Μετά την κατοχή και συγκεκριμένα το 1945 (Α.Ν 533 3/9/1945) ξεκίνησαν στη χώρα μας (ανάλογα φαινόμενα είχαμε και στην υπόλοιπη Ευρώπη) οι δίκες για την τιμωρία των συνεργατών με τον κατακτητή, των δωσίλογων.
Είχε προηγηθεί η “Συντακτική Πράξη 1” το 1944 της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας στην οποία τονιζόταν:
“...Οστις κατά την διάρκειαν της εχθρικής κατοχής συνεργάσθη εκ προθέσεως προδοτικής μετά του εχθρού, εντεύθεν δε προέκυψεν οιαδήποτε ωφέλεια εις αυτόν ή ζημία εις το Εθνικόν ή Συμμαχικόν αγώνα ή εις Ελληνας πολίτας ή εις πολίτας Συμμάχου κράτους τιμωρείται κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου...”
Οι δίκες αυτές ξεκινούν τον Φλεβάρη του 1945 (Δίκη κατοχικών πρωθυπουργών και υπουργών) και κρατούν μέχρι το 1948.
Σήμερα φιλοξενούμε ένα σπάνιο έγγραφο που αφορά την «απολογία» (στα τέλη του 1946 και αφού είχε προφυλακιστεί) ενός γνωστού δωσίλογου της περιοχή μας του Δημοσθένη Χατζηγώγου, ο οποίος και φυλακίσθηκε -του επιβλήθηκε ποινή 6 ετών- για την αντεθνική του δράση και αργότερα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου απελευθερώθηκε με απόφαση του τότε βασιλιά Παύλου (Απρίλιος 1949).
Το ενδιαφέρον του απολογητικού υπομνήματος βρίσκεται αφενός στην προσπάθεια του κατηγορούμενου να αποσείσει τις ευθύνες του από πραγματικά γεγονότα (τα οποία και περιγράφει) και αφετέρου να εμφανίσει τις πράξεις του -με βάση και το κλίμα της εποχής- σαν εμφορούμενες από εθνικοπατριωτισμό…
Ιστορίες - γεγονότα
Η απελευθέρωση της χώρας από τα γερμανικά στρατεύματα (Οκτώβριος 1944) έθρεψε προσδοκίες κοινωνικής δικαιοσύνης, αποκατάστασης της τάξης και κάθαρσης από τα εγκληματικά εκείνα στοιχεία που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές πολιτικά ή οικονομικά κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Παρά τη μεσολάβηση των Δεκεμβριανών, το κοινό αίσθημα έτρεφε έκδηλη εχθροπάθεια εναντίον όλων αυτών που επέδειξαν δωσιλογική συμπεριφορά και απεκόμισαν τεράστιες περιουσίες εις βάρος του ελληνικού λαού.
Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα (1850) ουδείς συζητούσε, ενδιαφέρονταν ή ασχολούνταν με τους Βλάχους, εκτός από ελάχιστες μεμονωμένες περιπτώσεις. Οι ίδιοι οι Βλάχοι, επίσης, κοίταζαν τις δουλειές τους, δεν προβληματίζονταν με την ιστορική τους παρουσία και θεωρούσαν αυτονόητο ότι ήταν Έλληνες, ορθόδοξοι και κληρονόμοι της ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού.
1. Στο κεφάλαιο «Το κουτσοβλάχικο ζήτημα από πολιτικής πλευράς» (σελ. 94-120) εξετάστηκε διεξοδικά η προσπάθεια της ρουμανικής προπαγάνδας, που με τον αντιβλαχιστή και προδότη των εθνικών μας δικαίων, το όργανό της Απόστολο Μαργαρίτη, από τη Βλαχοκλεισούρα, θέλησε να εκμεταλλευτεί τη γλωσσική συγγένεια των Κουτσόβλαχων και των Ρουμάνων και να οικειοποιειθεί τον περήφανο βλαχόφωνο ελληνικό πληθυσμό.