Ιστορίες - γεγονότα
Εν έτει 1822-1824, ότε εξ αφορμής της επαναστάσεως του Αλή πασά και των Ελλήνων είχον καταπλημμυρίσει την Ήπειρον τα πολυάριθμα σουλτανικά στρατεύματα και διεσκορπίσθησαν πολλά χωρία, καταφυγόντων των κατοίκων εις τα βουνά ή εκτός της Ηπείρου, μήτηρ τις εξ Αβδέλας, βλάχικου χωρίου του Πίνδου, μετά του μικρού βρέφους της Αθανασίου κατέφυγε τότε εις Ελασσώνα της Μακεδονίας. Μετά τίνα έτη η γυνή αύτη αφιέρωσε το ηλικιωθέν τέκνον της εις τας μονάς του Aγίου Όρους όπως εκπαιδευθή και περιβληθή το ιερατικόν σχήμα, όπου ο Αθανάσιος ηγαπήθη εξαρετικώς υπό τινος ψυχοπατέρα του ηγουμένου.
Επειδή δε ήτο ευφυέστατος και ηγάπα τα γράμματα, εις το διάστημα δεκαετίας περίπου εγένετο κάτοχος της θύραθεν παιδείας και εις ηλικίαν 15-16 ετών εχειροτονήθη διάκονος, λαβών το όνομα Αγαθάγγελος.
Μετά διαμονήν ετών τινων ο ψυχοπατέρας του ηγούμρνος τω ανέθεσε την διεύθυνσιν των υπο την επίβλεψιν του μοναστηρίων του Αγίου Όρους, ύστερον δε εψηφίσθη διευθυντής και εις πολλά άλλα τοιαύτα επαξίως λίαν της εξιδιασμένης ικανότητός του, ότε και μετωνομάσθη Αβέρκιος.
Οι βυζαντινο-βουλγαρικές συγκρούσεις και η οριστική διάλυση του πρώτου βουλγαρικού κράτους το 1018 μ.Χ. φέρνουν στο ιστορικό προσκήνιο των Βαλκανίων ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες που φέρουν τη νεοφανή1 ονομασία Βλάχοι2. Παρά τη γεωγραφική τους διασπορά, αυτοί εμφανίζονται εξαρχής ως φορείς συγκεκριμένων κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών, ορισμένα από τα οποία καθίστανται δομικά στοιχεία του τρόπου οργάνωσης των κοινωνιών τους σε όλη τη διάρκεια του παραδοσιακού κόσμου.
Η επισήμανση μίας ρομανικής γλωσσικής ταυτότητας, επιβίωση μίας ανατολικής εκδοχής της sermo vulgaris3, οδήγησε συχνά την ιστορική έρευνα στην αναζήτηση ενός καταγωγικού μύθου για τους Βλάχους. Επικεντρωμένη, κυρίως, σε ερμηνείες που διαπνέονται από τη σύγχρονη εθνολογική πραγματικότητα του βαλκανικού κόσμου, εμβάθυνε συχνά σε προγενέστερες της εμφάνισής τους εποχές. Αγνοήθηκε, έτσι, σε σημαντικό βαθμό το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου αναδύονται αρχικά οι Βλάχοι, ως διακριτή πληθυσμιακή ομάδα, γεγονός που δεν ευνόησε μία συνολική ανάγνωση των μεσαιωνικών κοινωνιών τους. Ανεξάρτητα, όμως, από τις εθνικές αφηγήσεις αναφορικά με την προέλευσή τους, οι πρώτες ιστορικές αποτυπώσεις σκιαγραφούν έναν πληθυσμό που αναδύθηκε μέσα από τις διαδικασίες συγκρότησης του μεσαιωνικού κόσμου των Βαλκανίων.
Η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων
1. ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΑΝΑΒΙΩΣΗΣ
1.1. Τα Ολύμπια πρόδρομος της Αναβίωσης
Με την πάροδο των αιώνων πολλοί ήταν αυτοί που αναζητούσαν την κοιτίδα του Ολυμπισμού και κατά καιρούς έκαναν και σκέψεις για την αναβίωση των αγώνων. Την πρώτη προσπάθεια αναβίωσης των αγώνων επιχείρησε σε τοπικό επίπεδο ο δήμος Λετρίνων ( Πύργος Ηλείας ) το 1838.1 Σύμφωνα με τον Ε. Σκιαδά, ο γειτονικός στην Ολυμπία μικρός δήμος των Λετρίνων παίρνοντας αφορμή από την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως εθνικής εορτής αποφάσισε από το 1838 να τελεί εκείνη την ημέρα αναβιωμένους ολυμπιακούς αγώνες. Η σκέψη ήταν ιδιαίτερα σημαντική ως η πρώτη που αντιμετώπιζε πρακτικά την διοργάνωση των αγώνων στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, αλλά τελικά η πρόταση επιτεύχθηκε με την αναβίωση των αγώνων στην Αθήνα το 1896 όπου βρήκε και την εφαρμογή της.2