Η ερευνητική μου ενασχόληση με τη Τζούρτζια και τη βλαχική παρουσία στο χώρο της προέκυψε, αβίαστα θα έλεγα, καθώς το πρότερο ερευνητικό μου ενδιαφέρον για την ευρύτερη περιοχή του Ασπροποτάμου καθιστούσε το χώρο αρκετά οικείο.
Ωστόσο είχα αρκετούς ενδοιασμούς για μια ειδικότερη ενασχόληση, απόρροια, όχι τόσο των πρακτικών δυσκολιών της απόστασης, όσο λόγω της έλλειψης γραπτών πηγών για την περιοχή, πολύ περισσότερο μάλιστα για τον Μεσαίωνα, περίοδο που εμπίπτει στο κατεξοχήν ερευνητικό μου ενδιαφέρον.
Ωστόσο, οι όποιοι ενδοιασμοί μου ξεπεράστηκαν γρήγορα, όταν ο επίτιμος πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητας Τζούρτζιας Αθαμανίας, ο κ. Θανάσης Μουστάκας, μου ανήγγειλε την επιθυμία του να ασχοληθώ ερευνητικά με την ιδιαίτερη πατρίδα του και ταυτόχρονα μου έδωσε το πρώτο γραπτό υλικό με ειδήσεις για τη Τζούρτζια χρονολογημένο στις αρχές της Οθωμανικής παρουσίας στο Θεσσαλικό χώρο. Επρόκειτο για απόσπασμα από το Οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο του 1454/55 που αναφέρεται στη Τζούρτζια με ονομαστική καταγραφή των κατοίκων του χωριού και των παραγωγικών δραστηριοτήτων τους. Το γεγονός από μόνο του ήταν αφορμή ικανή για σοβαρή ερευνητική προσπάθεια. Επιπλέον το εναργές ενδιαφέρον της τότε προέδρου της ΦΑΤΑ κ. Κούτσια Αποστολίας λειτούργησε ακόμη πιο ενθαρρυντικά καθώς η ίδια φρόντισε να φωτοτυπήσει και να μου στείλει το υλικό από την τοπική βιβλιογραφία επιλύοντας έτσι μια σειρά πρακτικά προβλήματα. Στην εξέλιξη αυτής της ερευνητικής προσπάθειας πραγματοποίησα διαδοχικά στη Τζούρτζια στα τέλη Ιουνίου του 2012 και 2013 αντίστοιχα επιτόπια καταγραφή, ταυτοποίηση και περιγραφή των τόπων και των ονομάτων τους με τη βοήθεια εντόπιων πληροφορητών. Η έρευνά μου αυτή λαμβάνει τη μορφή μικρής μονογραφίας και πρόκειται να εκδοθεί με τον τίτλο της παρούσας ανακοίνωσης η οποία έγινε στο πλαίσιο της Επιστημονικήσ ημερίδας με τίτλο «Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα Τζούρτζιας της Αθαμανίας: 120 χρόνια ιστορίας και προσφοράς» που συνδιοργάνωσε η ΦΑΤΑ με το Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών το καλοκαρι του 2013 στην Αγία Παρασκευή/Τζούρτζια Ασπροποτάμου του Δήμου Καλαμπάκας.
Οι έως πρόσφατα γνωστές ειδήσεις για τη Τζούρτζια παραμένουν αποσπασματικές, προέρχονται από πηγές της νεώτερης περιόδου κι έχουν ως ένα βαθμό αξιοποιηθεί. Σημαντική σ’αυτή την κατεύθυνση είναι η προσπάθεια του Βασιλείου Σπανού ο οποίος επιχείρησε να παρουσιάσει την ιστορική πορεία 300 οικισμών που καλύπτουν τον χώρο της Βορειοδυτικής Θεσσαλίας από τον 14ο έως τον 19ο αιώνα και του Κωνσταντίνου Ρωμανά που ασχολήθηκε με την εκκλησιαστική οργάνωση της περιοχής και παρουσίασε το ανέκδοτο υλικό των προθέσεων της υστεροβυζαντινής και νεώτερης περιόδου 1 .
Σε αντίθεση με τις έως τώρα γνωστές πηγές 2 που παρέχουν αποσπασματικές μόνο μαρτυρίες, η Οθωμανική απογραφή του 1454/55 για τη Θεσσαλία μας δίνει μία πλήρη εικόνα της περιοχής και αποκαλύπτει σε εντυπωσιακό βαθμό σημαντικές όψεις των θεμάτων που με απασχολούν εδώ. Το κατάστιχο εμπεριέχει τα δεδομένα φορολογικής απογραφής και είναι ένα από τα παλαιότερα που σώζονται. Οι πόλεις και τα χωριά καταγράφονται με βάση τη φορολογική υπαγωγή τους, δηλαδή το τιμάριο στο οποίο εντάσσονται. Το κατάστιχο αυτό έχει εκδοθεί από τους Melek Delilbashi και Muzaffer Arikan, με την εξαίρεση των ονομάτων των Χριστιανών κατοίκων 3 . Το ανέκδοτο μέρος του καταστίχου εκδίδει την εποχή αυτή ο συνάδελφος ιστορικός Κώστας Μουστάκας.
Η συμβολή του καταστίχου της οθωμανικής απογραφής του 1454/55, ειδικότερα σε ότι αφορά στη μελέτη της μικροπεριοχής της Τζούρτζιας, είναι σημαντική, καθώς μας δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε την αποτύπωση της εξέλιξης ορισμένων κοινωνικο-οικονομικών και πολιτικών παραμέτρων που συνιστούν το πλαίσιο της κίνησης του πληθυσμού της ερευνόμενης μικροπεριοχής. Ταυτόχρονα μας επιτρέπει σε συνάφεια με την αξιοποίηση των ανθρωπωνυμικών και τοπωνυμικών στοιχείων και παράλληλα με άλλες σαφέστερες αναφορές των πηγών, στον εντοπισμό και στη χωροθέτηση των επιμέρους συστατικών ομάδων του πληθυσμού της σε εθνολογική, γλωσσική ή άλλη βάση και συνακόλουθα τη μελέτη της ταυτότητάς τους. Οι προσωπογραφικές πληροφορίες και ονομαστικές καταγραφές μπορούν να συμβάλουν στην προσέγγιση ζητημάτων μετανάστευσης, αλλά και της σύνθεσης του πληθυσμού ιδίως σε εθνολογικό επίπεδο. Λόγω της ανεπάρκειας των βυζαντινών πηγών, ο μόνος τρόπος να ξεφύγουμε από ασαφείς και γενικές εκτιμήσεις είναι η συγκριτική μελέτη του υλικού στη μακρά διάρκεια των αιώνων.
Η χρήση των δεδομένων που προσφέρουν οι πρώιμες οθωμανικές πηγές, και ιδιαίτερα το οθωμανικό κατάστιχο του 1454/55, και η σύνδεση αυτών των μαρτυριών με δεδομένα της προγενέστερης βυζαντινής περιόδου, θεωρώ ότι συμβάλουν στο να φωτιστούν σημαντικές πτυχές τόσο της πληθυσμιακής ιστορίας της εποχής, απαντώντας σε ερωτήματα μιας ευρύτερης και πολυσχιδούς θεματικής, όπως η κατανομή των ανθρώπων στο χώρο και οι συνθήκες που τη διαμόρφωσαν, η γλωσσική τους κατάσταση, οι οικονομικές δραστηριότητες δηλαδή επαγγέλματα και παραγωγή, οι τόποι και οι σχέσεις εξουσίας, η αποκατάσταση της εικόνας του οικιστικού πλέγματος της μικροπεριοχής ενδιαφέροντος, δηλαδή η επιβίωση ή εγκατάλειψη εγκαταστάσεων, ο χαρακτήρας αυτών των εγκαταστάσεων (καλυβικές ή μη, μόνιμες ή όχι), τα πληθυσμιακά τους μεγέθη και οι μετακινήσεις καθώς και οι παράγοντες που συνέβαλαν στην εξέλιξη τους.
Ειδικότερα στην περίπτωση της Τζούρτζιας, στο πλαίσιο αυτής της ερευνητικής προσέγγισης, το αναφερόμενο στα παραπάνω ζητήματα πλούσιο συγκριτικό υλικό για την προγενέστερη περίοδο προέρχεται από το μικροτοπωνυμικό του χώρου της. Αυτό συγκεντρώθηκε όπως προανέφερα με επιτόπια έρευνα, προκειμένου να συμβάλλει στη συγκριτική κι ολιστική ιστορικογεωγραφική ανάγνωση του χώρου της Τζούρτζιας.
Η σημερινή ανακοίνωση περιορίζεται σε μια σύντομη και συνάμα συγκεκριμένη αναφορά στο πλαίσιο που θέτει ο τίτλος της εργασίας. Η προσπάθειά μου κατατείνει αφενός να ερμηνεύσει τη βλαχική παρουσία και τη σημασία της στο χώρο κι αφετέρου να εξηγήσει το όνομα και τη συγκρότηση του εδραίου αγροτικού οικισμού της Τζούρτζιας κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους και την εξέλιξή του σε ημινομαδική εγκατάσταση με την έλευση των Οθωμανών στη Θεσσαλία στα τέλη του 14ου αι.
Το χώρο της Τζούρτζιας ορίζουν δυτικά η θέση «Μουργκάτσιου» (= δύση), βόρεια το «Μπούτσιμου» (= βίγλα βουκινατόρων δηλαδή σαλπιγκτών από το ρωμαϊκό bucinium), ανατολικά τα « Κανίκια» (αγρός κάναβης, απαντά δίπλα σε ρωμαϊκό σταθμό ή φυλάκιο για φαρμακευτικούς σκοπούς) και νότια το «Ζγγόου» (ο ζυγός, από το λατινικό jugum). Οι παραπάνω λατινογενείς τοπωνυμίες παραπέμπουν στην πρώιμη ρωμαϊκή στρατιωτική παρουσία στο χώρο, κατά την περίοδο της ύστερης Αρχαιότητας (1ος-3ος αι.) κι ως και την πρώιμη μεσοβυζαντινή περίοδο (6ος-10ος αι). Την υπόθεση αυτή ενισχύει κι η παλαιότερη ονομασία, «Τζούρτζια», της εγκατάστασης (προέρχεται από το Γεώργιος), με σαφή τη λατινογενή φωνητική επιρροή καθώς χρονολογείται από μόνη της στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Η εγκατάσταση βρίσκεται κοντά στη «σμίξη» των υδάτινων ρευμάτων που σχηματίζουν τον «Άσπρο» κι ελέγχουν τη διέλευση των ημιονικών οδών προς το Ματσούκι (από το λατ. mansio = οδικός σταθμός), όπως και προς τους μεσαιωνικούς οικισμούς Γαρδίκι, Βαλαώρα, Μουτσιάρα με κατεύθυνση προς Ήπειρο.
Η αρχική εγκατάσταση αναπτύχθηκε στην κοιλάδα σε άμεση γειτνίαση με τη θέση «Κανίκια» και βρίσκεται γύρω από το χώρο, όπου κι ο ναός του Αγίου Γεωργίου. Υποθέτω ότι πρόκειται για τον προστάτη άγιο του ομώνυμου οδικού σταθμού και των βιγλατόρων σαλπιγκτών του « Μπούτσιμου», σύμφωνα με πρώιμη μεσοβυζαντινή συνήθεια.
Οι παραπάνω λόγοι είναι ικανοί κι εξηγούν από μόνοι τους τη συγκρότηση σε χαμηλό υψόμετρο και στην παραποτάμια περιοχή ενός πρώτου πυρήνα της εγκατάστασης. Ασφαλώς εκτός της οικιστικής εγκατάστασης γύρω από τον οδικό σταθμό, υποθέτουμε στον ίδιο χώρο την ύπαρξη ενός κέντρου τοπικής εξουσίας με άξονα αναφοράς τους βουκινάτορες (σαλπιγγτές βιγλάτορες) του «Μπούτσιμου» και ταυτόχρονα διαχειριστές του οδικού σταθμού - φυλακίου του Αγίου Γεωργίου. Αυτός ο σταθμός υποθέτω ότι λειτουργούσε αφενός ως προφυλακή του πρωτοβυζαντινού κάστρου του Γαρδικίου και αφετέρου είχε την ευθύνη για την απρόσκοπτη διέλευση και προσπέλαση της οδού προς τη ρωμαϊκή μάνσιο της ηπειρωτικής πλευράς του ρωμαϊκού δρόμου ενός δικτύου ορεινών πινδικών διαβάσεων, που μας τη διασώζει ως σήμερα, στη μεσοβυζαντινή ονομασία του, το Ματσούκι 4 .
Η τεκμηριωμένη αρκετά καλά από το μικροτοπωνυμικό υλικό σλαβική εγκατάσταση στην πρώτη μεσοβυζαντινή περίοδο (6ος - 8ος αι.) μας μαρτυρεί την ανάπτυξη ευρύτερων γεωργικών δραστηριοτήτων στο χώρο της Τζούρτζιας και την ανάπτυξη - μετεξέλιξη του υστερορωμαϊκού οδικού σταθμού σε εγκατάσταση επιπλέον και με αγροτικά χαρακτηριστικά. Το γεγονός αυτό μπορεί να θεωρηθεί φαινόμενο μακράς διάρκειας και δεν θα επιμείνω εδώ ιδιαίτερα για τη συντομία του χρόνου.
Από αυτό όμως φαίνεται ότι η έλευση των Οθωμανών βρήκε παγειωμένη αυτή την κατάσταση κι επιπλέον το σλαβικό στοιχείο αφομοιωμένο και γλωσσικά πλήρως εκρωμαϊσμένο, δηλαδή δίγλωσσο, βλαχόφωνο κι ελληνόφωνο. Το γεγονός αυτό γίνεται καλύτερα κατανοητό στα παραδείγματα από τη μορφή της ανθρωπωνυμίας που μας σώζει το οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο του 1454/55. Στο οθωμανικό κατάστιχο απογράφονται με τα ονοματεπώνυμά του ως φορολογούμενοι κάτοικοι της «Τζούρτζη», όπως καταγράφουν την Τζούρτζια οι Οθωμανοί, οι παρακάτω οικογενειάρχες:
γέροντας Γιάννης Σταμάτης, Γιάννης Βασίλης, Νικόλας Μόρφης, Γιώργης Μόρφης, Θωμάς Μόρφης, Γιώργης Μόρφης, Νικόλας Μόρφης, Πέτρος Ποντίκης, Αστέρης Τιχομίρος, Νικόλας γιος του Αστέρη (του Τιχομίρου), Μιχάλης Χαλκιάς, Δημήτρης Τιχομίρος, Νικόλας Λαζουλίνος, γέροντας Νικόλας Τιχομίρος, Νικόλας Ράφτης, Θόδωρος Τιχομίρος, Νικόλας Λουκάς, Κώστας Λουκάς, Γιάννης Μόρφης, Γιώργης Ζλάτος, γέροντας Νικόλας Ζουπάνος, Κώστας Ζουπάνος, Γιάννης Παπάς, Γιώργης Ζουπάνος, Γιάννης Βασίλης, Γιώργης Σταμάτης.
κι οι άγαμοι: Γιώργης Βασίλης, Γιάννης Μόρφης και Γιώργης Τιχομίρος.
Αξίζει να σημειώσουμε την προσεκτική φωνητική απόδοση των ονομάτων από τον οθωμανό γραφέα. Ο βυζαντινός τους τύπος όνομα + επώνυμο κι η ελληνική τους γλωσσική μορφή είναι δηλωτική του πλήρους εκρωμαϊσμού του παλαιοσλαβικού στοιχείου. Ειδικότερα οι σλαβικής προέλευσης επωνυμίες Ζλάτος, Ζουπάνος και Τιχομίρος που αναφέρονται στο ένα τρίτο των οικογενειών της Τζούρτζιας των αρχών του 15ου αιώνα, δηλώνουν αφενός τη σλαβική εγκατάσταση κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο καλλιεργητών στρατιωτών στην περιοχή κι αφετέρου η εξελληνισμένη μορφή του επωνύμου την πλήρη ένταξη κι αφομοίωσή τους από το προϋπάρχον ρωμαϊκό στοιχείο.
Ο τουρκικός όρος pirdir δηλαδή γέροντας του καταστίχου, σημαίνει αφενός τον πατριάρχη, τον αρχηγό ενός γένους/πατριάς κι αφετέρου χρησιμοποιείται και για τον προεστό. Όπως προκύπτει απ’το κατάστιχο την ηγεσία της οθωμανικής « Τζούρτζη» το 1454/55 ασκούσαν τρεις γέροντες: ο Γιάννης Σταμάτης, ο Νικόλας Τιχομίρος κι ο Νικόλας Ζουπάνος. Τα ονοματεπώνυμα και των τριών επιτρέπουν πολλαπλές αναγνώσεις. Το ελληνικό Σταμάτης είναι όνομα στρατιωτικού αγίου, το παλαιοσλαβικής προέλευσης Τιχομίρος = πράος στρατιώτης, είναι σύνθετο από το παλαιοσλαβικό όνομα tiho , ο πράος + mir < λατινικό miles δηλ. στρατιώτης, και το επίσης παλαιοσλαβικής προέλευσης Ζουπάνος < zupan = φύλαρχος, αρχηγός γένους.πατριάς. Έχουμε έτσι έμμεσα από το ανθρωπωνυμικό υλικό ειδήσεις για την κοινωνική δομή και την πολιτική οργάνωση της Τζούρτζιας, που παραπέμπουν ασφαλώς στην μακρά διάρκεια έως και την πρώιμη μεσοβυζαντινή περίοδο. Σ’αυτή την υπόθεση συνηγορούν και τα μικροτοπωνύμια του χώρου. Επιπλέον ενισχύεται η υπόθεση της σύνδεσης της ονομασίας «Τζούρτζια» της εγκατάστασης με τον άγιο Γεώργιο από τη συχνότητα που απαντά το μικρό όνομα Γιώργης, ένας στους τρεις απογραφέντες στο κατάστιχο και μάλιστα στους σχετιζόμενους με στρατιωτικά επαγγέλματα απογραφέντες. Το γεγονός ότι δύο στους τρεις Τζουρτζιώτες του καταστίχου φέρουν ονόματα στρατιωτικών αγίων (Θόδωρος, Αστέρης, Δημήτρης, Νικόλας) ενισχύει την υπόθεση της σύνδεσής τους με τους βουκινάτορες βιγλάτορες στη θέση «Μπούτσιμου» και το φυλάκιο του αγίου Γεωργίου στα «Κανίκια». Κατά παρόμοιο τρόπο, μας επιτρέπεται να υποθέσουμε, ότι τα επώνυμα Σταμάτης και Τιχομίρος παραπέμπουν σε αγρότες στρατιώτες της πρώιμης μεσοβυζαντινής περιόδου.
Από τη φορολογία φαίνεται ότι η σιτο/κριθαροπαραγωγή ήταν μετά την κτηνοτροφία η δεύτερη σημαντικότερη παραγωγική δραστηριότητα ακολοθούμενη από τη μελισσοκομία, την συγκομιδή καρυδιών, την εκτροφή χοίρων το ίδιο όπως και τα μυλικά εργαστήρια ή μαντάνια.
Αν υπολογίσουμε ότι ένας ακτσές (ασημένιο οθωμανικό νόμισμα) το 15ο αιώνα αντιστοιχούσε σε τρία κεφάλια πρόβατα η Τζούρτζια το 1454/55 είχε 720 φορολογητέα πρόβατα και 20 χοίρους ελευθέρας βοσκής. Ενώ ο νερόμυλος φαίνεται να λειτουργούσε μόνο τη θερινή περίοδο σύμφωνα με το μικρό φόρο που κατέβαλλε. Αυστηρός ήταν ο νόμος με τους παραβάτες του νόμου και τις γυναίκες που παντρεύονταν δεύτερη φορά κι έφτανε στο ύψος των 40 ακτσέδων. Το γεγονός ότι η εισφορά «σπέντζα» ήταν υψηλότερη όλων των άλλων φόρων είναι ενδεικτική του γεγονότος ότι η Τζούρτζια στα μέσα του 15ου αιώνα ήταν ένας ακμαίος εδραίος οικισμός. Το γεγονός ότι καταγράφεται ανάμεσα στους κατοίκους ο Νικόλας Ράφτης, επώνυμο, που παραπέμπει σε επαγγελματία ράπτη, σημαίνει κοινωνία με εμπορεύσιμο προϊόν κι ανεπτυγμένες σχέσεις έξω από τα στενά όρια της τοπικότητάς της. Αυτό που μένει να ερευνηθεί, παρουσιαστεί κι ερμηνεθεί είναι ο μερικός ημινομαδικός της χαρακτήρας, που όπως φαίνεται αφορούσε τμήμα μόνο του πληθυσμού της και σίγουρα αναπτύχθηκε κατά την οθωμανική περίοδο.
Από τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω αρκετά σύντομα αλλά με ακρίβεια μπορούν να γίνουν κατανοητές οι πυκνές διεργασίες που έλαβαν χώρα στη μακρά διάρκεια των βυζαντινών χρόνων στο χώρο της Τζούρτζιας. Η ονομασία της παραπέμπει στα πρώιμα βυζαντινά χρόνια και τη λειτουργία της εγκατάστασης ως παρακοιλάδειου οδικού σταθμού στη «σμίξη» ενός δικτύου ρωμαϊκων δρόμων πριν τις ορεινές διαβάσεις της Νότιας Πίνδου γειτονικά στο πρωτοβυζαντινό φυλάκιο Γαρδίκι (βλαχ. Γκαρντίστι). Η στρατηγική σημασία της θέσης της την ενέταξε στο αυτοκρατορικό σύστημα εξουσίας και συνέβαλε στη μετεξέλιξή της σε εδραία αγροτική εγκατάσταση στους βυζαντινούς χρόνους. Η κατάσταση αυτή φαίνεται να αποτυπώνεται και στις αρχές της οθωμανικής περιόδου. Η θέση της εγκατάστασης κι ο ρόλος του πληθυσμού της στο αυτοκρατορικό σύστημα εξουσίας ερμηνεύει όχι μόνο τη διατήρηση της βλαχοφωνίας αλλά και τη διάδοσή της στους αλλόφωνους πληθυσμούς που εγκαταστάθηκαν στο χώρο της τόσο κατά τους μεσαιωνικούς όσο και τους νεότερους χρόνους, καθώς τα βλαχικά ήταν γλώσσα κύρους, πρωτίστως σε τοπική αλλά και περιφερειακή κλίμακα, στα πλαίσια αυτού του συστήματος.
«Η Τζούρτζια Ασπροποτάμου. Η μετεξέλιξη ενός οδικού σταθμού σε αγροτική και ημινομαδική εγκατάσταση στο Μεσαίωνα»
Στέργιος Λαΐτσος
Ινστιτούτο Ιστορίας - Πανεπιστήμιο Βιέννης
1 ΣΠΑΝΟΣ Β., Οι οικισμοί της βορειοδυτικής Θεσσαλίας κατά την τουρκοκρατία: (από τον 14ο έως τον 19ο αι.), δδ. Θεσσαλονίκη, 2000. ΡΩΜΑΝΑΣ Κ., Ιστορία της Αρχιεπισκοπής Φαναρίου και Νεοχωρίου, δδ. Θεσσαλονίκη, 2006.
2 Magdalino P., The History of Thessaly, 1266-1393, Oxford 1976. B. Ferjancic, Tesalija u XIII I XIV Vecu, Beograd 1974. Μiklosich-J.Μuller, Acta et Diplomata graeca aevi sacra et profana, Βιέννη 1860-1890, I-IV. Βέης Ν., ‘Σερβικά και βυζαντιακά γράμματα Μετεώρου’, Βυζαντίς 2 (1911-1912), 9-100.
3 Delilbaşi Melek- Arikan Müzaffer, Hicri 859 Tarihli süret-I Defter-I Sancak-I Tirhala, Άγκυρα: Τürk Kurumn 2001
4 (Ο λατινικός όρος μάνσιο mansio (οδικός σταθμός) μας δίνει το βλαχικό όρο Ματσούσλι κι από αυτόν προέρχεται με ελληνική ανάκτηση το μεσοβυζαντινό Ματσούκι. Βλαχιστί Ματσεάνοι ή Μανσέανοι = οι Ματσουκιώτες)