Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα (1850) ουδείς συζητούσε, ενδιαφέρονταν ή ασχολούνταν με τους Βλάχους, εκτός από ελάχιστες μεμονωμένες περιπτώσεις. Οι ίδιοι οι Βλάχοι, επίσης, κοίταζαν τις δουλειές τους, δεν προβληματίζονταν με την ιστορική τους παρουσία και θεωρούσαν αυτονόητο ότι ήταν Έλληνες, ορθόδοξοι και κληρονόμοι της ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού.
Ιστορίες - γεγονότα
1. Στο κεφάλαιο «Το κουτσοβλάχικο ζήτημα από πολιτικής πλευράς» (σελ. 94-120) εξετάστηκε διεξοδικά η προσπάθεια της ρουμανικής προπαγάνδας, που με τον αντιβλαχιστή και προδότη των εθνικών μας δικαίων, το όργανό της Απόστολο Μαργαρίτη, από τη Βλαχοκλεισούρα, θέλησε να εκμεταλλευτεί τη γλωσσική συγγένεια των Κουτσόβλαχων και των Ρουμάνων και να οικειοποιειθεί τον περήφανο βλαχόφωνο ελληνικό πληθυσμό.
Μετά τη δεκαετία του 1870, η προαγωγή της ελληνομάθειας στους ετερόγλωσσους χριστιανικούς πληθυσμούς της οθωμανικής επικράτειας καθίσταται κεντρικός στόχος των φορέων που επωμίζονταν τη διοίκηση και την οργάνωση του εκπαιδευτικού δικτύου των κατά τόπους ελληνικών κοινοτήτων, όπως λ.χ. τα στελέχη των τοπικών κοινωνιών, οι εκκλησιαστικές αρχές, η οθωμανική κυβέρνηση και οι θεσμικοί φορείς του ελληνικού κράτους (προξενεία και σύλλογοι).
Μετά την έκδοση των μεταρρυθμιστικών διαταγμάτων Χάττι Σερίφ (3 Νοεμ. 1839) και Χάττι Χουμαγιούν (18 Φεβρ. 1856), με τα οποία καθιερώνονταν ισονομία και ισοπολιτεία όλων των οθωμανών υπηκόων, ανεξάρτητα από τη φυλή και το θρήσκευμά τους, καθώς και τωνΓενικών Κανονισμών περί διευθετήσεως των εκκλησιαστικών και εθνικών πραγμάτων, οι οποίοι συντάχθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, 1 δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μιας πιο φιλελεύθερης πνευματικής, πολιτιστικής και εκπαιδευτικής κίνησης.