Το 1854 ξέσπασε ο Κριμαϊκός Πόλεμος και τα γεγονότα του επηρέασαν το νεοσύστατο ακόμη ελληνικό κράτος. Προσπαθώντας να εκμεταλλευτούν τα πολιτικά και στρατιωτικά σύμβαντα οι ιθύνοντες της Αθήνας ξεσήκωσαν τους χριστιανούς κατοίκους της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Νότιας Μακεδονίας ελπίζοντας πως θα μπορούσαν να επεκτείνουν τα σύνορα της μικρής τότε Ελλάδας που έφτανε από τον Παγασητικό μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο.
Η επαναστατική κίνηση χαρακτηριζόταν από έλλειψη κατάλληλης οργάνωσης και υποστήριξης από τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις. Έτσι οι Τούρκοι μπόρεσαν να εξουδετερώσουν την κίνηση σχεδόν από την γέννηση της. Ένας από τους υποστηρικτές της επανάστασης ήταν και ο Θεόδωρος Ζιάκας, απόγονος της οικογένειας των αρματολών της περιοχής των Γρεβενών και στενός συνεργάτης των βλάχων της περιοχής. Καθώς οι επαναστατικές κινήσεις φαίνεται πως εκδηλώθηκαν μέσα στην άνοιξη του 1854, τα φαλκάρια από τα διάφορα ημινομαδικά βλαχοχώρια κατά μήκος της Βόρειας Πίνδου βρίσκονταν ακόμη στα θεσσαλικά χειμαδιά.
Αδελφοποιΐα είναι η δημιουργία αδελφικού δεσμού μεταξύ δύο ή και περισσοτέρων ατόμων με κάποια μαγική πράξη ή θρησκευτική λειτουργία. Μετά την αδελφοποίησή τους τα άτομα αυτά έχουν ιερή υποχρέωση να αλληλοβοηθούνται σ’ όλη τους τη ζωή. Ο δεσμός τους δεν είχε όρια. Σε περίπτωση που ο ένας από τους δύο έπεφτε θύμα εγκληματικής πράξης ο άλλος είχε την υποχρέωση να ανταποδώσει το κακό, να πάρει πίσω το αίμα του αδελφοποιού του.
Η αδελφοποιΐα είναι έθιμο από τα πολύ παλιά χρόνια και γνωστό σε πάρα πολλούς λαούς. Από σχετικές πληροφορίες γνωρίζουμε πως ήταν έθιμα των Λυδών, των Σκυθών, των Θρακών, των Γερμανών και των Κελτών. Σήμερα είναι γνωστό το έθιμο σ’ όλες τις Ηπείρους. Για τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους δεν υπάρχουν πειστικές πληροφορίες για την ύπαρξη του εθίμου. Οι φιλίες των Αχιλλέα-Πατρόκλου και Δάμωνα-Φεντία δε θεωρούνται αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη του εθίμου.
Το σημερινό χωριό Ιεροπηγή βρίσκεται χτισμένο στο βορειοδυτικό τμήμα του βουνού Όρλοβο (Μαλιμάδι) σε υψόμετρο 1080 μ., σε απόσταση 25 χλμ. από τη πόλη της Καστοριάς και μόλις 4 χλμ. από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Είναι χτισμένο αμφιθεατρικά σε πλαγιά του βουνού Μαλιμάδι με θέα το Γράμμο, το Μοράβα και τον κάμπο της επαρχίας Δεβόλεως Κορυτσάς Αλβανίας.
Το χωριό χτίστηκε στα ερείπια του παλιού οικισμού "Κοστενέτσι". Σύμφωνα με το Γεώργιο Μόδη στο έργο του " Ο Μακεδονικός αγώνας και η νεότερη Ιστορία της Μακεδονίας " (1967) ο οικισμός Κοστενέτσι ιδρύθηκε από Βλαχόφωνους της Β. Ηπείρου -έφθασαν στην περιοχή στις αρχές του 17ου αιώνα κατατρεγμένοι από Τουρκαρβανίτες- και από ντόπιους της περιοχής. Στη συνέχεια συγχωνεύθηκαν με τους ντόπιους και αφομοιώθηκαν με αποτέλεσμα να απολέσουν τη Βλάχικη γλώσσα και να υιοθετήσουν το ιδίωμα των Σλαβοφώνων. Απόδειξη για τη βλάχικη καταγωγή των σλαβόφωνων κατοίκων του Κοστενετσίου είναι η παράδοση (σύμφωνα με μαρτυρία παλαιού κατοίκου) δημιουργίας του χωριού μετά την εύρεση της εικόνας της Αγίας Παρασκευής εντός σπηλαίου.
Τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα, σύμφωνα με την παράδοση, εγκαταστάθηκαν οι Βλάχοι στην περιοχή του Ν. Σερρών.
Η καταστροφή μεγάλων αστικών κέντρων που ανθούσαν στην ευρύτερη περιοχή της Πίνδου, όπως Αβδέλλα Γρεβενών, Βωβούσα, Γράμμουστα, Μοσχόπολη, Β. Ηπείρου, Νυμφαίο Φλώρινας, από "ληστρικές ομάδες Τουρκαλβανών", αλλά και λίγο αργότερα οι" θηριωδίες του Αλή Πασά (Ι790-1820) ανάγκασαν πολλούς βλάχους να μεταναστεύσουν ανατολικότερα, για να επιζήσουν. Βλάχοι κτηνοτρόφοι εγκαταστάθηκαν στο Χιονοχώρι, Ν. Πετρίτσι, Πορρόϊα, Σιδηρόκαστρο, Ροδολίβος, Πρώτη, ενώ οι έμποροι στις Σέρρες, στην Ηράκλεια, στην Νιγρίτα όπου ενσωματώθηκαν με την ντόπια αστική τάξη.
Η βλάχικη γυναικεία φορεσιά λέγεται από υπερήλικες βλάχες γυναίκες, ότι ήταν η φορεσιά της Γράμμουστας Καστοριάς οι κάτοικοι της οποίας διασκορπίστηκαν στην Αν. Μακεδονία και Βουλγαρία, φέροντας μαζί τους μία χειροποίητη μάλλινη πανέμορφη φορεσιά η οποία λόγω της ομορφιάς της υιοθετήθηκε από γυναίκες και άλλων βλαχόφωνων περιοχών.