Ο αγροτικός κόσμος των Βλάχων της Πίνδου "Χώρα Μετζόβου" (18ος-19ος αι.)

Ο αγροτικός κόσμος των Βλάχων της Πίνδου "Χώρα Μετζόβου" (18ος-19ος αι.), Δασούλας Γ. ΦάνηςΗ μεγάλη κτηνοτροφία ως δομή του παραδοσιακού κόσμου της Ελλάδας ταυτίζεται κυρίως με τον κόσμο των Βλάχων και την οροσειρά της Πίνδου.

Ωστόσο αυτά τα βουνά δεν υπήρξαν μόνο βοσκότοποι αλλά και τόποι δράσης ενός γεωργικού πληθυσμού. Η αξιολόγησή του αποτέλεσε το έναυσμα για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Ως επιστημονικό εγχείρημα αποτελεί μία πρόκληση. Η ανάδειξη μίας γεωργικής παράδοσης, στον χώρο της μεγάλης κτηνοτροφίας, συνιστά απόκλιση από παραδομένες αντιλήψεις που θέλουν τους Βλάχους αιώνιους κτηνοτρόφους. Η ανάγνωση των πηγών, οι αφηγήσεις των ανθρώπων και οι διερευνήσεις του χώρου, ανέδειξαν άγνωστες πτυχές αναφορικά με τη συγκρότηση και τους μετασχηματισμούς των κοινωνιών τους.
Η "Χώρα Μετζόβου" συγκροτεί το ιστορικό παράδειγμα που επαληθεύεται η ανωτέρω υπόθεση. Καταλαμβάνοντας το κεντρικό τμήμα της Πίνδου, περιοχή που διασχίζεται από σημαντικές ορεινές διαβάσεις, εντάχθηκε στο θεσμικό πλαίσιο του οθωμανικού κράτους ως "τόπος δερβενοφυλάκων". Οι εσωτερικές πτυχές του τοπικού καθεστώτος, αποτυπωμένες σε διοικητικά έγγραφα του 18ου και 19ου αι., εμφανίζουν άγνωστες όψεις του αγροτικού κόσμου της Πίνδου κατά την οθωμανική περίοδο. Η ανάδειξή τους -προϋποθέτοντας την ερμηνεία των θεσμικών, κοινωνικοοικονομικών και γεωγραφικών πτυχών της Χώρας- καθιστά αυτό το βιβλίο μία συνολική ιστορική αφήγηση της περιοχής του Μετσόβου προσθέτοντας παράλληλα μία νέα ψηφίδα στις γνώσεις μας για τη συγκρότηση του νέου ελληνισμού. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Ο αγροτικός κόσμος των Βλάχων της Πίνδου "Χώρα Μετζόβου" (18ος-19ος αι.)
Δασούλας Γ. Φάνης
ISBN13 9786185306687
Εκδότης ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ
Χρονολογία Έκδοσης Νοέμβριος 2019
Αριθμός σελίδων 498
ΠολιτείαΠρωτοπορία

Περιεχόμενα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ ΒΑΣ. ΝΙΤΣΙΑΚΟΥ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο ΓΕΩΡΓΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑΣ
ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΥΝΑΦΕΙΕΣ
Ο ρόλος του ορεινού ανάγλυφου και η δόμηση του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος
Από τον μεσαίωνα στην οθωμανική πραγματικότητα: οι διαστάσεις μίας μετάβασης
Ο πινδαϊκός περίγυρος της Χώρας Μετσόβου
Η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΕΤΣΟΒΟΥ
Η θέση της Χώρας Μετσόβου στο θεσμικό πλαίσιο οργάνωσης του οθωμανικού κράτους
Ορεινή τοπογραφία και αγροτική οικονομία της Χώρας
Το πρόβλημα της εδαφικής στενότητας της Χώρας: μία δημογραφική ανάγνωση των εδαφικών μεγεθών στον χώρο της ορεινής γεωργίας
Οικονομική και κοινωνική υπόσταση του αγροτικού κόσμου της Χώρας
Αγροτικές τεχνικές, τεχνολογία και ορολογία
ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ - ΠΙΝΑΚΕΣ
ΠΗΓΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
SUMMARY

Πρόλογος Νιτσιάκου Βασίλη, Καθηγητή Κοινωνικής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Τα ορεινά οικοσυστήματα της Πίνδου έχουν δημιουργηθεί στο πλαίσιο συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών και ενός διαρκούς διαλόγου των τοπικών κοινωνιών με το φυσικό τους περιβάλλον. Αυτός ο διάλογος συνιστά ουσιαστικά την οικειοποίηση της φύσης από τους τοπικούς πληθυσμούς στη βάση μιας κοινωνικής και οικονομικής λογικής που προσδιορίζεται κάθε φορά από το εκάστοτε πλαίσιο της πολιτικής οικονομίας, δηλαδή του τρόπου παραγωγής που χαρακτηρίζει το ευρύτερο πολιτικό σύστημα στο οποίο εντάσσονται και λειτουργούν οι τοπικές κοινωνίες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το φυσικό περιβάλλον μετατρέπεται σε πολιτισμικό τοπίο, αποτυπώνοντας τη διαχρονική παρουσία και τις παραγωγικές, κοινωνικές και συμβολικές της εκφάνσεις σ’ ένα παλίμψηστο μικρών, μεσαίων ή μακρών διαρκειών.
Ο ορεινός χώρος της Πίνδου έχει ταυτιστεί με έναν στερεοτυπικό τρόπο με την κτηνοτροφία και τις συναφείς προς αυτή βιοτεχνικές δραστηριότητες. Η γεωργική δραστηριότητα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στις κοινότητες των Βλάχων, είναι υποτιμημένη, εάν δεν έχει πλήρως αγνοηθεί.
Η εργασία του Φάνη Δασούλα επιχειρεί μία επανεξέταση του κόσμου της κτηνοτροφίας, με βάση το παράδειγμα της Χώρας Μετσόβου, αποδομώντας τον μύθο της αποκλειστικής κυριαρχίας της κτηνοτροφίας. Με τα θεωρητικά και μεθοδολογικά εργαλεία της ιστορικής ανθρωπολογίας και της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας και άξονα την έννοια της μακράς διάρκειας αναδεικνύει μέσα από μια ολική σύλληψη των ορεινών συστημάτων την σχέση της κτηνοτροφίας με την γεωργία, εξετάζοντας εμπεριστατωμένα τις δημογραφικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές παραμέτρους. Η έννοια της ιστορικότητας σε όλη αυτή την προσέγγιση παίζει έναν κεντρικό ρόλο.
Η άποψη ότι η κτηνοτροφικές δομές δεν αποτελούν παρά μια εκδοχή του αγροτικού κόσμου των Βλάχων, ενώ η κυριαρχία και η άνθηση της κτηνοτροφίας σε ορισμένους οικισμούς είναι φαινόμενο που εντάσσεται στο πλαίσιο της πολιτικής οικονομίας του οθωμανικού κόσμου και συνδέεται με την μετάβαση στο εμπόριο μέσω της βιοτεχνίας και την συνακόλουθη διαφοροποίησή τους από τον κόσμο της γεωργίας, κομίζει κάτι νέο στην βιβλιογραφία για τον ορεινό χώρο και τις κοινότητες των Βλάχων.
Η οικιστική και κοινωνική συνέπεια αυτής της εξέλιξης ήταν η διαμόρφωση τριών οικιστικών-κοινωνικών μοντέλων, τα οποία επιβίωσαν ως και τον 20ο αιώνα: το «απόλυτα κτηνοτροφικό χωριό», όπου η κεντρική θέση της κτηνοτροφικής δομής είχε ως αποτέλεσμα την εποχική μετακίνηση των κατοίκων του, το «γεωργικό χωριό» που «αγνοεί» την κτηνοτροφία των τσελιγκάτων και το χωριό με μικτό αγροτικό σύστημα, όπου η διάκριση γεωργίας - κτηνοτροφίας δεν είναι πλέον οικιστική αλλά κοινωνική δηλαδή λαμβάνει τον χαρακτήρα κοινωνικής διαστρωμάτωσης.
Ο Φ. Δασούλας με τη μέθοδο της ιστορικής εθνογραφίας, όπως την είχε ορίσει η Κυριακίδου-Νέστορος και έχοντας βαθιά και βιωματική γνώση της περιοχής μελέτης, δηλαδή της Χώρας Μετσόβου, καταφέρνει να μας δώσει μια εξαιρετική περίπτωση μελέτης, η οποία, κατά την άποψή μου, δεν εμπλουτίζει απλώς την σχετική βιβλιογραφία αλλά φωτίζει άγνωστες πλευρές του ορεινού χώρου, του κόσμου της κτηνοτροφίας των Βλάχων και του εν γένει αγροτικού φαινομένου, ανατρέποντας ταυτόχρονα στερεότυπα και μύθους που αναπαράγονται άκριτα ακόμα και στην επιστημονική κοινότητα. 

Πρόλογος του συγγραφέα

Η εκπόνηση αυτής της μελέτης αποτελεί κατάληξη ενός μακροχρόνιου προσωπικού «διαλόγου» με τον χώρο και τους ανθρώπους της Πίνδου. Η απαρχή της σημειώνεται την περίοδο που οι αισθητικές προκλήσεις του ορεινού τοπίου με ώθησαν να περιφέρομαι στις κοιλάδες και τα υψίπεδα της οροσειράς. Οι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της περιοχής, μετέτρεψαν σύντομα τις αρχικές γεωγραφικές ιχνηλατήσεις σε γόνιμους ανθρωπολογικούς προβληματισμούς, σηματοδοτώντας έτσι την στροφή των αναζητήσεών μου προς τη διερεύνηση των τοπικών πολιτισμών.
Τα διάχυτα στον ορεινό χώρο ίχνη τους, συνιστώντας τεκμήρια μίας πολυδιάστατης αγροτικής κοινωνίας, που είχε εκλείψει χωρίς να έχει αξιολογηθεί στο σύνολό της, επίτασσε μία περαιτέρω διερεύνησή της. Η ανίχνευση των διαστάσεών της, έθεσε τις βάσεις μίας συστηματικής έρευνας και διαμόρφωσε τους βασικούς άξονες αυτού του πονήματος. Κύρια επιδίωξή του ο επαναπροσδιορισμός της αγροτικής υπόστασης των κοινωνιών της Πίνδου που ανέπτυξαν κτηνοτροφικές οικονομίες κλίμακας και η επισήμανση της σημασίας της γεωργίας ως συμπληρωματικής δραστηριότητας, που έλαβε ιδιαίτερες μορφές ανάπτυξης.
Η συνειδητοποίηση αυτής της άποψης προέκυψε από την πολυετή ανίχνευση του γεωγραφικού χώρου της μεγάλης κτηνοτροφίας, στα πλαίσια αποφασιστικών εξορμήσεων στα βουνά και τους οικισμούς της κεντρικής Πίνδου με στόχο την άμεση αντίληψη και κατανόηση του χώρου, που ήδη είχε αποτελέσει αντικείμενο διερεύνησης με άξονα την παρουσία, την ανάπτυξη και την εξέλιξη των ορεινών κοινωνιών στη βάση του οθωμανικού συστήματος οργάνωσης μεταξύ 15ου–19ου αιώνα. Η επεξεργασία των στοιχείων ανέδειξε την παρουσία ενός άλλου αγροτικού πληθυσμού, ο οποίος δρούσε παράλληλα προς τον κόσμο της κτηνοτροφίας. Τα τεκμήριά του, διάσπαρτα σε όλο το ορεινό ανάγλυφο, στοιχειοθετούσαν έναν άλλο πολιτισμό, ο οποίος είχε εκμεταλλευτεί κάθε προσφερόμενο πόρο του βουνού, προκειμένου να επιβιώσει και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις του δικού του υλικού βίου. O προσανατολισμός της έρευνας στο πεδίο των αφηγήσεων αποκάλυψε ότι αυτά τα βουνά, παρά το ύψος τους, δεν υπήρξαν μόνο βοσκότοποι αλλά και τόποι δράσης ενός ρωμαλέου γεωργικού πληθυσμού.
Η επιστημονική τεκμηρίωση της παρουσίας του αποτέλεσε το έναυσμα για την εκπόνηση αυτής της μελέτης. Το όλο εγχείρημα ήταν μία πρόκληση. Η ανάδειξη μίας γεωργικής παράδοσης στον χώρο της μεγάλης κτηνοτροφίας, συνιστά απόκλιση από τις παραδομένες επιστημονικές αντιλήψεις που ήθελαν τους πληθυσμούς αυτής της περιοχής αιώνιους κτηνοτρόφους.
Αναζητώντας τις αιτίες αυτής της αντίφασης, επισήμανα την ύπαρξη ερευνητικών κενών και την αποσπασματική προσέγγιση των κοινωνιών της μεγάλης κτηνοτροφίας. Η έλλειψη προβολής της συνολικής τους παρουσίας στον ιστορικό χρόνο, που προσέδωσε στην ακμάζουσα κτηνοτροφική δομή διαστάσεις μοναδικότητας, άφησε τα τεκμήρια της γεωργικής δράσης κρυμμένα στην μνήμη και τις ερημιές των ορεινών κοιλάδων. Αυτά, δεν είχαν επισημανθεί και αξιολογηθεί ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ορεινού κόσμου.
Η αρχική προσπάθεια να ανασύρω από τις μνήμες των κατοίκων τον λησμονημένο γεωργικό παρελθόν τους, υπήρξε μια αναγκαιότητα, η οποία με ώθησε στην επιτόπια έρευνα και στη μελέτη του ορεινού χώρου, ως συνολικής γεωργικής και κτηνοτροφικής πραγματικότητας.
Έγινε γρήγορα κατανοητό ότι η ανάδειξη της γεωργικής πτυχής των κοινωνιών της μεγάλης κτηνοτροφίας απαιτούσε βαθύτερη και ουσιαστική εκτίμηση των όρων της λειτουργίας της και κυρίως της σημασίας που αποκτούσε ως οικονομίας, στη σχέση της με την κοινωνία του ορεινού κόσμου.
Η συνύπαρξη γεωργών και κτηνοτρόφων στον ίδιο χώρο και οι συναρθρώσεις τους στην μακρά διάρκεια του χρόνου, επέβαλαν μία επανεξέταση των γεωγραφικών συνθηκών και των ιστορικών όρων που συγκρότησαν την παρουσία τους στην οροσειρά. Η διερεύνηση των οικιστικών, οικονομικών, κοινωνικών, δημογραφικών, πολιτισμικών και περιβαλλοντικών παραμέτρων αυτής της συμβίωσης, κατέστησε φανερή την ενιαία διάσταση του πολιτισμού τους. Η κτηνοτροφική δομή, δεν αποτελούσε παρά μία από τις εκφάνσεις του αγροτικού τους χαρακτήρα, ενώ η κυριαρχία της σε ορισμένους οικισμούς συνιστά ένα φαινόμενο που εντάσσεται στην ιστορική περιοδολόγηση του οθωμανικού κόσμου. Είχε γίνει φανερό δηλαδή, ότι η ερμηνεία των αγροτικών κοινωνιών της Πίνδου απαιτούσε γνώση των αφετηριακών τους δομών και των διαφοροποιήσεων που επήλθαν κατά την μακρά διάρκεια της παρουσίας τους στο χώρο.
Απαιτήθηκε δηλαδή μια μεθοδολογική προσέγγιση που θα καθιστούσε την ιστορική τεκμηρίωση της υπόθεσης του γεωργικού χαρακτήρα που διέθεταν ορισμένοι οικισμοί- στο σύνολό τους ή εν μέρει- βασική συνιστώσα της ερευνητικής διαδικασίας. Η διάσταση της ιστορικότητας που αναδύθηκε ως προβληματική, αποτέλεσε βασικό μεθοδολογικό εργαλείο για τη μελέτη των κοινωνιών του αγροτικού κόσμου της Πίνδου καθιστώντας την εκπόνηση αυτής της μελέτης, υπόθεση διεπιστημονικής προσέγγισης. Κατά συνέπεια, ο διάλογος ανθρωπολογίας και συνολικής ιστορίας εμφανίζεται ως μία υποχρεωτική συνθήκη στην προσπάθεια ανάγνωσης της διάκρισης γεωργίας-κτηνοτροφίας και των σχέσεών τους, στον ορεινό χώρο και τον πολιτισμό του.
Η αναζήτηση σχετικών γραπτών πηγών ανέδειξε την περιοχή του Μετσόβου ως την καταλληλότερη, για τη πραγματοποίηση αυτής της έρευνας. Οι πληροφορίες που αντλήθηκαν από τα τοπικά αρχεία, και η ανάγνωση σχετικών μελετών, εμφάνιζαν αυτό το αντιπροσωπευτικό κέντρο της κτηνοτροφίας, να διαθέτει μία σημαντική γεωργική δομή, η παρουσία της οποίας υπήρξε αδιάλειπτη από τον μεσαίωνα έως και τον 20ο αιώνα. Το τέλος της συνέπιπτε με τις παιδικές μνήμες των πιο ηλικιωμένων κατοίκων. Οι τελευταίοι φορείς, προερχόμενοι από το αγροτικό και βιοτεχνικό στοιχείο της περιοχής, βίωσαν, όπως ολόκληρη η ελλαδική ύπαιθρος, τις αλλαγές που έφερε στη ζωή τους η ένταξη στη βιομηχανική εποχή. Όλοι τους μου διηγήθηκαν «εκείνες τις παλαιές μέρες» όχι πάντα καλές, ωστόσο ζωντανές, εφόσον οι οικισμοί τους διατηρούσαν τον οικονομικό και κοινωνικό τους ιστό.
Το παρόν βιβλίο αποτελεί ανασύνθεση και βιβλιογραφική επικαιροποίηση της διδακτορικής διατριβής που υποστήριξα στις 27-4-2009 στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με τίτλο «Αγροτικές Κοινωνίες του Ορεινού Χώρου: ο γεωργικός κόσμος της «Χώρας Μετζόβου» (18ος αι.-19ος αι.).

Φάνης Δασούλας

Ο Φάνης Δασούλας γεννήθηκε στο Μέτσοβο. Είναι πτυχιούχος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ) και του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Το 2009 αναγορεύτηκε διδάκτορας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων στο οποίο και εργάζεται ως μέλος Ε.ΔΙ.Π. (Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό) με γνωστικό αντικείμενο τη Λαογραφία. Έχει δημοσιεύσει μία σειρά άρθρων ανθρωπολογικού και ιστορικού περιεχομένου αναφορικά με τις κοινωνικοοικονομικές, παραγωγικές και τεχνολογικές δομές των παραδοσιακών κοινωνιών της Πίνδου και του Μετσόβου.
Η τελευταία περιοχή, έχει αποτελέσει αντικείμενο δύο μονογραφιών του με τίτλο: Η αποκωδικοποίηση ενός πολιτισμού μέσα από το πεδίο της γλωσσικής του έκφρασης: Το βλαχικό ιδίωμα του Μετσόβου (2013), Μπότσι: το θρηνολόγημα των νεκρών στην παράδοση του Μετσόβου (Ισνάφι 2018). Στα βασικά ερευνητικά ενδιαφέροντα του συγγραφέα περιλαμβάνεται και η εθνοπολιτισμική ομάδα των Βλάχων. Σε διάφορα άρθρα και μελέτες του προσεγγίζει ιστορικές, ανθρωπολογικές και γλωσσολογικές πτυχές του πολιτισμού τους.

 

 

Ο αγροτικός κόσμος των Βλάχων της Πίνδου "Χώρα Μετζόβου" (18ος-19ος αι.), Δασούλας Γ. Φάνης

Αναζήτηση