1. Στο κεφάλαιο «Το κουτσοβλάχικο ζήτημα από πολιτικής πλευράς» (σελ. 94-120) εξετάστηκε διεξοδικά η προσπάθεια της ρουμανικής προπαγάνδας, που με τον αντιβλαχιστή και προδότη των εθνικών μας δικαίων, το όργανό της Απόστολο Μαργαρίτη, από τη Βλαχοκλεισούρα, θέλησε να εκμεταλλευτεί τη γλωσσική συγγένεια των Κουτσόβλαχων και των Ρουμάνων και να οικειοποιειθεί τον περήφανο βλαχόφωνο ελληνικό πληθυσμό.
Ιστορίες - γεγονότα
Μετά τη δεκαετία του 1870, η προαγωγή της ελληνομάθειας στους ετερόγλωσσους χριστιανικούς πληθυσμούς της οθωμανικής επικράτειας καθίσταται κεντρικός στόχος των φορέων που επωμίζονταν τη διοίκηση και την οργάνωση του εκπαιδευτικού δικτύου των κατά τόπους ελληνικών κοινοτήτων, όπως λ.χ. τα στελέχη των τοπικών κοινωνιών, οι εκκλησιαστικές αρχές, η οθωμανική κυβέρνηση και οι θεσμικοί φορείς του ελληνικού κράτους (προξενεία και σύλλογοι).
Μετά την έκδοση των μεταρρυθμιστικών διαταγμάτων Χάττι Σερίφ (3 Νοεμ. 1839) και Χάττι Χουμαγιούν (18 Φεβρ. 1856), με τα οποία καθιερώνονταν ισονομία και ισοπολιτεία όλων των οθωμανών υπηκόων, ανεξάρτητα από τη φυλή και το θρήσκευμά τους, καθώς και τωνΓενικών Κανονισμών περί διευθετήσεως των εκκλησιαστικών και εθνικών πραγμάτων, οι οποίοι συντάχθηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, 1 δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μιας πιο φιλελεύθερης πνευματικής, πολιτιστικής και εκπαιδευτικής κίνησης.
Στις ανθρωπογεωγραφικές ανιχνεύσεις του βορειοελλαδικού χώρου αλλά και ευρύτερα του νοτιοβαλκανικού περίγυρου επισημαίνεται συχνά η παρουσία των Βλάχων ως μια περίπτωση πληθυσμού, ο οποίος κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου αναπτύσσει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά μοντέλα διαχείρισης του ορεινού χώρου.
Παλαιότερες περιηγητικές αφηγήσεις καθώς και νεότερες ιστορικές και εθνογραφικές αναφορές επισημαίνουν τους οικισμούς των Βλάχων ως συμβολικούς τόπους ενός πληθυσμού, όπου η κτηνοτροφία αποτελεί μια καθολική και διαρκής δομή των κοινωνιών τους. Η επιστημονική τεκμηρίωση αυτής της εικόνας αποτέλεσε το έναυσμα για μία ανθρωπολογική προσέγγιση του γεωγραφικού χώρου της «μεγάλης κτηνοτροφίας». Αυτή η προσπάθεια, επικεντρωμένη αρχικά στην οροσειρά της Πίνδου, παλαιά κοιτίδα αυτού του πληθυσμού, αν και επιβεβαίωσε τη δομική και διαχρονική σχέση του με την κτηνοτροφική δομή δεν επαλήθευσε την καθολικότητά της τόσο ως προς το μέγεθος της ενασχόλησης όσο και ως προς τις ακολουθούμενες μεθόδους.