1. Έθνος και Εθνικισμός: Συλλογική ταυτότητα και Ιδεολογία. Γενικό θεωρητικό πλαίσιο
Ο εθνικισμός περιγράφεται ως η παθολογία της σύγχρονης ιστορίας και αναζητούνται οι λόγοι για τους οποίους έννοιες όπως ‘εθνότητα’ και ‘εθνικότητα’ έχουν αποκτήσει ιστορική υπόσταση, μετασχηματίστηκαν μέσα στο χρόνο και κατέχουν προφανή «συναισθηματική νομιμότητα».1 Κατά τον Anderson, αν και οι έννοιες του ‘έθνους’, της ‘εθνότητας’ και της ‘εθνικότητας’ είναι δύσκολο να οριστούν, βρίσκονται στο κέντρο της πολιτικής ζωής της εποχής μας. Ο εθνικισμός έγινε υποκατάστατο της κοινωνικής συνοχής, αντικατέστησε άλλες συνεκτικές παραδόσεις (εκκλησία, βασιλική οικογένεια κλπ) και ως κοινωνική πια συνταγή ορίζει πως η ανθρωπότητα πρέπει να οργανωθεί σε ένα κόσμο εθνικών κρατών.2 Την δημιουργία εθνών – κρατών και τη λογική της αφομοίωσης που την συνόδευσε διαδέχθηκε έντονος προβληματισμός σχετικά με τα εθνοτικά και φυλετικά αισθήματα που το κράτος φαινόταν να αγνοεί και που, όπως αναφέρει ο Cohen, συχνά δεν χρειάζονταν άλλη αιτιολόγηση πέρα από το κοινό «αίμα» και εκφράζονταν με όρους όπως «οι δικοί μας άνθρωποι» έναντι «αυτών».3
Βλάχοι και ελληνισμός
Οι Βλαχόφωνοι Έλληνες, οι οποίοι πρωτοστάτησαν σε όλους τούς εθνικούς αγώνες, δεν ήταν δυνατόν να απουσιάσουν από την προετοιμασία και διεξαγωγή του μεγάλου αγώνα της εθνικής μας παλιγγενεσίας. Η συμβολή τους στη θετική έκβαση της επαναστάσεως του 1821 υπήρξε πολύπλευρη και πολυδιάστατη. Σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ο Βλαχόφωνος Ελληνισμός έδωσε εθνικούς αγωνιστές, διδασκάλους του Γενους, εθνικούς ευεργέτες και νεομάρτυρες αγίους της Εκκλησίας μας, οι οποίοι πρόσφεραν τα πάντα για να έλθει το "ποθούμενον".
Προεπαναστατικά, το σύνολο σχεδόν των κλεφταρματωλών ήσαν Βλαχόφωνοι. Από την αντίσταση των Βλαχοφώνων κατά του Τούρκου κατακτητή αναφέρουμε τις επαναστατικές πρωτοβουλίες του Καραμιχάλη στον Όλυμπο το 1489, των βορειοηπειρωτών το 1752 με τον Ματθαίο Παπαγιάννη και τον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος Ιωακείμ και την εξέγερση του Μητροπολίτου Λαρίσης Διονυσίου του Φιλοσόφου, στην οποία πήραν μέρος οι βλαχόφωνοι της Πινδου.
Αδήριτες οικονομικές, πολιτικές και δημογραφικές ανάγκες ώθησαν τους κατοίκους της Βόρειας Ελλάδας, κυρίως της Ηπείρου και της Μακεδονίας, να μεταναστεύσουν κατά την Τουρκοκρατία στις χώρες της Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης, όπου δημιούργησαν ανθηρές ελληνικές παροικίες. Οι Έλληνες απόδημοι, με τη σκληρή και τίμια εργασία τους, απέκτησαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια και μπόρεσαν έτσι να βοηθήσουν τις γενέτειρές τους που ήταν τότε υπόδουλες, αλλά να ευεργετήσουν ακόμη και τις θετές τους πατρίδες.
Η παρουσία ελληνικού στοιχείου, κυρίως βλαχοφώνου, στις σερβικές περιοχές, ανάγεται από τα μέσα του 18ου αιώνα. Προέρχεται κυρίως από τη δυτική Μακεδονία (Μπλάτσι, Κλεισούρα, Καστοριά, Κοζάνη) αλλά και από την Βόρεια Ήπειρο,τα Γιάννενα και τη Μοσχόπολη. Οι Βλάχοι, κυρίως έμποροι και ξενοδόχοι, εγκαταστάθηκαν κατά μήκος του εμπορικού δρόμου στον άξονα από Θεσσαλονίκη προς Βελεσσά-Σκόπια-Νις-Βελιγράδι –Νόβισαντ-Πέστη-Βιέννη αλλά και βορειότερα έως το Πόζναν της Πολωνίας με τους ονομαστούς Μοσχοπολίτες εμπόρους κρασιού.
Οι Βλάχοι ή οι αυτοαποκαλούμενοι Αρμάνοι στις σερβικές περιοχές αποκαλούνται από τους ντόπιους Σέρβους «Τσιντσάροι». Αναφορικά με την προέλευση του παρωνυμίου αυτού δεν υπάρχει σύμφωνη γνώμη ανάμεσα στους μελετητές. Κάποιοι θεωρούν ότι προέρχεται από το λατινικό «quinque = πέντε» προκειμένου να αποδώσει το στοιχείο εκείνο που απέμεινε από την πέμπτη Ρωμαϊκή λεγεώνα.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μεταξύ 1393 και 1395 οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Θεσσαλίας. Το 1444 οι Θεσσαλοί, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, εξεγέρθηκαν και έδιωξαν τους Τούρκους, αλλά μετά από δύο χρόνια, το 1446, ο στρατηγός Τουραχάν βέης επέβαλε την οριστική τουρκική κυριαρχία στη Θεσσαλία, η οποία επρόκειτο να κρατήσει πάνω από τέσσερις αιώνες1. Τότε οι Τούρκοι αρχίζουν τον εποικισμό της Θεσσαλίας, κυρίως της περιοχής Λαρίσης, με «Τούρκους» από τη Μ. Ασία (Ικόνιο) και καθιστούν τα Τρίκαλα προχωρημένη στρατιωτική βάση εναντίον των ανυπότακτων κατοίκων της Πίνδου και των Αγράφων. Τότε, επίσης, οι μεγάλες πεδινές εκτάσεις έπεσαν στα χέρια των Τούρκων και δημιουργήθηκαν τα πρώτα τσιφλίκια2.
Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας παρατηρείται μια φυγή των κατοίκων των πεδινών περιοχών προς τα ορεινά και δύσβατα μέρη. Τότε τα βουνά της Θεσσαλίας γέμισαν από γραφικά χωριουδάκια, που έσφυζαν από ζωή. Από αυτά ξεπήδησαν οι ηρωικοί «κλέφτες», οι οποίοι αποτέλεσαν την κύρια δύναμη αντίστασης εναντίον των Τούρκων και πρωτοστάτησαν στους αγώνες της ανεξαρτησίας μερικούς αιώνες αργότερα3. Ωστόσο, μετά την πρώτη θύελλα της τουρκικής κατάκτησης έχουμε και το αντίστροφο φαινόμενο, δηλ. τις μετακινήσεις από τις ορεινές περιοχές προς τα αστικά κέντρα4.