Ιστορίες - γεγονότα
Μετά τη δεκαετία του 1870, η προαγωγή της ελληνομάθειας στους ετερόγλωσσους χριστιανικούς πληθυσμούς της οθωμανικής επικράτειας καθίσταται κεντρικός στόχος των φορέων που επωμίζονταν τη διοίκηση και την οργάνωση του εκπαιδευτικού δικτύου των κατά τόπους ελληνικών κοινοτήτων, όπως λ.χ. τα στελέχη των τοπικών κοινωνιών, οι εκκλησιαστικές αρχές, η οθωμανική κυβέρνηση και οι θεσμικοί φορείς του ελληνικού κράτους (προξενεία και σύλλογοι).
Μετά την έκδοση των μεταρρυθμιστικών διαταγμάτων Χάττι Σερίφ (3 Νοεμ. 1839) και Χάττι Χουμαγιούν (18 Φεβρ. 1856), με τα οποία καθιερώνονταν ισονομία και ισοπολιτεία όλων των οθωμανών υπηκόων, ανεξάρτητα από τη φυλή και το θρήσκευμά τους, καθώς και τωνΓενικών Κανονισμών περί διευθετήσεως των εκκλησιαστικών και εθνικών πραγμάτων, οι οποίοι συντάχθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, 1 δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μιας πιο φιλελεύθερης πνευματικής, πολιτιστικής και εκπαιδευτικής κίνησης.
Στις ανθρωπογεωγραφικές ανιχνεύσεις του βορειοελλαδικού χώρου αλλά και ευρύτερα του νοτιοβαλκανικού περίγυρου επισημαίνεται συχνά η παρουσία των Βλάχων ως μια περίπτωση πληθυσμού, ο οποίος κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου αναπτύσσει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά μοντέλα διαχείρισης του ορεινού χώρου.
Παλαιότερες περιηγητικές αφηγήσεις καθώς και νεότερες ιστορικές και εθνογραφικές αναφορές επισημαίνουν τους οικισμούς των Βλάχων ως συμβολικούς τόπους ενός πληθυσμού, όπου η κτηνοτροφία αποτελεί μια καθολική και διαρκής δομή των κοινωνιών τους. Η επιστημονική τεκμηρίωση αυτής της εικόνας αποτέλεσε το έναυσμα για μία ανθρωπολογική προσέγγιση του γεωγραφικού χώρου της «μεγάλης κτηνοτροφίας». Αυτή η προσπάθεια, επικεντρωμένη αρχικά στην οροσειρά της Πίνδου, παλαιά κοιτίδα αυτού του πληθυσμού, αν και επιβεβαίωσε τη δομική και διαχρονική σχέση του με την κτηνοτροφική δομή δεν επαλήθευσε την καθολικότητά της τόσο ως προς το μέγεθος της ενασχόλησης όσο και ως προς τις ακολουθούμενες μεθόδους.
Εισαγωγή
Στις ΗΠΑ, ένα από τα πιο εμβληματικά μνημεία που αναφέρονται στον εμφύλιο πόλεμο, ονομάζεται «Στιγμή Ελέους» και απεικονίζει ένα στρατιώτη να προσφέρει νερό σε έναν τραυματία του αντίπαλου στρατοπέδου. Αντίθετα η «λογική» των ελληνικών μνημείων που αναφέρονται στον ελληνικό εμφύλιο, αρχικά ήταν μονόπλευρη, με το μέρος των νικητών. Ακόμη κι εκείνα τα μνημεία που αναφέρονται στην Αντίσταση, επέβαλλαν όχι μόνο μια συγκεκριμένη αντίληψη για τη μνήμη της Αντίστασης, αλλά και μια μορφή λήθης, υπερτονίζοντας το ρόλο κάποιων κομματιών της και υπονομεύοντας το ρόλο άλλων. Αυτή η «λογική» ήταν μέρος της ευρύτερης ελληνικής κρατικής στρατηγικής: Στις δεκαετίες που ακολούθησαν το τέλος του Ελληνικού Εμφυλίου, παρατηρείται μια προσπάθεια εδραίωσης της στρατιωτικής νίκης του Εθνικού Στρατού σε βάρος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, στη σφαίρα των ιδεών, από τους κυρίαρχους κρατικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς. Οι θεσμοί μέσα από τους οποίους επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο, περιελάμβαναν το σύστημα εκπαίδευσης, το στρατό, την εκκλησία, αλλά και πολλούς άλλους. Στο παρόν κείμενο υποστηρίζω ότι ένας ακόμη τρόπος με τον οποίο επιχειρήθηκε αυτή η εδραίωση ήταν και τα μνημεία που ανεγέρθηκαν μετά το τέλος του εμφυλίου και έχουν άμεσες ή έμμεσες αναφορές σε αυτόν. Επίσης, εξετάζω τους μετασχηματισμούς της συλλογικής μνήμης και τον αντίκτυπο που έχουν στο χώρο. Το ανά χείρας άρθρο βασίζεται σε επιτόπια εθνογραφική έρευνα και παρατήρηση, συνεντεύξεις ανοιχτού τύπου σε συνδυασμό με αρχειακή και βιβλιογραφική έρευνα.1