Τα βλάχικα τοπωνύμια της Βωβούσας - Ανθρωπολογικές και γλωσσολογικές επισημάνσεις

ΒωβούσαΗ παρουσία των Βλάχων στην Πίνδο αν και αποτελεί από παλιά πεδίο ιστορικών, εθνολογικών και λαογραφικών αναφορών μόλις τις τελευταίες δεκαετίες συνιστά αντικείμενο μελέτης στα πλαίσια μίας ευρύτερης ανθρωπολογικής προσέγγισης.

Η προσωπική συμμετοχή σε σχετικές έρευνες μου έδωσε την ευκαιρία να διαπιστώσω μία πτυχή των κοινωνιών τους η οποία ελάχιστα έχει ως τώρα αναδειχθεί. Αφορά την προσέγγισή τους μέσα από το πεδίο της γλωσσικής τους έκφρασης. Συγκεκριμένα, διαπίστωσα ότι, παρά την από αιώνες υφιστάμενη διγλωσσία, οι αφηγήσεις των κατοίκων ιδίως σε πεδία που άπτονται του παλαιού τους αγροτικού βίου πραγματώνονται κυρίως με όρους του τοπικού γλωσσικού συστήματος. Αυτή η λεξικο-γλωσσική επιλογή η οποία υποδείκνυε επιβίωση ενός πολιτισμού με παρουσία μακράς διάρκειας στην περιοχή, αποτέλεσε αφετηρία επιστημονικού προβληματισμού. Έχοντας υπόψη ότι καμία χρήση της γλώσσας δεν συμβαίνει στο ιστορικό-κοινωνικό κενό κατέστη αντιληπτό ότι η ερευνητική προσέγγιση του αγροτικού και εν γένει του παρελθόντος της Πίνδου δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς να συνδεθεί με όρους της τοπικής γλώσσας.

Οι ανωτέρω διαπιστώσεις προσδιόρισαν τους βασικούς άξονες της παρούσας ανακοίνωσης. Έχοντας ως αντικείμενο την διερεύνηση των βλαχικών τοπωνυμιών της Βωβούσας η προσέγγιση που επιχειρείται δεν επικεντρώνεται σε μία δομική ανάλυσή τους ως γλωσσικά σημεία αλλά στην ανάδειξή τους ως μία ανθρωπολογική συνιστώσα του προβιομηχανικού κόσμου της Πίνδου. Αν και η επίσημη γεωγραφία προβάλει την μεγάλη οροσειρά ως μια μία γεωτεκτονική ενότητα οι τοπικές κοινωνίες δεν συμμερίζονται αυτή την αντίληψη. Εκτός του ότι ως πρόσφατα αγνοούσαν την επίσημη ονομασία της, γι’ αυτές ο περιβάλλων χώρος διασπάται σε πολύ μικρότερες τοποθεσίες η γεωγραφική υπόσταση των οποίων υφίσταται μόνο μέσω των τοπωνυμιών. Αυτή η αντίληψη αναδείχθηκε μέσα από μία μακραίωνη διαδικασία «κατάκτησης» του ορεινού χώρου κατά την διάρκεια της οποίας διαμορφώθηκαν και οι δομές του αγροτικού κόσμου της περιοχής.

Μία αναγωγή στη λεκτική κωδικοποίηση της τοπικής γεωμορφολογίας αναδεικνύει τα προσηγορικά vale, geană, cheatră, fîntînă, pade, arîu, guşe, punte, και cale σε κυρίαρχα γλωσσικά σημεία του τοπωνυμικού συστήματος των βλαχικών κοινωνιών της Πίνδου. Eιδικά στην περίπτωση της Βωβούσας θα πρόσθετα και το προσηγορικό prióne για λόγους που θα εξηγηθούν παρακάτω. Θα ήθελα να διευκρινίσω εδώ ότι προς χάριν οικονομίας του χρόνου η μετάφραση των τοπωνυμίων που θα αναφερθούν σε αυτή την παρουσίαση θα αναγράφεται όπως παρατηρείται ήδη στο powerpoint και θα γίνεται μόνο για τοπωνύμια που μπορούν να αποδοθούν στα ελληνικά. Επισημαίνω δε ότι επειδή συχνά δεν είναι εφικτή μια ακριβής μετάφρασή τους προτιμώ μία νοηματική τους απόδοση. Και συνεχίζω. Οι προαναφερόμενοι όροι εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων δεν σχηματίζουν από μόνοι τους ονομασίες τόπων αλλά εμφανίζονται ως συστατικά στοιχεία περιφραστικών τοπωνυμιών. Αρκετά ενδιαφέρον παρουσιάζει η μορφοσυντακτική δομή αυτών των ονομασιών δεδομένου ότι συνιστούν αντιπροσωπευτικά δείγματα του γλωσσικού συστήματος της βλαχικής γλώσσας. Κατά το μεγαλύτερο μέρος τους σχηματίζονται από ένα προτασσόμενο έναρθρο υποκείμενο και ένα επιτασσόμενο εμπρόθετο προσδιορισμό του όλου. Αυτός εισάγεται με τις προθέσεις de-la, di-în(din), di,de, αλλά και la και di-tu σε άλλες περιοχές της οροσειράς και δηλώνει το γενικότερο τοπωνύμιο της περιοχής. Ενδεικτικές ονομασίες αυτού του είδους από την περιοχή της Βωβούσας είναι οι: Valea de la Pengu, Geana de la Morfă, Cheatra di Vindu, Arîulu din Valea Caldă, και άλλες. Μία σημαντική επίσης κατηγορία περιφραστικών τοπωνυμιών συγκροτούν όσα σχηματίζονται από ένα προτασσόμενο έναρθρο υποκείμενο και ένα επιτασσόμενο έναρθρο κατηγορούμενο. Αυτό εισάγεται με τα άρθρα της γενικής a για τα ουσιαστικά, alu (συνήθως με συγκοπή του τελικού u) για τα κύρια αρσενικά ονόματα και ale αντίστοιχα για τα θηλυκά. Ενδεικτικά τοπωνύμια αυτού του είδους από την περιοχή της Βωβούσας είναι τα: Dásca a Múrgului, Valea a Preftului, Fîndîna a furlui, Prionea al Gáchi, Fîntînă al Toscă και άλλα . Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και μία τρίτη κατηγορία περιφραστικών τοπωνυμιών. Αυτά σχηματίζονται από ένα προτασσόμενο έναρθρο ουσιαστικό και ένα επιτασσόμενο άναρθρο ή έναρθρο επιθετικό προσδιορισμό. Τα τοπωνύμια αυτού του είδους συνιστούν χαρακτηριστικά δείγματα της γλωσσικής έκφρασης των Βλάχων αναφορικά με το φυσικό περιβάλλον. Αναφέρω ενδεικτικά από την περιοχή της Βωβούσας τα εξής: Valea Caldă, Fîntîna Arace, Cheatra Lae, Chinĺi Aroşî.

Τα σημασιολογικά πεδία που αναδεικνύονται από το τοπωνυμικό σύστημα της περιοχής σχετίζονται πρωτίστως, όπως είναι άλλωστε φυσικό, με τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του ορεινού χώρου που εκφράζουν. Δεν μπορούμε εδώ να μην επισημάνουμε την ποσοτική υπεροχή των υδρώνυμων. Η προσοχή μας εστιάζεται ιδιαίτερα στα προσηγορικά vále και fîntînă τα οποία απαντώνται ως συστατικά στοιχεία δεκάδων περιφραστικών τοπωνύμιων. Αντιλαμβανόμαστε εδώ ότι το βλαχικό γλωσσικό υπόβαθρο των κατοίκων προέβαλε αυτά τα δύο γλωσσικά σημεία ως τα καταλληλότερα για την ονοματοθεσία των υδάτινων συστημάτων. Με το προσηγορικό vále δηλώνουν κάθε κοίλωμα του εδάφους εντός οποίου ρέει νερό. Συνεπώς ανάλογα με τις διαστάσεις αυτού του κοιλώματος η λέξη Vale μπορεί να σημαίνει κοιλάδα, ποταμιά ή ρεματιά. Παρόμοια ο όρος fîntînă δηλώνει τόσο τις κρήνες των οικισμών όσο και τις φυσικές πηγές που αναβλύζουν πόσιμο νερό. Σημείωσα στην περιοχή περισσότερα από 20 τοπωνύμια που σχηματίζονται με αυτές τις λέξεις εκ των οποίων επισημαίνω για το γλωσσολογικό τους ενδιαφέρον τα: Valea Şaşî, Valea di Întruvaĺu, Fîntîna Seacă και Fîndîna Vínită. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η κληρονομημένη από την λατινική γλώσσα πολυσημία των δύο λέξεων ερμηνεύει κάλλιστα την δομή του πολυδαίδαλου συστήματος υδάτινων ροών μίας περιοχής η οποία συνιστά μία σπουδαία υδρολογική λεκάνη. Σε αυτή ενοποιείται για πρώτη φορά το υδάτινο σύστημα των πηγών του Αώου ποταμού. Η κατάφυτη κοιλάδα εντός της οποίας διαμορφώνεται η πρωταρχική κοίτη του ορίζεται νότια και ανατολικά από τα όρη Tşucă Roşă και Οu και δυτικά και βόρια από τα υψώματα υψώματα Morfă και Flamburu. Στα χαμηλότερα σημεία της, σε υψόμετρο περίπου 1000 μέτρων το ποτάμι που ακολουθεί πλέον μια βόρεια πορεία, εισέρχεται εντός του οικισμού της Βωβούσας. Παρατηρούμε εδώ μια περίπτωση όπου το υγρό στοιχείο καθορίζει όπως θα δούμε παρακάτω ονοματολογικά αλλά και ιστορικά τον χώρο καθώς και το ανθρωπογενές περιβάλλον μίας κοιλάδας. Φυσικά το υδρολογικό σύστημα της Πίνδου δεν περιορίζεται μόνο στις ανωτέρω περιπτώσεις. Πολλές ακόμα μορφές υδάτινων επιφανειών, υδάτινων ροών και συστημάτων που συνδέονται με αυτές σχηματίζουν με την βοήθεια των προσηγορικών arîu, apă, şopotu, mutşară, lacu και άλλων τοπωνύμια που σχετίζονται με την παρουσία του νερού. Αναφέρω χαρακτηριστικά από την περιοχή της Βωβούσας τα εξής: Arîulu Albu, Mutşara a Greclui, Şopotu Cupăńe ή Cupańi, Spindzurutură, Smixomate, Vrîmufîndîńi, Şuputiru και άλλα.

Μπορεί για τους ερευνητές τα ανωτέρω υδρώνυμα να αποτελούν σημειολογικά στοιχεία του τοπικού γλωσσικού πολιτισμού ωστόσο ας μην ξεχνάμε την ως τα μέσα του 20ο αιώνα αναφορική τους λειτουργία στα πλαίσια μίας αγροτικής κοινωνίας που δρούσε καθημερινά και στα πιο απόμακρα σημεία αυτών των βουνών. H λεκτική κωδικοποίηση του υδάτινου στοιχείου αποτέλεσε μία απαραίτητη για την λειτουργία της ορεινής οικονομίας δομή εφόσον έτσι διέθεταν μία βάση αναφοράς για το τεράστιο δίκτυο των υδάτινων ροών που έρεε στα θερινά βοσκοτόπια, άρδευε κήπους λιβάδια και χωράφια, ύδρευε οικισμούς, γειτονιές, αγροτόσπιτα και κινούσε υδροκίνητους μηχανισμούς. Η τελευταία επισήμανση αγγίζει μια σημαντική πτυχή της τεχνολογικής ιστορίας του παραδοσιακού κόσμου της Πίνδου εφόσον η αιχμή της τεχνικής του έκφρασης συνδέεται με εφαρμογές της υδροκίνητης τεχνολογίας. Στην πιο χαμηλή της εκδοχή αφορά μηχανισμούς μεταποίησης της αγροτικής παραγωγής όπως νερόμυλους, μαντάνια και νεροτριβές. Στους οικισμούς της Πίνδου όπου η παρουσία αυτών των μηχανισμών υπερκαλύπτει το επίπεδο της τοπικής παραγωγής υποψιαζόμαστε την ύπαρξη μιας διαφοροποιημένης οικονομικής λειτουργίας. Αυτή συνδέεται με το δίκτυο επικοινωνιών που συγκροτούν οι ορεινές κοιλάδες που συνιστούν γεωγραφικά αλλά και θεσμικά ασφαλή δερβένια. Αυτά εφόσον διαθέτουν δυνατότητες υδροκίνησης συνιστούν παράλληλα και βιοτεχνικούς σταθμούς. Έμποροι και παραγωγοί σιτηρών και μάλλινων υφασμάτων, επεξεργάζονται και μεταποιούν σε αυτά τα δερβένια με ασφάλεια τα προϊόντα που μετακινούν μεταξύ διαφορετικών περιοχών. Η Βωβούσα συνιστά μία τέτοια περίπτωση. Είναι, όπως θα δούμε παρακάτω ένα σημαντικό δερβένι με πλήρως αναπτυγμένη την μεταποιητική του λειτουργία. Απόηχος αυτής της εποχής αποτελεί το τοπωνύμιο Μoară Vucufească που σημαίνει Βακούφικος Μύλος. Ωστόσο η σχέση της Βωβούσας με την εκμετάλλευση της κινητήριας δύναμης του νερού δεν περιορίζεται μόνο στις ανωτέρω μορφές. Οι κάτοικοι της υπήρξαν γνώστες μίας εκ των πιο τελειοποιημένων μορφών υδροκίνητης τεχνολογίας που εφαρμόστηκε στις προβιομηχανικές κοινωνίες του Ελλαδικού χώρου. Για να γίνει αυτό αντιληπτό πρέπει να μεταφερθούμε στον 19ο αιώνα. Οι ευρύτερες οικονομικές διεργασίες εκείνης της περιόδου, που σχετίζονται με τις πρώτες απόπειρες εκβιομηχάνισης του ελλαδικού χώρου, καθιστούν την εκμετάλλευση των δασών της Πίνδου μία σημαντική οικονομική δραστηριότητα. Η συμβολή ορισμένων οικισμών της οροσειράς στην ανάπτυξη αυτής της δραστηριότητας υπήρξε καθοριστική. Η τεχνογνωσία των κατοίκων τους στον τομέα της ξυλουργίας επιτρέπει την ανάπτυξη μίας σχετικά εκμηχανισμένης παραγωγικής δομής πριν ακόμη η περιοχή εισέλθει στην βιομηχανική εποχή. Αυτή σχετίζεται με την χρήση του νεροπρίονου μία πραγματική μηχανή με την τεχνική της αλλά και την οικονομική της έννοια. Η ένταση αυτών των εξελίξεων οδηγεί στον συνολικό επανακαθορισμό του οικονομικού πλαισίου των τοπικών κοινωνιών. Βιώνουν τότε την μεταστροφή σημαντικού τμήματος του παραγωγικού πληθυσμού προς τις υλοτομικές δραστηριότητες. Ειδικά στην κοιλάδα του Αώου καταγράφονται οικισμοί, που μετατρέπονται σχεδόν σε μονοτεχνικά χωριά. Ένα σημαντικό τμήμα των κατοίκων τους εντάσσεται στα μπουλούκια, που συστήνουν οι πριονάδες, δηλαδή οι κατασκευαστές-χειριστές των νεροπρίονων. Οι κάτοικοι της Βωβούσας πρωτοστατώντας σε αυτή την οικονομική διεργασία κατέχουν μία σημαντική θέση στην ιστορία της προβιομηχανικής τεχνολογίας της νεότερης Ελλάδας. Ο θαυμασμός για την τέχνη των πριονάδων και την αντοχή, που επιδείκνυαν οι ξυλουργικές τους ομάδες στις αντίξοες γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες των βουνών, αποτελεί σήμερα ένα ένδοξο αφήγημα πτυχή του οποίου αποτελούσε η ονοματολογική οριοθέτηση του χώρου. Τα τοπωνύμια Prionea al Miltiadhi, Prionea al Naşu a Preftului, Prionea al Paseti, Prionea al Teguşu και άλλα που κατέγραψα στην κοιλάδα της Βωβούσας αποτελούν τεκμήρια μίας τοπικής οικονομίας όπου η δασική εκμετάλλευση μέσω της υδροκίνητης τεχνολογίας συνιστούσε σημαντικότατη δομή. Βέβαια το πέρασμα στο μεγάλο δασικό εμπόριο δεν ήταν ανώδυνο. Oι άνευ περιορισμών απολήψεις οδηγούν σταδιακά σε μία καταστροφή των δασών και o καθορισμός των κοινοτικών τους ορίων μετατρέπεται σε αντικείμενο σφοδρών συγκρούσεων. Ο απόηχος αυτών των συγκρούσεων έχει αφήσει τα αποτυπώματα του στην ονοματολογία του χώρου. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ίσως το τοπωνύμιο Valea de la Beltşańi. Το ιστορικό πλαίσιο της δημιουργίας του, περιγράφεται στην αφήγηση που παραθέτω. Σύμφωνα με κάτοικο της περιοχής «το 1904 στην Válea de la Béltş i τρώγονταν οι Βωβουσιώτες με τους Περιβολιώτες για το μέρος. Εκεί ήταν ο Κώστας ο Μπέλτσιος, ήταν ένας δυνατός άντρας που φυλούσε το πριόνι και δεν τους άφηνε γιατί αυτοί οι Περιβολιώτες έλεγαν είναι δικό τους το μέρος οι Βωβουσιώτες δικό τους και δεν τολμούσαν από τον Μπέλτσιο … Και πήγαν οι Περιβολιώτες και σκότωσαν τους δύο αδελφούς Μπέλτσιου. … . ». Στην ερώτηση μου γιατί έγινε αυτό ο ανωτέρω αφηγητής μου απάντησε: « για το δάσος και για το μέρος περισσότερο για το μέρος οι Περιβολιώτες είχαν μεγάλη κτηνοτροφία ήθελαν για βόσκηση εμείς θέλαμε να κάνουμε πριόνια ». Σε αυτή την απάντηση σκιαγραφείται μία από τις βασικές συνιστώσες της κοινωνικοοικονομικής δυναμικής του κόσμου της Πίνδου αναφορικά με την κατάκτηση του ορεινού χώρου. Αφορά το φαινόμενο της κτηνοτροφικής ανόδου. Συνδεδεμένο άμεσα με το θεσμικό πλαίσιο οργάνωσης του οθωμανικού κράτους καθίσταται παράγοντας δομικών μετασχηματισμών οι οποίοι αντανακλώνται τόσο στην κοινωνική οργάνωση όσο και στην οικιστική και εν γένει περιβαλλοντική φυσιογνωμία της Πίνδου. Αυτή η κίνηση εγγράφει στην ιστορική της διαδρομή τόσο την επισκίαση ή και διάλυση των ανεμικών γεωργικών εγκαταστάσεων της περιοχής όσο και την σταδιακή οικιστική μετατόπιση σε ψηλότερες τοποθεσίες, κοντά στην υποαλπική ζώνη των βουνών, όπου υπάρχει μεγαλύτερη διαθεσιμότητα βοσκοτόπων. Η δημογραφική μεγέθυνση αυτών των οικισμών, η οποία αποτελεί απόρροια της κτηνοτροφικής τους δυναμικής, επιφέρει νέα αύξηση του κτηνοτροφικού κεφαλαίου καθιστώντας, έτσι, τη γη που κατέχουν ανεπαρκή. Καταφεύγουν τότε, είτε στην αρπαγή γαιών από γειτονικούς οικισμούς είτε στο κάψιμο των δασών, γεγονός που είχε αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον της οροσειράς. Η επί αιώνες παράλληλη διαδρομή αυτών των δύο κόσμων των βλαχικών κοινωνιών της Πίνδου, δηλαδή των κτηνοτρόφων και των γεωργών παγιώνει τον διαφοροποιημένο χαρακτήρα των οικονομικών και κοινωνικών τους δομών σε βαθμό που οι μεταγενέστερες κοινωνίες της οροσειράς, αν και έχουν ενοποιηθεί οικιστικά, φέρουν συχνά στοιχεία αυτής της διάκρισης. Η σύγκρουση που επιφέρει η άνοδος του ξυλεμπορίου μπορεί να αναγνωσθεί και ως η τελευταία απόπειρα του γεωργικού κόσμου της οροσειράς να δηλώσει την παρουσία της στην εκμετάλλευση των πόρων του ορεινού χώρου. Ήταν όμως η τελευταία, διότι λαμβάνει χώρα στο μεταίχμιο της μετάβασης από τον προβιομηχανικό στον σύγχρονο κόσμο ο οποίος μεταξύ άλλων θα ακυρώσει όλο το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο που κληρονομήθηκε από την μεσαιωνική και οθωμανική περίοδο.

Από τα ανωτέρω γίνεται αντιληπτό ότι η αγροτική κοινωνία της Πίνδου ως και τα μέσα του 20ου αιώνα εκμεταλλευόταν και την τελευταία σπιθαμή γης προκειμένου να επιβιώσει και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις του υλικού της βίου. Αυτή η δράση της θα ήταν αδύνατο να λειτουργήσει αν δεν οριοθετούσε γλωσσικά το χάος του ορεινού ανάγλυφου της περιοχής. Οι απολήξεις των ορεινών όγκων όντας τα μόνα κατά τόπους διακριτά σημεία ενός συνεχούς και συμπαγούς ορεινού συστήματος αποτέλεσαν τα κεντρικά σημεία στην διαδικασία της ονοματοποίησης του. Όπως διαπιστώθηκε κάθε επίμηκες άκρο υψώματος μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ονοματοποιηθεί από τους ντόπιους. Αυτό γινόταν με την χρήση του προσηγορικού geană το οποίο πρότασσαν και την επίταξη της γενικότερης ονομασίας του τόπου στον οποίο αναφέρονταν. Με αυτόν τον τρόπο σχηματίστηκαν στην περιοχή της Βωβούσας τοπωνύμια όπως τα: Geána de la Cărăbăbắlu, Geána de la Cucurúdzu, Geána de la Farmácu και άλλα. Συνεπώς με τον όρο geană δηλώνεται η ακρώρεια, η κορυφογραμμή ή η ράχη. Παρατηρούμε εδώ ότι η τάση του τοπικού πολιτισμού και εν γένει της βλαχικής γλώσσας προς την πολυσημία, την οποία εντοπίσαμε ήδη στην ονοματοθεσία των υδάτινων ροών, ακολουθείται εξίσου και στην ονοματοθεσία των γήινων προεξοχών. Σε αυτές αγνοείται πλήρως η υψομετρική διαφορά και οι διαστάσεις. Καθοριστικό στοιχείο για την ονοματοθεσία τους αποτελούν τα μορφολογικά στοιχεία. Αυτή η διαπίστωση δεν αφορά μόνο τον όρο geană αλλά και δύο ακόμη όρους που χρησιμοποιεί η βλαχική γλώσσα αναφορικά με την ονοματοθεσία των γήινων προεξοχών. Αναφέρομαι στους όρους tşucă και tşum ă. Στην περιοχή αναφοράς εντοπίσαμε τον όρο tşucă σε δύο περιπτώσεις. Η πρώτα αφορά το όρος Τşucă Roşă μία απόλυτα διακριτή πυραμοειδή γήινη προεξοχή. Η δεύτερη αφορά μία πυραμοειδή βραχώδη λοφώδη προεξοχή που έφερε την ονομασία Τşucă. Βρισκόταν στα όρια του οικισμού της Βωβούσας και σήμερα έχει ισοπεδωθεί. Από τις σχετικές έρευνες διαπιστώθηκε ότι με τον όρο tşucă η βλαχική γλώσσα ονοματίζει κάθε διακριτή γήινη προεξοχή πυραμοειδούς σχήματος ανεξάρτητα αν πρόκειται για λόφο, βουνό ή βουνοκορφή. Ουσιαστικά πρόκειται για έναν διαβαλκανικό τοπωνυμικό όρο η προέλευση του οποίου είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί. Ο όρος tşum ă επίσης καταγράφτηκε στην περιοχή της Βωβούσας δύο φορές με τα τοπωνύμια Τșuma al Goĺanu και Tșúma a Corbului. Από τις σχετικές έρευνες διαπιστώθηκε ότι η βλαχική γλώσσα ονοματίζει με αυτή την λέξη τόσο τους γήλοφους όσο και διακριτές κορυφές που έχουν ομαλό καμπυλωτό σχήμα. Αν και η εδαφολογική σημασία του όρου δεν καταγράφεται στα υπάρχοντα βλαχικά λεξικά εν τούτοις ως λέξη υφίσταται τόσο στη βλαχική όσο και στη ρουμανική γλώσσα με διάφορες σημασίες. Ετυμολογείται από τη λατινική λέξη cyma η οποία αποτελεί δάνειο της ελληνικής «κύμα». Χωρίς να εκφέρω άποψη για την ορθότητα αυτής της άποψης θεωρώ ότι πρέπει να ερευνηθεί και η πιθανή ετυμολογική σχέση της με τους λατινικούς όρους tumiditas "όγκωσις, όγκος", tera tumida "η βουνώδης, η γεώλοφος γη", tumulus "όγκος, γήλοφος, λόφος", tumulosus-a-um "γήλοφος, βουνώδης". Φυσικά τα εδαφολογικά χαρακτηρίστηκα δεν περιορίζονται μόνο στις γήινες προεξοχές. Η μορφολογία του εδάφους προσφέρει σε κάθε γλώσσα αφορμές για τη δημιουργία πολλών ονομασιών . Τα τοπωνύμια Groapa de la Sicărińi, Bărtsire, Culácu, Creacuri, Bată, Mealu vínitu, Scamne, Plοtşî, που συνέλεξα στην περιοχή της Bωβούσας αποτελούν ορισμένα χαρακτηριστικά δείγματα της γλωσσικής έκφρασης των Βλάχων αναφορικά με τη γήινη μορφολογία. Μεταξύ αυτών την στενότερη σχέση αναφορικά με το ανθρωπογενές περιβάλλον της Πίνδου κατέχει το προσηγορικό pade. Αναφέρεται σε κάθε ορεινό πλάτωμα ανεξαρτήτως διαστάσεων. Σε μία γεωγραφική ζώνη, όπου κυριαρχούν τα κεκλιμένα εδάφη, οι επίπεδες εκτάσεις είναι οι μόνες που προσφέρονταν για την ανάπτυξη αγροτικών δραστηριοτήτων, τη δημιουργία ανθρωπίνων εγκαταστάσεων ακόμη και για πολιτισμικές δραστηριότητες. Η αγροτική και οικιστική τους χρήση καθορίστηκε από τις μεταξύ τους υψομετρικές αποκλίσεις και το εμβαδόν της επιφάνειάς τους. Χαρακτηριστικά τοπωνύμια αυτού του τύπου από την περιοχή της Bωβούσας είναι τα Pádea a Feátilor, Padea a Furuĺi, Pádea a Feárecĺi, Padea de la Ştéyi, Pădzî,αλλά και το υποκοριστικό Pădică. Στα πρώτα της στάδια η αγροτική επέκταση στον περιβάλλοντα χώρο πιθανόν να είχε εκτατική μορφή. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την ανάλυση ορισμένων εννοιών που διασώζει η αγροτική ορολογία της βλαχικής γλώσσας. Για παράδειγμα, η σημασιολογική μετάπτωση της λέξεως vuloagă, από την έννοια του δασικού λιβαδότοπου στην έννοια του αγροτεμαχίου μαρτυρεί ότι τα χλοερά ξέφωτα των δασών υπήρξαν τα αφετηριακά σημεία της καλλιεργητικής διεύρυνσης. Ως τοπωνύμιο διατηρεί ακόμη την αρχική του σημασία. Επίσης ο όρος rungu αποτελεί επιβίωση μίας εποχής, όπου η αγροτική επέκταση έπληξε κυρίως τα δάση εκφράζοντας την κατάσταση στην οποία περιέχονταν οι αγροί που προέρχονταν από εκχέρσωση δασοσκεπών εκτάσεων. Η σταδιακή ωστόσο μετάβαση σε πιο εντατικές μορφές χρήσης των εδαφών είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία σταθερών αγροτικών ζωνών. Αυτή η εξέλιξη συνετέλεσε στην δημιουργία τοπωνυμίων που σχετίζονται με διάφορες μορφές αγροτικής χρήσης όπως φανερώνουν οι ονομασίες του τύπου: Livắdzî και Sicărńi,καθώς και τοπωνύμια που σχετίζονται με αγροτικές υποδομές όπως φανερώνουν οι ονομασίες Válea de la Caprétsî, Cutárlu di Cheátră, Siríńi, Cupăńi, Avlacheπου κατέγραψα στην περιοχή της Βωβούσας.

Παράλληλα με αυτήν τη διεργασία εξελίσσεται και το γαιοκτητικό καθεστώς της περιοχής. Η σταδιακή προσαρμογή του στο θεσμικό και πολιτειακό πλαίσιο που όρισε για την περιοχή το οθωμανικό σύστημα εξουσίας επέφερε την παγίωση δύο απόλυτα διακριτών μεταξύ τους μορφών γαιοκτησίας. Η πρώτη αφορά τις εδαφικές εκτάσεις που υπόκειντο σε κοινή χρήση. Ουσιαστικά αναφερόμαστε στα δάση και τους βοσκότοπους. Η δεύτερη κατηγορία συμπεριλάμβανε εκτάσεις γης, που ανήκαν σε ιδιώτες και φορείς. Η αντανάκλαση του ανωτέρου γαιοκτητικού πλαισίου στο τοπωνυμικό σύστημα της περιοχής είναι ενδεικτική των προϋποθέσεων μέσα από τις οποίες συντελέστηκε η ονοματοθεσία του αγροτικού χώρου. Παρά το ότι η δημόσια γη συνιστούσε τον βασικότερο παραγωγικό συντελεστή της τοπικής οικονομίας δεν διασώζεται καμία ονομασία που να αναδεικνύει το καθεστώς κτήσης ή τις μορφές χρήσης της. Αντίθετα η πλειοψηφία των τοπωνυμιών που συνδέονται με την αγροτική οικονομία αναφέρεται στα κτήματα των νοικοκυριών και της εκκλησίας. Η κατοχή ή η χρήση ενός κομματιού γης από κάποια οικογένεια ή από ναό δημιουργούσε αυτόματα και ένα σημείο τοπωνυμικής αναφοράς. Με αυτόν τον τρόπο εμφανίστηκαν τοπωνύμια του τύπου Αgrulu Vucuféscu, Runglu al Canistri, Sicară al Bandă και άλλα. Θα ήθελα εδώ να επισημάνω ότι, με εξαίρεση τα κυριώνυμα που αντλούν την καταγωγή τους από ιστορικά πρόσωπα, τα περισσότερα αποτελούν νεότερα δημιουργήματα και σχετίζονται με την τελευταία περίοδο αγροτικής δράσης του τοπικού πληθυσμού. Tα τοπωνύμια la Ζervă, la Vaşoteanĺi, la Taşulă, la Cazananĺi, Marchesea και άλλα παρόμοια που εντοπίζονται στον περίγυρο του οικισμού προέρχονται κατά κύριο λόγο από επίθετα οικογενειών που κατείχαν ή επεξεργάζονταν συγκεκριμένες εδαφικές εκτάσεις. Φυσικά δε λείπουν τα κυριώνυμα που οφείλουν την προέλευσή τους σε βαφτιστικά υπαρκτών προσώπων. Αυτά οφείλονται σε κάποια γεγονότα της ζωής τους που έλαβαν χώρα σε συγκεκριμένες τοποθεσίες. Συχνά αυτά τα γεγονότα λησμονούνται ωστόσο η λαϊκή μνήμη έχει μετατρέψει πλέον τα βαφτιστικά τους σε τοπωνύμια. Αναφέρω χαρακτηριστικά από την περιοχή της Βωβούσας τα Morfă, Calitsă και Yiotici.

Παραμένοντας στη σχέση των κύριων ονομάτων με τα τοπωνύμια της περιοχής, θα ήθελα να επισημάνω την συχνή συμμετοχή τους σε περιφραστικά τοπωνύμια που αναφέρονται σε μεμονωμένους βράχους φαινόμενο που παρατήρησα και σε άλλα βλαχοχώρια της Πίνδου. Ενδεικτικά αναφέρω από την περιοχή της Βωβούσας τα Cheatra Cheadinu και Cheatra al Mo.Ανεξάρτητα από τους λόγους που συνέδεσαν αυτούς τους πέτρινους όγκους με συγκεκριμένα πρόσωπα παρατηρούμε μία αξιοσημείωτη συμμετοχή του προσηγορικού cheatră στη παραγωγή πολλών βλαχικών τοπωνυμίων. Την πιο κλασσική περίπτωση συνιστούν τα τοπωνύμια όπου εκφράζουν την γεωλογική σύσταση αυτών των βράχων όπως για παράδειγμα τα Chetri Αlbe για όσους έχουν ασβεστολιθική δομή, Cheatră Roşă όταν παρουσιάζουν οξειδώσεις και Cheatră Vinetă, για του βράχους που έχουν σχηματιστεί από οφιόλιθους. Την πιο γραφική ωστόσο περίπτωση συνιστούν τα τοπωνύμια που συνδέουν αυτούς του βράχους με την παρουσία ζώων όπως τo Cheatra a Şoaricului που κατέγραψα στην περιοχή της Βωβούσας. Θα ήθελα επίσης να επισημάνω ότι ο αριθμός των ζωωνύμων που κατέγραψα στα βλαχοχώρια της Πίνδου είναι πολύ μικρός σε σχέση με άλλες κατηγορίες τοπωνυμίων. Στην ευρύτερη περιοχή της Βωβούσας κατεγράφησαν τα εξής χαρακτηριστικά: Alghinăroásă, Nîpîrtică, Tşúma a Corbului, Yerachină, Valea de la Ursă. Η περιορισμένη συμμετοχή της πανίδας στο σχηματισμό τοπωνυμιών προφανώς να οφείλονταν στην περιορισμένη συμβολή του κυνηγιού στην διατροφή των κατοίκων κάτι που σχετίζεται με τα μεγάλα αποθέματα κρέατος που εξασφάλιζε η αναπτυγμένη κτηνοτροφία. Αντίθετα τα φυτώνυμα που έχουν καταγραφεί συνιστούν πραγματικό φυτολογικό πίνακα της τοπικής χλωρίδας. Αναφέρω ενδεικτικά μόνο από την Βωβού σα τα: Cupătşînă, Rugi, Sălci, Βradu, Fagu, Meri, Paltinu, Corńi, Gurcicu, Ştéyi, Chinlu al Bacă, Vrîsinétu, Τşîreşî και άλλα. Η πληθώρα των φυτωνύμων στην ονοματοθεσία του χώρου απηχεί πέραν της κυριαρχίας της χλωρίδας και την παραγωγική τους διάσταση. Τοπωνύμια του τύπου xeracu, butşumu και ĺanuri ενδεχομένως υποδεικνύουν μία πιθανή ξυλουργική δράση.

Οι παραγωγικές διαδικασίες που εφαρμόζονταν από τον αγροτικό κόσμο της περιοχής και η ευρύτατη διασπορά των αγροτικών εκμεταλλεύσεων προϋπέθεταν την καθημερινή τους μετάβαση στην ύπαιθρο. Αυτή η διάχυση θα ήταν ανέφικτη χωρίς την ύπαρξη ενός οδικού δικτύου. Αποτελούμενο από μονοπάτια, δρόμους και γεφύρια καταγράφηκε στην τοπική μνήμη μέσα από τοπωνύμια του τύπου: cále aspártă, Puntea al Tshactáni, Puntea acea Máre, Puntícă, καθώς και μέσα από τοπωνύμια του τύπου: Gúşea de la flámburu, Gúshea de la brádu, Scară και άλλα τα οποία αναδεικνύουν τις απόλυτα ορεινές διαστάσεις αυτού του δικτύου. Μπορεί ο ορεινός και συχνά δύσβατος χαρακτήρας του τοπικού δικτύου να καθιστούσε επίπονη την καθημερινή μετακίνηση των κατοίκων ωστόσο αποτέλεσε στοιχείο μίας διεργασίας που επηρέασε καίρια την ιστορική εξέλιξης της τοπικής κοινωνία. Αυτή καθορίστηκε από δύο παράγοντες. Τον χώρο και τον τρόπο που η τοπική κοινωνία προσπαθεί να ισορροπήσει σε αυτόν πάντα σε σχέση με το θεσμικό του πλαίσιο του κράτους. Oι Οθωμανοί κρίνοντας ότι η συνοχή του κράτους τους σε αυτή την περιοχή ταυτίζεται με την ομαλή λειτουργία και ασφάλεια του ορεινού δικτύου καθιστά τους κατοίκους φύλακες και διαχειριστές της διάβασης. Μέσα από αυτή την σχέση αναδεικνύονται ως δρώντα ιστορικά πρόσωπα δυο κατηγορίες ανθρώπων. Οι άνθρωποι των όπλων και οι άνθρωποι της μεγάλης κτηνοτροφίας. Η δράση τους αποκτά ιστορική υπόσταση μέσα από τον ρολό τους ως μεσολαβητές μεταξύ της τοπικής κοινωνίας και του κράτους. Συχνά δε η ιστορική τους υπόσταση εγγράφεται στον χώρο Στα τοπωνυμία της Βωβούσας Τosca, Vasilachi, Fezu αναγνωρίζομαι υπαρκτά πρόσωπα που με την δύναμη των όπλων και του χρήματος σχηματίζουν το πλέγμα του τοπικού ή και υπεροπτικού συστήματος εξουσίας. Στο βαθμό που ζημίωναν ή ευεργετούσαν τον τόπο τους η μνήμη καταγράφει την δράση τους αλλά δημιουργεί και τις προϋποθέσεις για μια μυθική ανάγνωσή τους. . Στις συγκρούσεις των οπλοφόρων μέσα και έξω από τα όρια της κοιλάδας αναγνωρίζουμε την σημασία της για του ανθρώπους που ασκούν τον έλεγχο του ορεινού δικτύου. Ή μεγάλη μονότοξη γέφυρα που δεσπόζει στο κέντρο του οικισμού, αποτελούσε, το μοναδικό πέρασμα του Αώου για τους ταξιδιώτες, που κατευθύνονταν από την περιοχή του Ζαγορίου στα Γρεβενά και, εν γένει, προς την Μακεδονία και την Κωνσταντινούπολη. Ειδικά τον χειμώνα αυτή η αρτηρία ήταν πιο προσπελάσιμη σε σχέση με την κύρια, που διέσχιζε τη Χώρα Μετσόβου και για τους ταξιδιώτες που ήθελαν να μεταβούν από τα Γιάννενα προς τα μακεδονικά εδάφη. Ο έλεγχος της γέφυρας προϋπέθετε έλεγχο της κοιλάδας και κατ’ επέκταση των γύρω ορεινών περασμάτων. Τα τοπωνύμια Paĺutambură, Flamburu και Píryu, Strandjă πιθανόν να απηχούν τη λειτουργία της κοιλάδας όχι μόνο ως οργανωμένης διάβασης αλλά και ως έδρας ενός σημαντικού αρματολικίου. Για τους ανθρώπους των όπλων ο θεσμικός έλεγχος της κοιλάδας αποτελεί ζωτική παράμετρο στην άσκηση της τοπικής εξουσίας γεγονός που πυροδοτεί μία αμφίδρομη ιστορική διεργασία. Όταν δεν συνομιλούν με την εξουσία τότε συγκρούονται με αυτή έχοντας πάντα ως αρωγό το ορεινό τοπί.. Αυτή η διάσταση εγγράφεται με τον καλύτερο τρόπο στο τοπωνύμιο Μurmintea al Fezu που μεταφράζεται ως Μνήμα του Φεζου. Αποδίδεται σε τοποθεσία στην κατάφυτη πλαγιά που ορίζει από δυτικά τον οικισμό της Βωβούσας και αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της σχέσης μεταξύ του ορεινού χώρου, των ανθρώπων των όπλων και της κεντρικής εξουσίας. Προσωποποιημένη στο όνομα του Οθωμανού αξιωματούχου που έφερε τον όνομα Φέζ προσπαθεί να επιβληθεί δια των όπλων στους παρανόμους που έχουν καταλάβει στην κοιλάδα. Η σύγκρουση που ακολουθεί και ο επικείμενος θάνατος του Οθωμανού αξιωματούχου τροφοδοτούν την χωρική αντίληψη και την ιστορική μνήμη των τοπικών κοινωνιών μέσα από τα δικά τους, πάντοτε προφορικά, μνημονικά εργαλεία που είναι τα τοπωνυμία και τα δημοτικά τραγούδια. Στην συνέχεια έρχεται ο λόγιος και ακαδημαϊκός πολιτισμός να επικυρώσει σε γραπτή μορφή την ιστορική διάσταση αυτού του γεγονότος. Μόνο που σε αυτές τις προσεγγίσεις ελάχιστα ή και καθόλου δεν έχει επισημανθεί η γλωσσολογική και κατ’ επέκταση πολιτισμική διάσταση του τοπωνυμίου που μας άφησαν αυτά τα γεγονότα. Η λέξη Μurminte αποτελεί την βλαχική επιβίωση της λατινικής λέξης monumentum η οποία μεταξύ των άλλων ερμηνειών περιφέρονταν στον ρωμαϊκό κόσμο και με τις σημασίες μνημείο, μνήμα, μνήμη. Σαν γλωσσολογικό τεκμήριο ενσωματώνει βασικά στοιχεία της φωνητικής εξέλιξης της ανατολικής βαλκανο-ρομανική γλώσσας όπως ο ρωτακισμός, η συγκοπή και η στένωση των φωνηέντων. Σαν ιστορικό τεκμήριο ωστόσο αναπαράγει μία ακόμη από τις χαρακτηριστικές πολιτισμικές ωσμώσεις της ιστορικής διαδρομής του Βαλκανικού κόσμου. Ξεκινάει με την ρωμαϊκή περιπέτεια της χερσονήσου του Αίμου και καταλήγει στον οθωμανικό κόσμο του 19ου αιώνα. Η εξουσία των όπλων ήταν από την φύση της βίαιη. Αντίθετα για τους ανθρώπους του πλούτου συνιστά πεδίο άσκησης της διπλωματικής τέχνης. Σε αυτά τα βουνά, αν εξαιρέσεις το εισαγόμενο χρήμα που επιφέρει η εμπορική δραστηριότητα ο πλούτος ταυτίζεται με την μεγάλη κτηνοτροφία. Ειδικότερα στην ιστορία της Βωβούσας το πρόσωπο που συνδέεται εμβληματικά με αυτή εγγράφεται στον χώρο με το τοπωνύμιο la Vasilachi. Το συγκεκριμένο κυριώνυμο αναπαράγοντας τον τρόπο με τον οποίο η τοπική κοινωνία προσφωνούσε τον μεγαλοτσέλιγκα Βασίλειο Αναγνώστου Χατζηγεωργίου αποτυπώνει και τα αισθήματα δέους που έτρεφε για αυτόν. Η κατοχή μεγάλων κοπαδιών τον καθιστά έναν ισχυρό διαμεσολαβητή μεταξύ των ορεινών κοινωνιών και του οθωμανικού κράτους. Αυτή η ιδιότητά του προέρχεται πρωτίστως από την θεσμική θέση που κατέχει η μεγάλη κτηνοτροφία των Βλάχων στα δίκτυα εφοδιασμού του οθωμανικού κράτους. Πρόκειται για μία συναλλαγή που καθιστά τους ιδιοκτήτες των κοπαδιών προνομιακούς συνομιλητές με τα πρόσωπα της κεντρικής εξουσίας. Σε ένα θεσμικό πλαίσιο όπου η διαμεσολάβηση ταυτίζεται με την άσκηση διοίκησης οι μεγάλοι κτηνοτρόφοι καθίστανται ισχυρά πρόσωπα της τοπικής εξουσίας. Η δράση του Βασιλάκη, φανερώνει ότι οι κάτοικοι της Βωβούσας δεν ήταν αμέτοχοι της κτηνοτροφικής δομής η οποία αποτελούσε εγγενές στοιχείο της ταυτότητας των Βλάχων. Η πληροφορία ότι ο οικισμός Βριζιάτσινο που βρίσκονταν κοντά στη σημερινή Δόλιανη του Ανατολικού Ζαγορίου αγοράστηκε στα μέσα του 18ο αιώνα από τους Βωβουσιώτες ώστε να αποτελέσει χειμερινό τους χειμαδιό δηλώνει μια ακμαία κτηνοτροφική οικονομία. Ωστόσο μία συνολική αξιολόγηση των οικονομικών δομών του οικισμού στην μακρά διάρκεια του χρόνου δεν την εντάσσει στην κατηγορία των βλαχωρίων που η εθνογραφική καταγραφή χαρακτηρίζει ως απόλυτα κτηνοτροφικά χωριά. Αντίθετα εντοπίζουμε σε αυτή έναν οικισμό που διατηρεί σε όλη την διάρκεια του παραδοσιακού κόσμου τις αρχαϊκές δομές του βλαχικού κόσμου του Μεσαίωνα. Πριν την ανάπτυξη της οικονομίας του ξύλου φαινόμενο σχετικά πρόσφατο συνομιλεί τόσο με την κτηνοτροφία όσο και με την γεωργία. Η τελευταία δομή είναι ίσως και αυτή που παραπέμπει στην αρχαϊκή εικόνα των πληθυσμών που ζούσαν σε αυτή την κοιλάδα. Τα σημερινά τοπωνυμία Βaitani, Paĺomănastru, Stă-Vińiri και Ayu Dhinitri ή Su -Mendru αφορούν θέσεις παλιότερων μεσαιωνικών οικισμών της κοιλάδας. Σύμφωνα με καταγραφείσες παραδόσεις που δεν έχουν τεκμηριωθεί κάποιοι από τους κατοίκους αυτών των εξαφανισμένων χωριών συγκροτούν μεταξύ του 16ου και 17ου αιώνα τον σημερινό οικισμό ο οποίος φέρει έκτοτε το όνομα του ποταμού που τον διασχίζει. Από τις προσωπικές μας έρευνες η πρώτη μνεία του οικισμού γίνεται το 1592/93 στην πρόθεση 421 της Μονής Μεταμορφώσεως των Μετεώρων. Άρα προϋπήρχε ή μόλις είχε συγκροτηθεί. Οι αρχικοί οικιστές είναι κατά βάση γεωργοί και συμπληρωτικά εκμεταλλευτές του δάσους. Οι μεταγενέστερες οικονομικές δομές της Βωβούσας μας βοηθούν να υποθέσουμε ότι μαζί τους συνοίκησε και μια κτηνοτροφική ομάδα. Επαναλαμβάνεται έτσι και στην περίπτωση της Βωβούσας ένα φαινόμενο που αποτελεί το υπόβαθρο σημαντικών διεργασιών αναφορικά με την κοινωνική και οικιστική εξέλιξη των βλαχικών κοινωνιών της οθωμανικής περιόδου. Αυτό συνοψίζεται στην συνοίκηση των γεωργικών οικισμών των ορεινών κοιλάδων με τις ανήσυχες κατούνες των μετακινούμενων κτηνοτρόφων που αναζητούσαν πλέον σταθερές ορεινές πατρίδες. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι κατούνες συνιστούν τον πυρήνα ανάπτυξης οικισμών κτηνοτροφικού τύπου και λειτουργούν αφομοιωτικά ως προς τις προγενέστερες αγροτικές δομές. Ωστόσο όπου οι κατούνες υπόκεινται σε περιορισμούς ενσωματώνονται τελικά, στο αγροτικό-οικιστικό σύστημα των γεωργών. Η Βωβουσα ακολουθεί την δεύτερη εκδοχή διασώζοντας έτσι τα αρχαϊκά χαρακτηριστικά της οικονομίας της. Πολύ πιθανόν σε αυτό να συνετέλεσε και η ανυπαρξία σημαντικών βοσκότοπων. Ενδεχομένως όμως η μοίρα του οικισμού να ορίστηκε από την παρουσία του ποταμού που τον διασχίζει και ειδικότερα από την γέφυρα του. Η κατασκευή της το 1748, καθιστώντας αυτό το πέρασμα του Αώου σε έναν από τους σημαντικότερους δρόμους επικοινωνίας της Ηπείρου με τη Μακεδονία μπορεί να συνέβαλε στην οριστική συνένωση των γύρω μικρών οικισμών. Είναι χαρακτηριστική η εικόνα του οικισμού όπως μας την περιγράφει ο Πουκεβιλ το 1806 όπου αναφέρει ότι το κάθε σπίτι της Βωβούσας περιστοιχίζονταν από κήπους με πολλά λαχανικά και μία αξιόλογη καλλιέργεια τριανταφυλλιών. Αυτή η εικόνα παραπέμπει σε μόνιμα εγκατεστημένο πληθυσμό και δεν έχει καμία σχέση με όμορους οικισμούς Βλάχων που έχουν καταλάβει τα υποαλπικά λιβάδια των γύρω βουνών και στα οποία κατοικούν μόνο εποχικά. Και ενώ είναι εμφανές ότι ο οικισμός πήρε την ονομασία του από το ποτάμι που τον διασχίζει το ερώτημα που τίθεται είναι από πού προήλθε το όνομά του. Και δεν εννοώ βέβαια την ονομασία Αώος με την οποία εμφανίζεται σήμερα. Αυτή αποτελεί μία επαναφορά της ρωμαϊκής του ονομασίας η οποία επιβλήθηκε από τους λόγιους και τις διοικητικές υπηρεσίες. Αντίθετα, σε πολλά κείμενα από το τέλος του Μεσαίωνα έως και τα μέσα του 20oυ αιώνα το ποτάμι αναφέρεται ως Βοώσα, Βοούσα, Βοούση, Βούση, Βιώσα, Βοϊούσα, Βογιούσα και Βουβούσα στην ελληνική παράδοση ως Vijosë ή Vjosë στην Αλβανική γλώσσα και ως Băeasă ή Bueasă στη Βλαχική. Νομίζω όλοι οι ιδιωματικοί και γλωσσικοί τύποι της ιστορικής ονομασίας του ποταμού αποτελούν παραλλαγές μία κοινής ρίζας. Έχω ακούσει πολλές απόψεις για την προέλευση του ονόματος. Προτιμώ ωστόσο να αναφερθώ στην πιο διεξοδική ως τώρα επιστημονική μελέτη. Σύμφωνα με αυτή πρόκειται για απομεινάρι ενός υδρώνυμου που προέρχεται από της λαϊκή λατινική φράση Αmnis ή Aqua ή Fluvia Vivosa ή Viosa. Η χρήση του επιθέτου vivosuς που ουσιαστικά σημαίνει, ζωντανός, προϋποθέτει την γρήγορη και ορμητική κίνηση του νερού ή την δροσερή του υφή. Μετά την αποκοπή του ουσιαστικού παρέμεινε ως ονομασία μόνο ο επιτασσόμενος επιθετικός προσδιορισμός που αποτέλεσε και την απαρχή του μεσαιωνικού τύπου Viosa. Αυτή η ονομασία αφού μεταφέρθηκε στην ιταλική ακτή εξελίχτηκε στον τύπο Voosa που αποτέλεσε την βάση μεσαιωνικού και νεώτερου τύπου.

Δεν θα διαφωνήσω με αυτή την εκδοχή αλλά ούτε και θα συμφωνήσω. Όπως είπε και ένα άλλος γλωσσολόγος η προσπάθεια να φτάσει κάνεις στην σημερινή φωνητική μορφή του τοπωνυμίου Bωβούσα είναι πολύ δύσκολη και για να επιτευχθεί χρειάζεται μια σειρά υποθετικών βοηθητικών τύπων με όλους τους σχετικούς κινδύνους. Πάντως η ιστορική ονομασία του ποταμού απαντάται για πρώτη φορά σε σιγίλιο που εξέδωσε το 1019 ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος ο Β΄ γνωστός και ως Βουλγαροκτόνος. Τον ίδιο αιώνα στην Αλεξιάδα έργο της Άννας Κομνηνής αναφέρεται με σαφήνεια το ποτάμι της βοώσης. Έκτοτε οι αναφορές στο ποτάμι πληθαίνουν και τις βρίσκουμε σε όλες σχεδόν τις βαλκανικές γλώσσες ως παραλλαγές της ιστορικής του ονομασίας,

Eίναι σχεδόν αδύνατο στα πλαίσια μίας ανακοίνωσης να παρουσιαστεί το σύνολο των σημασιολογικών πεδίων που συγκροτούν οι άνω των 150 τοπωνυμίες που κατέγραψα στην περιοχή της Βωβούσας. Μερικές εξ αυτών μπορεί να μη εμπίπτουν στα σημερινά διοικητικά όρια του οικισμού όμως βρίσκονται σίγουρα στην ιστορική οπτική του τοπικού πολιτισμού. Σαφώς τοπωνύμια όπως τα Coduru, Surinu, Toacă, Petrumsă, Lunu, Spíndzură, Brîsti, lareani, Murgu, Urecĺi, Αrungă, Chiramare, Surpată, Vale di Șutu, Faguvintu και άλλα έχουν ιδιαίτερο γλωσσολογικό ενδιαφέρον. Σε αρκετές περιπτώσεις η μορφολογία του χώρου που δηλώνουν δεν συνάδει με την ακριβή τους μετάφραση γεγονός που υποδεικνύει απολεσθείσα σημασία. Για παράδειγμα το τοπωνύμιο Toacă απαντάται συχνά στην Πίνδο σε δασωμένα και σκοτεινά υψώματα. Στην ακριβή του μετάφραση σημαίνει σήμαντρο μία έννοια που σαφώς δεν ερμηνεύει τα χαρακτηριστικά των τοποθεσιών που υφίσταται.

Κλείνοντας αυτήν την ανακοίνωση θα ήθελα να επισημάνω ότι οι συναρτήσεις γλώσσας και πολιτισμού στην παραδοσιακή και σύγχρονη κοινωνία της Πίνδου παραμένουν ακόμη ανοικτές ως πεδία επιστημονικής έρευνας. Η ανεπάρκεια συστηματικών μελετών, και η επίγνωση της επικείμενης εξαφάνισης του τοπικού γλωσσικού συστήματος ήταν οι λόγοι που ώθησαν τις ανθρωπολογικές μου αναζητήσεις σε μία παράλληλη γλωσσολογική προσέγγιση ιδιωμάτων της περιοχής. Μέσα από τους λεκτικούς όρους και τα τοπωνυμικά στοιχεία που κατέγραψα εντοπίστηκαν άγνωστες πτυχές του υλικού βίου των τοπικών πληθυσμών. Ταυτόχρονα διαπιστώθηκαν οι τοπικές συνιστώσες μίας μακράς και ευρύτατης σχέσης με τον βαλκανικό χώρο γεγονός που συνδέεται άμεσα με την δόμηση της πολιτισμικής ταυτότητας. Ο εντοπισμός γλωσσικών στοιχείων του βαλκανικού περίγυρου υποδεικνύουν ιστορικές αλληλουχίες οι οποίες δεν καταγράφονται σε γραπτές πηγές. Ωστόσο βρισκόμαστε ήδη σε οριακό σημείο. Ο γλωσσικός ηγεμονισμός της επίσημης γλώσσας έχει επιφέρει σημαντική συρρίκνωση της τοπικής γλώσσας. Αυτή η επισήμανση αποτέλεσε ένα από τα βασικά κίνητρα για να προβώ στην καταγραφή των τοπωνυμιών της κεντρικής Πίνδου. Η εξαφάνιση της ίδιας της τοπικής γλώσσας η οποία επίκειται στο άμεσο μέλλον θα καταστήσει σύντομα αυτήν την έρευνα ανέφικτη.

Φάνης Δασούλας
Διδάκτωρ Λαογραφίας, μέλος ΕΔΙΠ Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Τα βλάχικα τοπωνύμια της Βωβούσας - Ανθρωπολογικές και γλωσσολογικές επισημάνσεις
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΩΒΟΥΣΑΣ 2017

Αναζήτηση