Featured

Η προέλευση του ονόματος Σαμαρίνα

Samarina 1901 ManakiaΗ προέλευση του ονόματος Σαμαρίνα, της γνωστής κωμόπολης στη Δυτική Μακεδονία, απασχόλησε αρκετά ως σήμερα την τοπωνυμική έρευνα.

Προτού όμως εξετάσουμε τις απόψεις, που διατυπώθηκαν για την ερμηνεία του ονόματος, πρέπει να παραθέσουμε και ορισμένα άλλα στοιχεία που διαφωτίζουν την ιστορία του ονόματος.
Η Σαμαρίνα είναι ένα ορεινό χωριό στην επαρχία Γρεβενών, σκαρφαλωμένο στον Σμόλικα σε υψόμετρο 1500 μέτρων. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο τον χειμώνα μένει σχεδόν ακατοίκητη, ενώ το καλοκαίρι προσελκύει πολλούς παραθεριστές, ώστε να έχει τότε γύρω στις οκτώ χιλιάδες κατοίκους. Οι μόνιμοι κάτοικοί της, που τον χειμώνα παραχειμάζουν σε χαμηλότερους τόπους της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, είναι στο μεγαλύτερό τους μέρος Βλάχοι ή Κουτσόβλαχοι, καθώς θέλουν να τους ονομάζουν άλλοι. Κύρια απασχόληση των κατοίκων της είναι η κτηνοτροφία και η υλοτομία. Οι γυναίκες υφαίνουν, καθώς τούτο συμβαίνει με όλους τους Βλάχους της Ελλάδας, χοντρά μάλλινα υφάσματα, κουβέρτες και χαλιά. Γλώσσα των κατοίκων της είναι η λεγόμενη κουτσοβλαχική διάλεκτος.
Χάρη σε μια σύντομη, αλλά περιεκτική και διαφωτιστική για την ιστορία και τοπογραφία της Δ. Μακεδονίας, μελέτη που δημοσίευσε τελευταία ο κ. Θ. Σαράντης, πληροφορούμαστε ότι σε ορισμένους γεωγραφικούς χάρτες του 16.-18. αιώνα η Σαμαρίνα αναφέρεται ως Santa Maria de Praetoria1.
«Την προσωνυμίαν de Praetoria» σημειώνει ο Θ. Σαράντης «δεν δυνάμεθα να εξηγήσωμεν. Αν επ' αυτού έχη σχέσιν το χωρίον Πραιτώρι (η ορθογραφία συμφωνεί με την προσωνυμίαν) της Θεσσαλίας, τόπος πάντοτε παραχειμάνσεως των Σαμαριναίων, ή αν εκείθεν ήχθη ποτέ εικών τις της Παναγίας εις Σαμαρίναν, τις οίδε υπό ποίας συνθήκας διώξεων και καταστροφών, δεν είμεθα εις θέσιν να γνωρίζωμεν2». Οι παραπάνω σκέψεις του Θ. Σαράντη είναι στη βάση τους, νομίζουμε, σωστές, γιατί δεν μπορεί να χωρέση αμφιβολία ότι ο προσδιορισμός de Praetoria είναι δηλωτικός της καταγωγής των πρώτων αποίκων της Santa Maria από το Πραιτώρι, με το οποίο ανέκαθεν έχουν ποικίλες επαφές οι Σαμαριναίοι. Ιδρυτές λοιπόν και πρώτοι άποικοι της Σαμαρίνας πρέπει να εικάσουμε ότι ήταν οι κάτοικοι του χωριού Πραιτώρι, που στην αρχή ίδρυσαν την εκκλησία της Παναγίας, γύρω από την οποία κτίστηκαν τα πρώτα σπίτια, που αποτέλεσαν τον πυρήνα της νέας εγκατάστασης των Πραιτωριωτών, της μετέπειτα Σαμαρίνας.

Την παλιότερη γραπτή μνεία του νεώτερου τύπου Σαμαρίνα τη βρίσκουμε στα 1819 σε επιγραφή του ναού του Αγίου Σωτήρος στο Μοναστήρι της Σαμαρίνας: «ιστορίθει ούτος ο θείος κ(αι) πάνσεπτος ναός...διά χειρός των ευτελών Δημητρίου κ(αι) Μηχαήλ αναγνώστου κ(αι) αναγνώστου Παπ(α) Ιωάννου) εκ της ιδίας χώρας Σαμαρίνας εν έτει τω σωτηρίω αωιθ»3(1819). Σε σημείωση θρησκευτικού βιβλίου από τη Σαμαρίνα διαβάζουμε: «κάνο ενθύμησιν 1838: μαίου κη έριξε χιόνι ένα χέρι μέσα εις σαμαρίνα4». Σε μια ακόμη επιγραφή από τα 1865 στον ναό της Γεννήσεως της Θεοτόκου της Σαμαρίνας (Μικρής Παναγιάς) αναφέρεται το όνομα Σαμαρίνα5. Σε πέντε δημοτικά τραγούδια από τη Σαμαρίνα που δημοσιεύουν οι Wace - Thompson συναντούμε τον γνωστό τύπο του ονόματος της κωμόπολης: «Ιδώ το λεν ψηλά ιβουνά, ψηλά στη Σαμαρίνα», «Κι μου παν Άιντι Δούκα μου ψηλά στη Σαμαρίνα», «Του τρίτου του μικρότερου τηράει τη Σαμαρίνα», «Ναβέλα κι του Περιβόλι κι η δόλια Σαμαρίνα», «Ρόβουλα από του Σμόλικα, πεύκα απ' τη Σαμαρίνα»6. Ο τύπος Σταμαρίνα είναι γνωστός από ένα άλλο δημοτικό τραγούδι από την περιοχή της Σαμαρίνας: «Και φλάμπουρο της κλεφτουριάς ψηλά στη Σταμαρίνα»7. Ο κάτοικος της κωμόπολης ονομάζεται Σαμαρινιώτης, δηλαδή, σύμφωνα με τη βόρεια ελληνική ιδιωματική προφορά. Σαμαρ'νιώτ'ς και με μετάθεση του ρ Σαρμανιώτ'ς. Η παλιότερη γραπτή μνεία του πατριδωνυμικού υπάρχει σε ενθύμηση του 1786: «Θύμησην να έχομεν όταν έριξαν οι σαμαρνιότες το μπόρτζι του ουσμάπεη και του ησούφαγα, όλο και το πλέρωσαν οι σαμαρνιότες8». Ο τύπος του πατριδωνυμικού Σαμαριναίος είναι λόγιος και μεταγενέστερος9.

Το όνομα Σαμαρίνα ετυμολογείται από παράδοση είτε από το ουσ. σαμάρι είτε από την Αγία Μαρίνα, βλαχικά Sta Marina. Η παραπάνω διττή παραδοσιακή ερμηνεία του ονόματος της κωμόπολης κωδικοποιείται ήδη σε χειρόγραφο του 1856 από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου της Σαμαρίνας που υπογράφεται από τον Διοκλή Χρύσανθο παπά Ιωάννη, μοναχό τότε στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής της Σαμαρίνας και αργότερα μητροπολίτη Δομοκού. Παραθέτουμε το τμήμα του χειρογράφου, που μας ενδιαφέρει και που έχει τον τίτλο «Διήγησις (ενν. περί Σαμαρίνης)», όπως δημοσιεύτηκε από τον καθηγητή κ. Α. Βακαλόπουλο: «Η κωμόπολις αύτη Σαμαρίνη λεγομένη (Σαμαρίνα επονομάσθη δια δύο αίτια, ως λέγουσιν, είτε διά το απέναντι αυτής βουνόν, το οποίον, διά το κυκλοειδές αυτού σχήμα επονομάζετο Καμάρα, και οι άνθρωποι σήμερον ονομάζουσι Γομάρα αντί καμάρα, είτε, διότι οι κάτοικοι αυτής εορταζον την αγίαν Μαρίναν, ήτις λέγεται Ιταλιστί, ή και Βλαχικά, εάν είπω δεν σφάλλω, Σάντα Μαρίνα) προτριακοσίων ετών, ως εδιδάχθημεν παρά των προγόνων ημών, έκειτο προς το νότιον μέρος, από το οποίον σήμερον ευρίσκεται10».

Ο κ. Βακαλόπουλος αποκλείει την πρώτη από τις δύο ετυμολογίες (Σαμαρίνα < Γομάρα), διότι «δεν δύναται να σταθή ούτε λογικώς ούτε γλωσσικώς»11, θεωρεί όμως πιθανότατη τη δεύτερη (Σαμαρίνα < Σάντα Μαρίνα, βλαχικά Sta Marina), γιατί παρατηρεί ότι το â στο βλαχικό Stâ (<Santa = Αγία) προφέρεται υπόκωφα12, ώστε να ακούεται κυρίως μόνο το συμφωνικό σύμπλεγμα στ, κι ακόμη ότι η λέξη Stâ προφέρεται πολύ στενά με το όνομα του αγίου η της αγίας που ακολουθεί, ώστε να αποτελεί μ' αυτό σχεδόν μια λέξη. Παρ' όλα αυτά αναγκάζεται ο κ. Βακαλόπουλος να εγκαταλείψη την ερμηνεία αυτή, επειδή δεν δικαιολογείται κατά τον κ. Βακαλόπουλο γλωσσικά η έκπτωση του t στο Stâ Marina και δεν μαρτυρείται η λατρεία της Αγίας Μαρίνας, και να ετυμολογήσει τη Σαμαρίνα από το σαμάρι και τη σλαβοβουλγαρική, καθώς τη χαρακτηρίζει, κατάληξη -ίνα, που συναν τιέται συχνά στα ηπειρωτικά τοπωνύμια, καθώς Σαρακίνα, Βοστίνα, Μουκοβίνα, Μουζίνα κ.α. «Η τοποθεσία του χωρίου» συμπληρώνει ο κ. Βακαλόπουλος «εύρισκομένου επί υψώματος δίκην επισάγματος συμφωνεί προς μίαν τοιαύτην εκδοχήν»13.

Στο σημείο τούτο θα έπρεπε να λάβουμε υπόψη ότι η παλιά Σαμαρίνα βρισκόταν πιο νότια από τη σημερινή της τοποθεσία, στο μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, που σήμερα πια έχει εγκαταλειφθεί. Στην περίπτωση λοιπόν, που θα υποθέταμε ότι το χωριό με τη μετάθεσή του βορειότερα δεν άλλαξε όνομα, η περιοχή του μοναστηριού της Αγίας Παρασκευής, που απέχει μια ώρα από τη Σαμαρίνα και ονομάζεται από τους ντόπιους Παλιοχώρι, δεν δικαιολογεί την παρομοίωση προς το σαμάρι. Για τη μετοικεσία αυτή των κατοίκων προς τα βόρεια κάνει λόγο και η «Διήγησις» του Χρυσάνθου και ανερευνά τα αίτια, που την προκάλεσαν14.

Με το σαμάρι συνδέει τη Σαμαρίνα ήδη πριν από τον κ. Βακαλόπουλο και ο Κ. Κρυστάλλης σε διαφορετική όμως πραγματολογική έννοια. Κατ' αρχήν ο Κρυστάλλης απορρίπτει την ετυμολογία του τοπωνυμίου από το σλαβικό, καθώς το χαρακτηρίζει, Sam - Marina σημειώνοντας: «Έχει (ενν, η κωμόπολις) ναούς της Παναγίας Μεγάλης και Μικράς, αλλά που Παναγία η Μαρία, ίνα είπωμεν ούτως, και που αγία Μαρίνα. Την Παναγίαν και τους ναούς αυτής λέγουσιν ανεξαιρέτως όλοι οι Βλάχοι Sta - Maria (εκ του ιταλικού Santa Maria)». Η Σαμμαρίνα (γράφε Σαμαρίνα), κατά τον Κρυστάλλη, πρέπει να ετυμολογηθεί από τον σαμμαρά (γρ. σαμαρά) και το σαμμάρι (γρ. σαμάρι), γιατί οι κάτοικοί της ανέκαθεν καταγίνονται με την κατασκευή σαμαριών και την ύφανση μάλλινων υφασμάτων, που χρησιμοποιούνται στην επένδυση των σαμαριών· τα σαμάρια των Βλάχων της Πίνδου ήταν ονομαστά κατά τους μέσους χρόνους. Ο Κρυστάλλης αναφέρει για ενίσχυση της γνώμης του και μια παράδοση, σύμφωνα με την οποία η Σαμαρίνα συνοικίσθηκε από κατοίκους της θεσσαλικής κωμόπολης Σκουτίνας (ή Παλιοσαμαρίνας κατά τον Κρυστάλλη), όταν κάποτε οι Τούρκοι κατέστρεψαν τη Σκουτίνα. Η Σκουτίνα οφείλει το όνομά της κατά τον Κρυ στάλλη στο ουσ. σκουτί - μάλλινο ύφασμα, ιδίως αυτό που κατασκευάζεται από τρίχες κατσικιών και που υφαίνουν και οι Σαμαρινιώτες και κατασκευάζουν τις καπότες15.

Δεν είμαι σε θέση να ελέγξω την αξιοπιστία της παράδοσης, που άναφέρει ο Κρυστάλλης για την πρώτη συνοίκιση της Σαμαρίνας από κατοίκους της Σκουτίνας. Πάντως το τοπωνύμιο Σκοτίνα η Σκουτίνα δεν φαίνεται να έχει σχέση με το ουσ. σκουτί16. Επειδή η Σαμαρίνα δεν μπορεί, νομίζω, να θεωρηθεί ως η κατ' εξοχήν βλαχική κωμόπολη, που κατασκεύαζε καλά σαμάρια, γιατί είναι γνωστό – και το ομολογεί και ο ίδιος ο Κρυστάλλης – ότι εξ ίσου καλά και ονομαστά σαμάρια κατασκεύαζαν όλοι οι Βλάχοι της Πίνδου, πιστεύω ότι και την ετυμολογία του Κρυστάλλη την υπαγόρευσε η φαινομενική εξωτερική και ηχητική μόνον συγγένεια του τοπωνυμίου με τη λέξη σαμάρι17.

Φαίνεται ότι η δεύτερη κατηγορία των ερμηνειών, δηλ. αυτών που συνδέουν τη Σαμαρίνα με τα ονόματα Μαρία και Μαρίνα, βρίσκεται περισσότερο κοντά στην αλήθεια – στο συμπέρασμα τούτο οδηγεί ήδη αναντίλεκτα ο αρχικός τύπος του ονόματος της κωμόπολης Santa Maria – μόνον που δεν διατυπώθηκε ως σήμερα η κατάλληλη, γλωσσικά και πραγματολογικά θεμελιωμένη ερμηνεία της κατηγορίας αυτής.

Ήδη στις αρχές του περασμένου αιώνα ο γνωστός περιηγητής Γ. Ρουqueville γράφοντας τη Σαμαρίνα ως San - Marina ετυμολογεί προφανώς την κωμόπολη από το Sancta Marina18. Λίγο αργότερα ο G. Lejean19 και κατόπιν ο Μ. Picot20 αποδίδοντας το όνομα της κωμόπολης ως San Marina και Santa - Marina είναι φανερό ότι το συνδέουν ετυμολογικά με την Αγία Μapiva. O C. Jireček ετυμολογεί επίσης από το Sancta Marina και θεωρεί το όνομα ως ρομανικής καταγωγής21. Αλλά το όνομα της αγίας αυτής, καθώς σωστά παρατηρεί και ο Weigand, στα βλάχικα είναι Stamarina. Επειδή όμως και ο Weigand προσκόπτει στο t του βλαχικού Stamarina, προτείνει την ερμηνεία: Sanctus Marinus > Sanmarin (βλαχικά San=Sanctus) > Sammarin > Samarina, όπου το α πρέπει να θεωρηθεί ως επίθημα. Ο Weigand παρατηρεί ακόμη ότι το όνομα San Marino είναι πολύ συνηθισμένο ως επωνυμία εκκλησιών στην Ιταλία και προσθέτει ότι στην εποχή του υπήρχε ακόμη μια εκκλησία του Αγίου Μαρίνου στη Σαμαρίνα22, πράγμα όμως που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Ο Α. Κεραμόπουλος γράφει Σαμμαρίνα και ετυμολογεί από San Marina, σημειώνει όμως ότι στη Σαμαρίνα δεν λατρεύεται η Αγία Μαρίνα23. Και ο Χρ. Ενισλείδης φαίνεται πως παραδέχεται την ετυμολογία από το Σάντα Μαρία24.

Τελευταία ο Θ. Σαράντης, που προσκομίζει για πρώτη φορά στην έρευνα του ονόματος Σαμαρίνα το πολύτιμο στοιχείο ότι η κωμόπολη ονομαζόταν αρχικά Santa Maria, έρμηνεύει το όνομα Σαμαρίνα από το Santa Maria χωρίς όμως να μας δικαιολογεί τις μεταβολές που προϋποθέτει η εξέλιξη αυτή: «Η ονομασία αυτή [ενν. Santa Maria de Praetoria] μας δίδει την δυνατότητα να εξηγήσωμεν την προέλευσιν του ονόματος Σαμαρίνα. Επιστεύετο ότι προέρχεται από το Σάντα Μαρίνα, ενώ ουδέποτε αναφέρεται ότι υπήρξε ποτέ εκκλησία προς τιμήν της Αγίας αυτής εις το χωρίον τούτο. Αντιθέτως ο κεντρικός ναός του χωρίου είναι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγίας), της Santa Maria. Εξ αυτού και το όνομα Σαμαρίνα»25.

Ανάμεσα στις ερμηνείες που συσχετίζουν τη Σαμαρίνα με το όνομα Μαρίνα η πιο συστηματικά διατυπωμένη είναι του Δ. Γεωργακά. Ο Γεωργακάς έχει την πληροφορία ότι στην Ανδρούσα της Μεσσηνίας σώζεται μια βυζαντινή εκκλησία του 11. αι., που ονομάζεται από τον λαό Σιαμαρίνα. Το όνομα τούτο σε συσχέτιση με το Σαμαριά, όνομα χωριού στην Κρήτη, που ο Α. Βουρδουμπάκις26 πρώτα κι έπειτα ο Γ. Χατζιδάκις27 ερμήνευσαν από το Οσία Μαρία > Σιά Μαριά > Σαμαριά, δίνει την αφετηρία στον Γεωργακά να θεωρήσει ως αρχικό τύπο των ονομάτων Σιαμαρίνα και Σαμαρίνα το Οσία Μαρίνα. Επειδή όμως στη χριστιανική εκκλησία μόνον η Αγία Μαρίνα είναι γνωστή και καμιά Οσία Μαρίνα δεν μνημονεύεται, ο Γεωργακάς προσπαθεί να αποδείξει ότι υπήρξε κάποια Οσία Μαρίνα στην ανατολική εκκλησία, πράγμα που τελικά νομίζω ότι δεν διασφαλίζεται.

Τον τύπο του ονόματος της κωμόπολης Σταμαρίνα προσπαθεί να ερμηνεύσει ο Γεωργακάς με αφομοίωση του φωνήεντος η του θηλυκού άρθρου προς το πρώτο α του Μαρίνα και συνένωση του άρθρου με το όνομα: στη Μαρίνα > σταμαρίνα > ή Σταμαρίνα. Αλλά στην περίπτωση αυτή η μεταβολή η > α μένει, νομίζω, γλωσσικά αστήρικτη και δεν μαρτυρείται ούτε με ένα γλωσσικό παράδειγμα. Κλείνοντας τη μελέτη του ο Γεωργακάς συμπεραίνει ότι στη Σαμαρίνα πρέπει να υπήρχε κάποτε μια εκκλησία της Οσίας Μαρίνας, που άφησε το όνομά της στην κωμόπολη. Το ότι δεν υπάρ χει σήμερα στην κωμόπολη εκκλησία της Οσίας Μαρίνας, προσθέτει ο Γεωργακάς, δεν σημαίνει ότι η Σαμαρίνα δεν είχε ποτέ μια εκκλησία της Οσίας Μαρίνας, γιατί είναι γνωστό ότι στη θέση μιάς παλιάς εκκλησίας που συνέβαινε να καταστραφεί για έναν οποιονδήποτε λόγο αναφαινόταν συνήθως νέα εκκλησία για τη λατρεία νέου τη φορά αυτή αγίου28.

Νομίζουμε ότι το πρόβλημα της προέλευσης του ονόματος Σαμαρίνα, παρά το γεγονός ότι με την ερμηνεία του Δ. Γεωργακά προωθήθηκε σημαντικά προς τη λύση του, εξακολουθεί να υπάρχει, γιατί α) δεν είναι ασφαλής η απόδειξη και συνεπώς και η ύπαρξη Οσίας Μαρίνας, ενώ αντίθετα είναι γνωστή η Οσία Μαρία, από το όνομα της οποίας μπορεί να ερμηνευθεί η Σαμαριά των Σφακίων της Κρήτης29, β) με την ερμηνεία αυτή μένει ανεξήγητος ο τύπος του ονόματος της κωμόπολης Σταμαρίνα, που μαρτυρείται από δημοτικό τραγούδι, γ) τέλος, η υπόθεση του Γεωργακά ότι η κωμόπολη ονομαζόταν αρχικά Οσία Μαρίνα απορρίπτεται από τα πράγματα, αφού έχουμε πια τη μαρτυρία ότι ήδη τον 16. αι, η κωμόπολη ονομαζόταν ως αρχικός συνοικισμός Santa Maria de Praetoria. Για τους λόγους αυτούς, ενώ το όνομα Οσία Μαρίνα μπορεί, παρά τις επιφυλάξεις μας για την ύπαρξη Οσίας Μαρίνας, να θεωρηθεί ίσως ως ο αρχικός τύπος του ονόματος Σιαμαρίνα της βυζαντινής εκκλησίας στη Μεσσηνία, η αρχή του ονόματος Σαμαρίνα της Μακεδονίας είναι διαφορετική, καθώς αποδεικνύεται από τα στοιχεία που κατέχουμε για το τοπωνύμιο και θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε αμέσως παρακάτω.

Σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί ως τώρα και με βάση τα ιστορικά και ιδίως τα γλωσσικά δεδομένα που υπάρχουν για τη Σαμαρίνα προκύπτει δίχως άλλο το συμπέρασμα ότι η ερμηνεία του ονόματος Σαμαρίνα πρέπει να στηριχτεί στους τύπους Santa Maria, που μαρτυρείται από τα 1560, και Σταμαρίνα, που αναφέρεται σε δημοτικό τραγούδι. Επειδή η εξέλιξη Σταμαρίνα > Σαμαρίνα, όπου σκόνταψαν οι προηγούμενοι ερευνητές, ερμηνεύεται απρόσκοπτα και πολύ ομαλά, καθώς θα δούμε παρακάτω, το βάρος της ετυμολογικής λύσης, που περιμένει το όνομα, φαίνεται να εντοπίζεται ήδη στην ερμηνεία της μεταβολής του ονόματος από Santa Maria, βλάχικά Sta Maria, σε Sta Marina, δηλαδή Σταμαρίνα. Για τη μεταβολή Santa Maria > Santa Marina ή καλύτερα, αφού η κωμόπολη είναι ανέκαθεν βλαχική, Sta Maria > Sta Marina μπορούν να προταθούν δύο εκδοχές. Κατά την πρώτη η μεταβολή Sta Maria > Sta Marina οφείλεται σε σύγχυση των ονομάτων Maria και Marina, που στην περίπτωσή μας θεωρήθηκαν ισοδύναμα, καθώς θεωρούνται ισοδύναμα και εναλλάσσονται σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας τα ονόματα Μαρία, Μαρίνα και Μαριάνα30. Σύμφωνα με τη δεύτερη, που θεωρούμε και πιθανότερη, εκδοχή στον τύπο Sta Marina η κατάληξη -ίνα είναι η γνωστή τοπωνυμική κατάληξη -ίνα, που επιχωριάζει ιδίως στα ηπειρωτικά τοπωνύμια, λ.χ. Σαρακίνα, Βοστίνα, Μουκοβίνα, Μουζίνα, καθώς παρατήρησε ήδη ο Ι. Λαμπρίδης31, αλλά συναντιέται και σε τοπωνύμια από τις λοιπές ελληνικές περιοχές, καθώς λ.χ. Βελλίνα, Γολίνα «τόπος γυμνός, άδενδρος», Ζελίνα, Ζαραβίνα, Κοσίνα «τόπος που μοιάζει με δρεπάνι», Λιαντίνα, Ρεντίνα κλπ. Ανάμεσα στις ποικίλες σημασίες της κατάληξης -ίνα η πιο συχνή είναι η δηλωτική του τόπου, όπου υπάρχει κάτι, λ.χ. Βοστίνα «τόπος όπου υπάρχει κερί» ή σύμφωνα με άλλη ερμηνεία «τόπος όπου υπάρχουν όπωρικά»32, Μπουκοβίνα ή Μουκοβίνα «τόπος όπου υπάρχουν οξυές»33 κλπ. Ώστε με τη βοήθεια της τοπωνυμικής κατάληξης -ίνα ερμηνεύεται, νομίζω, αρκετά ικανοποιητικά η μεταβολή: Sta Maria «η εκκλησία της Αγίας Μαρίας, η Παναγία» + κατάλ. -ίνα > Sta Marina «ο τόπος όπου είναι ιδρυμένη η εκκλησία της Παναγίας», δηλαδή η Σταμαρίνα του δημοτικού τραγουδιού.

Ο τύπος Σταμαρίνα, παρατηρούν οι Α. Βακαλόπουλος34 και Δ. Γεωργακάς35, δεν είναι δυνατό να εξελιχθή σε Σαμαρίνα, γιατί η αποβολή του τ είναι γλωσσικά αστήρικτη. Κι όμως η ανομοιωτική αποβολή του τ στο σύμπλεγμα στ μαρτυρείται με αρκετά παραδείγματα και σε πανελλήνια σχεδόν έκταση. Το φαινόμενο αυτό, που ήταν γνωστό από την ποντιακή διάλεκτο, το παρατήρησε ο καθηγητής κ. Στ. Καρατζάς και στο παλιό αθηναϊκό ιδίωμα και δημοσίευσε ειδική για το θέμα τούτο μελέτη, όπου τα παλιοαθηναϊκά γλωσσικά παραδείγματα εξετάζονται σε συσχέτιση με παραδείγματα, που εμφανίζονται και σε άλλες ελληνικές περιοχές.
Είναι γνωστό ότι στην ελληνική διάλεκτο του Πόντου αποβάλλεται κατά κανόνα απαραβίαστο το τ των τύπων του άρθρου, που είναι ενωμένοι με το σ της πρόθεσης εις: στού > σου, στης > σης, στον > σον, στην > σην, στων > σων, στους > σούς, στις > σις, στα > σα36. Το ίδιο ακριβώς φαινό μενο παρατηρείται και στα Φάρασα της Καππαδοκίας και άλλες καππαδο κικές διαλέκτους (σον αϊλά, σην εκκλησία, σο στόμα κτλ.), στην Αρκαδία (σην Παναγιά, σην Άγια κτλ.) και τη Χίο (σο χωριόμ μας, σο Ζζουφιά)37.
Στο ιδίωμα εξάλλου της Χειμάρας Ηπείρου αποβάλλεται κανονικά το τ του συμπλέγματος στ στις λέξεις που αρχίζουν με το σύμπλεγμα τούτο: στάβλος > σάβλος, στάρι > σάρι, στήθος > σήθος, στάχτη > σάχτη, σταφύλια > σαφύλια, στομάχι > σομάχι38 κτλ. Κατά τον ίδιο τρόπο αποβάλλεται το τ στο σύμπλεγμα στ, που βρίσκεται μέσα στη λέξη, στις λέξεις λ.χ. βλάστη > βλάση (Θεσσαλία), Χρίστος > Χρίσος (Κύμη Ευβοίας)39.
Η αποβολή του τ στο σύμπλεγμα στ φαίνεται πως είχε εξελιχθή σε κανόνα στο παλιοαθηναϊκό νεοελληνικό ιδίωμα: στολή > σολή40, πίστις > πίσι41. Παναγιά Κλειστιώτισσα > Π. Εκκλησιώτισσα (και με παρετυμολογία προς το εκκλησία), άγρωστις > άγλωση, ασύστατος > ασούσατος42, μπασταρδίστρα > μπασαρδίστρα, φρεόστομα > φρόσομα, στατέρι > σατέρι43. Σταχτοθήκη > Σαχτοθήκη (τοπων.)44, ίσως και Σταύρος > Σαύρος, στη > ση45 κα.
Στις περιπτώσεις στατέρι > σατέρι, ασύστατος > ασούσατος κτλ. αποβάλλεται ανομοιωτικά το τ του συμπλέγματος στ, καθώς σωστά παρατηρεί ο κ. Καρατζάς, για το τ που ακολουθεί, στις περιπτώσεις όμως που δεν υπάρχει άλλο τ μέσα στη λέξη η αποβολή του τ στο σύμπλεγμα στ συντελέστηκε ανομοιωτικά με την βοήθεια του τ του άρθρου: τη στολή > τη σολή, την πίστη > την πίση κ.ο.κ.46.
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω άφθονα παραδείγματα της ανομοιωτικής αποβολής του τ –πβ. ιδιαίτερα την κατά κανόνα εξέλιξη του στ σε σ στα ηπειρωτικά παραδείγματα– ο δεύτερος σε παλαιότητα μαρτυρημένος τύπος του ονόματος της κωμόπολης Σταμαρίνα εξελίχθηκε εύκολα σε Σαμαρίνα κατά την έναρθρη εκφορά του τοπωνυμίου στις πλάγιες πτώσεις: της Σταμαρίνας > της Σαμαρίνας, στη Σταμαρίνα > στη Σαμαρίνα, τη Σταμαρίνα > τη Σαμαρίνα47.

Χαράλαμπος Π. Συμεωνίδης
Μακεδονικά. Τομ. 7, 1967
Ινστιτούτον Νεοελληνικών Σπουδών
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

1. Θ. Κ. Σαράντη, Η Δυτική Μακεδονία εις τους χάρτας από του ΙΕ΄-ΙΗ΄ αιώνος, Ημερολόγιον Δυτ. Μακεδονίας, Κοζάνη 1961 Π, σ. 29. Ο Σαράντης, ενώ παραθέτει κατάσταση των 21 χρονολογημένων χαρτών, που χρησιμοποιεί, δεν αναφέρει σε ποιους συγκεκριμένα από τους χάρτες αυτούς αναφέρεται στη θέση της Σαμαρίνας ή Santa Mario de Praetoria, ώστε να μπορούμε να έχουμε σαφείς χρονολογικές ενδείξεις για τον καθορισμό της παλαιότητας του ονόματος. Κατά ευτυχή σύμπτωση στις φωτογραφίες και των τριών χαρτών, που δημοσιεύει ο Σαράντης μαζί με τη μελέτη του, διαβάζουμε καθαρά στη θέση της Σαμαρίνας Santa Maria de Praetorιa. Ο ένας από τους τρεις αυτούς χάρτες έχει χρονολογία 1560 και ο άλλος 1689. Ώστε ήδη στα 1560 είναι οικισμένη η Santa Maria de Praetoria, που ύστερα από δυόμισυ αιώνες μας παρουσιάζεται με το όνομα Σαμαρίνα.
2. Θ. Κ. Σαράντη, ε.α. σ. 28.
3. A. Wace-M. Thompson, The Nomads of the Balkans, Λονδίνο 1914, σ. 276.
4. Α. Βακαλοπούλου, Ιστορικαί έρευναι εν Σαμαρίνη της Δυτικής Μακεδονίας. Ανατύπωση από τον ΚΑ΄ τόμο του «Γρηγορίου Παλαμά», Θεσσαλονίκη 1937, σ. 25.
5. A. Wace - M. Thompson η, ε.α, σ. 276.
6. A. Wace - M. Thompson, δ.α. σ. 281 κε. (αρ. 1, 2, 6, 8 και 9).
7. D. Georgakas, Griechische Ortsnamen, Byz. Zeitschr. 42 (1943-49) 87.
8. Α. Βακαλοπούλου, ε.α. σ. 23.
9. Πρβ. 1. Λαμπρίδου, Ηπειρωτικά μελετήματα. Ζαγοριακά, Αθήνα 1870, σ. 41.
10. Α. Βακαλοπούλου, εα, σ. 6. Ο κ. Βακαλόπουλος δημοσιεύει το περιεχόμενο της "Διηγήσεως” με την ορθογραφία και τη στίξη του χειρογράφου.
11. Η ερμηνεία εν τούτοις του Σαμαρίνα από το Γομάρα δεν είναι τόσο άλογη όσο φαίνεται και μάλιστα είναι χαρακτηριστική για το ότι η Σαμαρίνα μπορεί εύκολα να συν σχετιστή με το ουσ. σαμάρι. Φαίνεται δηλαδή ότι ο Χρύσανθος στην προσπάθειά του να συνδέσει ετυμολογικά το όνομα Σαμαρίνα με το γνώριμό του ουσ. σαμάρι καταφεύγει στο απέναντι από τη Σαμαρίνα βουνό Γομάρα, γιατί το όνομα τούτο εύκολα ανακαλεί στη μνήμη το σαμάρι, που μπαίνει στη πλάτη του γομαριού, Ενδεικτικό για το πόσο εύκολη είναι σε παρόμοιες περιπτώσεις η παρετυμολογία προς το σαμάρι είναι και η γραφή Σαμάρια, που υιοθετεί για το κρητικό τοπωνύμιο Σαμάρια (Οσία Μαρία) ο Ι. Ραγκαβής. Τα ελληνικά 3 (1854) 568, για να ετυμολογήσει προφανώς από το σαμάρι.
12. Πρόκειται για το γνωστό κλειστό α της κουτσοβλαχικής γλώσσας, που ακούεται όμως αρκετά καθαρά.
13. Α. Βακαλοπούλου, ε.α, σ. 10.
14. Α. Βακαλοπούλου, ε.α, σ. 10 κε.
15. Κ. Κρυστάλλη, Οι Βλάχοι της Πίνδου, Εβδομάς 1891, τεύχ. 7, σ. 46.
16. Bλ. M. Vasmer, Die Slaven in Griechenland, Βερολίνο 1941, σ. 212.
17. Πρβ. και σημ. 4 σ. Την ερμηνεία του Κρυστάλλη επανέλαβε λίγα χρόνια αργότερα ο G. Pascu, Dictionnaire étymologique macédo-roumain, Ιάσι 1925 (δυστυχώς δεν μπόρεσα να δω το λεξικό αυτό), και τελευταία ο Β. Σκαφιδάς, έφημ. «Σαμαρίνα», Αθήνα, αρ. 13, Μάιος 1966, Η αντίρρηση του Δ. Γεωργακά, ε.α. σ. 86, ότι θα έπρεπε να μαρτυρήται ένα ουσ. *σαμαρίνα, σχηματισμένο κατά τα γερακίνα, ελαφίνα, καβουρίνα, λαγίνα, προβατίνα κλπ., ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ερμηνεία του Κρυστάλλη, δεν ευσταθεί, γιατί η κατάλ, -ίνα στην περίπτωση αυτή είναι τοπωνυμική.
18. L. Pouqueville, Voyage dans la Grèce, Παρίσι 1820, τ. 2, σ. 216, 343 (και σημ. 1).
19. Ethnographie der europäischen Türkei, Ergänzungsheft zu Petermann's Geographischen Mitteilungen. Γόθα 1861, σ. 21.
20. Les Roumains de la Macédoine, Παρίσι 1875, σ. 19.
21. C. Jireček, Das christliche Element in der topographischen Nomenklatur der Balkanländer. Sitzungsberichte der Wiener Akademie, phil. hist. Cl., αρ. 136 (1897), Abh. 11, σ. 18.
22. G. Weigand. Die aromunischen Ortsnamen im Pindusgebiet, Jahresbericht des Instituts für rumänische Sprache zu Leipzig, τ. 21-25 (1919-20) σ. 60.
23. Α. Δ. Κεραμοπούλου, Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι, Αθήνα 1939, σ. 14.
24. Χρ. Ενισλείδου, Η Πίνδος και τα χωριά της (Σπήλαιον - Γρεβενά - Σαμμαρίνα), Αθήνα 1951, σ. 87.
25. Θ. Σαράντη, ε.α. σ. 29. Πρβ. και Θ. Σαράντη, εφημ. «Σαμαρίνα», Αθήνα, αρ. 15, Ιούλιος 1966.
26. Κρητικά συμβόλαια εκ της Τουρκοκρατίας, Χριστιανική Κρήτη 1 (1912) 486 κε.
27. Ακαδημεικά Αναγνώσματα 3 (1915-6) 225.
28. D. Georgakas, εα, σ. 87 κέ.
29. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Κ. Άμαντος, Ελληνικά 7 (1934) 168, διαφωνώντας με τον Χατζιδάκι για το όνομα του χωριού, γράφει: «Το κρητικόν Σαμαριά δεν προήλθεν από το Οσία Μαρία, αλλά μάλλον από το Σά(ντα) Μαρία, όπως το χιακόν Σαρόκος από το San Rocco».
30. Α. Μπούτουρα. Τα νεοελληνικά κύρια ονόματα, Αθήνα 1912, σ. 76.
31. Ηπειρωτικά Μελετήματα, Αθήνα 1887, τεύχ. Α΄, σ. 9 κε.
32. M. Vasmer, Die Slaven in Griechenland, σ. 24.
33. M. Vasmer, ε.α. σ. 143 και 41.
34. Α. Βακαλοπούλου, ε.α. σ. 10.
35. D. Georgakas, ε.α. σ. 87.
36. St. Caratzas, La dissimilation du t dans le dialecte du vieil Athènes et la valeur du témoignage de Kavassilas et Zygomalas (16 siècle), Istituto Lombardo di Scienze e Lettere, Classe di Lettere, τ. 85 (1952) [Ανάτυπο, σ. 3].
37. St. Caratzas, ε.α. σ. 4.
38. St. Caratzas, ε.α. σ. 4. Τα παραδείγματα αυτά έχουν το ανάλογο τους στο ποντιακό σαχτάριν < *σταχιάριν < στάχτη.
39. St. Caratzas, ε.α. σ. 4,
40. St. Caratzas, ε.α, σ. 1 και 7,
41. Caratzas, ε.α. σ. 2 και 7.
42. St. Caratzas, ε.α. σ. 5 και 7.
43. St. Caratzas, ε.α. σ. 6 και 7.
44. St. Caratzas, ε.α. σ. 7.
45. St. Caratzas, ε.α. σ. 6. Στα παραδείγματα, που συγκεντρώνει ο κ. Καρατζάς θα μπορούσα να προσθέσω πρόχειρα και το νεοελληνικό γρασίδι < *γραστίδι < αρχ. γράστις βλ. Αθηνά 56 (1952) 314.
46. St. Caratzas, ε.α. σ. 7 κε. Φυσικά η ερμηνεία αυτή της ανομοιωτικής αποβολής του τ δεν μπορεί να μας εξηγήση την αποβολή του τ στη συνένωση του ποντιακού και καππαδοκικού άρθρου με την πρόθεση εις, που δεν μας ενδιαφέρει όμως άμεσα.
47. Με ανάλογη αποβολή τ στο σύμπλεγμα τσ εξηγεί ο Ν. Σταυρινίδης, Κρητικά Χρονικά 1 (1947) 113, το χωριό της Κρήτης Ασειρώτοι ( < οι Ασειρώτοι = οι αστείρευτοι), και ο Ι. Κ. Βαλαβάνης, Ποντ. Εστία 3 (1952) 1518 κε., την επωνυμία Σουμελά της Παναγίας (<Π. στου Μελά).

Αναζήτηση