1.1. Γενικά
Για τη βλάχικη θεματολογία, ο γεωγραφικός όρος Μογλενά καλύπτει μία περιοχή δίχως πολύ ξεκάθαρα όρια. Επιπλέον, με το πέρασμα του χρόνου τα όρια αυτά γνώρισαν σημαντική μεταβολή και συρρίκνωση.
Σήμερα, τα βλάχικα Μογλενά ή Βλαχομογλενά περιλαμβάνουν το βορειοανατολικό τμήμα της επαρχίας Αλμωπίας, το δυτικό τμήμα της επαρχίας Παιονίας και ένα μικρό μέρος επεκτείνεται βόρεια της συνοριακής γραμμής στο έδαφος της π.Γ.Δ.Μ.. Με τον όρο Μογλενίτες ή Μεγλενίτες Βλάχοι αναφερόμαστε σε μία ιδιαίτερη ομάδα Βλάχων που κατοικούσε και εξακολουθεί να κατοικεί σε αυτή την περιοχή, γύρω από τις πλαγιές του Πάικου και της Τζένας ή Κόζουφ. Το όνομα Μογλενά το συναντούμε από τους βυζαντινούς ακόμη χρόνους, τουλάχιστον από το 1019, ως όνομα γεωγραφικού τμήματος διοίκησης, το οποίο θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως ταυτίζεται με τη σημερινή επαρχία Αλμωπίας μαζί με κάποιες από τις όμορες περιοχές. Επίσης το συναντούμε και ως όνομα εκκλησιαστικής επισκοπής, τα όρια της οποίας κάλυπταν μία πολύ πιο διευρυμένη περιοχή.273 Στα πρώτα βυζαντινά χρόνια, η περιοχή ήταν γνωστή με το όνομα Ενωτία. Με την κάθοδο των Σλάβων η περιοχή ονομάστηκε Μέγκλεν, που σε ελεύθερη απόδοση δηλώνει τον «ομιχλώδη τόπο». Αργότερα, το όνομα αυτό ελληνοποιήθηκε και πήρε τη μορφή Μογλενά. Οι Τούρκοι ονόμασαν την περιοχή Καρατζόβα ή Καρατζιόβα και τους κατοίκους Καρατζοβαλήδες. Στα ελληνικά, το τοπωνύμιο Καρατζόβα θα μπορούσε να αποδοθεί ως «Μαυρόκαμπος».
Οι Βλαχομογλενίτες αυτοπροσδιορίζονται με το όνομα «Βλάου», στον ενικό, και «Βλάς ή Βλάσι», στον πληθυντικό. Είναι προφανές πως οι δύο αυτοί όροι ταυτίζονται με τους όρους Βλάχος και Βλάχοι αντίστοιχα. Αυτός ο αυτοπροσδιοριστικός όρος τους φέρνει σε μία πρώτη αντιδιαστολή με τους υπόλοιπους Βλάχους της Νότιας Βαλκανικής, οι οποίοι στη συντριπτική πλειοψηφία τους χρησιμοποιούν τους αυτοπροσδιοριστικούς όρους «Αρμούνου Αρμούνι». Θα πρέπει, επίσης, να διευκρινιστεί πως οι άνθρωποι που χαρακτηρίζονται ως Μογλενίτες Βλάχοι δε δέχονται τον όρο αυτό με άνεση. Αρχικά, ο όρος Μογλενίτης τους ήταν άγνωστος. Πέρασε στο λεξιλόγιό τους ως νεολογισμός μετά τις ανθρωπολογικές και εθνογραφικές έρευνες στα τέλη του 19ου αιώνα. Το ίδιο άγνωστος ως όρος ήταν και στους γειτονικούς μη μογλενίτικους βλάχικους πληθυσμούς, όπως είναι οι Μεγαλολιβαδιώτες. Μάλιστα οι Μεγαλολιβαδιώτες, οι στενότεροι Βλάχοι γείτονές τους, δεν είχαν κάποιο συλλογικό και ιδιαίτερο όνομα για τους Βλαχομογλενίτες. Τους αποκαλούσαν Ουσινιότς, Τσερναρεκιάνους κ.λπ., ανάλογα με το παλιό όνομα του κάθε βλαχομογλενίτικου χωριού, ενώ οι κάτοικοι των Καλυβιών της Ρόντοβας τους αποκαλούσαν όλους Ουσινιότς, άσχετα από ποιο χωριό προέρχονταν.
1.2. Τα βλαχομογλενίτικα χωριά
Σήμερα, (1997), υπάρχουν επτά μογλενίτικα βλαχοχώρια. Στην επαρχία Παιονίας, είναι τα εξής: το Σκρα (στα βλάχικα Λιούμνιτσα ή Λουμνίτσα), η Κούπα και η Κάρπη (στα βλάχικα Τσιρναρεάκα ή Τσερναρέκα). Στην επαρχία Αλμωπίας υπάρχουν: ο Αρχάγγελος (Όσσιανη), η Λαγκαδιά (Λούντζενη ή Λουγκούντσα) και η Περίκλεια (Μπιρισλάβ). Στο γειτονικό έδαφος της π.Γ.Δ.Μ. βρίσκεται η Χούμα ή Ούμα. Στην επαρχία Αλμωπίας, μογλενίτικη βλάχικη καταγωγή είχαν και οι παλαιότεροι κάτοικοι της Νώτιας, γνωστής και ως Νάντα ή Νόντι. Αν και στα 1759 οι παλαιότεροι κάτοικοι της Νώτιας είχαν εξισλαμιστεί, εξακολουθούσαν να μιλούν τα μογλενίτικα βλάχικα μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών, όταν οι περισσότεροι από αυτούς εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Ανατολική Θράκη, στην Τουρκία. Μογλενίτικη βλάχικη καταγωγή φαίνεται πως είχε και ένα τουλάχιστον μέρος των προγόνων των κατοίκων και ορισμένων άλλων χωριών στη γύρω περιοχή. Σε κάποια από αυτά η παλαιότερη παρουσία Βλαχομογλενιτών θα πρέπει να θεωρείται σίγουρη, όπως στην Καστανερή Παιονίας (Μπαραβίτσα, Μπαροβίτσα ή Μπαρόβιστα), στα Τρία Έλατα Αλμωπίας (Λέσκοβα), και στα χωριά Κόνσκο (Konsko) και Σερμενίν (Sermenin) στην π.Γ.Δ.Μ..275 Για κάποια άλλα χωριά, όπως η Γρίβα Παιονίας (Κρόβα, Κρίβα ή Κριβάνι), η Κρώμνη Γιαννιτσών (Κορνισόρ ή Κορνιτσέλοβο) και η Φούστανη Αλμωπίας, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις πως ίσως κάποτε κατοικούσαν και σε αυτά κάποιοι Βλαχομογλενίτες που αφομοιώθηκαν. Στην περίπτωση μάλιστα της Κρώμνης, το παλιό της όνομα Κορνισόρ. που στα βλάχικα σημαίνει «μικρή κρανιά», έρχεται να ενισχύσει τις πιθανότητες. Ανάλογες ενδείξεις υπάρχουν και για χωριά στο γειτονικό έδαφος της π.Γ.Δ.Μ., προς την περιοχή του Τίκβες, όπως το χωριό Ράντινα (Radnja) 276, και προς την κοιλάδα του Αξιού, όπως στο χωριό Νεγκόρτσι (Negorci).277
Εκτός από τα επτά βασικά σήμερα βλαχομογλενίτικα χωριά και την παλιά Νώτια, σε όλα τα υπόλοιπα χωριά που αναφέρθηκαν η αφομοίωση των βλαχόφωνων ομάδων ανάμεσα στους γειτονικούς σλαβόφωνους πληθυσμούς σημειώθηκε σταδιακά και συντελέστηκε από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι, το αργότερο, τα πρώτα χρόνια του 20ου. Στην περιοχή των Μογλενών υπάρχουν άλλοι δύο βλάχικοι οικισμοί, τα Μεγάλα Λιβάδια και τα Μικρά Λιβάδια, των οποίων όμως οι κάτοικοι δεν είναι Βλαχομογλενίτες. Τα Μεγάλα και τα Μικρά Λιβάδια είναι ορεινές κοινότητες ημινομάδων Βλάχων που είχαν έρθει, από τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά, από τη Γράμμουστα, τη Μοσχόπολη, το Περιβόλι και τη Σαμαρίνα. Σήμερα, ως οικισμός και κοινότητα υπάρχουν μόνο τα Μεγάλα Λιβάδια. Μαζί με τα Βλαχομογλενά θα πρέπει να εξεταστεί και η περίπτωση της βλάχικης εγκατάστασης στη γειτονική πόλη της Γευγελής, καθώς η πόλη αυτή υπήρξε το οικονομικό και διοικητικό κέντρο των Βλάχων των Μογλενών για μία μακρά σειρά δεκαετιών.
1.3. Η προέλευση των Βλαχομογλενιτών
Είναι γεγονός πως, εκτός του αυτοπροσδιοριστικού όρου, οι Βλαχομογλενίτες παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές από τους υπόλοιπους Βλάχους της Νότιας Βαλκανικής. Στην περίπτωση των Βλαχομογλενιτών, η στερεότυπη αντίληψη περί Βλάχων είναι παντελώς άτοπη. Οι Βλαχομογλενίτες κάνουν την εμφάνισή τους στους νεότερους χρόνους ως ένας αγροτικός πληθυσμός στενότατα συνδεδεμένος με τη γη και την αγροτική ζωή. Αυτές και άλλες διαφορές τους, σε σχέση με τους υπόλοιπους Βλάχους, φαίνεται πως ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον και προβλημάτισαν τους πρώτους ερευνητές. Καθώς οι έρευνες προχωρούσαν, αποκαλύφθηκε πως η προέλευση των Βλαχομογλενιτών είναι πραγματικά αινιγματική, και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι των υπόλοιπων Βλάχων.
Μία από τις απόψεις που έχουν εκφραστεί σχετίζει τους Βλαχομογλενίτες με τους Πετσενέγκους ή Πατζινάκους και τους Κουμάνους ή Κομάνους, που εγκατέστησαν στην περιοχή οι βυζαντινοί αυτοκράτορες ανάμεσα στα τέλη του 11ου και τις αρχές του 12ου αιώνα. Από τον 9ο αιώνα, τα δύο αυτά τουρκικά φύλα της Κεντρικής Ασίας αλληλοδιαδέχτηκαν το ένα το άλλο στις στέπες της Νότιας Ρωσίας, της Ουκρανίας και στις σημερινές ρουμανικές επαρχίες της Μολδαβίας (Moldova) και της Βλαχίας (Muntenia και Oltenia). Στις ρουμανικές επαρχίες βόρεια του Δούναβη, αλλά και κατά τις επιδρομές τους στα τότε βυζαντινά εδάφη στη σημερινή Βουλγαρία, φαίνεται πως ήρθαν σε επαφή με κάποιες ομάδες «βλάχικων πληθυσμών». Αυτοί οι «βλάχικοι πληθυσμοί» είτε βρίσκονταν ήδη εκεί, οπότε θα πρέπει να λογίζονται ως γηγενές και εκλατινισμένο στοιχείο, είτε μετακινήθηκαν από το νότο και άρα θα πρέπει να είχαν κάποια συγγένεια με τους μακρινούς προγόνους των Βλάχων των ελληνικών χωρών. Όπως και να έχει, οι τουρκόφωνοι Πετσενέγκοι και Κουμάνοι και οι βλαχόφωνοι πληθυσμοί που συνάντησαν ήρθαν, πολύ πιθανόν, σε κάποια στενή επαφή, δημιουργώντας ένα φυλετικό και πολιτισμικό αμάλγαμα, ανάλογο του φυλετικού κράματος ανάμεσα στους Βούλγαρους-Σλάβους και τους Βλάχους της μεσοανατολικής Βαλκανικής, την περίοδο της δυναστείας των Ασανηδών. Την περίοδο των πολεμικών αντιπαραθέσεων των Βυζαντινών με τους Πετσενέγκους και τους Κουμάνους εισβολείς, στα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας και της Θράκης, συναντούμε «βλάχικους πληθυσμούς» να συμμετέχουν και στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Το 1091, σε μία από τις συχνές επιδρομές, οι εισβολείς ηττήθηκαν από τον Αλέξιο A' Κομνηνό σε μία μάχη στο όρος Λεβούνιο, κοντά στο ανατολικό στόμιο του δέλτα του Έβρου. Ο στρατός των συμμάχων εισβολέων φαίνεται πως αποτελούνταν από Πετσενέγκους, Κουμάνους και Βλάχους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Άννα Κομνηνή, ένας αναρίθμητος λαός με γυναίκες και παιδιά χάθηκε ολόκληρος σε μία μέρα. Από τους αιχμαλώτους σχηματίστηκε ένα τάγμα του βυζαντινού στρατού και κάποια ομάδα αιχμαλώτων «εις το των Μογλενών θέμα κατωκίσθησαν». Οι ηττημένοι Πετσενέγκοι και Κουμάνοι εγκαταστάθηκαν στα Μογλενά ως «προνοιάριοι» (κληρούχοι γης) και φαίνεται πως παρέμειναν εκεί με τις οικογένειές τους δουλεύοντας τη γη. Στα 1122-23 σημειώνεται η τελευταία αναφερόμενη στις πηγές επιδρομή στο Βυζάντιο από τους τελευταίους Πετσενέγκους και Κουμάνους που είχαν διαφύγει από την πανωλεθρία του Λεβουνίου. Ο Ιωάννης Β' Κομνηνός συνέτριψε τους εισβολείς και πολλοί από τους διασωθέντες απορροφήθηκαν από την αυτοκρατορία ως μισθοφόροι. Παράλληλα σε ορισμένους από αυτούς δόθηκαν γαίες στην περιοχή των Μογλενών.278 Ήδη στα 1181 είχαν δημιουργηθεί αρκετές «πρόνοιες» στο θέμα των Μογλενών για Κουμάνους στρατιώτες. Ο βυζαντινός θεσμός της «πρόνοιας» ήταν η παραχώρηση φορολογικών εσόδων σε στρατιώτη σε αντάλλαγμα στρατιωτικής υπηρεσίας. Οι παραχωρήσεις αυτές δεν ήταν κληρονομικές το 12ο αιώνα. Στο χωριό Χώστιανη, το σημερινό Αρχάγγελο, παραχωρήθηκαν πρόνοιες και πάροικοι σε έξι στρατιώτες.279 Αυτοί όμως δεν πρέπει να ήταν οι μόνοι Κουμάνοι στρατιώτες που πήραν πρόνοιες στην περιοχή των Μογλενών. Είναι γνωστό πως στα χρόνια του Μανουήλ Κομνηνού είχαν παραχωρηθεί πρόνοιες στα Μογλενά σε δεκαέξι τουλάχιστον Κουμάνους στρατιώτες.280
Αν και οι γραφές αναφέρονται σε μετεγκατάσταση Πετσενέγκων και Κουμάνων, ανάμεσα στους αιχμαλώτους που βρέθηκαν στα Μογλενά θα πρέπει να υπήρχαν και αρκετοί από τους βλαχόφωνους συμμάχους τους. Το αν και κατά πόσο οι αιχμάλωτοι τουρκογενείς και τουρκόφωνοι εισβολείς, Πετσενέγκοι ή Κουμάνοι, που εγκαταστάθηκαν στα Μογλενά, γνώριζαν μία λατινογενή γλώσσα δεν είναι και τόσο σίγουρο. Η βλαχοφωνία θα πρέπει να ήταν χαρακτηριστικό των συμμάχων τους, που ίσως αιχμαλωτίστηκαν μαζί τους, ή ανθρώπων που βρήκαν να κατοικούν ήδη στα Μογλενά. Το 12ο αιώνα η Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους κατείχε ορεινά βοσκοτόπια στο θέμα των Μογλενών που τα χρησιμοποιούσαν κάποιοι Βλάχοι. Στα 1184 η μονή αναγκάστηκε να προσφύγει στον αυτοκράτορα. όταν κάποιοι Κουμάνοι των Μογλενών εκμεταλλεύτηκαν τα βοσκοτόπια αυτά, γνωστά ως βοσκοτόπια των «Πουζουχίων», χωρίς να καταβάλουν τη «δεκαετία». Επίσης ιδιοποιήθηκαν τα δικαιώματα της μονής πάνω σε Βλάχους και Βούλγαρους κτηνοτρόφους, μετατρέποντάς τους παράνομα σε δικούς τους πάροικους. Οι ενέργειες τους οδήγησαν σε έλλειψη βοσκοτόπων, και οι Βλάχοι μετέφεραν τα κοπάδια τους σε γειτονική κρατική γη, χρησιμοποιώντας δύο στάνες που βρίσκονταν σε κρατικά ορεινά βοσκοτόπια, «δημοσιακή πλάνηνα». Τελικά οι δύο στάνες παραχωρήθηκαν στη Μεγίστη Λαύρα μαζί με το δικαίωμα να εισπράττει όλα τα ενοίκια που κατέβαλαν στο παρελθόν οι χρήστες της στάνης. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι ξεκάθαρο κατά πόσο οι κτηνοτρόφοι αυτοί εφάρμοζαν εποχιακή μετακίνηση ή κάποια λιγότερο οργανωμένη μορφή νομαδικού βίου.281 Μέσα όμως από τις σχετικές βυζαντινές πηγές πληροφορούμαστε πως οι διεκδικούμενοι Βλάχοι ανήκαν αρχικά στη δικαιοδοσία του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου και προφανώς ήταν δουλοπάροικοι στα κτήματά του. Το μοναστήρι αυτό ήταν μετόχι του μοναστηριού του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, δηλαδή της Μεγίστης Λαύρας. Ωστόσο, το σημαντικότερο είναι πως οι πηγές μας πληροφορούν για την ύπαρξη στην περιοχή και κάποιων άλλων Βλάχων κατοίκων, οι οποίοι όμως αναφέρονται ως «ελεύθεροι».282 Θα πρέπει, λοιπόν, να εξεταστεί σοβαρότερα η περίπτωση οι αιχμάλωτοι Πετσενέγκοι και Κουμάνοι να εγκαταστάθηκαν στα Μογλενά δίπλα σε προϋπάρχοντα βλαχόφωνα πληθυσμιακά στοιχεία.283
Οι διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στους Βλαχομογλενίτες και τους υπόλοιπους Βλάχους δε σημαίνουν αναγκαστικά πως έχουν απόλυτα διαφορετική προέλευση. Μπορεί και οι δύο ομάδες να προέρχονται από αυτοχθόνους, αλλά και ετερόκλητους πληθυσμούς, οι οποίοι λατινοφώνησαν κάτω από διαφορετικές συνθήκες, με την προσθήκη κάποιων Κουμάνων Πετσενέγκων Βλάχων στην περίπτωση των Μογλενιτών Βλάχων. Εξάλλου, πολλές βυζαντινές πηγές αναφέρουν την ταυτόχρονη, λίγο ή πολύ, παρουσία Βλάχων στη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Αλβανία, τη Δυτική Μακεδονία και τη Χαλκιδική. Κάποιες μάλιστα από αυτές τις αναφορές είναι κατά πολύ προγενέστερες της εγκατάστασης των αιχμαλώτων στα Μογλενά.284 Η διαφοροποίηση ανάμεσα στους Βλαχομογλενίτες και τους υπόλοιπους Βλάχους της νότιας Βαλκανικής θα πρέπει να ενισχύθηκε σημαντικά και στα χρόνια που ακολούθησαν, καθώς βρέθηκαν να ζουν δίπλα σε διαφορετικούς γείτονες. Οι Βλαχομογλενίτες βρέθηκαν ανάμεσα σε σλαβόφωνους, ενώ οι υπόλοιποι Βλάχοι, ανάμεσα σε ελληνόφωνους κυρίως, αλλά και αλβανοφώνους πληθυσμούς. Τελικά, όπως και να έχει, η γλωσσική διαφοροποίηση ανάμεσα στην «κοινή» βλάχικη και τη μογλενίτικη βλάχικη είναι αρκετά σημαντική, έτσι ώστε η επιστήμη της ρωμανικής γλωσσολογίας να θεωρεί πως η μογλενίτικη βλάχικη είναι σήμερα μία από τις τέσσερις νεολατινικές γλώσσες, που προήλθαν από τη δημώδη βαλκανική λατινική. 285
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία που αναφέρει ο βυζαντινός ιστορικός Χωνιάτης για κάποιο Βλάχο με το όνομα Ντομπρομίρ Χρυσής ή Χρυσός. Στα τέλη του 12ου αιώνα, ο Χρυσής υποστήριξε αρχικά τους Βυζαντινούς και αργότερα τους Ασανήδες. Ωστόσο, στα 1196 οι Βυζαντινοί του παραχώρησαν τη διοίκηση της Στρώμνιτσας και ο Χρύσης μπήκε και πάλι στην υπηρεσία τους. Φέρεται μάλιστα πως παντρεύτηκε μία βυζαντινή πριγκίπισσα, τη Θεοδώρα, εγγονή του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ' Αγγέλου. Λίγο αργότερα, εκμεταλλευόμενος τις συγκρούσεις των Βυζαντινών με τους Ασανήδες, ο Χρύσης επαναστάτησε και δημιούργησε ένα εφήμερο ανεξάρτητο «δουκάτο» στην περιοχή της κοιλάδας του Αξιού και την περιοχή της Στρώμνιτσας. Το διοικητικό κέντρο της επικράτειάς του βρισκόταν στην πόλη-οχυρό του Πρόσακου, κοντά στο Δεμίρ Καπού, στις Σιδηρές Πύλες του Αξιού.Ένα μέρος αυτών των περιοχών υπαγόταν τότε στην επισκοπή Μογλενών. Ο Χρύσης λεηλάτησε τις γύρω περιοχές, κατέλαβε τον Πρίλαπο (Περλεπέ) και το Μοναστήρι και έφτασε μέχρι τις περιοχές των Σερρών και της Στερεός Ελλάδας. Συνεργάστηκε μάλιστα με δύο Βυζαντινούς στασιαστές, το Μανουήλ Καμύτζη και τον Ιωάννη Σπυριδωνάκη.286 Εκείνη την εποχή, στην περιοχή της Στρώμνιτσας και του κάτω Αξιού είναι πολύ πιθανόν να υπήρχε κάποιο βλάχικο πληθυσμιακό στοιχείο που βοήθησε τις επιδιώξεις του Χρύση. Αυτοί οι Βλάχοι και οι πρόγονοι των σημερινών Μογλενιτών Βλάχων προέρχονται πιθανώς από την ίδια και κάποτε πολυπληθέστερη ομάδα Βλάχων, που ζούσε τότε στην ευρύτερη Κεντρική Μακεδονία. Μετά την ήττα του Χρύση, στα 1199, ένα μέρος των υποστηρικτών του και ανάμεσά τους ίσως και αρκετοί Βλάχοι της περιοχής, αιχμαλωτίστηκαν και αναφέρεται πως μεταφέρθηκαν στη Μικρά Ασία, με πιθανό αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του δημογραφικού τους δυναμικού.287 Ωστόσο η βλάχικη παρουσία στην περιοχή της κάτω κοιλάδας του Αξιού δεν πρέπει να είχε εκλείψει εντελώς και αυτό γιατί μερικά χρόνια αργότερα, στα 1205, ο Ετζυισμένος ή Σισμάν, ένας Βλάχος στρατιωτικός στην υπηρεσία των Ασανηδών, ήταν φρούραρχος του Πρόσακου. Με τις διασυνδέσεις που διέθετε ήρθε σε συνεννόηση με τους Θεσσαλονικείς και φέρεται πως τους έπεισε ότι η κυριαρχία ενός ορθόδοξου ηγεμόνα ήταν προτιμότερη από την κυριαρχία των αιρετικών σταυροφόρων που είχαν πριν από λίγο καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Μπόρεσε να διεισδύσει στην πόλη και να πολιορκήσει στην ακρόπολη του Επταπυργίου τη Μαργαρίτα την Ουγγρική, χήρα του αυτοκράτορα Ισαάκιου Αγγέλου και σύζυγο του τότε Φράγκου βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιου του Μομφερατικού.288
1.4. Η πιθανή παλαιότερη έκταση των βλάχικων εγκαταστάσεων στα ανατολικά του Αξιού
Οι σημερινοί Βλαχομογλενίτες είναι ίσως ό,τι απέμεινε από μία πολυπληθέστερη άλλοτε βλάχικη πληθυσμιακή ομάδα. Η συρρίκνωση του βλάχικου στοιχείου φαίνεται πως συνεχίστηκε και στους πρώτους οθωμανικούς χρόνους. Κάποιες παραδόσεις των μογλενίτικων χωριών αναφέρουν πως, μέχρι την εγκατάσταση των τουρκικών πληθυσμών κατά μήκος του Αξιού, ο αριθμός τους ήταν πολύ μεγαλύτερος και εκτεινόταν προς τα χαμηλότερα μέρη της κοιλάδας του ποταμού, ακόμη και στα μέρη πέρα από την ανατολική όχθη του.289 Δύσκολα θα μπορούσαμε να βασιστούμε σε παραδόσεις που αναφέρονται σε τόσο μακρινούς χρόνους. Ωστόσο κάποιες ισχυρότερες πηγές έρχονται προς ενίσχυση των παραδόσεων αυτών.
Μετά το θάνατο του Σέρβου αυτοκράτορα Δουσάν, στα 1355, η βραχύβια αυτοκρατορία που δημιούργησε διασπάστηκε και πέρασε τμηματικά στα χέρια διαφόρων επιγόνων και τοπικών ηγεμόνων και ηγεμονίσκων. Όταν στα 1373 οι Οθωμανοί κινήθηκαν για να καταλάβουν τις Σέρρες και τα γύρω μακεδονικά εδάφη, ένας από αυτούς τους ηγεμόνες φέρεται πως ήταν κάποιος Βόγδαν ή Βογδάνος (σλαβικής προέλευσης όνομα Δοξασμένος από το Θεό), ο οποίος λέγεται ότι κατείχε την περιοχή ανάμεσα στις Σέρρες και τον Αξιό και ίσως ένα μέρος της Χαλκιδικής.290 Ο Π. Αραβαντινός θεωρεί πως ο Βογδάνος ήταν βλάχικης καταγωγής, αν και η εκδοχή αυτή θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με επιφυλακτικότητα.291 Άγνωστο επίσης παραμένει αν ο Βογδάνος, Βλάχος ή όχι, ηγεμόνευε και κάποιους Βλάχους κατοίκους στην περιοχή αυτή. Ωστόσο η περιορισμένη έστω παρουσία Βλάχων στην Κεντρική Μακεδονία μοιάζει να είναι σίγουρη, ακόμη και μετά την ολοκλήρωση της κατάχτησής της από τους Οθωμανούς. Το 1449 κάποιοι Βλάχοι παρουσιάζονται σε κτήματα του μοναστηριού της Ελεούσας, ενός μοναστηριού που στέκει ακόμη στα υψώματα δυτικά της Στρώμνιτσας.292
Πολύ αργότερα, υπάρχουν αναφορές πως στις περιοχές ανατολικά του Αξιού, όπου φέρεται να εξούσιαζε άλλοτε ο Βογδάνος, κατοικούσαν και Βλάχοι. Οι αναφορές αυτές προέρχονται από τους Τούρκους περιηγητές Εβλιγιά Τσελεμπή και Χατζή Κάλφα, οι οποίοι πέρασαν από την περιοχή κατά τη διάρκεια του β' μισού του 17ου αιώνα (1650-1700). Ο Χατζή Κάλφα αναφέρει πως στο χωριό Λάντζα κατοικούσαν Ρωμιοί, Σέρβοι και Μπογντάνοι. Με το όνομα Μπογντάνοι εννοεί ίσως κάποιους παλαιούς υποτακτικούς του Βογδάνου, πιθανότατα βλάχικης καταγωγής, που υπήρχαν ακόμη στην περιοχή. Η ηγεμονία του Βογδάνου και η επιβίωση των υποτακτικών θα πρέπει να στάθηκαν η αιτία ώστε να πάρει το όνομα Μπόγνταν τοπωνυμική χρήση. Μπογδάνος ονομάζεται μέχρι και σήμερα ο ποταμός που πηγάζει από τα Κρούσια (Δύσωρο, Μαυροβούνι ή Καραντάγ) και χύνεται στη λίμνη του Αγίου Βασιλείου ή Κορωνεία. Επιπλέον, είναι γνωστό πως, κατά τους οθωμανικούς χρόνους, η μικρή διοικητική διαίρεση (ναχιές) που είχε ως κέντρο της το Σωχό ονομαζόταν «Μπογντάν ναχιέ». Ο Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει πιο καθαρά πως γύρω στα 1660 στο Λαγκαδά ανάμεσα σε Ρωμιούς και Βούλγαρους υπήρχαν και Βλάχοι. Επιπλέον, αφήνει να εννοηθεί πως ανάλογοι πληθυσμοί υπήρχαν και σε χωριά βόρεια των λιμνών του Λαγκαδά. Τους Βλάχους του Λαγκαδά τους προσδιορίζει ως «Ναζαρά», δηλαδή οπαδούς του Ναζωραίοι» και άρα χριστιανούς. Αρκετοί όμως από τους χριστιανούς της περιοχής είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους εξαιτίας των καταπιέσεων και έγιναν χαϊντούκοι (κλέφτες αρματολοί). Κάποιες από τις εστίες τους θα πρέπει να βρίσκονταν στην περιοχή των Βρωμολιμνών του Σωχού. Επιπλέον, ο Τσελεμπή μας πληροφορεί πως εκείνη την εποχή οι περισσότεροι γεωργοί των χωριών της περιοχής της Δοϊράνης ήταν Βλάχοι.293 Η αναφορά σε «Ναζαρά ή Ναζαρηνούς Βλάχους» μας οδηγεί στην υπόθεση πως ίσως υπήρχαν και κάποιοι άλλοι Βλάχοι στη γύρω περιοχή, οι οποίοι είχαν ήδη εξισλαμιστεί.
Για την παλαιότερη παρουσία βλάχικων πληθυσμών μέχρι τους πρώτους οθωμανικούς χρόνους στην περιοχή λίγο βορειότερα της Θεσσαλονίκης και ιδιαίτερα στις περιοχές των κοιλάδων του Αξιού και του Γαλλικού ποταμού φαίνεται πως συνηγορούν και κάποιες παραδόσεις για τους Μιγιάκους. Οι Μιγιάκοι, οι παλαιοί παραδοσιακοί νομαδσκτηνοτροφικοί πληθυσμοί της περιοχής ανάμεσα στο Ντέμπαρ (Δίβρη) και το Γκόστιβαρ, στα δυτικά εδάφη της π.Γ.Δ.Μ., διατήρησαν παραδόσεις πως κάποιοι από τους προγόνους τους αποσύρθηκαν στην ορεινή αυτή περιοχή, προερχόμενοι από την περιοχή του Γαλλικού ποταμού. Οι πρόγονοι των Μιγιάκων, ένα πιθανότατα φυλετικό μίγμα σλαβόφωνων και βλαχόφωνων πληθυσμών, εγκατέλειψαν την περιοχή του Γαλλικού ίσως κάτω από την πίεση των τουρκικών εποικίσεων στην Κεντρική Μακεδονία και των προβλημάτων που δημιούργησαν σταδιακά στους χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής.294 Ο Σωκράτης Λιάκος επισημαίνει πως κάποια υστερομεσαιωνική πηγή αναφέρει την ύπαρξη, γύρω στα 1550, μίας κτηνοτροφικής πατρίας στην περιοχή της κοιλάδας του Γαλλικού, των γνωστών Μόριων Βλάχων.295 Αυτοί οι «βλάχικοι πληθυσμοί» σχετίζονται ίσως με τους Μαυρόβλαχους ή Μορλάκους άλλων αναφορών.
Τελευταίο απομεινάρι κάποιων ευρύτερων βλάχικων εγκαταστάσεων και οικισμών στην Κεντρική Μακεδονία θα μπορούσε να θεωρηθεί το παλιό και εγκαταλελειμμένο σήμερα Φλαμούρι της επαρχίας Λαγκαδά, λίγο βορειότερα του Σωχού. Γηραιοί κάτοικοι των γύρω χωριών θυμούνται πως οι τελευταίοι μουσουλμάνοι κάτοικοι του Φλαμουριού ήταν άλλοτε χριστιανοί. Ο Σ. Λιάκος αναφέρει πως μέχρι το 1922, πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών με την Τουρκία, οι πιο ηλικιωμένοι κάτοικοι του Φλαμουριού εξακολουθούσαν να μιλούν βλάχικα, αν και φαίνεται πως τα τουρκικά είχαν από καιρό επικρατήσει.296 Ενισχυτική για την παλαιότερη παρουσία Βλάχων στην ευρύτερη περιοχή είναι και η ολιγόλογη αναφορά του Δημήτριου Φιλιππίδη πως το σημερινό χωριό Λευκοχώρι της επαρχίας Λαγκαδά, το παλιό Κλέπε, ήταν άλλοτε μεγάλο βλαχοχώρι, οι κάτοικοι του οποίου είχαν εξισλαμιστεί γύρω στα 1756.297 Το πότε εξισλαμίστηκαν οι κάτοικοι του Λευκοχωρίου και του Φλαμουριού είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Το φαινόμενο του εξισλαμισμού στα χωριά βόρεια της λιμνολεκάνης του Λαγκαδά εξαπλώθηκε σταδιακά, γνωρίζοντας κάποιες στιγμές έξαρσης, όπως στα μέσα του 18ου αιώνα, αλλά και με τα επαναστατικά γεγονότα στη Χαλκιδικής στα 1821-22.298 Σύμφωνα με οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα του 1771, το Φλαμούρι αναφέρεται ως τσιφλίκι με χριστιανούς κατοίκους, οι οποίοι απέδιδαν φόρο 2.900 άσπρων. Άρα ο εξισλαμισμός των κατοίκων του Φλαμουριού σημειώθηκε μετά το 1771. Σύμφωνα με κάποιο αρκετά μεταγενέστερο κατάστιχο του 1861-1862, το Φλαμούρι ήταν πια κεφαλοχώρι με 325 μουσουλμανικά σπίτια.299 Το 1914 στο Φλαμούρι κατοικούσαν 1.385 μουσουλμάνοι και στο Λευκοχώρι 938 μουσουλμάνοι. Και στα δύο χωριά οι κάτοικοι θεωρούνταν πια Τούρκοι.300 Ίσως, λοιπόν, αν οι πληροφορίες και οι σχετικές παραδόσεις ευσταθούν, τα χωριά Φλαμούρι και Λευκοχώρι ήταν κάποιοι χαμένοι συνδετικοί κρίκοι ενός παλαιότερου και ευρύτερου αριθμού βλάχικων εγκαταστάσεων στην Κεντρική Μακεδονία.Ίσως και να ήταν ό,τι απέμεινε από κάποιους άλλους βλάχικους πληθυσμούς της Κεντρικής Μακεδονίας, τους Βλαχορηχίνους ή Βλαχορυγχίνους.
1.5. Οι Βλαχορηχίνοι
Κατά τη διάρκεια του β' μισού του 7ου αιώνα (650-700), ο Περβούνδος, ο ρήγας της Σκλαβηνίας των Ρυγχίνων, κατηγορήθηκε ότι επιβουλευόταν τη Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα να συλληφθεί, να φυλακιστεί στην Κωνσταντινούπολη και τελικά να εκτελεστεί από τους Βυζαντινούς στα 674. Πριν τη σύλληψή του, ο Περβούνδος κινούνταν άνετα ανάμεσα στη Σκλαβηνία του και τη Θεσσαλονίκη, ερχόταν σε επαφή και φαίνεται ότι συνεργαζόταν στενά με τις βυζαντινές αρχές, μιλούσε σίγουρα τα ελληνικά και έδειχνε ότι είχε την άνεση ενός ηγεμόνα με βαθιές ρίζες στην περιοχή. Η είδηση της εκτέλεσης του Περβούνδου προκάλεσε εξέγερση των Σκλαβηνίων γύρω από τη Θεσσαλονίκη και ιδιαίτερα των Ρυγχίνων (ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και την Ασπροβάλτα), των Στρυμονιτών (στην περιοχή των εκβολών του Στρυμόνα) και των Σαγουδάτων (πιθανότατα στην περιοχή ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια και τον Όλυμπο). Τελικά οι επαναστάτες υποτάχθηκαν, αφού πολιόρκησαν τη Θεσσαλονίκη και προκάλεσαν σοβαρή αναστάτωση και πολλές καταστροφές. Οι Ρυγχίνοι ή Ρηχίνοι ονομάστηκαν έτσι από το μικρό ποταμό Ρήχιο, ο οποίος πηγάζει από τη Μεγάλη Βόλβη και μέσω των στενών της Ρεντίνας καταλήγει στο Στρυμονικό κόλπο. Αυτή η περιοχή θα πρέπει να θεωρηθείως κέντρο τους· Αν και με μία πρώτη θεώρηση οι επαναστάτες αντιμετωπίζονται ως σλαβικοί πληθυσμοί, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως επρόκειτο για Βλάχους ή τουλάχιστον για μία μείξη Βλάχων και Σλάβων, αν κρίνουμε τουλάχιστον από το μη σλαβικό και πιθανότατα λατινικής προέλευσης όνομα του ρήγα Περβούνδου και από το λατινογενές συλλογικό όνομα των Σαγουδάτων. Ίσως, λοιπόν, αυτές οι αναφορές στους Ρηχίνους και τους Σαγουδάτους να αποτελούν κάποια από τα πρώιμα ενισχυτικά στοιχεία για την ύπαρξη και την επιβίωση στα βαλκανικά εδάφη του Βυζαντίου και ιδιαίτερα γύρω από τη Θεσσαλονίκη ενός παλαιότερου και μάλλον γηγενούς και λατινόφωνου πληθυσμού, έστω σε μείξη με σλαβικούς και άλλους πληθυσμούς, η οποία σταδιακά γέννησε τους Βλάχους. Η εικασία για την επιβίωση της λατινοφωνίας ανάμεσα στους πληθυσμούς που κινούνταν γύρω από τη Θεσσαλονίκη και οι οποίοι χαρακτηρίζονται συλλογικά ως «Σκλαβήνοι-Σλάβοι» ενισχύεται από μία είδηση που μας παρέχουν οι πηγές των «Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου». Ο ανώνυμος συγγραφέας, αναφερόμενος στους «Σκλαβήνους» που είχαν νικηθεί και διασκορπιστεί από το στρατό του Ιουστινιανού Β'στα τέλη του 7ου αιώνα, υποδηλώνει τις οικογένειές και τις κατοικίες τους με δύο λατινικές λέξεις, τις λέξεις «φαμίλια» και «κάσα», που μάλλον δανείστηκε από τη δική τους γλώσσα διάλεκτο. Αυτοί οι «Σλάβοι» παρουσιάζονται να κατοικούν ή να κινούνται στην περιοχή της Αητής, λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, στη δυτική άκρη της λιμνολεκάνης του Λαγκαδά.301
Σε κάποια πολύ μεταγενέστερη αγιορείτικη πηγή του 17ου αιώνα, οι Ρηχίνοι αναφέρονται για πρώτη φορά ως Βλαχορηχίνοι. Όμως ο καλόγερος της Μονής Κασταμονίτου και συντάκτης του σχετικού εγγράφου συγχέει τόσο τη χρονολόγηση όσο και τα ίδια τα γεγονότα. Είναι γνωστό πως γύρω στα 1100 κάποιοι Βλάχοι είχαν μπει στο Άγιο Όρος μαζί με τα κοπάδια και τις οικογένειές τους και εγκαταστάθηκαν εκεί για αρκετά χρόνια, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους ως δουλοπάροικοι στα αναπτυσσόμενα τότε μοναστήρια. Οι Βλάχοι αυτοί είχαν πιθανότατα μετακινηθεί στο Άγιο Όρος από βορειότερες περιοχές, αν και η προσωνυμία Βλαχορηχίνοι τους συνδέει με την περιοχή κοντά στο Ρήχιο ποταμό και τα στενά της Ρεντίνας. Ο αριθμός τους δεν πρέπει να ήταν μεγάλος, αν κρίνουμε από τη έκταση του Αγίου Όρους. Όμως η παρουσία των γυναικών τους παραβίαζε το Άβατο. Μετά την επέμβαση του τότε Πατριάρχη Νικόλαου Γ' του Γραμματικού, του αυτοκράτορα Αλέξιου Α'Κομνηνού και πρωτοστατούντος του τότε ηγουμένου της Μεγίστης Λαύρας Ιωαννίκιου του Βαλμά, οι οικογένειες των Βλάχων εκδιώχθηκαν από το Αγιο Όρος. Οι Βυζαντινοί συγκέντρωσαν και μετέφεραν συλλογικά 300 από αυτές τις οικογένειες στη μακρινή Πελοπόννησο, όπου τελικά αφομοιώθηκαν και χάθηκαν.302
Μετά από αυτά τα γεγονότα δεν έχουμε άλλες αναφορές για βλάχικους πληθυσμούς στο Αγιο Όρος, τη Χαλκιδική, την περιοχή της Ρεντίνας και τη λιμνολεκάνη του Λαγκαδά, παρά πολύ αργότερα, όταν από τα τέλη του 18ου αιώνα εμφανίστηκαν για χειμαδιά τα διάφορα νομαδοκτηνοτροφικά φαλκάρια, προερχόμενα όμως από δυτικότερες περιοχές της ελληνικής χερσονήσου. Όμως όλα τα παραπάνω στοιχεία θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη σκέψη πως: 1. οι Ρηχίνοι και οι Σαγουδάτοι του 7ου αιώνα, 2. οι Βλαχορηχίνοι του 1100, 3. η παρουσία ελεύθερων και δουλοπάροικων Βλάχων στα αγιορείτικα μετόχια των Μογλενών από τα τέλη του 11ου και κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα, 4. η ανταρσία του Χρύση, 5. ο πιθανώς βλάχικης καταγωγής Βογδάνος, 6. οι Βλάχοι του μοναστηριού της Ελεούσας, 7. οι αναφορές του Χατζή Κάλφα και του Εβλιγιά Τσελεμπή για Βλάχους στην περιοχή της Δοϊράνης, του Λαγκαδά και του Σωχού το 17ου αιώνα, 8. οι παραδόσεις των Μιγιάκων, 9. η πιθανότατα βλάχικη καταγωγή των παλαιότερων και εξισλαμισμένων κατοίκων του Φλαμουριού και του Λευκοχωρίου και 10. οι σημερινοί Βλαχομογλενίτες, αποτελούν ίσως ασύνδετους μέχρι σήμερα κρίκους, που μαρτυρούν μία συνεχή, αλλά φθίνουσα παρουσία βλάχικων πληθυσμών από τα Μογλενά μέχρι το Άγιο Όρος.
Αστέριος Κουκούδης
Μελέτες για τους Βλάχους Γ', Οι Ολύμπιοι Βλάχοι και τα Βλαχομογενά
273. Θεοχαρίδης, Γεώργιος I., «Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους (285-1354)», Ε.Μ.Σ. 55, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 305-309.
274. Η εκδοχή να αποδίδεται ως «Ελαφότοπος» ή «Ελαφόκαμπος» καταγράφηκε το 1887 από το Β.Δ. Ζώτο Μολοσσό, ο οποίος συσχέτισε το όνομα με κάποια τοπική λαϊκή παράδοση για κάποιο ελάφι που κατέβαινε κάποτε από το Πάικο. Β.Δ. Ζώτος Μολοσσός, «Δρομολόγια της Ελληνικής Χερσονήσου», τεύχος Γ’, Αθήνα 1887, σελ. 322.
275. Βακαλόπουλος, Κ.Α., «Νεώτερη ιστορία της Μακεδονίας», 1986, σελ. 56.
276. AYE 1905, ΑΑΚ/Β Προξενείο Θεσσαλονίκης, Λ.Δ Κορομηλάς προς το επί των Εξωτερικών Β. Υπουργείο, 20 Φεβρουάριου 1905, αρ.πρ. 629.
277. Haciu, Anastase Ν., «Aromanii», Focsani 1936, σελ. 237.
278. Κατσουγιάννης, Τηλέμαχος Μ., «Περί των Βλάχων των ελληνικών χώρων», A’. Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1964, σελ. 34-36. Παπαβασιλείου, Α., «Ιστορικά σημειώματα για τους Βλάχους ή Κουτσόβλαχους», Βέροια 1969, σελ. 81-82. Κομνηνή, Αννα. «Αλεξιάς». Τόμος A’, Βιβλία A’-Θ’, μετάφραση: Αλόη Σιδέρη, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1990, σελ. 299-300. Καφτατζής, Γιώργος, «Ιστορία της πόλεως Σερρών και της περιφέρειάς της. Τόμος 3ος, Βυζαντινή Περίοδος - Τουρκοκρατία - Νεότεροι Χρόνοι». Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 127- 128. Εκτενέστερη αναφορά στους Πετσενέγκους και τους Κουμάνους στην εργασία: Σαββίδης, Αλέξης Γ.Κ., «Οι Τούρκοι και το Βυζάντιο. Α’ Προ-οθωμανικά φύλα στην Ασία και στα Βαλκάνια», Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 19%. σελ. 65-82, 85-95. Angold, Michael. «Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204, μία πολιτική ιστορία», μετάφραση: Ευαγγελία Καργιανιώτη, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1997. σελ. 218-222.
279. Παπαγεωργίου, Μαρία Γ., «Το χωριό Χώστιανες του θέματος Μογλενών». Μακεδονικά 1969, σελ. 48-63. Harvey, Alan, «Οικονομική ανάπτυξη στο Βυζάντιο. 900-1200». μετάφραση: Ελένη Σταμπογλή, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Αθήνα 1997. σελ. 127.
280. Angold, ό.π., σελ. 413.
281. Harvey, ό.π., σελ.127, 257. Angold, ό.π., σελ. 485.
282. Παπαγεωργίου, ό.π., σελ. 48-63. Caranica. Nikolas. «Les Aroumains. recherches sur l’ identite d’ une ethnie», Universite de Franche – Comte, Département des Sciences Humaines U.F.R. des Sciences du Langage, de l’ Homme et de la Société. Thèse pour le Doctorat Nouveau Regime présentée par Nicolas Caranica sous la direction de Monsieur le Professeur Pierre Lévêque Doyen de la Faculté de Lettres, Paris 28 Juin 1990, σελ. 281-282.
283. Βλέπε κεφάλαιο: «Αρχάγγελος».
284. Winnifrith. TJ., «The Vlachs, the History of a Balkan People», Duckworth, London 1987, σελ. 110-122.
285. Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., «Η Αρωμουνική και αι μετά της Ελληνικής σχέσεις αυτής. Βλάχοι, Ιστορική - Φιλολογική Μελέτη», β’ έκδοση, Αθήνα 1986, παραπέμπει: Tagliavini, C., «Le origini delle lingue neolatine», Bologna 1964, σελ. 300.
286. Άμαντος, K, «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», τόμος Β’, Αθήνα 1957, σελ. 317-18. Ostrogorsky, Georg, «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», Τόμος Γ’, μετάφραση: Ιωάννης Παναγόπουλος, Επιστημονική Εποπτεία: Ευάγγελος Κ. Χρυσός, Εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος. Αθήνα 1981, σελ. 81-82. Wace, Alan J.B. - Thompson, Maurice ., «Οι Νομάδες των Βαλκανίων», Αφοί Κυριακίδη, Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων 2, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 263-264. Nardis, J.G., «The Aromani: Approches to the evidence», Balkan Archiv, NF, Beiheft, Bd.5, «Die Aromunen», Ed. Rupprecht Rohr, Hamburg 1987, σελ. 44. Winnifrith. ό.π., σελ. 119. Καφτατζής, ό.π. σελ. 131.
287. Caranica, ό.π., σελ. 289.
288. Ταρφαλής, Ορέσιης, «Θεσσαλονίκη, από τις απαρχές μέχρι τον ΙΔ’ αιώνα», μετάφραση: Αγγελική Νικολοπούλου, επιμέλεια: Α.Γ.Κ. Σαββίδης, Τροχαλίας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 145-146.
289. Παπαγεωργίου, ό.π..
290. Καφτατζής, ό.π., σελ. 173.
291. Αραβαντινός, Π., «Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων», Αθήνα 1903, σελ. 32. Η επιφύλαξη προέρχεται από την άποψη που εκφράζει ο Αραβαντινός πως από αυτόν ονομάστηκε Μπογδανία η σημερινή Μολδαβία.
292. Caranica, ό.π., σελ. 302-303.
293. Λιάκος, Σωκράτης Ν., «Τι πράγματι ήσαν οι Σκλαβήνοι (=Asseclae), έποικοι του θέματος Θεσσαλονίκης (Δρουγουβίται - Ρυγχίνοι - Σαγουδάτοι)», Μικρευρωπαϊκές Μελέτες 4, Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 146-153. Βακαλόπουλος, Απόστολος, «Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833», Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 225, 227, 239. Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Τόμος Α’, Αρχές και διαμόρφωσή του», έκδοση Β’, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 38, παραπέμπει: Μοσχόπουλος, Νικηφόρος, «Η Ελλάς κατά τον Εβλιά Τσελεμπή (μία τουρκική περιγραφή της Ελλάδας κατά τον ΙΖ’ αιώνα)», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 14, 1938, σελ. 503,506.
294. Cvijić, Jovan, «La peninsule Balkanique», πρώτη έκδοση Paris 1860, δεύτερη έκδοση Paris 1819, σελ. 399-398, 458-460. Capidan, Theod., «Românii Nomazi», Cluj 1926, σελ. 57. Matkovski, Aleksandar. «About the Wallachian livestock breeding organization in the Balkans with special attention to katun». Review XXXI 2, Skopje 1987, σελ. 199-221.
295. Λιάκος, ό.π., σελ. 126-153.
296. Λιάκος., ό.π., 151. Λιάκος, Σωκράτης Ν., «Η καταγωγή των Βλάχων ή Αρμάνιων», Μικρευρωπαϊκές - Βαλκανικές Μελέτες 2, Θεσσαλονίκη 1965, σελ. λα. (Το Φλαμούρι συναντιέται και με τους παλαιότερους τύπους Φλαμούρ, Χλαμούρ, Χλαμούς και Αχλαμούρ).
297. Φιλιππίδης, Δημήτριος, «Η Μακεδονία ιστορικώς, εθνολογικώς, γεωγραφικώς, στατιστικώς». Εν Αθήναι 1906, σελ. 69.
298. Σιώρης, Μακεδόν.« Η ελληνορθόδοξος κωμόπολις Βυσόκα», Μακεδονικό Ημερολόγιο 1909. σελ. 200-205. Γεωργιάδης, Ηλίας Γ., «Ανθεμούς», Μακεδονικό Ημερολόγιο 1910, σελ. 318-323.
299. Δημητριάδης. Βασίλης. «Φορολογικές κατηγορίες των χωριών της Θεσσαλονίκης κατά την Τουρκοκρατία», Μακεδονικά. 1980, σελ. 426,443.
300. ΓΔΜ. Φ. 51. Στατιστική πληθυσμού και εκπαίδευσης Επαρχίας Λαγκαδά, Πίναξ εμφαίνον τον αριθμό των τουρκικών συνοικισμών της άνω περιφέρειας, 5 Απριλίου 1914.
301. Ταρφαλής, ό.π., σελ. 82-84, 87-90, 279-281, 283-284, 289-290. Περισσότερα στοιχεία για τους Ρυγχίνους και την ύπαρξη «βλάχικων πληθυσμών» στη λιμνολεκάνη του Λαγκαδά βλέπε: Λιάκος. Σωκράτης Ν., «Τι πράγματι ήταν οι Σκλαβήνοι (=Asseclae), έποικοι του θέματος Θεσσαλονίκης, (Δρογουβίται - Ρυγχίνοι - Σαγουδάτοι)», Μικρευρωπαϊκές (Βαλκανικές) Μελέτες 4, Θεσσαλονίκη Ιούλιος 1971, σελ. 125-153. Θεοχαρίδης, ό.π., σελ. 162-166, 179-189. Χρήστου, Κωνσταντίνου Π., «Αρωμούνοι. Μελέτες για την καταγωγή και την ιστορία τους». Εκδόσεις Κυρομάνος. Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 51-55. Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., «Η Αρωμουνική και αι μετά της Ελληνικής σχέσεις αυτής. Βλάχοι, Ιστορική - Φιλολογική Μελέτη», β’ έκδοση, Αθήνα 1986. σελ. 143-144. Αρχιεπισκόπου Ιωάννου και Ανωνύμου, «Αγίου Δημητρίου θαύματα. Ο βίος, τα θαύματα και η Θεσσαλονίκη του Αγίου Δημητρίου», εισαγωγή-σχόλια-επιμέλεια: Χαράλαμπος Μπακιρτζής, μετάφραση: Αλόη Σιδέρη, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1997, σελ. 302-303.
302. Κορδάτος, Γιάννης, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», τόμος ΣΤ’, σελ. 552- 554. Παπαβασιλείου, ό.π., σελ. 83-85. Θεοχαρίδης, ό.π.. Caranica. ό.π., σελ. 282-283. Winnifrith, ό.π., σελ. 99, παραπέμπει Lascaris Μ., «Les Vlachorynchines», Revue des Etudes Sud-Est Europeenes 20 (1943), σελ. 182-189. Χρήστου, ό.π., Harvey, ό.π., σελ. 253.