Η παλαιότερη ονομασία των Ιωαννίνων, αλλά και η ονομασία τους στη Λάϊστα στην Βλάχικη γλώσσα μας
Πάντοτε άκουγα από τους Λαϊστινοΰς γονείς μου, αλλά και γενικότερα από όλους τους παλιούς συγχωριανούς μου, όταν αναφέρονταν στα Ιωάννινα να τα αποκαλούν, όταν συνομιλούσαν στην Βλάχικη γλώσσα μας, Ιάλνα.
Πίστευα λοιπόν μέχρι πρόσφατα, ότι το Ιάλνα ήταν η ονομασία των Ιωαννίνων στα Βλάχικα.
Κατά την ανάγνωση όμως του βιβλίου «ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΚΗ ΗΠΕΙΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ» του Ν. Γ. Ζιάγκου εκδόσεως 1974 στη σελ. 60 με μεγάλη μου έκπληξη διαπίστωσα ότι Ιάλνα δεν ήταν η Βλάχικη ονομασία των Ιωαννίνων, αλλά παλαιότερη και μάλιστα η κατά τον 12° αιώνα ονομασία τους. Όπως αναγράφει ο συγγραφέας, με παραπομπές σε ιστορικούς, με το όνομα Ιάλνα αναφέρονταν τα Ιωάννινα από τον χαρακτηριζόμενο ως τον «μέγιστο των γεωγράφων του απωτάτου μεσαίωνος» Άραβα γεωγράφο Εντρισή (Muhammad al-Idrisi, 1100 - 1166), ο οποίος το χρονικό των περιηγήσεων του τα καταχώρησε στο επονομαζόμενο «Βιβλίο του Ρογήρου Β'» (Tabula Rogeriana) βασιλιά της Σικελίας, κατά παραγγελία του οποίου και το συνέγραψε.
Ιστορίες - γεγονότα
Εν κάμπτω τα μέσα του 84 έτους της ηλικίας μου προς το 85 και ησχολούμην περί το πότισμα του κηπαρίου της οικίας μου, ωλίσθησα και πεσών εις την μικράν αυλήν εκτύπησα την κεφαλήν μου και έπαθον εγκεφαλικήν διάσεισιν, ης ένεκα ο ιατρός μοι απηγόρευσε διανοητικήν εργασίαν κτλ. Αλλ' επειδή δεν θέλω να απουσιάσω από την επιστημονικήν εορτήν του καθηγητού κ. Φαίδωνος Κουκουλέ, τον οποίον τιμώ και αγαπώ πολύ, καταθέτω ενταύθα ολίγας σκέψεις περί του επί κεφαλής θέματος, το οποίον αποδίδει σαφέστερον η ερώτησις: «Είδεν ο Στράβων Βλάχους εις την Πίνδον ;»
Γνωρίζομεν αορίστως, ότι ο Στράβων αυτός προσωπικώς περιώδευσε την Πινδον, τα Καμβούνια, τον Όλυμπον και τας υπό τα όρη ταύτα εκτεινομένας χώρας, ας περιγράφει. Δεν εφρόντισε μεν κατά τινα τρόπον να δηλώση την παρουσίαν του εν ταις χώραις ταύταις, ως πράττει αλλαχού1. Αλλά μετά πλήρους πίστεως αποδεχόμεθα τας γεωγραφικάς ειδήσεις και διδασκαλίας του, αφορώσας εις μέρος της γης, όπερ έπεσκέφθη αυτός, ως δηλοί εν 117, 11:
Εξ Ιωαννίνων 2 Φεβρουαρίου 1893 (Τακτική ανταπόκρισης)
Το εν Ιωαννίνοις Ρωμουνικόν σχολείον. - Ιστορία αυτού. - Διατί, πως και πότε ιδρύθη. Οι πρώτοι διδάσκαλοι. - Περιπέτειαι και επιτυχίαι του. - Κλείσιμον και ανασύστασις του. - Η σημερινή του κατάστασις. - Διδάσκαλοι, μαθηταί, δαπάναι.
Ως γνωρίζετε, εις την πόλιν μας κατέρχονται τον χειμώνα εκ των ορέων του Πίνδου αρκεταί κουτσοβλαχικαί οικογένειαι, των οποίων οι άνδρες ασχολούνται εις το εμπόριον, την κατασκευήν μαχαίρων, την βιομηχανίαν μάλλινων υφασμάτων και το κερατζιλίκι. Εκ τούτου λαβών αφορμήν προ τινών ετών ο Απόστολος Μαργαρίτης έγραψεν εις εν βιβλίον που εξέδωκεν εν Βουκουρεστίων γαλλιστί υπό το ψευδώνυμον Εις Βλάχος του Πίνδου, ότι τα Ιωάννινα κατοικούνται ως επί το πλείστον υπό Κουτσοβλάχων, οίτινες εξασκούσι την μεγαλειτέραν εμπορικήν και βιομηχανικήν κίνησιν της πρωτευούσης της Ηπείρου.
Ο πρώτος ρωμούνος διδάσκαλος μας απεστάλη εκ Βουκουρεστίου περί τας αρχάς του έτους 1886, συνοδευόμενος και υπό βοηθού. Ονομάζετο ούτος Ιωάννης Χοντρόσωμος (όνομα και πράγμα) ήτο νεαρός και κατήγετο εκ της Σαμμαρίνης απο πτωχοτάτην οικογένειαν.
Μόλις εβγάλαμε τον ανήφορα του Διποτάμου κ' εκονέψαμε στες Δυο Εκκλησίες. Μας είχε πάρει το μεσημέρι. Φωτιάν έχυνε ο ουρανός από πάνου μας. Ο ήλιος εζάριζε. Αύγουστος μήνας. Βάχτι καλοκαίρι. Της ποταμιάς η πνοή δεν έφταν' εδώ. Και τ' αέρι που κατέβαζαν τα βουνά, άναφτε στην πετρίλα που πέρναε και μας έπνιγε τον ανασασμό. Και δε δύνονταν να μας δροσερέψουν ούτε η πρασινάδα του αριού λόγγου που διαβαίναμε, ούτε της ρεμματιάς το τρεχάμενο λιγοστό νερό. Μαραμένες από το λιοπύρι και ξεδροσισμένες εκρέμονταν από τα πουρνάρια η αγράμπελες, παρόμοιες με την κόρη του Θεόκριτου ύστερ' από το κρυφό πλάγιασμά της με το ερωτεμένο το βοσκόπουλο. Και στα λουμάκια οι ζιζικάδες εσυγκρατούσαν τ' ατέλειωτο και μονότονο τραγούδι τους. Τα πουλάκια της ερημιάς δεν ακουγόταν. Πετούσαν από κλαρί σε κλαρί με ξανοιγμένα τα στόματα από την κάψα, ζητώντας δροσιά, βουβά κι άλαλα, με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μικρά ζωηρά ματάκια τους. Η γαλατσίδα, η σχοιναριά και το χαμοκέρασο ανάδιναν βαριά σύσμιχτη μυρουδιά, θερμασμέν' από την αχτίδα. Και μας εζάλιζε η αντιλιάδα που βάριε στα πετρώματα κ' έπεφτε σα χεριά πύρινη στα κουρασμένα μάτια μας.