Ο τίτλος της εργασίας του Αντώνη Βασιλείου με το «Τοπωνυμικό της Βλαχόφωνης περιοχής της Ακαρνανίας» στάθηκε για μένα αφορμή να ξυπνήσουν μνήμες από το παρελθόν μου.
Ήταν τότε, που υποψήφιος διδάκτορας με θέμα «Το Ρήμα της Αρωμουνικής» υπό την επίβλεψη του κ. Γ. Μπαμπινιώτη, έκανα την αρχή για την επιτόπια συλλογή του γλωσσικού υλικού από τα βλαχόφωνα Καραγκουνοχώρια του Ξηρόμερου, για να φτάσω, μέσα από την ορεινή Καλαμπάκα, τον Ασπροπόταμο και τη Β. Πίνδο μέχρι τ’ Άνω Πορόια της Αν. Μακεδονίας, όπου υπήρχαν ομιλητές της βλάχικης νεολατινικής διαλέκτου.
Φέρνω στο νου μου τα Παλαιομάνινα, τον Κώστα Κουτσομπίνα, που με φιλοξένησε. Άκουσα ιστορίες για το πώς βρέθηκαν εκεί οι λεγόμενοι Γκαραγκούνηδες Βλάχοι. Είδα φωτογραφίες από παλιές ημέρες με τον άρχοντα Κουτσομπίνα, τον μεγαλοτσέλιγκα, που όταν έφιππος διέσχιζε τους δρόμους της Αθήνας, έβγαινε από τα καφενεία ο κόσμος να τον καμαρώσουν, τόσο για την περήφανη στολή του όσο και για την πράγματι λεβέντικη κορμοστασιά του. Θυμάμαι που μου έφεραν κι έστησαν όρθια μπροστά μου την πολύπτυχη κάτασπρή του φουστανέλα, όμοια με βαθύγλυφο σπόνδυλο από κλασικό δωρικό κίονα. Εξάλλου, η φουστανέλα είναι συνέχεια του κοντού πτυχωτού δωρικού χιτώνα. Είδα τα τσαρούχια του με τις φούντες, που σου επέτρεπαν να συμπεράνεις ότι τα φόραγε κάποτε θεριακωμένος άντρας.
Λίγα χρόνια αργότερα ήρθε ο Δημήτρης Στεργίου, που διοργάνωνε τα καλοκαίρια εθνολαογραφικές εκδηλώσεις στα Παλαιομάνινα. Αναβίωναν τότε τα παλιά έθιμα των Αρβανιτόβλαχων Γκαραγκούνηδων, όπου ανάμεσά τους ξεχώριζε ο γάμος με τις αρχαϊκές καταβολές του.
Καλεσμένος για κάποια χρόνια, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω καλύτερα τους Ριμένους, τους Βλάχους αυτούς από την Αλβανία. Τις ίδιες ημέρες επισκεπτόμουν τον Αστακό, για να δω τον φίλο μου μπαρμπα-Γιάννη Γουλέ, την πολύχρονη και βαθύρριζη εκείνη βελανιδιά της Ακαρνανίας. Ερασιτέχνης ερευνητής ο Γουλές, έγραψε περί τα 40 τετράδια με θέμα την ιστορία χωριών του Ξηρόμερου, ανάμεσά τους και τα Γκαραγκουνοχώρια. Τώρα, που ο μπαρμπα-Γιάννης μας έχει αποχαιρετήσει, δεν ξέρω τίποτε σχετικά με την τύχη των χειρογράφων του, πράγμα για το οποίο κάποιοι πρέπει να ενδιαφερθούν.
Όλες ετούτες οι βιωματικές μνήμες με προδιέθεσαν ν’ αναλάβω μ’ ευχαρίστηση την παρουσίαση της τοπωνυμικής αυτής μελέτης, που έκανε ο Αντώνης Βασιλείου, ο φέρελπις αυτός βλαχολόγος ερευνητής. Πέραν, όμως, από τις προσωπικές μνήμες, για τις οποίες μακρηγόρησα, είναι ακόμα και η συστηματική τοπωνυμική εργασία, που μου προκάλεσε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί καλοδουλεμένες τοπωνυμικές μελέτες όπως αυτή στον χώρο των βλαχόφωνων οικισμών δεν περισσεύουν. Αντίθετα, πλούσια είναι η βιβλιογραφία ως προς τα βλάχικα-αρμάνικα, τόσο η γραμματική όσο και η λεξική ή λεξιλογική πλευρά τους.
Έτσι, στο γραμματικό επίπεδο έχουμε την πρώτη εργασία υπό τον τίτλο «Γραμματική ρωμανική ήτοι Μακεδονοβλαχική» του Μιχαήλ Μποϊατζή, που εκδόθηκε στη Βιέννη το 1813. Ακολούθησαν κατόπιν και άλλες γραμματικές εργασίες, ενώ πρόσφατα έχουμε ακόμα πιο εξειδικευμένες σχετικές μελέτες.
Στον χώρο των λεξικών, εκτός από αυτά του Νικολαΐδη, του Νταλαμέτρα κι άλλων, καθώς κι επιμέρους συλλογών βλάχικων τυπικών ιδιωμάτων, κυριαρχεί το Dicţionarul Dialectului Aromân, έργο πολύμοχθο, εκτενές κι εμπλουτισμένο, που έφερε σε πέρας ο ακαταπόνητος Τάκης Παπαχατζής, για τον οποίο ο Αχιλλέας Λαζάρου είπε κάποτε πως εάν η Ελλάδα διέθετε έναν παρόμοιο εθνογλωσσολόγο, δεν θα είχε ανοιχτά εθνολογικά προβλήματα… Είναι αυτός που μελέτησε συστηματικά τη στολή, το τραγούδι και τον κύκλιο λαϊκοθρησκευτικό χορό των Βλάχων-Αρμάνων και κατέληξε στο πόρισμα ότι τα τρία τούτα εθνολαογραφικά στοιχεία είναι πέρα για πέρα ελληνικά, δυσαρεστώντας όσους τον χρηματοδότησαν και περίμεναν αντίθετα συμπεράσματα.
Στα παραπάνω προσθέτω και δύο εντελώς ιδιαίτερα στοιχεία των Αρβανιτοβλάχων, που φωτίζουν τις αρχαϊκές εντόπιες ρίζες των. Πρόκειται για την τσhουπάρα και το πολυφωνικό τραγούδι τους. Την τσhουπάρα, πόλος, κάλυμμα της κεφαλής σαν το καλιμαύχι των ιερέων, αλλά όχι μαύρο, τη φορούσαν οι γυναίκες τους, θυμίζοντάς μας παρόμοιο κάλυμμα, που έφεραν ιέριες στην αρχαία Κρήτη μέχρι και τη Μακεδονία, όπως παριστάνεται σε πήλινα ειδώλια. Η λ. τσhουπάρα είναι μεταφορά από το τυπάρι > τσουπάρι «κέρινο καλούπι, βγαλμένο από κυλινδρόσχημο δοχείο» σε νεοελληνικό ιδίωμα.
Όσο για το πολυφωνικό τραγούδι, αρχαϊκή κληρονομιά ελληνοφώνων, βλαχοφώνων και αλβανοφώνων της Δρόμπολης, περιοχής στη Β. Ήπειρο, οι Αρβανιτόβλαχοι το εμπλουτίζουν, μιμούμενοι το γουργούρισμα των περιστεριών / πελιών του σεβαστού μαντείου της Δωδώνης, προκαλώντας ανάδρομες αντηχήσεις…
Λίγο πριν μπούμε στο κύριο θέμα, το τοπωνυμικό, ας κάνουμε σύντομη διαχρονική αναφορά στη γλώσσα, στην οποία αποτυπώνονται τα τοπωνύμια της εργασίας του Αντώνη Βασιλείου.
Τα βλάχικα ή αρωμουνικά ή αρμάνικα πρωτοακούστηκαν σε βυζαντινό χώρο με το περιβόητο «τόρνα, τόρνα, φράτερ», (δηλ. «γέρνει, γέρνει, αδελφέ (ενν. το μουλάρι)», του αγωγιάτη που κατέγραψαν χρονογράφοι του 580 μ.Χ. Στην περίπτωση αυτή έχουμε την πρώτη μαρτυρία βλαχοφώνων κιρατζήδων, που το πατροπαράδοτο επάγγελμα του αγωγιάτη το ασκούσαν συστηματικά μέχρι πριν λίγες δεκαετίες. Αλλά, και το όνομα Βλάχος πρωτοσημειώνεται και πάλι σ’ ελληνικό έδαφος, συγκεκριμένα μεταξύ Καστοριάς και Πρεσπών, όπου Βλάχοι οδίτες, δηλ. φρουροί οδικών διαβάσεων, σκότωσαν τον αδελφό του Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ. Άλλη και αυτή μαρτυρία για το επάγγελμα Βλάχων ως καστροφυλάκων – καστροπολεμίτη χαρακτηρίζει το μικρό Βλαχόπουλο το ακριτικό τραγούδι – όπου το κάστρο ή μπούρτζι τους προσδίδει την προσωνυμία Μπουρτζόβλαχοι κι εξηγεί τη λατινοφωνία τους, προϋπόθεση για να υπηρετεί κάποιος το ρωμαϊκό δημόσιο.
Όσο για την περιοχή της Ιταλίας, απ’ όπου έχουν την αφετηρία τους τα λατινογενή ιδιώματα της Πίνδου και της Δακίας, της σημερινής Ρουμανίας, αυτή δεν είναι παρά η Νότια Ιταλία, κατά κοινή παραδοχή όσων έχουν μελετήσει τον σχετικό γλωσσικό χώρο. Αρτηρία για την κυκλοφορία του λατινογενούς γλωσσικού πλάσματος στάθηκε η Εγνατία οδός με τα λιμάνια του Δυρραχίου και της Απολλωνίας και με κύρια τάση διάχυσης προς τα βόρεια. Έτσι, Κεντρική και Ν. Ιταλία μαζί με τη Βαλκανική αποτελούν τη λεγόμενη Απενινοβαλκανική ομάδα ρωμανικών γλωσσών. Αντίθετα, η Πανονία και η Δαλματία δέχονται επιδράσεις από τη Β. Ιταλία.
Από τον κόσμο τούτο με τις ελληνορωμαϊκές καταβολές τους σε βαλκανικό έδαφος προέρχονται οι Βλάχοι-Αρμάνοι και η γλώσσα τους.
Τα λατινογενή βλάχικα διακρίνονται σε βόρεια και νότια διάλεκτο. Στη βόρεια ομάδα υπάγονται τα ιδιώματα του Νυμφαίου, της Κλεισούρας και του Πισοδερίου Φλώρινας, καθώς και τα βλαχόφωνα χωριά της δημοκρατίας των Σκοπίων. Στο χώρο της Αλβανίας έχουμε το ιδίωμα των Μοσχοπολιτών με κέντρο τη Μοσχόπολη, κέντρο πάλαι ποτέ του ελληνο-βαλκανικού διαφωτισμού, των Μουζικιάρων της Κεντρικής Αλβανίας και των Φρασιαρωτών με κέντρο τη Φράσαρη της Β. Ηπείρου. Το ιδίωμα των Γκαραγκούνηδων ανήκει στη φρασαριώτικη αρβαντοβλάχικη ομάδα, αλλά διαφέρει κάπως από αυτό σε ορισμένα σημεία, όπως, για παράδειγμα, το φωνητικό μέρος. Στο φωνητικό επίπεδο η συχνή αποσιώπηση του λ προ του φωνήεντος ου είναι η πρώτη ακουστική εντύπωση του γνώστη των βλάχικων ιδιωμάτων. Έτσι, ακούμε τους λεξικούς τύπους: uρu αντί luρu «λύκος», úni αντί luni «Δευτέρα», οcu αντί locu «τόπος», άu αντί αlu «του», uά αντί lα «στον, στην». Τα δύο τελευταία, τα άu και uά, συνοδεύουν πάντα την εκφορά των τοπωνυμίων.
Στο χώρο των γραμματικών δομών σημειώνεται μια τάση απλοποίησης των γραμματικών τύπων. Έτσι, το τοπωνύμιο Trapu a furlui προέκυψε από το Τrαplu άu furu «ο Λάκκος του κλέφτη». Το φαινόμενο τούτο συνιστά νεοτερισμό, καθόσον ο αναλυτικός αυτός τύπος απαντά στη γλώσσα νεότερων ομιλητών των διάφορων αρωμουνικών ιδιωμάτων. Ακούμε, για παράδειγμα τον ηλικιωμένο να λέει: Dedu pαrαdzlii a ómlui, ενώ ο νέος: Dedu pαrαdzlii la ómlu, αντίστοιχα έχουμε σε μετάφραση: Έδωσα τα χρήματα τω ανθρώπω (δοτική) και Έδωσα τα χρήματα στον άνθρωπο, θα πει ο νεότερος ομιλητής.
Οι φωνητικές αλλοιώσεις έχουν μορφοφωνολογικές συνέπειες, που θα ήταν κουραστικό -κρίνω- να τις παραθέσω στην παρούσα περίσταση.
Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα που διαφοροποιεί τα γκαραγκούνικα από τ’ άλλα αρβαντοβλάχικα είναι και ο τύπος του μέλλοντος. Οι Φρασαριώτες λένε vα sάνdu «θε να ακούσω», ενώ οι Γκαραγκούνηδες: u-s-άνdu. Στα νότια ιδιώματα έχουμε απλούστερη δομή: ν-άνdu «θ’ ακούσω». Ο μέλλων στα βλάχικα ακολουθεί τον ελληνικό τύπο μέλλοντα: θε να φύγω ακούγεται σε συντηρητικά νεοελληνικά ιδιώματα, να si fugu το συνώνυμό του στα βόρεια βλάχικα ιδιώματα και vα fugu «θα φύγω» στα νότια ιδιώματα.
Έτυχε σε καφετέρια να πω στον Φρασαριώτη φίλο μου: u s-bem kafé «θα πιούμε καφέ» κι εκείνος με διόρθωσε: vα s-bem kafé, διευκρινίζοντας ότι ο τύπος u-s-bem είναι των Κολωνιωτών Αρβαντοβλάχων και όχι των Φρασαριωτών.
Η Κολώνια είναι περιοχή της Β. Ηπείρου στα ελληνο-αλβανικά σύνορα, απ’ όπου λέγεται ότι κατήλθαν οι Γκαραγκούνηδες Βλάχοι της Ακαρνανίας.
Μία δεύτερη σύγκριση ανάμεσα στο ιδίωμα των Φρασαριωτών και των Κολωνιατών Γκαραγκούνηδων ως προς τη μορφή του γερουνδίου μας προσφέρουν τα παρακάτω παραδείγματα: giuk – ǎndula «χορεύοντας τα, δηλ. χορεύοντας», zburǎndula «ομιλώντας τα, δηλ. ομιλώντας» ακούμε από τους Φρασαριώτες, ενώ οι Γκαραγκούνοι λένε: sghilëndau «φωνάζοντάς το, δηλ. φωνάζοντας», giukëndau «χορεύοντάς το, χορεύοντας», këntëndau «τραγουδώντας το».
Τα μορφήματα la και u, στο τέλος των ανωτέρω γερουνδιακών τύπων, είναι από ελληνική επίδραση και αναγνωρίζονται ως επιτασσόμενα κανονικά για τα βλάχικα άρθρα. Στα ελληνικά, το γερούνδιο αντιστοιχεί προς τις τροπικές μετοχές και τα επιρρήματα. Έτσι, ακούμε: Τραβήξαμε τα ίσια, Έπεσε τα μπρούμυτα, τα επίστομα, τ’ ανάσκελα, Ήρθι τα πλαλούντα σε ιδιώματα των Γρεβενών.
Στους τύπους γερουνδίου από το ιδίωμα των Γκαραγκούνηδων σημειώνουμε τη φωνητική επίδραση της αλβανικής. Έτσι, αντί cântǎndalui προφέρουν këntëndau και αντί giucǎndalui ακούμε giukëndau. Την προφορά ë αντί ǎ (άλφα ημίκλειστο) οι Γκαραγκούνηδες την απέκτησαν από την επαφή τους με αλβανόφωνους στις προγονικές των εστίες.
Περνούμε τώρα στο χώρο των τοπωνυμίων, που ο Αντώνης Βασιλείου με τόση επιμέλεια συγκέντρωσε και καταχώρησε στο έργο του.
Εδώ ξεχωρίζω κατ’ αρχήν τη λέξη-ορόσημο Μora «Μύλος». Και λέγω λέξη-ορόσημο, εννοώντας την ως χρονικό σημείο, καθώς είναι ένα από τα λεξικά παραδείγματα που συνδέονται με ιστορικά γεγονότα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Η λ. mora-moara στ’ άλλα βλάχικα ιδιώματα – προέρχεται από τη λατινική mola «μύλος», που στην όψιμη λατινική προσέλαβε τον υποκοριστικό τύπο mulinum, απ’ όπου το ιταλικό mulino και το γαλλ. Moulin (le). Σας θυμίζω το Moulin Rouge, τον «Kόκκινο Μύλο» των Παρισίων. Η νεότερη αυτή μορφή δεν πέρασε στον χώρο των ρωμανικών διαλέκτων της Βαλκανικής. Αυτό εξηγείται γιατί οι τύποι από το mulinum πέρασαν στις ρωμανικές διαλέκτους της Δύσης υστερότερα από το 476 μ.Χ., οπότε η Ρώμη πέφτει στα χέρια γερμανικών φύλων και κατόπιν τούτου κόβεται ο ομφάλιος λώρος επικοινωνίας ανάμεσα στην Ιταλία και τα Βαλκάνια.
Από τον 5ο αιώνα, λοιπόν, τα λαϊκά λατινικά της χερσονήσου του Αίμου αρχίζουν ν’ αποκτούν τα ιδιαίτερά τους χαρακτηριστικά και να εξελίσσονται κατά τρόπο ανεξάρτητο από τις άλλες ρωμανικές διαλέκτους, ακόμα και από κείνες με τις οποίες κάποτε σχημάτιζαν μαζί τους την απενινο-βαλκανική ομάδα νεολατινικών γλωσσών.
Η λέξη Mora ως τοπωνύμιο στα Γκαραγκουνοχώρια απαντά σε τέσσερα σημεία. Από αυτά θ’ αναφερθώ μόνο στον Μύλο του Θανάση Καραφέρη (Mora άu Nαšu Karaferi). Στην περίπτωση του επώνυμου Καραφέρης, του ιδιοκτήτη του Μύλου, δεν αποκλείεται κάποια σχέση προγόνου του με τη Βέροια, που οι Τούρκοι την αποκαλούσαν Καραφέρια.
Δεύτερο στη σειρά έρχεται το ορωνύμιο dzanǎ «βουνό». Ο τύπος dzanǎ προέκυψε, μ’ εξάλειψη της διφθόγγου, από το dzeanǎ, κατά το moarǎ > morǎ.
Ορθά ο κ. Βασιλείου το ανάγει στο λατινικό gena, που αρχικά σημαίνει «σαγόνι» – γένυς-υος είναι η «κάτω σιαγόνα» στα ελληνικά, απ’ όπου φυτρώνουν «μετωνυμικά» τα γένεια. Στα βλάχικα η λέξη dzeanǎ προσέλαβε από τη λατινική gena τη σημασία «φρύδι».
Με αφορμή τη χρήση dzeanǎ «βουνό» ως μεταφορά από το «φρύδι», θέλω να θυμίσω την ανθρωποκεντρική οργάνωση των όρων, που αναφέρονται στον γεωγραφικό χώρο και κατ’ ακολουθίαν στα τοπωνύμια. Έτσι, ακούμε: το φρύδι, η ράχη, οι πρόποδες του βουνού, το μάτι της πηγής, το κεφαλόβρυσο, η μαγούλα «λόφος» από το μάγουλο κ.τ.λπ. Τα παραδείγματα αυτά μας δείχνουν ότι ο άνθρωπος οριοθετεί το φυσικό του περιβάλλον με βάση το σώμα του. Γιαυτό τα εμπρός-πίσω, δεξιά-αριστερά ορίζονται από το υποκείμενο με βάση τη σχέση του προς τα σημεία τούτα.
Το δεύτερο στοιχείο, που ήθελα να προσθέσω, είναι ότι από τη gena έχουμε την μεσαιωνική *giona, με τη μετάπτωση του e σε io, όπως γεφύρι-γιοφύρι, γκέσος-γκιόσος, γεμάτος-γιομάτος κ.ά. Έτσι, προέκυψε το όρος Γκιώνα της Φωκίδας. Βουνό Γκιώνα έχουμε και στο όρος Βέρμιο, κοντά στο Σέλι. Το κοινό όνομα γκιόνα ως «ύψωμα», «ξάγναντο», «διάσελο» ακούγεται στην Περίστα της Ναυπακτίας, απ’ όπου και το παράδειγμα: «Έχτισι του σπίτι του στη Γκιώνα κι βλέπει ούλου του χουριιό» (Αρχείο Ιστ. Λεξ. Χ. 818, σελ. 24).
Σχετικά με το όρος ΓΚΙΩΝΑ έχω δημοσιεύσει άρθρο στο περιοδ. ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ (Οκτ.-Δεκ. 2011, σς. 5-6).
Στο τοπωνύμιο Τšitšoru a cǎpiru «Το Ποδάρι των Γιδιών», υπονοώντας τη «γιδόστρατα, τον κατσικόδρομο», θα ήθελα να προσθέσω σημασιολογική χρήση επιπλέον από εκείνη της γιδόστρατας. Πρόκειται για το τοπωνύμιο Τšοrlu atselu Mshatu «Το όμορφο Ποδάρι», που οι Σαρακατσάνοι το μεταφράζουν ως «Έμουρφου Πουδαρ’κό» και που ακούγεται στο Ξηρολίβαδο Βερμίου. Εδώ, η λέξη cioru, απλοποιημένος τύπος του tšitšoru, σημαίνει την εδαφολογική διαμόρφωση στη ράχη ή την πλαγιά βουνού που επιτρέπει από φυσικού της το άνετο βάδισμα στα πόδια ανθρώπων κι αιγοπροβάτων.
Στο τοπωνύμιο Vivoda δεν έχουμε την ακριβή περιγραφή του, καθώς οι πληροφορητές κάνουν αόριστα λόγο για κάποιο πηγάδι ή πηγή. Υποψιάζομαι ότι, με την τάση αποβολής συμφώνων του ιδιώματος των Γκαραγκούνηδων, θα μπορούσε το Vivoda να προκύψει από τα βιρός και voda ως Virvoda με τη σημασία «νερόλακκας», καθόσον βιρός σημαίνει «λάκκος με νερό». Ίσως γιαυτό εκεί δεν έχουμε πηγή ή πηγάδι, πράγματα που παραμένουν εμφανή συνήθως μέσα στο χώρο, ενώ ο νερόλακκας εύκολα επιχωματώνεται χωρίς ν’ αφήσει ίχνη.
Στο ίδιο άρθρο ο συγγραφέας σχετίζει το τοπωνύμιο Μπαρμπούτα με το σλαβικό voda ως προς το δεύτερο τεμάχιο, το μπούτα. Η θέση Μπαρμπούτα ανήκει στην περιοχή της Βέροιας που διασχίζει ο Τριπόταμος. Ως εκ τούτου, αν το πρώτο μέρος, το Μπαρ-, έχει στα σλάβικα κάποια σχετική με το νερό σημασία, θα μπορούσε να εξεταστεί η αναγωγή του σε σλάβικη αρχή. Η λέξη, όμως, bǎrbutǎ σημαίνει στα βλάχικα «κεφάλι-βολβός πράσου», που με τα πυκνά ριζίδιά του μας δίνει την εντύπωση γενιοφόρου κεφαλής. Γιαυτό σε νεοελληνικά ιδιώματα η λέξη μπαρμπούτα σημαίνει «προσωπείο, μάσκα μεταμφιεσμένων από δέρμα τράγου». Η λέξη ετυμολογείται από τη barba «γενειάδα» και το επίθημα –uta. Μπαρμπούτα, λοιπόν, σημαίνει ετυμολογικά «γενάτη», όπως lanuta σημαίνει «μάλλινη» στα ιταλικά από το lana «μαλλί».
Στο πολύ ενδιαφέρον τοπωνύμιο La Vudaru «Στη Βελανιδιά» σημειώνεται η αναγωγή του σε ινδοευρωπαϊκή ρίζα, όπου το σανσκριτικό dâru ταιριάζει με το δεύτερο τεμάχιο, το –dâru. Αν ερευνήσει κανείς στον χώρο της ουαλλικής, θα βρει το συνώνυμο της «βελανιδιάς» ως daro, όπου επιπλέον σημαίνει και lord «κύριος», υπονοώντας το πνεύμα της δρυός των φυσιολατρών Κελτών, την ελλην. αμαδριάδα. Θα βρει, ακόμα, και τον υποκοριστικό αρχαιομακεδονικό τύπο δάρυλλος «βελανιδιά». Ωστόσο, στις σημειώσεις μου από τα Παλαιομάνινα βρήκα τον τύπο vândaru και όχι vudαru, που είναι απερρινωμένος. Αυτό το κλειστό â-schwa το λένε ειδικότερα – τρέπεται συχνά στο πιο ευπρόφερτο u. Έτσι, έχουμε vîndaru και vundaru και με παράλειψη του n(νι) στην προφορά του ή την καταγραφή του, προκύπτει ο τύπος vudaru.
Στα βλάχικα από τη λ. φούντα / fundǎ και το επίθημα –ake έχουμε τον τύπο fândake, που με ηχηροποίηση σε κάποια ιδιώματα προκύπτει ως Vândake. Και οι δύο τύποι, fândake και vândake, σημαίνουν «δέσμη, τούφα από χόρτα, ή δεμάτι από έμφυλλα κλαδιά». Η φούντα σχετίζεται αρχετυπικά με την τούφα, την αρχαία τύφη, που δηλώνει «είδος χόρτου, πυκνού και τουφωτού, για το γέμισμα κλινοστρωμάτων». Στα ρουμάνικα οι λέξεις tufǎ και tufár σημαίνουν «πυκνά χαμόκλαδα, θάμνοι δρυός», καθώς από μακριά παρέχουν οπτική εντύπωση παρόμοια με τούφα ή φούντα. Είναι η λεγόμενη λιανούρα νεοελληνικών ιδιωμάτων, δηλ. «χαμόκλαδα, θάμνοι δρυός σε πυκνές συστάδες / φούντες/ τούφες».
Το vândaru, λοιπόν, σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει να προέκυψε από τη vânda «φούντα» και το επίθημα –αru ως Vândaru.
Ûá Μαrδáca «Στον Μαρδάκα» ακούγεται στο χωριό Στρογγυλοβούνι, όπου η μνήμη των Γκαραγκούνηδων δεν έχει συγκρατήσει τίποτε το σχετικό.
Προσωπικά πιστεύω ότι πρόκειται για παρωνύμιο, κοινώς παρατσούκλι, κάποιου Γκαραγκούνη από τα πολύ παλιά χρόνια, που ξεχάστηκε. Ίσως ο φορέας του να είχε σχέση με το Σπάρτο Ξηρομέρου, όπου μαρδάκα δηλώνει την «θειούχα πηγή». Πρόκειται για λέξη που, μέσα από σημασιολογικές – σημειολογικές θα έλεγα διαδρομές – σχετίζεται με το πολυθρύλητο υδρωνύμιο Μαρδάχα του Αχελώου. Η λέξη παράγεται κατά το ετυμολογικό σχήμα βατράχα > ματράχα > Μαρδάχα. Είναι η πηγή–ποταμός, καθώς η Μαρδάχα παρέχει στον Αχελώο το 1/3 του νερού του. Σήμερα η πηγή αυτή, κοντά στη γέφυρα της Τατάρνας, στα βορειο-δυτικά από το Καρπενήσι, έχει κατακλυστεί από τα νερά της τεχνητής λίμνης Κρεμαστών.
Στα Παλαιομάνινα κατέγραψα την έκφραση: Stǎi ghini cî u z-be apâ di la Mαrδáha «κάθησε καλά, γιατί θα πιεις νερό από τη Μαρδάχα», εννοώντας πως θα φας τόσο ξύλο, που θα χρειαστεί να πιεις νερό από τη Μαρδάχα για να συνέλθεις.
Ίσως, λοιπόν, ο Μαρδάκας του τοπωνυμίου να είχε σχέση με το μεγάλο τούτο Κεφαλόβρυσο, ανάμεσα στην Ευρυτανία και τον Βάλτο, όπως, για παράδειγμα, να είχε κάπου εκεί τα μαντριά του, ή να είχε γεννηθεί εκεί. Σας θυμίζω τους αδελφούς του Κατσαντώνη: ο ένας γεννήθηκε στα Χάσια και τον έλεγαν Γιώργο Χασιώτη, ο άλλος στη Λεπενού και τον έλεγαν Λεπενιώτη.
Στο τοπωνύμιο Καρπενήσι, τέλος, έχω να προσθέσω ότι το υψόμετρο της μικρής αυτής πόλης στα 960 μέτρα δεν ευνοεί την ανάπτυξη του δασικού δέντρου carpinu στα βλάχικα και γάβρου στα ελληνικά. Γιαυτό, όσοι από τους Καρπενισιώτες δε θα ήθελαν μια βλάχικη ετυμολογία για το τοπωνύμιο της πόλης τους, από το carpinu, αντιτείνουν ως επιχείρημα το δυσμενές για την ανάπτυξη του γάβρου / carpinu υψόμετρο του τόπου τους. Υπάρχει, ωστόσο, ένα άλλο είδος γάβρου, που ευδοκιμεί πάνω από τα χίλια μέτρα κι έχει άσπρα λουλούδια. Είναι η μεραντζιά ή αλλιώς μαυρόγαβρος με πιο σκούρα φύλλα από τον άλλο, τον κοινότερο γάβρο. Ορθά, λοιπόν, ο κ. Βασιλείου ετυμολογεί το Καρπενίσι από το carpinu.
Είναι τόσα πολλά τ’ αξιόλογα σημεία της τοπωνυμικής αυτής εργασίας του συγγραφέα, καθώς και η εθνογλωσσική πλευρά των Γκαραγκούνηδων – Βλάχων, που η ανάπτυξή τους θ’ απαιτούσε ώρες ολόκληρες.
Η εργασία του Αντώνη Βασιλείου συνιστά βασικό βοήθημα για όσους ενδιαφέρονται να γνωρίσουν καλύτερα κι επώνυμα τα σημεία τούτα της ακαρνανικής γης με τα πέτρινα κατάλοιπα του αρχαίου παρελθόντος και το μεγαλύτερο δάσος ήμερης βελανιδιάς των Βαλκανίων, όπου έβοσκαν κοπάδια από πρόβατα και χοίρους του ομηρικού Οδυσσέα και όπου ο δρακοντόμορφος μυθικός Αχελώος διατρέχει αείρροα τα χώματά της.
Ο Αντώνης Βασιλείου απαθανατίζει στις σελίδες του βιβλίου του τα τοπωνύμια, τις «επιγραφές», τις σκαλισμένες πάνω στο έδαφος της γενέθλιάς του γης.
Σημαντικό το έργο, καθώς, μεταξύ των άλλων αρετών του, βασίζεται σ’ επιτόπια εξέταση της εδαφολογικής μορφολογίας των σημείων, που κατονομάζουν τα τοπωνύμια, καθώς και στην άντληση πληροφοριών από τους χρήστες των σχετικών όρων.
Σημαντικό ακόμα το βιβλίο του, γιατί ανταποκρίνεται στο επείγον αίτημα των ημερών μας, καθόσον τα τοπικά ιδιώματα έχουν περάσει στο λυκόφως του αφανισμού τους, ενώ την ελληνική ύπαιθρο δεν τη διαχειρίζονται πλέον οι εντόπιοι κάτοικοι σε καθημερινή βάση, με συνέπεια τα τοπωνύμια να «ξεθωριάζουν» και να λησμονούνται.
Με τέτοια προοπτική οι τοποθεσίες θα μείνουν μια μέρα ανώνυμες κι ο περαστικός ή ο επισκέπτης τους θα νιώθει ότι βρίσκεται στο σημείο του πουθενά. Επομένως ό,τι καταγράφεται από τα εναπομείναντα στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού, περνάει στο οπλοστάσιο της Μνήμης κι ενισχύει την πάλη της ενάντια στη Λήθη των ημερών μας.
Αντώνης Μπουσμπούκης
Ομότιμος Καθηγητής Γλωσσολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
περιοδικό "Στερεά Ελλάς", Ιανουάριος-Μάρτιος 2013, Τόμος ΜΕ΄, τεύχος 509