Το παράδειγμα της Κρανιάς Ασπροποτάμου1
Η Κρανιά Ασπροποτάμου, περισσότερο από σημείο στο χάρτη -γεωγραφικά συγκεκριμένη θέση-, ένα από τα χωριά δηλαδή που συγκροτούνται, μετατοπίζονται, παρακμάζουν και ανασυγκροτούνται στη διάρκεια του ιστορικού χρόνου, είναι πρώτα από όλα ένας βιωμένος, ένας κοινωνικοποιημένος χώρος.
Η εσωτερική οικοδόμηση του ρουμανικού έθνους/κράτους κατά τον δέκατο ένατο αιώνα και οι Έλληνες
Το αντικείμενο του βιβλίου είναι οι Έλληνες και η κοινωνική και πολιτική τους ενσωμάτωση στο έθνος-κράτος των Ρουμάνων. Η μετακίνηση και η εγκατάσταση των απόδημων ορθόδοξων χριστιανών από τις νότιες περιοχές του Δούναβη στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες είναι μια ιστορία πολλών αιώνων. Όμως, με την είσοδο στον δέκατο ένατο αιώνα, και την ανάδυση των εθνών – κρατών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, η ορθόδοξη πίστη και η ελληνική παιδεία, συνεκτικά στοιχεία του βυζαντινού πολιτισμού άρχισαν να αποτελούν πεδίο ιδεολογικών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων. Το βιβλίο εξετάζει τον αντίποδα του λεγόμενου "κουτσοβλαχικού" ζητήματος καθώς ασχολείται με τις ελληνικές κοινότητες στη Ρουμανία! Μέσα από τη διαπραγμάτευση και τη διαλεκτική σχέση με τον «άλλο», οι διανοούμενοι οραματιστές της εθνικής αυτοδιάθεσης έλεγαν ότι η παρουσία του Έλληνα στο ιστορικό γίγνεσθαι του ρουμανικού έθνους είχε ως αποτέλεσμα να αποκοπεί η οργανική και γραμμική πορεία του από αρχαιοτάτων χρόνων έως την εποχή της προόδου και της εθνικής αναγέννησης.
H λατινοφωνία των Κουτσόβλαχων της Ελλάδος, σε συνδυασμό με την ανάδυση των εθνικών κρατών κατά τον 19ο αιώνα και την συνακόλουθη άσκηση μεγαλοϊδεατικών και μειονοτικών προγραμμάτων, αποτέλεσε την αιτία αμφισβήτησης της ελληνικότητας αυτής της ομάδας και τη διεκδίκηση της από το νεοσύστατο ρουμανικό κράτος. Στόχος της παρούσας δημοσίευσης είναι να καταδείξει, όσο το δυνατόν καλύτερα, τα αίτια και τους παράγοντες που καθόρισαν την εξέλιξη της ρουμανοιταλικής προπαγάνδας από την εμφάνιση της το 1860 έως και το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Εισαγωγή – Η ονοματοθεσία
Για να κατανοήσουμε καλύτερα την ουσία και το ιδεολογικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η προπαγάνδα, θα ήταν χρήσιμο να εξηγήσουμε την ονοματοθεσία κάποιων όρων, οι οποίοι θα μας βοηθήσουν να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα για τους βλαχόφωνους πληθυσμούς των νοτίων Βαλκανίων.
Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω λέγοντας δύο λόγια για τον Αλμυρό, γιατί υποθέτω οι περισσότεροι σύνεδροι έρχεστε πρώτη φορά, αλλά και για να λύσω την απορία για τον τίτλο του συνεδρίου «…των Δύο Αλμυρών».
Ο Αλμυρός λοιπόν, στη θέση που βρισκόμαστε σήμερα, έχει μία ιστορία περίπου 600 ετών. Μητέρα πόλη του Αλμυρού υπήρξε η αρχαία Άλος, η οποία ήταν στην αρχαιότητα μία πόλη ανάμεσα στο βουνό Όθρυς και τις παραθαλάσσιες ακτές, 10 χλμ. από το σημερινό Αλμυρό, σε μια στρατηγική θέση ελέγχοντας τον δρόμο από Βορά προς Νότο. Ιδρυτής της ήταν ο μυθικός βασιλιάς Aθάμας και καταστράφηκε το 346 π.X. από τον Παρμενίωνα, στρατηγό του Φιλίππου του B΄. Το 302 π.X. περίπου, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής ίδρυσε στην περιοχή Κεφάλωση την ελληνιστική Άλο η οποία καταστράφηκε από ισχυρό σεισμό το 265 π.X.