Αυτή η έρευνα εξερευνά τον μουσικό πολιτισμό μίας άγνωστης περιοχής της Βορειοδυτικής Ελλάδας (Δυτική Μακεδονία και Ήπειρος) και των γειτονικών της περιοχών στο σημερινό κράτος της Βορείου Μακεδονίας και στην Βόρειο Ήπειρο στην Νότιο Αλβανία.
Αποκαλύπτει ότι περιοχές που θεωρούνται ξένες μεταξύ τους και γλωσσικά διακριτά διαφορετικές μεταξύ τους, ανήκουν στον ίδιο μουσικό πολιτισμό σε αντίθεση με την διαφορά της γλώσσας. Κατά αυτόν τον τρόπο η τυπική διαίρεση της Δυτικής Μακεδονίας σε τρείς ζώνες, την Ελληνόφωνη (την μεγαλύτερη), την Βλαχόφωνη (στα βουνά της Πίνδου) και την Σλαβόφωνη στο βορειότερο τμήμα της περιοχής αμφισβητείται έντονα. «Εκ των εσω» (emic) σχόλια των ντόπιων σχετικά με την γλώσσα τους και την ταυτότητά τους, δικαιολογούν αυτά τα ευρήματα και επιβεβαιώνονται από την έρευνα στις ιστορικές πηγές της Βυζαντινής περιόδου αλλά και των ακόμη αρχαιότερων ιστορικών εποχών της περιοχής. (από την περίληψη)
Πρόλογος
Η αγγλική έκδοση της παρούσας ελληνικής μετάφρασης, ήταν η δεύτερη έκδοση του Ψηφιακού Αρχείου Ελληνικής Παραδοσιακής Μουσικής «Δημήτρης Θέμελης» της Βιβλιοθήκης της Σχολής Μουσικών Σπουδών. Είχε προηγηθεί η κυκλοφορία του διπλού Cd "Φωνές της Ιερισσού», με ανέκδοτες ηχογραφήσεις από την περιοχή της Ιερισσού όλες προερχόμενες από την συλλογή ηχογραφήσεων της Ανατολικής Χαλκιδικής που φυλάσσονται στο Αρχείο.
Το Ψηφιακό αρχείο της Σχολής Μουσικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης περιλαμβάνει, ανάμεσα σε άλλα, περίπου 40 διπλωματικές εργασίες με περίπου 800 ηχογραφημένα τραγούδια και μεταγραφές από τις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και ειδικότερα από την περιοχή της Κοζάνης, των Γρεβενών, της Καστοριάς και της Φλώρινας.
Η δουλειά της Αθηνάς Κατσανεβάκη είναι το αποτέλεσμα πολλών ετών έρευνας στην περιοχή της Βορειοδυτικής Ελλάδας (Δυτική Μακεδονία, Πίνδος, Θεσσαλία και Ήπειρος στην Ελλάδα και στην Αλβανία) και περιλαμβάνει έναν μεγάλο αριθμό επιτόπιων ηχογραφήσεων. Είναι ακόμη η πρώτη συστηματική έρευνα ενός προφορικού μουσικού πολιτισμού που είχε αγνοηθεί από το Ελληνικό Κράτος για πολλές δεκαετίες. Αυτή η συστηματική σε βάθος έρευνα στην περιοχή επέτρεψε την ηχογράφηση τραγουδιών που τραγουδήθηκαν από σχεδόν την τελευταία γενιά κατοίκων που έμαθαν να τα χρησιμοποιούν στις διαφορετικές φάσεις της καθημερινής τους ζωής.
Η έρευνά της είναι η πρώτη δουλειά που συνολικά παρουσιάζει μία μουσική παράδοση μιας περιοχής μέσα στην οποία τρεις εθνοτικές ομάδες που αντιπροσωπεύουν την τριγλωσσία της περιοχής συνυπάρχουν: οι Ελληνόφωνοι που είναι και η βασική ομάδα της περιοχής, οι Βλαχόφωνοι και οι Σλαβόφωνοι.
Κατά αυτόν τον τρόπο συμπληρώνει ένα τρίγωνο που αποτελείται από περιοχές που έχουν συνεισφέρει πολύ και για πολλά χρόνια στην μουσική ποικιλία του ευρύτερου Ελληνικού χώρου.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω την συγγραφέα για την τιμή να εμπιστευθεί στο Αρχείο μας τα αποτελέσματα της έρευνάς της, αλλά επίσης τους συνεργάτες του Αρχείου Δρ. Όλγα Κολοκυνθά και Δρ. Παναγιώτη Παναγιωτίδη για την συνεισφορά τους στη παρούσα έκδοση.
Ιανουάριος 2021
Άρης Μπαζμαδέλης
Μουσικός Βιβλιοθηκονόμος,
της Βιβλιοθήκης της Σχολής Μουσικών Σπουδών
Αθηνά Κατσανεβάκη: "«Μεταβαλλόμενες» ταυτότητες ή «Κρυμμένα» μηνύματα; Μία μουσική εθνο-ιστορία της Βορειοδυτικής Ελλάδας", Αθήνα 2022
Εκδότης: Ινστιτούτο Έρευνας Μουσικής & Ακουστικής - Κέντρο Μουσικής Τεκμηρίωσης
ISBN: 978-618-85599-1-2
Αθήνα, 2022
Για παραγγελία της έκδοσης:
Ινστιτούτο Έρευνας Μουσικής & Ακουστικής (ΙΕΜΑ)
Αδριανού 105 105 58 Αθήνα Τηλ: 210-3310129 Fax: 210-33.10.497 E-mail:
Στα στόματα των ανθρώπων στο πεδίο της έρευνας και κατά την διάρκεια της έρευνας, η λέξη «μουσική» επίσης δεν υπήρχε καθόλου. Και είχαν απόλυτο δίκαιο. Ό,τι τραγουδούσαν και ό,τι ακόμη τραγουδούν στις αντίστοιχες κοινωνικές περιστάσεις με την εξαίρεση της συμμετοχής τους στην έρευνά μου, δεν μπορεί να ονομαστεί μουσική. Στην πραγματικότητα οι λίγες φορές που χρησιμοποίησα αυτήν την λέξη για να «κερδίσω» νέες εξηγήσεις για την δική τους «μουσική» κατέληξαν σε εθνογραφική «καταστροφή». Αντί για αυτό χρησιμοποιούσαν άλλα μέσα για να εκφράσουν τους ήχους: την ονομασία «ηχός» που σημαίνει μελωδικός δρόμος/τύπος συνδεδεμένος με συγκεκριμένες κοινωνικές στιγμές και λειτουργίες. ‘Άλλες τοπικές «εκ των έσω» (emic) ορολογίες για να εκφράσουν διαδικασίες που εμπεριείχανε αυτό το είδος της «μουσικής» εμπεριείχανε ξεκάθαρες αναφορές στο στόμα και στις λέξεις. «Βγάζαμε τον γάμο με το στόμα» που σημαίνει ότι έβγαζαν τον γάμο τραγουδώντας χωρίς να έχουν όργανα. Κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σχεδόν δεν υπήρχαν όργανα ακόμη και λίγα χρόνια νωρίτερα στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής και που δικαιολογεί την ιδιαίτερη έμφαση που έδωσα στην φωνητική μουσική της περιοχής. Αν θα έπρεπε να βρώ έναν κατάλληλο τρόπο για να εκφράσω πώς ηχούσαν αυτοί οι ήχοι και πώς ήταν οργανωμένοι για να μπορέσουν να ηχήσουν κατά αυτόν τον τρόπο θα πρότεινα τον όρο «μιλητή μελωδία» σαν τον πιο κατάλληλο. Άλλοι ερευνητές έχουν χρησιμοποιήσει όρους σχετικούς με τον αυτόν τον όρο «μιλητή μελωδία» που είναι συνδεδεμένοι με κραυγές και μοιρολογίσματα όπως για παράδειγμα ο όρος melodized speech της Amy de la Breteque. Δεν είναι λοιπόν τυχαία σύμπτωση ότι αυτές οι λέξεις ταιριάζουν άψογα με τις λέξεις που οι Αρχαίοι ΄Ελληνες χρησιμοποιούσαν για να ονομάσουν την δική τους μιλητή μελωδία: Λογώδες μέλος.
Στα κεφάλαια που ακολουθούν γίνεται φανερό ότι η αισθητική και η οργάνωση αυτού του μουσικού συστήματος επαναδημιουργούν τις ίδιες νόρμες-νομοτέλειες για να εκφράσουν μέσα από την σημερινή μιλητή μελωδία τις νομοτέλειες του λογώδους μέλους της αρχαιότητας.
Μέχρι το τέλος αυτής της δουλειάς, γίνεται φανερό ότι η ευρύτερη περιοχή των Νοτιοδυτικών Βαλκανίων που κατά την Ρωμαϊκή περίοδο ονομαζόταν Μακεδονία, μοιράζεται ένα κοινό παρελθόν παρά τις γλωσσικές διαφορές. Από την Ιστορική προσέγγιση και την ανάλυση γίνεται ακόμη φανερό ότι αυτό το κοινό παρελθόν δεν είναι ένα απλά πρόσφατο ζήτημα. Ανιχνεύεται πίσω στο απώτατο Παρελθόν. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο καθώς ο πρόσφατος πολιτισμικός μουσικός χάρτης φυλάσσει τη βασική εθνολογική κατανομή της Αρχαιότητας. Αλλά ακόμη και αυτό δεν αποτελεί μοναδικά φαινόμενο των Νοτιοδυτικών Βαλκανίων. Η Βαλκανική Χερσόνησος συνολικά κατέχει ένα ευρύτερο πολιτισμικό υπόβαθρο όπου τα σύγχρονα σύνορα των συγχρόνων κρατών της έρχονται σε αντίθεση με συμπαγείς πολιτισμικές ζώνες οι οποίες ωστόσο συμπίπτουν άψογα με τον εθνολογικό χάρτη της Αρχαιότητας και τους γηγενής του πληθυσμούς όπως οι Ιλλυριοί, οι Θράκες, και οι Πρωτο-έλληνες και Φρύγες και Πελασγοί, κάτι το οποίο θα μας πρότεινε εσωτερικούς δεσμούς και δια-συνδέσεις πέρα από τις πρόσφατες διαιρέσεις. Αργότερα οι Σλάβοι στα Βαλκάνια ενσωματώθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργήσουν «Τοπικές Σλαβικές πολιτισμικές και Ιστορικές ενότητες» βασισμένες στα προηγούμενα εθνοτικά στοιχεία των περιοχών στις οποίες διέμειναν. Οι πολιτικοποιημένες προσπάθειες να φορμαρίσουν σε συγκεκριμένες περιοχές με συγκεκριμένα σύνορα αυτές τις τοπικές εθνοτικές παραλλαγές και τις παλαιότερες εθνότητες που προϋπήρχαν στην περιοχή έτσι ώστε να δημιουργήσουν με συγκεκριμένη μορφή τα νέα κράτη των Βαλκανίων περιέπλεξε ακόμη περισσότερο την πολυπλοκότητα της περιοχής (με απόλυτα καμία δικαιολογία) εξαιτίας των ρευμάτων των κέντρο-Ευρωπαϊκών Εθνικισμών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο των συμφραζομένων το ζήτημα της ταυτότητας το οποίο αναλύεται πρώτα και συνδυάζεται στα επόμενα κεφάλαια με τις «μιλητές μελωδίες» της περιοχής, παρουσιάζεται ως κρίσιμο και ακόμη πιο περίπλοκο:
Οι μεταβαλλόμενες ταυτότητες γίνονται ένας τρόπος για να διακηρύξουν το Παρελθόν, το οποίο είναι ενσωματωμένο στην κοινωνική ζωή της κάθε εθνοτικής ομάδας (και είναι απαραίτητο για την επιβίωση), αλλά αυτή η διακήρυξη γίνεται μέσα στα περιβάλλοντα σύγχρονα συμφραζόμενα. Με αυτόν τον τρόπο, συνδεδεμένες εθνοτικές ομάδες που μοιράζονται ένα κοινό Παρελθόν πραγματοποιούν ελαφριές ή κρίσιμες μεταβολές σε ονόματα και σε αυτοπροσδιορισμούς ώστε να παράγουν μία σύγχρονη (συγχρονική) ταυτότητα που θα ενσωματώσει παρ’ όλα αυτά το παρελθόν. Ένα παρελθόν το οποίο είναι σημαντικό για την επιβίωσή τους, αλλά θα δώσει και ένα σύγχρονο νόημα ταιριαστό με το συνολικό σκηνικό των σύγχρονων Βαλκανίων στην περίπτωσή μας. Όχι λιγότερο η φωνητική μουσική ποτέ δεν έπαψε να ξεθάβει το κοινό παρελθόν των συγχρονικά διαιρεμένων αλλά συνδεδεμένων και πρωτύτερα συσχετιζόμενων μεταξύ τους εθνοτικών ομάδων.
Για να μπορέσω να ταξιδέψω με μία τέτοια ταχύτητα και tempo ώστε να μπορέσω να ενσωματώσω όλες τις εμπειρίες που προσέλαβα γύρω μου, ακολούθησα πολλαπλούς επιστημονικούς δρόμους και κατευθύνσεις. Αρχικά βρήκα περισσότερο ταιριαχτό να εκφράσω την μεθοδολογία μου σαν «Ιστορική Εθνομουσικολογική προσέγγιση». Παρ’ όλο που ποτέ δεν σταμάτησε να ανήκει σε αυτό το ιδιαίτερο πεδίο της επιστήμης μας, και παρά τις όποιες διαφωνίες, ο τοπικός προσανατολισμός και χαρακτήρας της έρευνας αυτής θα μπορούσαν εξίσου να την εντάξουν στο πεδίο της μουσικής Εθνο-ιστορίας.
Το κείμενο που ακολουθεί δεν είναι απλά μία σύνοψη και παρουσίαση της συνολικής μου έρευνας, αλλά ακόμη ένα αποτέλεσμα μίας συνεχούς επαναξιολόγησης και επανεξέτασης των αποτελεσμάτων, όπως επίσης και μία συνεχής εκούσια αμφισβήτηση των αρχικών μου συμπερασμάτων που παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην διδακτορική μου διατριβή το 1998. Με πολύ μικρές διαφοροποιήσεις , η αρχική μου έρευνα επεκτάθηκε για να αγκαλιάσει (θα έλεγα μάλλον μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά) την ευρύτερη περιοχή και τους πληθυσμούς γύρω από την Πίνδο, στην Νοτιοκεντρική Ελλάδα αλλά ακόμη και στην Αλβανία και στο σημερινό Κράτος της Βορείου Μακεδονίας.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους Εκδότες αυτής της εργασίας και ακόμη τους εκδότες της Journal of the IMS Regional Association for the Study of Music of the Balkans (RASMB) που δέχτηκαν να εκδώσουν μία μικρή εισαγωγή από αυτό το εκτεταμένο κείμενο στο περιοδικό τους.
Τελευταία αλλά όχι λιγότερο, θα ήθελα να αφιερώσω αυτήν την δουλειά στον Καθηγητή μου, τον Δάσκαλό μου, Καθηγητή Δημήτρη Θέμελη για την συνεχή του υποστήριξη και ενθάρρυνση και την συνεχή εμπιστοσύνη και πίστη στη δουλειά μου.
Ας αναπαύεται εν ειρήνη.
Δρ. Αθηνά Κατσανεβάκη
Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Ήμουν στο σύγχρονο τμήμα της νέας πόλης του Νεβεσί (ψευδώνυμο) πυκνοχτισμένο με πολυκατοικίες αυτές τις χαρακτηριστικές της πολιτικής απομόνωσης, στα περισσότερα από τα Βαλκανικά κράτη μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο. Επρόκειτο να συναντηθώ με τις μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες της επαγγελματικής ομάδας των S…. Μίας ομάδας με διαρκή παρουσία και αντιπροσώπευση του ομαδικού τραγουδιού των S… Εντόπισα τις τελευταίες S… μέλη της ομάδας με την βοήθεια δύο τοπικών Εθνομουσικολόγων. Είχα ήδη πληροφορηθεί ότι η γηραιότερη και περισσότερο δραστήρια από αυτές τις γυναίκες είχε ήδη αναπαυθεί, είχε αποδημήσει, οπότε η επίσκεψή μου δεν είχε αποκλειστικά τον σκοπό να ηχογραφήσω το πολυφωνικό τους ρεπερτόριο. Φιλοξενήθηκα στο Νεβεσί από μία φίλη που είχε παντρευτεί έναν ντόπιο της περιοχής. Έτσι ταξιδέψαμε εκεί και έμεινα μαζί τους σε μία γειτονιά δίπλα στον Αλβανικό Μαχαλά τον οποίο θα έπρεπε να διασχίσει κανείς προκειμένου να βρεθεί στο δυτικού τύπου αστικό μέρος της πόλης. Ήμουν εκεί κυρίως για να συναντήσω αυτές τις γυναίκες που καθώς είχαν απομονωθεί από την πατρίδα τους στην Δυτική Μακεδονία στην Ελλάδα αντιπροσώπευαν ένα τραγουδιστικό στυλ το οποίο είχε γίνει πλέον το σύμβολο της αντίθεσης και αντιπαράθεσης του σημερινού Κράτους της Βόρειας Μακεδονίας με την Ελλάδα. «Θέλουμε να έρθουμε πίσω στην πατρίδα μας. Δεν κάναμε τίποτε κακό. Θέλουμε να δούμε τα σπίτια μας τους ανθρώπους μας εκεί». Πράγματι, καθώς η συζήτηση –που γίνονταν σε καλά ελληνικά (παρ’ότι ήταν σλαβόφωνες που είχαν φύγει από την Ελλάδα περίπου στην ηλικία των 15-20 ετών)- ξεδιπλωνόντανε, ανάμεσα στα τραγούδια, μου διηγήθηκαν πώς έφυγαν από τα χωριά τους: Δεν είχαν ιδέα ακριβώς για ποιόν λόγο. Μία ομάδα ανταρτών του κομμουνιστικού κόμματος ήρθε ξαφνικά στο χωριό μία μέρα φωνάζοντας Έρχονται τώρα! Φύγετε! Θα σας σκοτώσουν!. Έτσι έφυγαν από το χωριό όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Δεν ήξεραν καν ποιοί ήταν αυτοί που θα έρχονταν στο χωριό να τους σκοτώσουν. Μετά από πολύ καιρό η μία από τις γυναίκες αυτές γύρισε πίσω στο χωριό της στην Ελλάδα. Κάποιοι από τους συγγενείς (επίσης σλαβόφωνοι ντόπιοι Μακεδόνες) αντέδρασαν αρνητικά. Μας είπε: «Νόμισαν ότι γύρισα πίσω για να απαιτήσω την περιουσία μου…».
Ο λόγος λοιπόν της επίσκεψής μου δεν ήταν κυρίως να ηχογραφήσω τα τραγούδια τους. Μάλλον ήταν να τις συναντήσω και να πραγματοποιήσω μία βαθύτερη επιθυμία μου να τις διαβεβαιώσω ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι στην Ελλάδα που τις θυμούνται…
Μετά από την συνάντησή μας που κράτησε περίπου πέντε ώρες και καθώς λέγαμε αντίο, μία από αυτές – η πιο αυθόρμητη- γυρίζει προς τον ένα από τους δύο τοπικούς μας συνεργάτες και με ενθουσιώδη αναμονή τον ρωτάει: “Gritski Makedonski?” Ο άλλος κοιτάζει με έκπληξη: Ne! Makedonski! (Έλληνας Μακεδόνας; Όχι! Μακεδόνας!)
Πριν φύγω για να γυρίσω στην Ελλάδα βρήκα ευκαιρία να βγώ μία φωτογραφία μπροστά στο τεράστιο θεαματικό άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου να οδηγεί το άλογό του, στην κεντρική Πλατεία των Σκοπίων, την Πρωτεύουσα της Βόρειας Μακεδονίας…..
Εισαγωγή: Η πρώτη επαφή στο πεδίο.
Η Δυτική Μακεδονία1 στην Ελλάδα συμμετέχει στα ευρύτερα συμφραζόμενα του μουσικού συστήματος της Δυτικής Μακεδονίας και της Νοτίου Αλβανίας (Βόρειος Ήπειρος). Οι Εθνογραφικές και ανθρωπολογικές προσεγγίσεις όπως επίσης και τα γλωσσολογικά δεδομένα χωρίζουν την περιοχή κυρίως σε δύο ζώνες: το Ελληνόφωνο, το οποίο δυναμικά είναι συνδεδεμένο με την Πίνδο όπου οι Βλάχοι (η Τρίτη ομάδα) διαμένουν, και το Σλαβόφωνο που επεκτείνεται στα Βορειοανατολικά.
Τέτοιες προσεγγίσεις ωστόσο αγνοούν το πολιτισμικό υπόβαθρο των πληθυσμών της περιοχής, που αυτοπροσδιορίζονται και στις δύο περιπτώσεις ως «Μακεδόνες».
Στα περισσότερα σχετικά κείμενα, δεν είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχει ένας Ελληνόφωνος πληθυσμός εξίσου ντόπιος και επίσης αυτοπροσδιοριζόμενος ως «Μακεδονικός». Όχι λιγότερο η μικρο-έρευνα που πραγματοποίησα στην περιοχή αποκάλυψε σημαντικά δεδομένα για τις ξεκάθαρες υποδιαιρέσεις των αυτοπροσδιορισμών και εσωτερικών δεσμών και σχέσεων που ενοποιούν τις περιοχές. Τα δεδομένα ακόμη μας δίνουν πληροφορίες για την σύνδεση αυτών των περιοχών με την κεντρική ζώνη της Πίνδου παρά τις διαφορετικές γλώσσες: η μουσική φόρμα των εθιμικών τραγουδιών αποκαλύπτει το ιστορικό παρελθόν, όπως επίσης τους λόγους για την σταδιακή εισαγωγή της Σλαβικής γλώσσας στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας στην Ελλάδα και πέρα από τις Ελληνικές χώρες. Η γλώσσα μπορεί να λειτουργήσει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις σαν μία δευτερεύουσα πολιτισμική ταυτότητα, ενώ οι «κρυμμένες» ταυτότητες μπορούν να αντιπροσωπεύονται από άλλες πολιτισμικές εκφράσεις (που στην περίπτωσή μας είναι η μουσική φόρμα), εκφράσεις που φυλάσσονται με πολλή προσοχή από τις κοινότητες και δεν είναι φανερές στους «εκτός» της κοινότητας.
Το ζήτημα της σχέσης μουσικής και ταυτότητας έχει θεωρηθεί σαν μία διαδικασία εσωτερικής ανταλλαγής και δυνατότητας αλλαγής (εναλλαξιμότητας) μέσα στον χρόνο, τον χώρο και την κοινωνία. Η Μουσική έχει θεωρηθεί σαν ένας μείζων παράγοντας της «δημιουργίας» της κοινωνικής ταυτότητας ή της υποστήριξης και της επιβεβαίωσης των κοινωνικών και άλλων ταυτοτήτων2. Όπως το θέτει ο Rice (2010) στην κριτική του προσέγγιση της Εθνομουσικολογίας ως επιστήμης, μετά το 1994 και ειδικότερα μετά από δουλειές συγκεκριμένων συγγραφέων όπως ο Fredrik Barth και ο Martin Stokes, “authors writing about music and identity should be asking whether, in their particular case, music is contributing to identity formation or to some other process involving identity” (Rice 2010, 322 μετφ. Οι συγγραφείς που γράφουν για την μουσική και την ταυτότητα θα έπρεπε να αναρωτιούνται αν στην δική τους περίπτωση η μουσική συνεισφέρει στην διαμόρφωση της ταυτότητας ή σε κάποια άλλη διαδικασία που αφορά την ταυτότητα).
Αυτή η έρευνα αποκαλύπτει μία διαφορετική σχέση μουσικής και ταυτότητας. Η μουσική φόρμα γίνεται σύμβολο και μέσο ώστε μία εθνοτική ομάδα να μεταφέρει προφορικά μηνύματα από την δική της κρυμμένη και «σε κατάσταση κινδύνου» ομαδική ταυτότητα. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται ένα μέσο αντίστασης και επιμονής μίας κρυφής και καταπιεσμένης εθνοτικής ταυτότητας μέσα στην διάρκεια του χρόνου. Επι της ουσίας γίνεται σύμβολο. Και παρ’ ότι ο Turino (1999,250 στον Rice 2010,321-22) ισχυρίζεται ότι η μουσική είναι ένα δυνατό σήμα ταυτότητας επειδή είναι ένα σήμα «άμεσων συναισθημάτων και εμπειριών» που δεν έχουν την ανάγκη να έχουν την γλώσσα σαν μεσάζοντα για να μεταφερθούν, δίνοντας έμφαση στην διαφορά ανάμεσα σε μία “propositional semantico- referential language» και στα «non-propositional sign modes» όπως η μουσική και ο χορός (Turino 1999,222), πρέπει να τονίσουμε ότι το πεδίο μου ήταν κάπως διαφορετικό: κατά την διάρκεια της έρευνας έγινε ξεκάθαρο ότι αυτή η μουσική καθώς είναι αποκλειστικά σχεδόν φωνητική, δημιουργείται από μελωδικές φόρμουλες που είναι εκεί και παίρνουν μορφή (με τον τρόπο που το κάνουν), εξαιτίας των τόνων των λέξεων. Με τον τρόπο αυτόν, ο συμβολισμός της κι η δυνατότητα να λειτουργεί σαν ένα σημείο αισθητικής είναι απευθείας δεμένη με τους τρόπους με τους οποίους η μελωδία έχει συντεθεί μαζί με την γλώσσα. Στην περίπτωση αυτή, η γλώσσα είναι ένας θεμελιώδης παράγοντας που έχει συνεισφέρει στην δημιουργία των μουσικών νομοτελειών. Αυτό το οποίο προτείνω εδώ είναι ότι συχνά, οι φορείς αυτών των παραδόσεων γίνονται δίγλωσσοι, ενώ αργότερα χρησιμοποιούν μόνο την δεύτερη γλώσσα, και προσαρμόζουν τις τεχνικές σύνθεσης της αρχικής τους γλώσσας στην δεύτερη γλώσσα. Με αυτόν τον τρόπο κρατούν το ίδιο στυλ του στίχου και τον ίδιο τρόπο συνδυασμού των μελωδικών φόρμουλων με τις τονισμένες και άτονες συλλαβές. Αυτή η τεχνική σύνδεσης είναι δεμένη με την γλώσσα αλλά όχι με το νόημα των λέξεων αυτό καθ’αυτό. Μαζί με τα καθαρά μουσικά χαρακτηριστικά των μελωδιών αυτή η διαδικασία δανείζει την ιδιαίτερη μελωδική φύση, την αισθητική και το στυλ σε αυτές τις μελωδίες και γίνεται το σύμβολο των εθνοτικών τους αισθημάτων (ethnic emotions) και της εθνοτικής τους ταυτότητας ενώ ταυτόχρονα συνεισφέρει στην βιωσιμότητα (sustainability) αυτών των κοινοτήτων.
Στην πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψιν το μοντέλο του Turino, καθώς προχωρούμε στην δική μας ερευνητική περίπτωση, αυτό θα σήμαινε ότι η μουσική στην περίπτωσή μας αντιπροσωπεύει τον «παράγοντα ταυτότητάς» του (identity factor), ενώ η γλώσσα και η γλωσσολογική διαφοροποίηση (στροφή-shift) αντιπροσωπεύει τον ηγεμονικό του παράγοντα (hegemonic factor) (1984,253-254).
Φαίνεται λοιπόν ότι διαφορετικά τμήματα της περιοχής έχουν πολλά περισσότερα κοινά από ότι θα θεωρούσε κανείς σε μία πρώτη επαφή.
Για να δείξω τί είναι αυτό που ενοποιεί την περιοχή παρά την διαφορετικότητα στις γλώσσες, παρουσιάζω επτά περιπτώσεις έρευνας από συγκεκριμένα μέρη της περιοχής, που αντιπροσωπεύουν μουσικά στυλ μικρών περιοχών, και μας προσφέρουν κοινές μουσικές φόρμες ανάμεσα σε ομάδες που θεωρούνται «διαφορετικές».
Μακριά από το να θεωρηθούν σαν απλά δάνεια, αυτές οι μουσικές φόρμες είναι μέρος του ιστορικού εθιμικού φωνητικού ρεπερτορίου (τραγούδια του γάμου, μοιρολόγια, του Πάσχα, του Κλήδωνα ή άλλες εθιμικές διαδικασίες) κάθε ομάδας.
Για να ελέγξω τους πιθανούς ιστορικούς λόγους αυτών των κοινών μελωδικών φορμών, έχω εξετάσει το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο της περιοχής, ιδιαίτερα κατά την κύρια περίοδο που μας ενδιαφέρει δηλαδή την Βυζαντινή Εποχή αλλά σε περιπτώσεις που ήταν απαραίτητο επίσης την Ρωμαϊκή περίοδο και την Αρχαιότητα. Με αυτό τον τρόπο δημιουργώ συγκεκριμένες συνδέσεις ανάμεσα σε περιοχές που θεωρούνται συνήθως μεταξύ τους αποξενωμένες. Τελικά καταλήγω ότι ο συνδυασμός των πληροφοριών που βρίσκουμε μέσα στις ιστορικές πηγές και τα πολιτισμικά δεδομένα «προκαλούν» και αμφισβητούν τον συνήθη τρόπο διαίρεσης της περιοχής και δικαιολογούν τους κοινούς αυτοπροσδιορισμούς των διαφορετικών γλωσσικών ομάδων.
1. Μέρος αυτής της έρευνας (εξίσου επιτόπια και ιστορική έρευνα) έχει παρουσιαστεί στο Katsanevaki. 1998, 2017. Βλ.επίσης Katsanevaki 2014,2019, 1121-1140.
2. Το ζήτημα της Μουσικής και της Ταυτότητας έχει γίνει ένα από τα πιο σημαντικά θέματα στην Εθνομουσικολογία και έχει εξεταστεί λεπτομερώς από τον Timothy Rice (2007). Εξίσου, έχει γίνει ένα βασικό θέμα σε άλλες εκδόσεις (π.χ. Stokes,1994, introduction, 1-27). Η Μουσική έχει θεωρηθεί ένας βασικός παράγοντας στην δημιουργία της κοινωνικής ταυτότητας ή παράγοντας υποστήριξης και επιβεβαίωσης των κοινωνικών ταυτοτήτων. Από όσο μέχρι τώρα γνωρίζω ο όρος μεταβαλλόμενη ταυτότητα (“Shifting identity”) έχει χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά από τον Turino (1999). Εξηγώ την σύνδεση της δικής μου προσέγγισης με την δική του παρακάτω.
Περιεχόμενα
Πρόλογος
Προλεγόμενα
Εισαγωγή: Η πρώτη επαφή στο πεδίο
Ιστορική Εθνομουσικολογία ή Μουσική Εθνο-ιστορία; Αναζητώντας ένα πλαίσιο στην επιστήμη
Σχετικά με την αντίληψη της «Ιστορίας» στην Εθνομουσικολογία, σε σχέση με την παρούσα περίπτωση έρευνας
Περί Μεθοδολογίας
Γιατί να επικεντρωθεί κανείς σε ένα φωνητικό ρεπερτόριο το οποίο δεν είναι πλέον ενεργό;
Προηγούμενη έρευνα: μία κριτική ανασκόπηση
Αρχειακή έρευνα-Δεδομένα επιτόπιας έρευνας: Μία κριτική θεώρηση
Μέρος Α
Ζητήματα ταυτότητας…. Όταν ο Αυτοπροσδιορισμός αντιπαρατίθεται στον Αυτοπροσδιορισμό
Τί ενυπάρχει σε ένα όνομα; «Έλληνας Μακεδόνας» και “Gritski Makedonski”
Ο «Μακεδονικός» αυτοπροσδιορισμός σαν ένα μεταγενέστερο ενδιαφέρον και για τις δύο εθνοτικές ομάδες
«Βούλγαροι» ή «Μακεδόνες»;
H Μακεδονία του Στράβωνα του Γεωγράφου: Η «Ελεύθερη» (Δυτική) Μακεδονία και Ήπειρος μέχρι το Ιόνιο Πέλαγος, η πολιτισμική-γλωσσική ενότητα και τα μουσικά της παράλληλα
Μέρος Β
Η πρώτη επαφή με μία πιθανή κοινή μουσική ταυτότητα; Ανιχνεύοντας και εντοπίζοντας το φωνητικό εθιμικό ρεπερτόριο
Η μουσική φόρμα και τα ιστορικά της νοήματα
Διαφορετικές περιπτώσεις έρευνας στο φωνητικό ρεπερτόριο και οι αντιστοιχίες τους στις Ιστορικές πηγές
Ερευνητική περίπτωση 1: Η άγνωστη μουσική διάλεκτος των βουνών του Άργους Ορεστικού
Ερευνητική περίπτωση 2: Η τριγλωσσία στο Όρος Γράμμος μέσα σε μία μουσική διάλεκτο
Ερευνητική περίπτωση 3: Η μουσική διάλεκτος των βουνών των Κορεστίων- Η Βορειοηπειρώτικη Βλαχόφωνη πολυφωνία σε μία Σλαβική διάλεκτο
Ερευνητική περίπτωση 4: Οι Βλαχόφωνες Φαρσεριώτικες μελωδίες των μοιρολογιών στα Σλαβόφωνα μοιρολόγια της περιοχής γύρω από την Λίμνη της Καστοριάς
Ερευνητική περίπτωση 5: Η δίφωνη Σλαβόφωνη πολυφωνία της Καστοριάς και τα μελισματικά μονοφωνικά είδη των Ελληνόφωνων στα βουνά της Πίνδου
Ερευνητική περίπτωση 6: Το ρεπερτόριο των τραγουδιών του «Λαζάρου» της πεδιάδας της Φλώρινας και οι «Βαΐτσες» (Κυριακή των Βαϊων) στα Βέντζια (περιοχή Γρεβενών στην Δυτική Μακεδονία - Βόρεια Θεσσαλία)
Ερευνητική Περίπτωση 7: Ετεροφωνία και Πολυφωνία στα βουνά της Πίνδου και στην Ήπειρο. Κοινές φόρμουλες και φωνές. Το Ετεροφωνικό στυλ (αυθόρμητη πολυφωνία) της Βορείου Πίνδου ως προκάτοχος της διαμορφωμένης πολυφωνίας της Βορείου Ηπείρου
Η πρώτη μου επαφή με την τραγουδιστική παράδοση και τους κανόνες της
Ανιχνεύοντας την σημασία των μελωδικών φόρμουλων σαν «σημεία αισθητικής έμφασης» (Points of aesthetic emphasis)
Πώς αυτή η φόρμουλα «γεμίζει» στην ετεροφωνική υφή
Οι κύριες φωνές του Παρτή και του Γυριστή, στην Πολυφωνία της Β. Ηπείρου
Η Ετεροφωνία της Πίνδου ως ο προκάτοχος του Πολυφωνικού Βορειοηπειρώτικου τραγουδιού
Συμπεράσματα
Ευχαριστίες
Βιβλιογραφία
Κατάλογος Μουσικών Παραδειγμάτων
Βιογραφία: Αθηνά Κατσανεβάκη