Η Σιδηρά Φρουρά της Ρουμανίας

To σύμβολο της Σιδηράς ΦρουράςΗ «Λεγεώνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ» και ο ρόλος της στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
H Σιδηρά Φρουρά διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στον β' παγκόσμιο πόλεμο αφού αυτή ουσιαστικά οδηγησε τη Ρουμανία στο πλευρό του άξονα. Για τον ιδρυτή της, Κορνέλιο Κοντρεάνου (Corneliu Zelea Codreanu, 1899-1938), μίλησε μάλιστα με θαυμασμό ο Ιταλός θεωρητικός του φασισμού Ιούλιος Έβολα (Giulio Cesare Andrea Evola 1898-1974). Ο Κοντρεάνου δεν κατάφερε να κατακτήσει ο ίδιος την εξουσία, το κατόρθωσε όμως ο διάδοχος του, Χόρια Σίμα (Horia Sima, 1907-1993), ο οποίος πολέμησε μέχρι το τέλος μαζί με τις δυνάμεις του άξονα μοιραζόμενος και την τύχη τους μετά την ήττα του.
Στις 24 Ιουνίου 1927 ιδρύθηκε από τον νεαρό δικηγόρο Κορνέλιο Κοντρεάνου (1899-1938), στο Ιάσιο της Μολδαβίας, η «Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ», που από το 1930 έγινε γνωστή με την επωνυμία «Σιδηρά Φρουρά». Και οι δύο ονομασίες της καταδεικνύουν τον στρατιωτικό χαρακτήρα της οργάνωσης. Επρόκειτο για μια εθνικιστική οργάνωση νέων με στρατιωτική δομή, η οποία ήταν βασισμένη στα πρότυπα της εθνικοσοσιαλιστικής νεολαίας του Αδόλφου Χίτλερ. Ο ιδρυτής της στήριξε την ιδεολογία της Σιδηράς Φρουράς σε τρεις θεμελιώδεις άξονες: τον εθνικισμό, την Ορθοδοξία και τον αντισημιτισμό. 

Ο μοναχός Αβέρκιος

Ο μοναχός Αβέρκιος, Φωνή της Ηπείρου, 29-1-1893

Εν έτει 1822-1824, ότε εξ αφορμής της επαναστάσεως του Αλή πασά και των Ελλήνων είχον καταπλημμυρίσει την Ήπειρον τα πολυάριθμα σουλτανικά στρατεύματα και διεσκορπίσθησαν πολλά χωρία, καταφυγόντων των κατοίκων εις τα βουνά ή εκτός της Ηπείρου, μήτηρ τις εξ Αβδέλας, βλάχικου χωρίου του Πίνδου, μετά του μικρού βρέφους της Αθανασίου κατέφυγε τότε εις Ελασσώνα της Μακεδονίας. Μετά τίνα έτη η γυνή αύτη αφιέρωσε το ηλικιωθέν τέκνον της εις τας μονάς του Aγίου Όρους όπως εκπαιδευθή και περιβληθή το ιερατικόν σχήμα, όπου ο Αθανάσιος ηγαπήθη εξαρετικώς υπό τινος ψυχοπατέρα του ηγουμένου.
Επειδή δε ήτο ευφυέστατος και ηγάπα τα γράμματα, εις το διάστημα δεκαετίας περίπου εγένετο κάτοχος της θύραθεν παιδείας και εις ηλικίαν 15-16 ετών εχειροτονήθη διάκονος, λαβών το όνομα Αγαθάγγελος.
Μετά διαμονήν ετών τινων ο ψυχοπατέρας του ηγούμρνος τω ανέθεσε την διεύθυνσιν των υπο την επίβλεψιν του μοναστηρίων του Αγίου Όρους, ύστερον δε εψηφίσθη διευθυντής και εις πολλά άλλα τοιαύτα επαξίως λίαν της εξιδιασμένης ικανότητός του, ότε και μετωνομάσθη Αβέρκιος.

Οι μεσαιωνικές κοινωνίες των Βλάχων

cecaumeni strategiconΟι βυζαντινο-βουλγαρικές συγκρούσεις και η οριστική διάλυση του πρώτου βουλγαρικού κράτους το 1018 μ.Χ. φέρνουν στο ιστορικό προσκήνιο των Βαλκανίων ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες που φέρουν τη νεοφανή1 ονομασία Βλάχοι2. Παρά τη γεωγραφική τους διασπορά, αυτοί εμφανίζονται εξαρχής ως φορείς συγκεκριμένων κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών, ορισμένα από τα οποία καθίστανται δομικά στοιχεία του τρόπου οργάνωσης των κοινωνιών τους σε όλη τη διάρκεια του παραδοσιακού κόσμου.
Η επισήμανση μίας ρομανικής γλωσσικής ταυτότητας, επιβίωση μίας ανατολικής εκδοχής της sermo vulgaris3, οδήγησε συχνά την ιστορική έρευνα στην αναζήτηση ενός καταγωγικού μύθου για τους Βλάχους. Επικεντρωμένη, κυρίως, σε ερμηνείες που διαπνέονται από τη σύγχρονη εθνολογική πραγματικότητα του βαλκανικού κόσμου, εμβάθυνε συχνά σε προγενέστερες της εμφάνισής τους εποχές. Αγνοήθηκε, έτσι, σε σημαντικό βαθμό το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου αναδύονται αρχικά οι Βλάχοι, ως διακριτή πληθυσμιακή ομάδα, γεγονός που δεν ευνόησε μία συνολική ανάγνωση των μεσαιωνικών κοινωνιών τους. Ανεξάρτητα, όμως, από τις εθνικές αφηγήσεις αναφορικά με την προέλευσή τους, οι πρώτες ιστορικές αποτυπώσεις σκιαγραφούν έναν πληθυσμό που αναδύθηκε μέσα από τις διαδικασίες συγκρότησης του μεσαιωνικού κόσμου των Βαλκανίων.

Αναζήτηση