%AB/search/ μπορεί να δει φωτογραφίες από την Μοσχόπολη (ναών, εικόνες όλες με ελληνικά γράμματα κ.α.).
Παναγιώτης Ι. Παυλίδης (Παύλου)
Αλεξάνδρεια Ημαθίας Απρίλιος 2018
Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Λαϊστινά Νέα», Αρ. Φ. 72, Α΄ Εξάμηνο 2018
πηγή: iliochori.wordpress.com