Χρυσούπολη Καβάλας. Η συµβολή των Λαϊστινών στη διαµόρφωση της τοπικής ιστορίας µέχρι το 1912

Ιταλικός χάρτης αναφορικά με τη διοικητική διαίρεση της Μακεδονίας κατά τα  τέλη του 19ου αιώνα (από τη συλλογή Βλαχόπουλου).Η ειδική αναφορά στη Λάιστα191 δεν γίνεται τυχαία. Οι Βλάχοι192 μετανάστες του χωριού αυτού ήταν οι πρώτοι Χριστιανοί που εγκαταστάθηκαν, στα νεώτερα χρόνια, στην περιοχή του Σαρή Σαμπάν (σημ. Χρυσούπολη), όπου υπήρχε μόνο ένα χριστιανικό ελληνόφωνο χωριό, το Καγιά Μπουνάρ (σημερινή Πετροπηγή).

Σύμφωνα λοιπόν με τον Αστέρη Κουκούδη193 η Λάιστα εμφανίσθηκε στο προσκήνιο γύρω στο 1580, με τη συνοίκηση στον προϋπάρχοντα οικισμό, που ονομαζόταν Λάκκα, των κατοίκων του γειτονικού οικισμού που ονομαζόταν Λάσετε194.

Ο Γ. Μέρτζος195 αναφέρει ότι το όνομα Λάιστα προήλθε από την συγχώνευση των ονομάτων των χωριών Λάκα και Λάσετε. Η Λάκκα (ελληνόφωνη) βρισκόταν στην ίδια θέση που βρίσκεται σήμερα η Λάιστα. Το Λάσσετε (βλαχόφωνο) βρισκόταν στη τοποθεσία κάτω από τον Άγιο Χαράλαμπο και οι κάτοικοι του είχαν εγκατασταθεί εκεί εγκαταλείποντας τη δυσκολοδιαβίωτη Τσούκα. Στη συνέχεια οι κάτοικοι του Λάσσετε μετακόμισαν στη Λάκκα και έτσι από την ένωση των δύο τοπονυμίων προήλθε η ονομασία Λάστα. Αργότερα προστέθηκε στη λέξη Λάστα το ι και προέκυψε η Λάιστα. Όταν συνενώθηκαν τα δυο παραπάνω χωριά σε ένα, μετα-φέρθηκαν σε αυτό και άλλοι τριγύρω συνοικισμοί και μικροχώρια της γύρω περιοχής. Οι οικισμοί αυτοί ήταν οι εξής: 1) Μπιστρίτσι, 2) Σκαρπέτι, 3) Κουκουρούτζου, 4) Ράσιανε, 5) Γκρέσκα, 6) Γκαλεμπάρια, 7) Αγίνι, 8) Τσιούκα (όπου και τα ερείπια του ναού της Αγίας Παρασκευής), 9) Γειτονιά και 10) Λιούτα (υπήρχε εκκλησία στο όνομα του Αγίου Ματθαίου)196 . Από τα ανωτέρω συμπεραίνουμε ότι οι συνοικισμοί που συγκρότησαν τη Λάιστα είχαν ιστορία τουλάχιστον 700 χρόνων. Η τελική ονομασία του χωριού πρέπει να τοποθετηθεί στα τέλη του 18ου αιώνα. Σαν αίτιο για τη συνένωση των οικισμών αναφέρονται «τα ερπετά» αλλά στη λέξη αυτή πρέπει να αποδώσουμε συμβολική μάλλον σημασία γιατί με αυτή φαίνεται να εννοούσαν αλληγορικά εχθρούς και ληστοσυμμορίες που δρούσαν στην περιοχή 197.

Κατά το 1800 ο Αλή Πασάς επιχείρησε να κατακτήσει τη Λάιστα με σκοπό να την καταστήσει τιμάριο. Οι Λαϊστινοί όμως συναντήθηκαν μαζί του για διαπραγματεύσεις σε μια προσπάθεια να κερδίσουν χρόνο, καθώς είχαν στείλει συγχωριανούς τους στο Μοναστήρι (Βιτώλια) για να ζητήσουν βοήθεια. Πράγματι, οι άρχοντες των Βιτωλίων διέταξαν τον Αλή να αφήσει ήσυχο το χωριό198.

Στους απελευθερωτικούς αγώνες των Ελλήνων (1821 – 1913) οι ξενιτεμένοι Λαϊστινοί βοήθησαν οικονομικά μέσω δωρεών αλλά και με τη διάδοση λαχείων προς ενίσχυση του Ελληνικού στόλου199.

Αλλά και κατά την περίοδο του μακεδονικού Αγώνα η συμβολή τους ήταν τεράστια, καθώς οι προξενικές αρχές στη σκλαβωμένη Μακεδονία είχαν στη διάθεση τους μεγάλα χρηματικά ποσά -δωρεές- των Λαϊστινών οικογενειών Λαλαζήση, Ράπτη, Παπαθανασίου (Κύρζα), Μέρτζιου, Παυλίδη και Γούδα. μάλιστα η συμμετοχή τους δεν περιορίσθηκε, σε αρκετές περιπτώσεις, μόνο σε οικονομική ενίσχυση αλλά και στη μεταφορά και φύλαξη οπλισμού για την ενίσχυση των Ελληνικών ένοπλων ομάδων. Όμως η πατριωτική τους δράση εκδηλώθηκε και στην περιοχή της Χρυσούπολης, στη δεύτερη τους πατρίδα, στην οποία τα σπίτια των αδελφών Παπαθανασίου στην Κεραμωτή και στη Χρυσούπολη Καβάλας είχαν με-τατραπεί σε κέντρα φύλαξης και διανομής οπλισμού που προμηθεύονταν από την Θάσο200. Ύστερα από προδοσία ο Κώστας Παπαθανασίου, σύρθηκε στις φυλακές και γλύτωσε ύστερα από μεγάλα βάσανα201.

Θα ήταν όμως μέγιστη αβλεψία αν δεν γινόταν αναφορά και σε έναν άλλο Ελληνολάτρη Λαϊστινό κάτοικο του Σαρή Σαμπάν, τον Θεόδωρο Σαχρόνη, ο οποίος πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή, τα ελληνικά του φρο νήματα και την εμμονή του να δηλώνει Έλληνας παρά τα φρικτά βασανιστήρια στα οποία υπεβλήθη από τους Βουλγάρους202.

Πέρα από τον βαρύ φόρο αίματος που κατέβαλε η Λάιστα στον πόλεμο του 1940, στέλνοντας πολλά παιδιά της στην πρώτη γραμμή του μετώπου, μεγάλη ήταν και η προσφορά των Λαϊστινών οι οποίες συνέδραμαν με πολεμοφόδια και τρόφιμα τον Ελληνικό Στρατό, όταν το θέατρο των επιχειρήσεων μεταφέρθηκε στα χωριά Βρυσοχώρι, Ηλιοχώρι και Λάιστα 203. Στα χρόνια της κατοχής, στις 18 Οκτωβρίου 1943, κατά τη διάρκεια εκκαθαριστικών επιχειρήσεων εναντίων αντάρτικων ομάδων που δρούσαν στην περιοχή, οι Γερμανοί έκαψαν 80 σπίτια του χωριού και άλλα είκοσι έπαθαν μεγάλες ζημιές, εκτελώντας μάλιστα και τέσσερις Λαϊστινούς τους οποίους κατηγόρησαν ως συνεργάτες – τροφοδότες των ανταρτών 204. Τα ονόματα τους είναι τα εξής: Γατσέλος Κώστας, Ράσσας Πολυχρόνης, Κάσσος Αναστάσιος και Τοπάλης Βασίλης205.

Η οικονομία του Βλαχοζάγορου

Κατά τον 18ο αιώνα και μέσα στο κλίμα ασφάλειας που δημιουργήθηκε εντός της «Ζαγορίτικης Ομοσπονδίας»206, τέθηκαν τα θεμέλια ανάπτυξης της οικονομίας του Ζαγορίου, η οποία ήταν αγροτοκτηνοτροφική, καθώς η περιοχή ήταν “τόσον ωραία και προσφορότατη και εις βοσκήν και εις καλλιέργειαν”207. Ο πληθυσμός κατοικούσε στα χωριά μόνιμα και η κτηνοτροφία είχε τη μορφή του ημινομαδισμού χωρίς να φτάσει ποτέ τα επίπεδα κτηνοτροφίας των χωριών του Γράμμου και των Γρεβενών. Η οικονομική ανάπτυξη της Μοσχόπολης δεν συμπαρέσυρε το Ζαγόρι. Έτσι αρχικά οι Έλληνες κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής του Ζαγορίου αναζήτησαν διέξοδο στην μετανάστευση και στο εμπόριο. Οι περιορισμένοι πόροι κυρίως λόγω του υπερπληθυσμού αδυνατούσαν να καλύψουν τις ανάγκες όλου του πληθυσμού και έτσι οι άνδρες έφευγαν προς τα μεγάλα αστικά κέντρα των Βαλκανίων μέχρι την Κωνσταντινούπολη, εργαζόμενοι εκεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα ως φουρνάρηδες, χανιτζήδες, μπακάληδες, ταβερνιάρηδες αλλά και ως πρακτικοί γιατροί208. Οι πιο ικανοί από αυτούς σταδιακά μετατρέπονται σε μεγαλέμπορούς, μεγαλοκτηματίες ή φοροεισπράκτορες. Αυτή την περίοδο επικράτησε στην Ήπειρο και κυρίως στα χωριά του Ζαγορίου η ευχή «και εις την Πόλιν κουλουρτζής» που σήμαινε ότι το όνειρο κάθε Ζαγορίτη ήταν να διαπρέψει στην αρτοποιία στην Πόλη, καθώς το επάγγελμα αυτό ήταν πολύ προσοδοφόρο209.

Σύμφωνα με τον Pouqueville οι Βλάχοι του Ζαγορίου, κατά τα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα, στράφηκαν περισσότερο προς τις μεταφορές παρά προς το εμπόριο και μετέφεραν εμπορεύματα για λογαριασμό τρίτων στη Θεσσαλονίκη τις Σέρρες, την Πόλη, το Βουκουρέστι, τη Βιέννη αλλά και την Μικρά Ασία210.

Ο Κ. Κρυστάλης περιγράφει έξοχα αυτή τη δραστηριότητα των Ζαγορίσιων με τα εξής λόγια: Οι Βλάχοι του Ζαγορίου εσχάτως επιμελήθησαν να μιμηθώσι τους Έλληνας συντοπίτας των, και μόνον εις τα εμπορικάς επιχειρήσεις, συστήσαντες και εν Ηπείρω και εν τω εξωτερικώ ευκατάστατα τίνα καταστήματα, ενώ επί Αλή Πασά πάντες ήσαν αγωγείς μεταφέροντες δια φορτηγών ζώων, διάφορα εμπορεύματα, από της Ηπείρου μέχρι Σερρών, Κωνσταντινουπόλεως, Βουκουρεστίου και τανάπαλιν. Στο επάγγελμα των τούτο είναι απομίμησις των γειτόνων των σαμμαριναίων καρβανάρηδων, με τη διαφορά ότι μιμούμενοι και τους ξενητευμένους Ζαγοραίους έκαμνον ταξίδια πολύ μακρυνότερα ως βλέπομεν, εκείνων211.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα, αυτά τα ταξίδια θα οδηγήσουν τους Βλαχοζαγορίσιους στη δημιουργία μόνιμων και ομαδικών εγκαταστάσεων στα μέρη που ταξίδευαν, κατά το πρότυπο των Γκραίκων Ζαγορίσιων212. Ένα από τα μέρη αυτά θα ήταν και η περιοχή του Σαρή Σαμπάν (Χρυσούπολη).

Ο ρόλος των Λαϊστινών και τα νέα δεδομένα που προέκυψαν μετά την εγκατάσταση τους στην Χρυσούπολη Καβάλας

Η διασπορά των Ηπειρωτών σε όλες τις γωνίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και όχι μόνο, είναι σχετικά γνωστή και οι κάτοικοι της Λάιστας, με τη μεγάλη έφεση στο εμπόριο και τα γράμματα, δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση σε αυτό213. Σαν έμποροι ταξίδευαν σε όλα τα εμπορικά κέντρα της Βόρειας Ελλάδας μέχρι και τη Θράκη και τη Κωνσταντινούπολη. Σήμερα βρίσκουμε εγκαταστάσεις τους στην Χρυσούπολη Καβάλας, στην Ξάνθη, την Αλεξανδρούπολη ακόμη και στη Φιλιππούπολη και τη Σόφια της Βουλγαρίας.

Οι περισσότερες οικογένειες βρέθηκαν στη Χρυσούπολη τον 19ο αιώνα, όπως προκύπτει από έγγραφα του Ελληνικού Υποπροξενείου Καβάλας, αλλά και από τον Κώδικα της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας του Σαρή Σαμπάν, απετέλεσαν δε τον πρώτο χριστιανικό πληθυσμό και έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην ίδρυση και ανάπτυξη της σημερινής πόλης. Ιδιαίτερη αξία έχει για την ιστορία της περιοχής η αναφορά του Γενικού Επιθεωρητού των Σχολείων Δ. Μ. Σάρρου η οποία συντάχθηκε το 1906 και εκθέτει την εθνολογική κατάσταση της περιοχής του καζά Σαρή Σαμπάν214 μετά την εγκατάσταση των Λαϊστινών στην περιοχή και το πώς επέδρασε αυτή στον εθνολογικό χάρτη της περιοχής. Η αναφορά έχει ως εξής:

Εν Θεσ-κη τη 30 Απριλίου 1906

Καζάς Σαρίσαμπάν
Εν τω υπό Οθωμανών κυρίως κατοικουμένω τούτω καζά δύο μόνας οάσεις ελληνικάς απαντώμεν. Τα παλαιόν ελληνικόν χωρίον Καγιά Μπουνάρ και τη νεοπαγής ελληνική κοινότητα Σαρίσαμπαν 215 .

Είναι όμως καθ΄όλα τα 18 οθωμανικά χωριά του καζά εγκατεστημένοι ως παντοπώλαι βλαχόφωνοι ως επί το πολύ Έλληνες Ηπειρώται, οίτινες και κτηματική περιουσίαν εκαστάχου έχουσιν, κατερχόμενοι καθ΄ εβδομάδαν εις την εν τη πρωτευούση του καζά κατά πάσαν Τετάρτην γινόμενην αγορά, εν η συρρέουσι πολλοί και εκ Καββάλας και Ξάνθης.

Εκτός τούτων και εις το Τσαρπαντί τσιφλίκ παραχειμάζουσι 26 οικογένειαι Σαρακατσαναίων ελληνοφώνων εκκλησιαζόμενοι εις το Καγιά Μπουνάρ, ως και εις το Βοϊνίκϊολι Δαλάνια 20. Το καλοκαίρι ανέρχονται οι Σαρακατσαναίοι ούτοι εις το Ραζλόκ. Και εις τα Δαλάνια Βάσοβας εργάζονται εν των ιχθυοτροφείω τον μεν χειμώνα 80-100 ελληνόφωνοι το δε θέρος περί τους 30. 

Το Σαρήσαμπάν προοδεύει κτιζομένων εν αυτώ νέων οικοδομών και εγκαθισταμένων οσημέραι περισσότερων βλαχοφώνων εξ Ηπείρου ομογενών αλλά και Βουλγαροφώνων, δυστυχώς υπόπτων 216 , εκ Καστορίας και Αχή Τσελεμπή Θράκης. Εις την εκεί συρροήν και πρόοδον των Χριστιανών συντελεί και το ήμερον και ανεκτικόν των εντόπιων Οθωμανών. Ακριβή στατιστικά της πρωτευούσης και του όλου καζά, των κατοίκων, της γλώσσης και των επαγγελμάτων αυτών υπεσχέθη ότι θα υποβάλη εις το Προξενείον Καβάλας ο εν τω Σαρίσαμπαν εγκατεστημένος βλαχόφωννος Ηπειρώτης δημαρχιακός ιατρός κ. Ράπτης, όστις περιέρχεται όλον τον καζά.

Καγιά μπουνάρ.
Οικίαι ελληνικαί και ελληνόφωνοι και τουρκική 1. Ψυχαί δε 138.
Το χωρίον τούτο ηρίθμει άλλοτε περί τας 800 οικίας, μετοικήσασαι εις Καββάλαν και Βολούστραν (Άβδηρα), δια τούτο έχει και μεγάλην έκτασιν εξικνουμένην μέχρι της θαλάσσης και κατά το πλείστον μένουσαν ακαλλιέργητον. Έχει εισόδημα 60 περίπου λίρας εκ βοσκησίμων γαιών, αν δε οι κάτοικοι ήσαν φιλόπονοι θα ευημέρουν. Ατυχώς μεγάλη ακαταστασία κρατεί παρ΄ αυτοίς. (προ οκταετίας έχουσι καταλάβει οι Τούρκοι τας πλησίον Καρατζάκιοϊ 217 βοσκήσιμους αυτών γαίας, αποφέρουσαι εισόδημα 50 λιρών) 218 . Οι πλείστοι αγράμματοι. Το σχολείον τους ισόγαιον, άστρωτον, ετοιμόρροπον και ρυπαρόν λειτουργεί κάκιστα. Ενεγράφησαν εφέτος 26 μαθηταί διδασκόμενοι υπό του εκ Λευκάδος ιερομοναχού παπά Ευσέβιου όστις φαίνεται όλως αναίσθητος και άμοιρος εθνικού φρονήματος και γνώσεως. Λαμβάνει μισθόν 27 λιρών και άλλας 15 εκ των εγχωρίων. Πληρώνει και εις διαίτην το χωρίον 7 λίρας.

Το χωρίον τούτο ευρισκόμενον εν μέσω τουρκικών οικισμών είναι όλως εγκαταλελειμένον. Πολλοί παραπονούνται ότι δεν ευρίσκουσι γυναίκας να νυμφευθώσι, μένοντες ως εκ τούτου εν ακουσία αγαμία. Όλοι πλέον είναι συγγενείς αναμεταξύ τους. …

Σαρίσαμπαν.
Οικογένειαι Ορθόδοξοι 55, εξ αυτών 25 βλαχόφωνοι Ηπειρώται. Εν ταύταις και 5 ελληνόφωνοι μακεδόνες, αι δε λοιπαί σλαυόφωνοι, ως ύποπται εκ βουλγαρικοίς φρονήμασι 5. Τουρκικαί οικογένειαι 30.

Οι Τούρκοι εντοπίους Έλληνας ενταύθα δεν αναγνωρίζουσιν ακόμη, εγγράψαντες αυτούς ως παρεπιδήμους, ει και οι πλείστοι έχουσι αξιόλογα κτίρια και ικανήν περιουσίαν.

Η ελληνική κοινότης ήρχισε να καταρτίζηται τω 1884, ότε εκτίσθη και η ημετέρα κομψή εκκλησία δαπάνη και φροντίδι κυρίως των Ηπειρωτών, απάντων σχεδόν παντοπολών 219 . Επειδή δε οι πλείστοι των εκεί ημετέρων μέχρι τούδε είχον τας οικογένειας των εν τω πατρίδι των, δια τούτο δεν ενεγράφησαν ενταύθα θεωρούμενοι και υπό των Τούρκων ως ξένοι. Τελευταίως όμως άρχισαν να εγκαθίστανται οικογενειακών ενταύθα, μέλλοντες αποτελέσωσι πλούσιαν ελληνικήν κοινότηταν, καθόσον είναι κτηματίαι και ευπορούσι. Περισσεύουσι δ΄ εκ των εισπράξεων της Εκκλησίας 75 -80 λίρας, διατιθεμέναις ως εξής:

Εις μισθόν και ενοίκιον του ιερέως λιρ. « 26

Εις μισθόν του ψάλτου – διδασκάλου « 36

Εις μισθόν του καντηλανάπτου « 10

Το όλον « 72

Διδακτήριον η κοινότης δεν έχει. Χρησιμεύει ως σχολείον δωμάτιον τι εν τω χανίω του Ηπειρώτη Παπαδόπουλου (sic) 220 παρεχόμενου υπ΄αυτού δωρεάν, εν ω φοιτώσι 13 μαθηταί ων τρείς μαθήτριαι, διδασκόμεναι υπό του παντελώς αγράμματου ψάλτου, όστις ομολογεί και ο ίδιος ότι είναι μόνον ψάλτης ουχί δε και διδάσκαλος. Αναγνωρίζουσι και οι ίδιοι την ανάγκη ίδρυσης σχολικού κτιρίου. Κατάλληλος τόπος υπάρχει εν τω περιβόλω της εκλλησίας. 221 Δι΄ο είναι πρόθυμοι να καταβάλωσι περί τας 50 ίσως και περισσοτέρας λίρας. Ημείς προτρέψαμεν αυτούς, υποσχεθέντας ότι θα φέρωσιν εις πέρας το έργον. Έχουσιν ανάγκην ωθήσεως εκ μέρους του μητροπολίτου και των εν Καβάλλα, οίτινες δια μιας επισκέψεως των ελπίζω ότι πολύ θα συντελέσωσι προς βελτίωσιν των κακώς εχόντων.

…Εν Σαρίσαμπαν εργάζονται και περί τους 100 βουλγαρόφωνοι ύποπτοι, ων οι 10 κατά απογραφήν εδήλωσαν ότι είναι Βούλγαροι. Οι λοιποί ηναγκάσθησαν να εγγραφώσι ως Ρούμ. Τούτων οι 60 κηπουροί, 20 αραμπατζήδες, 3 σαγματοποιοί και άλλοι κτίσται. Περί τους 15 των βουλγαροφώνων έχουσι ιδία κτηματικήν περιουσίαν. …Έχομεν ενταύθα και δυο ομογενείς ιατρούς τον Αντώνιον Ράπτην Βλαχόφωνον Ηπειρώτην και τον πρακτικόν Οικονομίδην222, Ελληνοφώνων εκ Λαίστης.

 

Τρία χρόνια μετά την αναφορά αυτή, το 1909, οι Λαϊστινοί κάτοικοι της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης ίδρυσαν στην Καβάλα σύλλογο με την επωνυμία «Σύλλογος Λαϊστίων»223 με έδρα την Καβάλα και σκοπό την φροντίδα των κοινοτικών πραγμάτων στην ιδιαίτερη πατρίδα τους τη Λάιστα, ενώ μετά το 1912, ο Σύλλογος αυτός διαλύθηκε, προφανώς λόγω των πολεμικών γεγονότων του 1912-1913, αλλά και της πατριωτικής δράσης που επεδείκνυε. Το 1914 οι Λαϊστινοί κάτοικοι του Σαρή Σαμπάν προχώρησαν στην ίδρυση του Ελληνικού Πατριωτικού Συνδέσμου Λαϊστίων με έδρα το Σαρή Σαμπάν και σκοπούς μεταξύ άλλων την αλληλοβοήθεια των ξενιτεμένων Λαϊστινών και την παροχή κάθε είδους βοήθειας προς την κοινότητα Λάιστας224.

Οι σύλλογοι αυτοί ανέπτυξαν και αξιόλογη πατριωτική δράση καθώς όλα σχεδόν τα μέλη του συλλόγου ήταν και μέλη του Ελληνικού Κομιτάτου που δρούσε στην περιοχή και η δράση τους προκύπτει από σειρά επίσημων εγγράφων του υποπροξενείου Καβάλας225.

Περί της ελληνικής εθνικής τους συνείδησης αξίζει να αναφερθεί ότι κατά την Οθωμανική γενική απογραφή του πληθυσμού της Μακεδονίας και της Θράκης, το 1905, και παρά την Ρουμάνικη προπαγάνδα που προσπάθησε να προσεταιρισθεί κάποιον συμπατριώτη τους που διέμενε στην Καβάλα, ώστε αυτοί να δηλώσουν Βλάχοι, εντούτοις πάντες εδήλωσαν εαυτούς Ρούμ ορθόδοξους, δηλαδή ότι είναι Έλληνες πατριαρχικοί226.

Για να αντιληφθούμε τον ρόλο που διαδραμάτισαν με την εγκατάσταση τους στην περιοχή, πέρα από τα επίσημα διπλωματικά έγγραφα, παραθέτουμε στις επόμενες δυο σελίδες σχετικούς πίνακες με τη σύνθεση του πληθυσμού των επαρχιών του τότε νομού Δράμας, στον οποίο υπάγονταν και η περιοχή, κατά τα έτη 1912 και 1915.

Σύνθεση του πληθυσμού των επαρχιών του νομού Δράμας κατά τα έτη 1912 και 1915

Οι πρώτοι Λαϊστινοί φαίνεται πως ήρθαν στο Σαρή Σαμπάν στις αρχές του 19ου αιώνα227. Κάτι τέτοιο προκύπτει από αναμνήσεις–μαρτυρίες Ηπειρωτών κατοίκων της περιοχής, μεγάλης ηλικίας, που συνέλεξε η φιλόλογος Ξανθοπούλου–Αργυρίου Παρασκευή.

Έτσι, σύμφωνα με την πρώτη μαρτυρία στο χωριό Χρυσοχώρι (Οργάντζιλαρ) που απέχει περί τα 4 χλμ. από την Χρυσούπολη – σε σπίτι που ανήκε στη Λαϊστινή οικογένεια Σαχρόνη–Σιούρη, σε έναν τοίχο του σπιτιού υπήρχε η χρονολογία “1826”. Ο εγγονός της οικογένειας Μιχάλης Σιούρης διαβεβαιώνει ότι το σπίτι κτίσθηκε από τον παππού της μητέρας του 228.

Σύμφωνα με τη δεύτερη μαρτυρία, ο Θεμιστοκλής Βενέτης, ο οποίος γεννήθηκε στα 1890 από Λαϊστινούς γονείς στο χωριό Κεραμωτή βεβαίωσε ότι και ο παππούς του ήταν εγκατεστημένος εκεί, στο χωριό Κερεμετλί (το τούρκικο όνομα της Κεραμωτής), όπου εργαζόταν έχοντας στην κατοχή του φούρνο, μαγαζί και χάνι. Η Κεραμωτή ήταν από τότε, παραθαλάσσιο διαμετακομιστικό κέντρο με μεγάλη κίνηση. Ενδεικτικό της κίνησης αυτής ήταν το γεγονός ότι υπήρχαν τρεις φούρνοι και ανάλογα χάνια χωρίς όμως να διαμένουν στο χωριό πολλές οικογένειες229.

Ο Γεώργιος Παύλου σύμφωνα με την τρίτη μαρτυρία, κάτοικος Χρυσοχωρίου, αναφέρει ότι οι πρόγονοι του ήρθαν από την Καστοριά γύρω στα 1778. Ο εν λόγω δεν είναι Λαϊστινός, αλλά παρατίθεται η μαρτυρία του προκειμένου να καταδείξουμε ότι ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα υπήρξαν εγκαταστάσεις Βλάχων στην περιοχή, άρα οι Λαϊστινοί, στην μετανάστευση τους προς τον καζά του Σαρή Σαμπάν δεν επεδίωξαν μόνο ένα ασφαλές περιβάλλον διαβίωσης και επαγγελματικής δραστηριοποίησης, σε μια περιοχή που δεν τους ήταν άγνωστή, αλλά βρήκαν έστω και μικρούς πυρήνες ανθρώπων που μιλούσαν το ίδιο γλωσσικό ιδίωμα με αυτούς.

Τέλος στο σπίτι της οικογένειας Βαρώνα (ξενοδοχείο πριν από λίγα χρόνια), στη Χρυσούπολη, υπάρχουν δυο μαρμάρινες πλάκες με επιγραφές η πρώτη: «Αθαν. Α. Ράπτου και Γιαν. Φ Παπαγεωργίου, Ηπειρωτών 1886» και η δεύτερη γράφει «Οίκος Ιωάννου Φ. Παπαγεωργίου – Μπαρώνα 1905»230.

Θρησκευτική οργάνωση των νέων κατοίκων της περιοχής

Η ελληνορθόδοξη συνείδηση των Λαϊστινών δεν θα μπορούσε να δεχτεί την έλλειψη ναού, καθώς η εκκλησία του Καγιά Μπουνάρ (σημ. Πετροπηγή) δεν αρκούσε για να καλύψει τις θρησκευτικές τους ανάγκες, όχι μόνο λόγω του μεγέθους της, αλλά εξαιτίας των δυσκολιών της μετακίνησης από το Σαρή Σαμπάν προς το Καγιά Μπουνάρ. Το υποτυπώδες οδικό δίκτυο και η ύπαρξη παραπόταμων και ρεμάτων του Νέστου που διέσχιζαν την περιοχή έκαναν τη μετακίνηση προς το χωριό μια μικρή περιπέτεια231.

Έτσι, για να καλύψουν τις θρησκευτικές τους ανάγκες οι πρώτοι 70 Λαϊστινοί Ηπειρώτες232 κάτοικοι, ξεκίνησαν στις 12 Μαρτίου του 1884 το χτίσιμο του ναού του Αγίου Δημητρίου. Η ενθυμητική πλάκα στο καμπαναριό της εκκλησίας αναφέρει τα εξής: ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΣΑΡΙΣΑΜΠΑΝ 1884 Μαρτίου 12. Κάποια από τα ονόματα των Ηπειρωτών Λαϊστινών που συμμετείχαν στο κτίσιμο του ναού ήταν: 1) Καρπούζης, 2) Ράσας, 3) Ράπτης, 4) Χατζηγεωργίου, 5) Μπαρώνας ή Βαρώνας (όπως και είναι γνωστός στην περιοχή ), 6) Παπαθανασίου, 7) Παπαντωνίου, 8) Μπόλας, 9) Ποάλας, 10) Πλατατάρης, 11) Σαχρόνης, 12) Νούσης, 13) μόκας, 14) Δεβελέγκας, 15) Σιούρης, 16) Πάντος, 17) Παπαργύρης, 18) Γκόρδης, 19) Ζαβογιάννης, 20) Σαφαρίκας, 21) Μαντζάρης κ.α.233.

Για να γίνει πλήρως αντιληπτός ο θρησκευτικός ρόλος της παρουσίας των χριστιανών Λαϊστινών στην περιοχή, πρέπει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με το αριθ. 336/19-9-1904 έγγραφο του Υποπροξενείου Καβάλας προς το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας234 ο καζάς του Σαρή Σαμπάν είχε 20.349 οθωμανούς κατοίκους235. Η οικοδομή της εκκλησίας σε ζαγορίσιο αρχιτεκτονικό ρυθμό, με κεραμίδια και πέτρες, τελείωσε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (σε μια βραδιά αναφέρουν οι απόγονοι των Λαϊστινών!!!), ενώ είχαν καταφέρει να μεταφέρουν και τρεις καμπάνες από τα Γιάννενα236. Για να αμβλύνουν τις αντιδράσεις των πολυάριθμων μουσουλμάνων της κωμόπολης είχαν ενημερώσει τις αρχές του τόπου ότι θα έκτιζαν απλώς ένα καινούργιο χάνι237. Οι αντιδράσεις των Οθωμανών κάμφθηκαν χάρη στην παρέμβαση του Αμέτ Εφέντη, τοπικού προύχοντα, με φιλελληνικά αισθήματα, κατά κάποιους, ή απλώς δωροδοκούμενου κατ΄ άλλους, ο οποίος φρόντισε να περιορίσει τις αντιδράσεις των μουσουλμάνων της περιοχής238. Πρόβλημα ωστόσο προέκυψε και με το χτύπημα της καμπάνας αλλά και πάλι η παρέμβαση του Αμέτ Εφέντη ηρέμησε την κατάσταση239.

Στο πρακτικό των εγκαινίων της εκκλησίας, που έγιναν το 1891, το οποίο και συντάχθηκε από τον μητροπολίτη Ξάνθης Διονύσιο διαβάζουμε τα εξής: 

“Προσκληθέντες παρά του εσναφίου των ενταύθα παρεπιδημούν- των φιλοχριστιανών προς εγκαινιασμόν της νεοδμήτου ιεράς εκκλησίας της σεμνυνομένης επ΄ ονόματι του Αγίου και ενδόξου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του μυροβλήτου και θαυματουργού και τον χριστιανικών αυτών ζήλον, επηνέσαντες, ελθόντες εκ της έδρας ημών Ξάνθης επετελέσαμεν σήμερον εν ευλάβεια και συρροή πλήθους χριστιανών τα ιερά ταύτης εγκαίνια κατά την επίσημον ημέραν του αντιπάσχα Κυριακήν του ενδόξου αποστόλου Θωμά και εις ένδειξιν εγένετο το παρόν πρακτικόν εν τω κώδικι τούτω.

Εν Σαρισαβανίω τη 28η Απριλίου 1891 έτει. Ξάνθης Διονύσιος αποφαίνεται 240 .”

Έτσι, αφού, μετά από αρκετές δυσχέρειες, οι Λαϊστινοί κατάφεραν να κτίσουν την εκκλησία τους κάλεσαν στη συνέχεια και το μητροπολίτη της Ξάνθης να την εγκαινιάσει. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός που συνέβη την Κυριακή του Πάσχα του 1906 όταν κατά την ακολουθία της δεύτερης Ανάστασης διαβάστηκε το ευαγγέλιο από σχισματικό -μη κληρικό- στη Βουλγαρική γλώσσα παρότι στην περιοχή δεν κατοικούσαν παρά ελάχιστοι πιθανόν σχισματικοί Βούλγαροι χριστιανοί και μάλιστα στα νεώτερα χρόνια. Το περιστατικό περιγράφει ο Υποπρόξενος της Ελλάδας στην Καβάλα Μαυρουδής, σε αναφορά του προς τον Υπουργό των Εξωτερικών Σκουζέ 241, στην οποία γίνεται μνεία και στα δημογραφικά δεδομένα της περιοχής:

Εκ Σαρί Σαμπάν του ομωνύμου καζά πληροφορούμαι ότι την Κυριακήν του Πάσχα κατά την τελετήν της δευτέρας Αναστάσεως ανεγνώσθη εντός του Ορθοδόξου Ναού το Ευαγγέλιον και Βουλγαριστί παρά τίνος σχισματικού μη κληρικού. Κατά τας αυτάς πληροφορίας εκ του πραξικοπήματος τούτου εντύπωσις δεν υπήρξεν όσον έδει ζωηρώς δυσάρεστος παρά τοις εκεί χριστιανοίς. Έσπευσα να ζητήσω δι΄ επιστολής λεπτομέρειας παρά του Μητροπολίτου Ξάνθης, όστις λαβών ήδη γνώσιν της επιβλαβούς και σκανδαλώδους ανοχής του ιερέως και των επιτρόπων του εν Σαρί Σαμπάν ναού θα έχει ήδη ελπίζω, προβή εις ανακρίσεις και τιμώρησιν των υπευθύνων, θέλω δε διαβιβάσει Υμίν δια του προσεχούς ταχυδρομείου την προς την επιστολήν μου ταύτην απάντησιν της Α. Σεβασμιότητος.

Ο καζάς Σαρί Σαμπάν μελετάται τελευταίως μετά ιδιαιτέρας προσοχής υπό του ενταύθα Υποπροξενείου, καθ΄ όσον γυμνός εις Χριστιανικόν πληθυσμόν προκαλεί και ελκύει προπαγανδιστικήν ενέργειαν, ην δέον να εξουδετερώση σκόπιμος κατεύθυνσις της ημετέρας Εθνικής εργασίας. Η επίσημος στατιστική …σημειούσα επί ολικού αριθμού κατοίκων 22.093 χιλιάδων, τους μουσουλμάνους εις 21.289 χιλ., τους Ρούμ εις 549 ( Σ.Σ Εννοεί τους χριστιανούς κατοίκους του Καγιά Μπουνάρ (Πετροπηγή) και Σαρή Σαμπάν) και τους Βουλγάρους εις 225 ων, κατά ταύτην, ουδείς εντόπιος, είναι ολιγώτερον αποθαρρυντική…

Οι Βούλγαροι δεν είναι ως φέρονται εν τη Στατιστική – άπαντες παρεπίδημοι. Εις διάφορα χωριά του καζά ευρίσκονται εγκατεστημένοι 15 μυλωθροί και κηπουροί κτηματίαι και έλθοντες μετά των πολυμελών οικογενειών των εκ των χωρίων Νεστράμ και Κορνίτσης της Καστορίας. Σχισματικοί κατοικούσι τον καζά εν όλω 50, περίπου, ων οι 25 εκ Θράκης θεωρούνται επί του παρόντος ως προσωρινώς διαμένοντες….

Η συνεισφορά των Λαϊστινών στα εκπαιδευτικά πράγματα της περιοχής

Η κατάσταση της εκπαίδευσης σε ό,τι αφορά βέβαια τα ελληνικά γράμματα ήταν δραματική πριν από την ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου της περιοχής από τους εκ Λαΐστης Ηπειρώτες, αλλά και κατά τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης τους, αφού όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως το μόνο αμιγώς ελληνικό χωριό που υπήρχε ήταν το Καγιά Μπουνάρ 242, σύμφωνα με την στατιστική απογραφή που διενήργησε το Υποπροξενείο Καβάλας στις 30 Δεκεμβρίου 1885243. Από έγγραφο της Επιτροπής προς Ενίσχυση της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας, με αριθ. πρωτ. 320/8-8-1896, προκύπτει ότι για το σχολικό έτος 1896 -1897 τα σχολεία του Σαρή Σαμπάν και του Καγιά Μπουνάρ χρηματοδοτούνταν με έξι οθωμανικές λίρες έκαστο244, ενώ το ίδιο ποσό λαμβάνουν και κατά τα έτη 1899 - 1900, όπως προκύπτει από σχετικό έγγραφο του Υποπροξενείου Καβάλας245. Η αναφορά του επιθεωρητή της εκπαίδευσης Σάρρου δυστυχώς περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα την κατάσταση, καθώς κατά το 1906, τόσο στο Καγιά Μπουνάρ όσο και στο Σαρή Σαμπάν έχουμε κτίρια ακατάλληλα για σχολεία αλλά και διδασκάλους οι οποίοι δεν είναι σε θέση να προάγουν σε καμία περίπτωση την εθνική συνείδηση των μικρών μαθητών της περιοχής246.

Οι ετήσιες σχολικές συνδρομές της προξενικής Περιφέρειας Καβάλας (τα σχολεία δηλαδή που χρηματοδοτούσε το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος, δια μέσου του Υποπροξενείου Καβάλας) για το σχολικό έτος 1904 -1905 ήταν και για το Καγιά Μπουνάρ και για το Σαρή Σαμπάν δύο οθωμανικές λίρες, η χαμηλότερη ενίσχυση της εν λόγω προξενικής περιφέρειας 247 και μειωμένη σε σχέση με τα σχολικά έτη 1896-1897 και 1899- 1900.

Παρά την ελλιπή χρηματοδότηση οι κάτοικοι της περιοχής κατάφεραν τη δεύτερη δεκαετία και πάντως πριν από την έλευση των προσφύγων το 1922 να κτίσουν σχολείο στο χώρο μπροστά από την Εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, καθώς η αίθουσα στο χάνι του Παπαθανασίου δεν αρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες των μαθητών.

Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ότι περί το 1891 αποφασίστηκε η ίδρυση στο Σαρή Σαμπάν (Χρυσούπολη) Ημιαστικής Σχολής για την οποία δεν έχουμε όμως αναφορές αν λειτούργησε ποτέ ή όχι. Ο Κανονισμός της σχολής αυτής ωστόσο διασώθηκε και αναφέρει τα εξής248:

“Κανονισμός Ημιαστικής Σχολής Σαρισαβανίου

Α ον : Συνίσταται αδελφότης υπέρ διατηρήσεως της σχολής εις ην θα συνεισφέρει έκαστο μέλος αυτής ετησίως ότι προαιρείται ευχαρίστως και απαραβιάστως τον οβολόν του και θα υπογράφει ιδιοχείρως έκαστος εν τω κώδικι της σχολής.

Β ον : Τα εν τω παρόντι κώδικι υπογραμμένα μέλη άτινα συνεισφέρουσι είτε ετησίως είτε εφάπαξ, έχουσι το δικαίωμα να συνέρχονται κατά την λήξιν του έτους της εφορίας και εκλέγωσιν νέαν εφορίαν.

Γ ον : Τα εκλεγόμενα μέλη θα ώσι κατά το μάλλον και ήττον ευπαίδευτα και ευυπόληπτα θα διαρκή ο διορισμός και ο χρόνος της εφορίας επί έν έτος.

Δ ον : Της εφορίας πενταμελούς ούσης και ανεξαρτήτου συνάμα εις ότι πράξη κατά το διάστημα του έτους ουδείς εκ των μελών της αδελφότητος δύναται να επέμβη.

Ε ον : Εισιτήρια των ευπορούντων μαθητών θα είναι μια λίρα οθωμανική, των δε απόρων και ορφανών δωρεάν.

Στ ον : Αν οι κατά καιρόν έφοροι εγκρίνωσι προσθήκας τίνας όπως προσθέσωσιν εν τω παρόντι κανονισμώ περί βελτιώσεως της Σχολής θα έχωσι το δικαίωμα να προσθέτωσιν άνευ της εγκρίσεως της αδελφότητος αν δε θέλωσιν αφαιρέσωσι δεν θα έχωσι το δικαίωμα άνευ της εγκρίσεως της αδελφότητος.

Ζ ον : Οι λαμβάνοντες μετά τας εξετάσεις μαθηταί ενδεικτικά υποχρεούνται να πληρώνωσι ήμισι μετζίτιον αργυρούν έκαστος.

Όθεν συνετάχθη ο ρηθείς κανονισμός υπογραφείς υπό των μελών της εφορίας και επικυρωθείς υπό του Αρχιερατικού επιτρόπου εν Σαρισαβάνιω εν μήνι Ιουλίω 1891.

Οι έφοροι

Οικονομίδης, Μανόλης Μιχάλης, Αθανάσιος Μούσιος, Νικόλαος Παπαθανασίου, Ρίζος Βασιλείου

Ο Αρχιερατικός επίτροπος του Αγίου Ξάνθης Παπακωνσταντίνου Σακελλάριος επιβεβαιοί”

Από τον παραπάνω «Κανονισμό» μαθαίνουμε για την ίδρυση φιλεκπαιδευτικής αδελφότητας με στόχο την ίδρυση της Ελληνικής Σχολής. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε περισσότερα για την οργάνωση και δράση της αδελφότητας αυτής, ούτε φυσικά για το χρονικό διάστημα λειτουργίας της. Ωστόσο, δεν θα ήταν αυθαίρετο το συμπέρασμα ότι οι Λαϊστινοί του Σαρή Σαμπάν προκειμένου να δώσουν ελληνική αγωγή στα παιδιά τους και να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τόσο τη ρουμάνικη249, όσο και τη βουλγάρικη προπαγάνδα, έβαλαν βαθιά το χέρι στην τσέπη προκειμένου να ιδρύσουν σχολείο, να το συντηρήσουν, να πληρώνουν τα έξοδα του διδασκάλου, αλλά και να κτίσουν στη συνέχεια νέο σχολείο για να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες για τη μόρφωση των παιδιών τους.

Οικονομική δραστηριότητα των Λαϊστινών στο Σαρή Σαμπάν

Ο τόπος που βρίσκεται σήμερα η Χρυσούπολη, ήταν ο ενδιάμεσος σταθμός του δρόμου που οδηγούσε από την Καβάλα προς την Ξάνθη. Για τους ταξιδιώτες της τότε εποχής ήταν απαραίτητη η ύπαρξη χανίων, δηλαδή κατάλληλων εγκαταστάσεων ξεκούρασης και ανεφοδιασμού. Το γεγονός αυτό οδήγησε τους Λαϊστινούς να στραφούν σε δραστηριότητες εμπορικές και υποστηρικτικές ακριβώς αυτής της σημαντικής θέσης του Σαρή Σαμπάν, ως ενδιάμεσου σταθμού, δημιουργώντας χάνια250 κάποια από τα οποία διατηρήθηκαν στην πόλη μέχρι το 1955. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τα χάνια του Βαρώνα, του Παπαθανασίου, του Κοκόνογλου, του Μάντζαρη, του Μέρτζου, του Σαρίκα, ενώ χάνι υπήρχε και δίπλα στο χάνι του Βαρώνα με είσοδο από πελεκητή πέτρα 251.

Πολλοί Λαϊστινοί δούλευαν μαγαζιά με τριπλή ιδιότητα, δηλαδή φούρνος – ταβέρνα – χάνι γεγονός το οποίο, τα χρόνια εκείνα, αποτελούσε χαρακτηριστικό συνδυασμό επαγγελματικής δραστηριότητας252. Χαρακτηριστικό της συνέχειας των επαγγελματικών δραστηριοτήτων των ανθρώπων αυτών είναι το γεγονός ότι κάποιες επιχειρήσεις εξακολουθούν να λειτουργούν, ακόμα και σήμερα, στη Χρυσούπολη όπως το αρτοποιείο ΗΠΕΙΡΟΣ της οικογένειας Τοπάλη. μάλιστα, ο πρόγονος τους αγόρασε τον φούρνο από Τούρκο κάτοικο της περιοχής, συνεπώς η ιστορία του μαγαζιού, ως αρτοποιείου, είναι ιστορία τουλάχιστον δυο αιώνων.

Ο Ν. Σχινάς περί τα τέλη του 19ου αιώνα αναφέρει στο Σαρή Σαμπάν 3 χάνια χωρούντα ανά 100 κτήνη και 150 άνδρας, έχοντας αποθήκας προς διατροφή των ανωτέρω κτηνών, χόρτου μεν δια δύο μήνας, κριθής δε επί δεκαημέριαν…253. Όσοι από αυτούς δεν δούλευαν στα χάνια, συνέχισαν να ασχολούνται με τις παραδοσιακές επαγγελματικές ασχολίες που είχαν στη Λάιστα, όπως υφαντά, γαλακτοκομικά, χωράφια, φρούτα. Κτηνοτρόφοι δεν υπήρχαν αρκετοί στη Λάιστα οπότε και δεν ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία254. Αρκετοί επίσης δούλεψαν και σε νερόμυλους ή έκτισαν δικούς του δίπλα σε παραπόταμους στο Νέστο, στο Χρυσοχώρι και στο Προάστειο. Για την οικονομική δραστηριότητα και την κοινοτική οργάνωση των Λαϊστινών στη νέα τους πατρίδα η εφημερίδα Νέα Αλήθεια σε δημοσίευμα της αναφέρει χαρακτηριστικά:

Εις τετράωρον από της Καβάλας κείται το Σαρή-Σαμπάν εν ω εδρεύει υποδιοικητής και κατοικείται μόνο υπό των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών, ολίγων μωαμεθανών και ορθοδόξων οικογενειών εκ Λαΐστης της Ηπείρου. Εν αυτώ δε γίνεται εβδομαδιαία αγορά εις ην κατέρχονται οι κάτοικοι 60 περίπου μωαμεθανικών καπνοπαραγωγικών χωριών, των ομογενών Λαΐστης κατεχόντων το εμπόριον.

Κατά το 1884 οι φιλογενείς Λαϊστινοί ανίδρυσαν ιερόν ναόν τιμώμενον επ΄ονόματι του μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου, διατηρούντες ιερέα όστις περιερχόμενος και τα πέριξ χωρία μεταδίδει εις τους πιστούς τα φώτα της Ορθοδόξου θρησκείας, συντηρούντες και ελληνικήν σχολήν μεθ΄ενός διδασκάλου.

Προς αξιοπρεπή συντήρησιν και βελτίωσιν των ιερών και εκπαιδευτικών τούτων καθιδρυμάτων οι φιλογενείς Λαϊστινοί συνέστησαν Ελληνικόν Πατριωτικόν Σύνδεσμον εις ον ενεγράφησαν μέλη άπαντες εν Σαρή Σαμπάν και τοις πέριξ διεσκορπισμένοι Λαϊστινοί και εν Καβάλλα τοιούτοι, ούτινος τα εγκαίνια γενήσονται κατ΄ αυτά.

Επισκεφθείς και ιδών εκ του σύνεγγυς τα φιλογενή και φιλόμουσα αισθήματα των Λαϊστινών Σαρή Σαμπάν σπέυδω και δημοσία να συγχαρώ αυτούς 255 .

 

Η συνεισφορά των Λαϊστινών κατά τον μακεδονικό Αγώνα

Για τη συνεισφορά των Λαϊστινών του Σαρή Σαμπάν, κατά τον μακεδονικό Αγώνα, καταβλήθηκε προσπάθεια να συγκεντρωθεί υλικό από προφορικές μαρτυρίες αλλά και γραπτές αναφορές ερευνητών γύρω από την ιστορία της περιοχής. Στο ερώτημα πολλών αν υπήρξε εδώ στην περιοχή Μακεδονικός Αγώνας ή αν υπήρξε έστω και περιορισμένη δράση Μακεδονομάχων στην περιοχή, η απάντηση είναι ότι, όπως προκύπτει από τα επίσημα έγγραφα του Υποπροξενείου Καβάλας, τα οποία και αναφέραμε παραπάνω και στην περιοχή αυτή έδρασε η Βουλγάρικη, αλλά και η Ρουμάνικη προπαγάνδα.

Ο μικρός αριθμός Ελλήνων δεν αποτέλεσε εμπόδιο για κάποιους να δραστηριοποιηθούν διακινώντας οπλισμό, είτε από το λιμάνι της Κεραμωτής προς την Καβάλα και την Ξάνθη είτε από το δέλτα του Νέστου 256. Τέλος το μεγάλο παραποτάμιο δάσος του Νέστου, το μεγαλύτερο των Βαλκανίων, μέχρι την καταστροφή του τις δεκαετίες του ΄50 και του ’60, αποτελούσε το ιδανικό καταφύγιο για όσες ομάδες ήθελαν να ξεφύγουν από τα καταδιωκτικά αποσπάσματα των Τούρκων.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μιχάλη Πούλιου, ο οποίος γεννήθηκε το 1899 στο Καγιά Μπουνάρ (σημ. Πετροπηγή), μακεδονομάχοι με τον χαρακτηριστικό μαύρο σκούφο και τον κίτρινο σταυρό, έρχονταν στο χωριό τους από το Πράβι (σημ. Ελευθερούπολη), κουβαλώντας όπλα στους Έλληνες του χωριού257. Σε αυτήν την εθνική προσπάθεια των υπόδουλων Ελλήνων πρωτοστατούσε ο αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου Καλαφάτη (μετέπειτα Σμύρνης) Χρυσόστομος Χατζησταύρου, μετέπειτα μητροπολίτης Καβάλας και εν συνεχεία αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος. Ο «καπετάν Θεμιστοκλής», όπως ονομαζόταν, φιλοξενήθηκε πολλές φορές από την οικογένεια Παπαντωνίου, στις κρυφές επισκέψεις του στο Σαρή Σαμπάν, όπως βεβαιώνεται από την Βασιλική Παπαντωνίου και της τα είχε αφηγηθεί ο πεθερός της Ι. Παπαντωνίου. Από ομολογία του ίδιου του μητροπολίτη, αργότερα, στον Χαράλαμπο Κιρκασιάδη, μαθαίνουμε ότι η δράση του έφτανε πέρα από το ποτάμι του Νέστου μέχρι και τα Άβδηρα. μάλιστα μια φορά, ανέφερε, κινδύνεψε να πνιγεί στα ορμητικά νερά του ποταμού Νέστου, όταν θέλησε να περάσει στην απέναντι όχθη του ποταμού και να συνεχίσει την πορεία του προς Ξάνθη258.

Σύμφωνα με τον Γιώργο Μέρτζιο259, στα σπίτια των αδερφών Παπαθανασίου στην Κεραμωτή και την Χρυσούπολη εισήχθησαν και φυλάχτηκαν κοντόκανοι «γκράδες», όμως η εισαγωγή προδόθηκε στους Τούρκους και ο Κώστας Παπαθανασίου σύρθηκε στις τουρκικές φυλακές. Απελευθερώθηκε μετά από αρκετά βάσανα και αρκετές δωροδοκίες σε Οθωμανούς αξιωματούχους. Τέλος η θυσία του Θεόδωρου Σαχρόνη260 ο οποίος πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή την φιλοπατρία του, αποτελεί μαζί με τις παραπάνω αναφορές τεκμήριο, ότι όχι μόνο υπήρξε δραστηριοποίηση την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα αλλά και ότι υπήρξαν και θύματα. 

Η Εκκλησιαστική Περιφέρεια Xρυσούπολης (Νέστου) κατά τη Βυζαντινή και Οθωμανική Περίοδο και ο Ελληνισμός της
Διπλωματική εργασία του Εμμανουήλ Δ. Κοντοστέλιου
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ - ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Δείτε επίσης Τρείς σπάνιες φωτογραφίες της Λάιστας Ζαγορίου του 1898

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α΄

Καστέλης Μαργαρίτης, ένας διαπρεπής Λαϊστινός μουσικοσυνθέτης που γεννήθηκε στη Χρυσούπολη

Γεννήθηκε το 1907 στη Χρυσούπολη. Ο πατέρας του είχε μεταναστεύσει εκεί από την Λάιστα και ασχολούνταν με το επάγγελμα του τσαγκάρη. Πέθανε όταν ο Μαργαρίτης ήταν 10 χρονών. Τότε τον μικρό Μαργαρίτη τον έστειλαν στα Γιάννενα, στο ορφανοτροφείο «Γ. Σταύρου». Στο ορφανοτροφείο αρχίζει να ασχολείται με τη μουσική και μαθαίνει όργανα της μπάντας.

Στο στρατό το 1927 γίνεται λόγω της κλίσης του στη μουσική, μόνιμος επιλοχίας μουσικός. Μετατίθεται στην Αθήνα και σπουδάζει μουσική με τον Μανώλη Καλομοίρη που τον επηρεάζει πολύ.

Το 1928 δημιουργεί την πρώτη του σύνθεση «Βουνοπλαγιές του Ζαγορίου» με συρραφή σκοπών από Ηπειρώτικα τραγούδια.

Το 1939 δίνει εξετάσεις για ανθυπολοχαγός και έρχεται πρώτος. Βρίσκεται συχνά στην Αθήνα αλλά και στην επαρχία, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα και αλλού. Στη στρατιωτική του εξέλιξη φθάνει στο βαθμό του αντισυνταγματάρχη της στρατιωτικής μουσικής, βαθμό που δημιουργήθηκε αποκλειστικά για αυτόν. Στο τέλος γίνεται αρχιμουσικός του Επιτελείου παίρνοντας τον ανώτερο τίτλο: Γενικός Επιθεωρητής Στρατιωτικών Φιλαρμονικών.

Το 1953 καταφέρνει και δημιουργεί ορχήστρα και στην ΕΙΡΤ και την μετέπειτα ΥΕΝΕΔ.

Το 1959 κατά το φεστιβάλ στρατιωτικών φιλαρμονικών του ΝΑΤΟ στο Μπάρι της Ιταλίας με την ευκαιρία του Τουριστικού «μαρς» του Μπάρι, πήρε το Α΄ βραβείο με τον «Σταυραητό» του Κ. Κρυστάλλη, που ο ίδιος ο Μ. Καστέλλης είχε μελοποιήσει. Ο Λαϊστινός Μ. Καστέλλης κατόρθωσε να πάρει το χρυσό βραβείο αφού η η στρατιωτική του μπάντα συναγωνίσθηκε με άλλες αξιόλογες μπάντες όπως των Η.Π.Α, της Ιταλίας, της Γαλλίας και της μ. Βρετανίας. Μετά τη βράβευση ο Μ. Καστέλλης με τη μπάντα του παρελαύνει στην κεντρική οδό του Μπάρι, χειροκροτούμενος από τους Ιταλούς.

Στον Καστέλλη χρωστάμε την πιο σωστή εκτέλεση του Εθνικού μας Ύμνου καθώς όπως ακούγεται τώρα είναι δικό του γράψιμο.
Το 1962 διορίζεται στο Εθνικό Ωδείο καθηγητής ενοργάνωσης.
Το 1966 τον καλούν στην Κεφαλονιά για να οργανώσει και να μελετήσει μουσικούς των πνευστών οργάνων. Έτσι ιδρύθηκε η μπάντα της Κεφαλονιάς.
Το 1967 ένα ατύχημα και μια πάθηση του σπονδύλου τον οδηγούν στο Νοσοκομείο για εγχείρηση.
Το 1969 εξακολουθεί να διδάσκει στο Εθνικό Ωδείο. Το 1972 πέθανε στην Αθήνα.

Ο Μ. Καστέλλης θεωρήθηκε σαν ένας από τους εξοχότερους ενορχηστρωτές της Ευρώπης. Από τους κριτικούς μουσικής θεωρήθηκε, και όχι άδικα, ως ο Κρυστάλλης της μουσικής, για το πηγαίο και καθαρά ελληνικό στοιχείο της μουσικής του με περισσότερες από 80 συνθέσεις. (αναδημοσιεύθηκε από το βιβλίο του φίλου Γιώργου Μέρτζιου με τίτλο Λάιστα Ζαγορίου Ιωαννίνων, Θεσσαλονίκη 1991)

Πίνακας με ονόματα Λαϊστινών που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του καζά Σαρή Σαμπάν

Πίνακας με ονόματα Λαϊστινών που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του καζά Σαρή Σαμπάν Πίνακας με ονόματα Λαϊστινών που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του καζά Σαρή Σαμπάν

 

191 Για την ιστορία της ευρύτερης περιοχής του Ζαγορίου έγραψαν σχετικά ο Π. Αραβαντινός, στο έργο του Χρονογραφία της Ηπείρου, τ. Β΄, Αθήνα 1856, Εκδόσεις Ρίζου, Αθήνα 1969, σ. 54 -58· ο Α. Κουκούδης στο έργο του Οι μητροπόλεις και η διασπορά των Βλάχων, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 153- 157, 173, 446 και ο Γ. Θεοχαρίδης Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους 285-1354, Ε.Μ.Σ 55, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 286, δίνοντας ο καθένας ένα ξεχωριστό κομμάτι της πράγματι ενδιαφέρουσας και πολυκύμαντης ιστορίας της περιοχής, η παρουσίαση της οποίας όμως ξεφεύγει από το θέμα της παρούσης εργασίας.
192 Για την καταγωγή των Βλάχων ιστορικοί και εθνολόγοι έχουν εκφράσει και υποστηρίξει διάφορες απόψεις που συνοψίζονται στις εξής θέσεις:
Ότι οι Βλάχοι κατάγονται από Ρωμαίους κτηνοτρόφους και στρατιωτικούς αποίκους (το δέχεται ο γάλλος περιηγητής Cousinery επισημαίνοντας τη διγλωσσία τους - σχετ. Cousinery E., Voyages en Macedoine,1 1839, σ. 18).
Η δεύτερη άποψη θέλει τους Βλάχους δακορουμάνικο παρακλάδι.
Η τρίτη άποψη πάλι θέλει τους Βλάχους να είναι απόγονο των αρχαίων Θρακών και ειδικότερα των Βησσών ( την άποψη αυτή υιοθετεί και ο ιστορικός Tomaschek – W. Tomaschek, Zur Kunde der Hamus – Halbinsel, Wien 1882, σ. 493-494).
Επικρατέστερη όμως και επιστημονικότερα τεκμηριωμένη είναι η άποψη εκείνη που υποστηρίζει ότι οι Βλάχοι είναι αυτόχθονες Έλληνες, γλωσσικώς εκλατινισθέντες από τους Ρωμαίους. Την άποψη αυτή μεταξύ άλλων δέχονται οι Έλληνες ιστορικοί και μελετητές Αχ. Λαζάρου (Λαζάρου Α., Βαλκάνια και Βλάχοι, Εκδόσεις Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, Αθήνα 1993, σ. 17-33), Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας, Άρης Πουλιανός (Πουλιανού Α., Η προέλευση των Ελλήνων, Αθήνα 1968, σ. 171 κ.ε), ο Νικόλαος Μέρτζος (Μέρτζου Ν., Οι Αρμάνοι Βλάχοι, Θεσσαλονίκη 2010, Φιλόπτωχος Αδελφότητα Ανδρών Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2010 σ. 14 κ.ε) και ο κοσμήτορας της Θεολογικής σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, Τρίτος Μιχαήλ (Τρίτου Μ., Εθνικά θέματα σχετιζόμενα με τις χώρες τις χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη, σ. 12-13 και Βλάχοι των Βαλκανίων και Ορθοδοξία, εκδόσεις Π.Σ. Πουρναράς, Θεσ/κη 2009, του ιδίου . Άλλωστε η διάδοση της λατινικής γλώσσας αποτέλεσε άμεση επίπτωση της Ρωμαιοκρατίας στη Βαλκανική, όπως αποδεικνύει ο ακαδημαϊκός M. Garasanin (Garasanin M., Sources archeologiques de civilization europeenne, Bucarest, 1970) η οποία ευδοκιμεί ταχύτερα, όπου προηγείται ελληνική επίδραση σύμφωνα πάντα με τον ίδιο ακαδημαϊκό. Σύμφωνα με τον Ρουμάνο καθηγητή του Βουκουρεστίου και του Bochum, Cicerone Poghirc, η έναρξη εκλατίνισης των Ελλήνων – άρα της γέννησης του όρου ΒΛΑΧΟΣ που σημαίνει τον λατινόφωνο, εντοπίζεται στη Βόρεια Ήπειρο, μάλιστα πριν ακόμη από την υποδούλωση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους, ήδη από το 229 π.χ. (Poghirc C., Romanisation σ. 18 και Λαζάρου Α., Εθνολογικά και Πολιτισμικά Βαλκανικής, Αθήνα 1997). Αρκετά κατατοπιστικό είναι και το ιστολόγιο http://vlahofonoi.blogspot.com. Σύμφωνα με τον καθηγητή Απ. Βακαλόπουλο «την άποψη περί εκλατινισμού των εντόπιων ελληνικών πληθυσμών την διατύπωσε πριν από 150 κιόλας χρόνια ο πρώτος Νεοέλληνας ιστορικός, ο Κωνσταντίνος Κούμας, με πολύ απλούς και πειστικούς συλλογισμούς, αλλά το έργο του δεν μελετήθηκε έκτοτε συστηματικά και οι παρατηρήσεις του πέρασαν απαρατήρητες και ανεκμετάλλευτες » (σχετ. Απ. Βακαλόπουλος, Ο γλωσσικός εκλατινισμός των κατοίκων της ηπειρωτικής Ελλάδος, σ. 50 και αναδημοσίευση από Αχ. Λαζάρου, Βλάχοι Ελλάδος και Ευρωπαϊκή Ένωση, Επιτροπή ενημέρωσης για τα εθνικά θέματα, Αθήνα 1996). Τέλος, οι Αχ. Λαζάρου,Βλάχοι Ελλάδος και Ευρωπαϊκή Ένωση, Επιτροπή ενημέρωσης για τα εθνικά θέματα , Αθήνα 1996, σ. 4 και Η Αρωμουνική, Αθήνα 21986, σ. 131 -133, Α. Vasiliev, Byzance et les Arabes, Bruxelles 1950, σ. 399 κ.ε και αναδημοσίευση από Αχ. Λαζάρου, Βλάχοι Ελλάδος και Ευρωπαϊκή Ένωση, Επιτροπή ενημέρωσης για τα εθνικά θέματα, Αθήνα 1996, σ. 8, Γ. Έξαρχου, Αυτοί είναι οι Βλάχοι, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 1994, σ. 35 κ.ε, ξεκαθαρίζουν αρκετά πράγματα γύρω από την προέλευση της λέξης Βλάχος.
193 Α. Κουκούδης, Οι μητροπόλεις, σ. 163.
194 Για την γεωγραφία της ευρύτερης περιοχής του Ζαγορίου κάνουν αναφορές ο Κ. Κρυστάλλης στο έργο του Άπαντα, Οι Βλάχοι της Πίνδου, Εθνική Παιδαγωγική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1950, σ. 440-441» και ο Α. Κουκούδης στο έργο του Οι μητροπόλεις, σ. 153».
195 Γ. Μέρτζιος, Λάιστα Ζαγορίου, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 21
196 Ζ. Παπαθανασίου, Συμβολή στην ιστορία της Λάιστας Ζαγορίου, Ηπειρωτική Εστία, 1955, σ. 777 -779.
197 Γ. Μέρτζιος, Λάιστα…ο.π., σ. 21.
198 Ο.π., σ. 29.
199 Γ. Μέρτζιος, Λάιστα…ο.π., σ. 50
200 Κ. Χιόνης, «Η Θάσος και η δράση των Θάσιων κατά τον Μακεδονικό Αγώνα», Θασιακά 1, 1991, σ.σ. 67 -84.
201 Γ. Μέρτζιος, Λάιστα, σ. 30.
202 Π. Γεωργαντζής, «Ο Ελληνισμός της περιοχής Νέστου κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα», Πρακτικά Σεμινάριου τοπικής ιστορίας, Δήμος Καβάλας, Καβάλα 2010.
203 Γ. Μέρτζιος, Λάιστα, σ. 31
204 Ό.π ., σ. 31
205 Η οικογένεια Τοπάλη διατηρεί αρτοποιείο στη Χρυσούπολη από τις αρχές του 20ου αιώνα. Με τις αφηγήσεις τους επιβεβαίωσαν την αναφορά για την εκτέλεση των τεσσάρων Λαϊστινών
206 Για την Ζαγορίσια Ομοσπονδία έγραψαν σχετικά ο Γ. Παπαγεωργίου στο έργο του με τίτλο, Οικονομικοί και κοινωνικοί μετασχηματισμοί στον ορεινό χώρο. Ζαγόρι μέσα 18ου και αρχές 20ου αιώνα, Ριζάρειος Σχολή, Ιωάννινα· Κ. Βακαλόπουλος ο οποίος στο βιβλίο του Νεοελληνική Ιστορία (1204 – 1940, εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 47 αναφέρει τα εξής: τα χωριά του Ζαγορίου αποτέλεσαν κατά τα έτη 1681 – 1684 μια ομοσπονδία 47 χωριών και διατηρήθηκαν έτσι έως το 1868. Οι κάτοικοι της προνομιακής αυτής περιοχής του Ζαγορίου απαγόρευσαν την εκεί παρουσία Τούρκων, δεν προσέφευγαν στα Τουρκικά δικαστήρια για την εκδίκαση των υποθέσεων τους και ασκούσαν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα» αλλά και ο Κ. Κρυστάλλης που αναφέρει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του «Οι Βλάχοι της Πίνδου», ΄Απαντα, Αθήνα 21959 σ. 446 “Κινδυνεύοντα δε και τα χωρία ταύτα, απολέσαντα και την αυτονομίαν και την αυτοδιοίκησην αυτών ένεκα των αυθαιρεσιών και πιέσεων των Σπαχήδων ιδία, προσαρτήθηκαν βαθμηδόν (1681 – 1684), δια της επιρροής και ισχύος του Ζαγορίου, παρά τοις εν Κωνστανινουπόλει μεγίστασιν, εις το κυρίως Ζαγόρι και συναπετέλεσαν μετ΄αυτού μια και μόνην ομοσπονδίαν μέχρι του 1868, διατηρείθησαν, καίπερ εν πολλοίς και περί τα άκρα κατά τον ΙΗ΄ αιώνα ακρωτηριασθείσαν”. Η Ομοσπονδία θα είχε θρησκευτικό και πολιτικό αρχηγό της το Νεόφυτο Δούκα ο οποίος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους λογίους και δασκάλους του 19ου αιώνα, που συνέβαλε με το έργο του στην εθνική αυτογνωσία των Ελλήνων και στην προετοιμασία τους για πολιτική αποκατάσταση.
207 Κ. Κρυστάλλης, Οι Βλάχοι, σ. 441.
208 Η αναφορά στην οικονομική ζωή του Βλαχοζάγορου δεν γίνεται τυχαία καθώς τα επαγγέλματα που ασκούσαν στην ξενιτιά είναι και τα επαγγέλματα που ασκούν στην περιοχή της Χρυσούπολης μετά την εγκατάσταση τους σε αυτή.
209 Θ. Χατζηγεωργίου, Η αποδημία των Ηπειρωτών, Λαογραφική Μελέτη, Ηπειρωτική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1958, σ. 56.
210 Ο.π ., σ. 63.
211 Κ. Κρυστάλλης, Οι Βλάχοι, σ. 451.
212 Α. Κουκούδης, Οι μητροπόλεις, σ. 175.
213 Με την καταστροφή της πατρίδας τους οι Μοσχοπολίτες ενίσχυσαν τις Ελληνικές εμπορικές κοινότητες της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Για την ιστορία της Μοσχόπολης και την οικονομική της ανάπτυξη και ευημερία, έγραψε σχετικά ο κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ Τρίτος Μιχαήλ σε εισήγηση του με θέμα «Η ιστορική Μοσχόπολη της Β. Ηπείρου και η συμβολή της στην πολιτισμική και οικονομική ανάπτυξη της Χερσονήσου του Αίμου» (Ο κόσμος της Ορθοδοξίας στο παρελθόν και στο παρόν, συλλογικό έργο, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 253) ο Ίων Δραγούμης στο βιβλίο του με τίτλο Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα, εκδόσεις Νέα Θέσις, Αθήνα 1992, σ.50 καθώς και ο Τηλέμαχος Κατσουγιάννης, Περί των Βλάχων των Ελληνικών Χωρών – εκ του βίου και της ιστορίας των Κουτσόβλαχων επί οθωμανική περίοδος, Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών. Ο Αστέρης Κουκούδης στο έργο του, Οι Μητροπόλεις, σ. 338, επισημαίνει το γεγονός ότι αυτή η ευμάρεια της Μοσχόπολης ήταν δυστυχώς εδραιωμένη πάνω σε σαθρά θεμέλια, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τον F. Pouqueville, Ταξίδι στην Ελλάδα, Μακεδονία – Θεσσαλία, Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1995, σ. 96. Τέλος, αναφορά για τα αίτια που προκάλεσαν την καταστροφή της πόλης γίνεται από τον Αρς Γκριγκόρι, Η Αλβανία και η Ήπειρος στα τέλη του ΙΗ΄ και τις αρχές του ΙΘ΄ αιώνα, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 1994, σ. 61 κ.ε. Για τις αιτίες των μεταναστεύσεων έγραψε σχετικά ο Α. Κουκούδης παραθέτοντας και σχετικά πληθυσμιακά δεδομένα των χωριών του Zαγορίου Οι μητροπόλεις, σ. 176, ο Δ. Μάνος, Αλή Πασάς Σεπενενλής, εκδόσεις Άλφα, Αθήνα 1966, σ.372 καθώς ο Ι. Βασδραβέλης (επιμ.), Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας , Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1952, έγγραφο με αριθ. 325 (1821). Σε ότι αφορά τα πληθυσμικά δεδομένα της Λάιστας όπως αυτά διαμορφώθηκαν κατά τα έτη 1856 έως 1928 κάνει αναφορά ο Γ. Μέρτζιος με σχετικό πίνακα, Λάιστα, σ. 21.
214 Π. Γεωργαντζής, Προξενικά Αρχεία Θράκης, τ. 3, έκδοση Δήμος Ξάνθης, Ξάνθη 2000, σ. 465 -467.
215 Σύμφωνα με τον συμπολίτη μας φιλόλογο Ιορδ. Βλαχόπουλο, η ονομασία Σαρισαμπάν σημαίνει στα τούρκικα «ο κίτρινος Σαμπάν». Θεωρεί λοιπόν ότι η περιοχή της Φρυσού- πολης ήταν τσιφλίκι κάποιου μπέη με το όνομα Σαμπάν ο οποίος ήταν «κιτρινιάρης» λόγω της ελονοσίας η οποία και μάστιζε την περιοχή από αρχαιοτάτων χρόνων [Βλα- χόπουλος Ι., «Περί Σαρισαβανίου», περιοδικό Τπόστεγο 6, Καβάλα 1992 και αναδημοσί- ευση από το ιστολόγιο του ιατρού Αργυρίου Αργύρη Argiriou.blogspot.com. Κατά μια άλ- λη άποψη οι λέξεις Σαρή Σαμπάν σημαίνουν χρυσό άροτρο, ενώ τέλος κατά μια άλλη άποψη η λέξη Σιαμπάν στους οθωμανικούς μήνες αντιστοιχεί στο μήνα Αύγουστο και επειδή Sarri = κίτρινος, άρα κίτρινος Αύγουστος που είναι η εποχή που θερίζουν τα σι- τάρια στην περιοχή, ίσως να δηλώνει την πλούσια παραγωγή σιτηρών στην περιοχή (βλ. σχετ. Φρ. Κοζαρίδης, Επαρχία Νέστου, Ξάνθη 2004, σ. 127).
216 Ο χαρακτηρισμός αυτός προκύπτει από την δράση των βουλγάρων στα διαμερίσματα της Ροδόπης, εκατέρωθεν του Νέστου, δηλ. στην Ανατολική Μακεδονία και στη Δυτική Θράκη. Στα διαμερίσματα της Ξάνθης και του Σαρήσαμπάν παρατηρείται διείσδυση σλαυόφωνων (ψαράδων, γαλακτοπωλών, ξυλεμπόρων, γεωργών,καπνεργατών και κτιστών, επισημαίνει ο Ίωνας Δραγούμης σε αναφορά του προς το Τπουργείο Εξωτε- ρικών της Ελλάδος της 24ης Ιουλίου 1906 (πηγή: Π. Γεωργαντζής, Προξενικά Αρχεία Θράκης, τ. Α΄, έκδοση Δήμος Ξάνθης, Ξάνθη 2000, σ. 502 -504).
217 Σημερινή Πέρνη, γειτονικό χωρίο της Πετροπηγής. Πηγή: Στοιχεία συστάσεως και εξε- λίξεως των Δήμων και Κοινοτήτων, Ν. Καβάλας, επιμέλεια Τπουργείο Εσωτερικών, Αθήνα 1962, σ. 122.
218 Η παραπάνω αναφορά επιβεβαιώνεται και από τα πρακτικά της Δημογεροντίας της Μητρόπολης Ξάνθης, Α΄ τόμος, σ. 29., όπως αυτά εκδόθηκαν με πρωτοβουλία της ιεράς μητρόπολης Ξάνθης και ειδικότερα στον πρώτο τόμο, στο μητροπολιτικό συμβούλιο συζητείται αναφορά των κατοίκων του Καγιά Μπουνάρ (σημ. Πετροπηγή) για το θέμα αυτό.
219 Πρόκειται για την παλιά εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στην Φρυσούπολη, ένα λαμ- πρό οικοδόμημα, η οποία κατεδαφίστηκε το 1968, επί δημαρχίας Δελικάρη. Δυστυχώς το μόνο που απέμεινε από τη λαμπρή αυτή εκκλησία ήταν το καμπαναριό.
220 Αφορά το χάνι του Λαϊστινού Παπαθανασίου το οποίο υπήρξε στο νότιο άκρο της πό- λης. Σούτο επιβεβαιώνεται και από τις μαρτυρίες των ίδιων των Λαϊστινών, όπως τις συγκέντρωσε η φιλόλογος Ξανθοπούλου–Αργυρίου Παρασκευή.
221 Πράγματι το σχολείο κατασκευάσθηκε στον περίβολο της Εκκλησίας του Αγίου Δημητ- ρίου και σώζεται μέχρι και σήμερα.
222 Σο πατριωτικό φρόνημα του ιατρού Οικονομίδη εξαίρεται και σε αναφορά του υποπρό- ξενου της Καβάλας το 1906 στο αριθ. 150/10-4-1906 έγγραφο προς τον Τπουργό Εξωτε- ρικών της Ελλάδος Α. Σκουζέ. Ειδικότερα για τον Οικονομίδη αναφέρει ότι μέχρι σήμερα έχει επιδείξει πολλά δείγματα ακραιφνούς πατριωτισμού (Πηγή: Π. Γεωργαντζής, Προξενικά Αρχεία Θράκης , τ. β΄, έκδοση Δήμος Ξάνθης, σ. 461.
223 Γ. Μέρτζιος, Λάιστα, σ. 90.
224 Δυστυχώς, δεν κατέστη δυνατόν να βρεθεί το καταστατικό του συλλόγου αυτού, γραμματέας του οποίου ήταν ο Νούσης, οι απόγονοι του οποίου δυστυχώς δεν γνωρί- ζουν τίποτα για την τύχη αυτού. Ομοίως δεν γνωρίσει τίποτα και ο Πρόεδρος του Συλ- λόγου Ηπειρωτών επαρχίας Νέστου κ. Γκόρδης Φρήστος.
225 Π. Γεωργαντζής, Προξενικά Αρχεία Θράκης, τ.β΄, έκδοση Δήμος Ξάνθης, σ.459 κ.ε.
226 Π. Γεωργαντζής, «Ο Ελληνισμός της περιοχής Νέστου κατά τα τέλη του 19ου και τις αρ- χές του 20ου αιώνα»,Πρακτικά Σεμινάριου τοπικής Ιστορίας, Δήμος Καβάλας, Καβάλα 2010. Άλλωστε αναφορά στη Ρουμάνικη προπαγάνδα γίνεται και στο αριθ. 150/10-4- 1906 έγγραφο του Τποπροξενείου Καβάλας όπου και αναφέρεται χαρακτηριστικά: Ρο- υμάνικη επίδραση καλλιεργούμενη υπό τίνος εν Καβάλλα εμπορευομένου, συμπατριώτου (Λαϊστινού που έμενε στην Καβάλα) όστις αποπειράται και εν Καβάλλα να υψώσει μετα- ξύ των Ηπειρωτών την ασθενή φωνήν του υπέρ Ρουμάνικης ιδέας.
227 Π. Ξανθοπούλου – Αργυρίου και Γ. Αργυρίου, Έρευνα για τον Ελληνισμό της επαρχίας Νέστου από τον 19ο αιώνα μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους, Φρυσούπολη 1976, σ. 5.
228 Σην μαρτυρία αυτή επικαλείται και ο Karl Thede, καθηγητής του Πανεπιστημίου Mun- ster της Γερμανίας σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στα Λαϊστινά Νέα 10 (1998) με τίτλο «Ο ρόλος των Λαϊστινών στην ίδρυση και ανάπτυξη της Φρυσούπολης Καβάλας»
229 Για τον Βενέτη και την εγκατάσταση του στην Κεραμωτή κάνει λόγο και ο Φ. Κοζαρίδης στο βιβλίο του με τίτλο Επαρχία Νέστου, από τα ομηρικά χρόνια μέχρι το 1940, Ξάνθη 2004, σ. 117
230 Για πρώτη φορά τεκμηριώνεται η ύπαρξη συγγενικών δεσμών των Λαϊστινών της Φρυ- σούπολης με οικογένειες Λαϊστινών που εγκαταστάθηκαν στην Θάσο. Φαρακτηριστι- κά αναφέρεται η οικογένεια Ζήδρου, με καταγωγή από τη Λάιστα, που εγκαταστάθηκε στον Θεολόγο της Θάσου, η οποία είχε συγγενικούς δεσμούς με την οικογένεια Ματ- ζάρη, επίσης από την Λάιστα, που εγκαταστάθηκε στην Φρυσούπολη. Η έρευνα για το θέμα αυτό είναι σε εξέλιξη. (Σχετική και η εργασία μας για την ακμάζουσα κοινότητα Ηπειρωτών στην Θάσο που παρουσιάσθηκε στο Συμπόσιο Θασιακών Μελετών τον Σεπτέμβριο του 2011).
231 K. Thede, Ο ρόλος των Λαϊστινών… ο.π.
232 Σα μέλη που αναφέρονταν στον ισολογισμό του Συνδέσμου των Λαϊστίων ήσαν εβδομήντα όπως αναφέρει η Π. Ξανθοπούλου – Αργυρίου και ο Γ. Αργυρίου, Ο Ελλη- νισμός, σ. 6.
233 Ο.π .
234 Π. Γεωργαντζής, Προξενικά, τ. Β΄, σ. 520
235 Οι σχέσεις των Ελλήνων με τους Οθωμανούς κατοίκους της περιοχής, ήσαν σε γενικές γραμμές, καλές, όπως μαρτυρούν οι απόγονοι των Λαϊστινών. Οι καλές σχέσεις απο- τυπώνονται και σε σχετικά δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής με πιο χαρακτηρισ- τικό το δημοσίευμα της εφημερίδας της Καβάλας ΕΡΜΗΣ και ειδικότερα στο 2 ο φύλλο της 20 Ιουλίου 1908, στο οποίο και υπάρχει σχετικό σχόλιο για την άφιξη των εκ Σαρή Σαμπάν διαδηλωτών με αφορμή την επανάσταση των Νεοτούρκών. Ειδικότερα ανα- φέρεται ότι πρόκριτοι της πόλης και μέγα πλήθος απλών ανθρώπων με Ελληνικές και Σουρκικές σημαίες κατευθύνονταν στην πόλη της Καβάλας με σκοπό να γιορτάσουν την επανάσταση των Νεότουρκων. Μαζί με το πλήθος, κατευθύνθηκαν προς την Κα- βάλα και ο τοπικός επίτροπός της επανάστασης λοχαγός Σαλχάτ Βέης και ο μητροπο- λίτης Ξάνθης με τον διοικητή του Σαρρή Σαμπάν. Σο πλήθος υποδέχθηκε στην είσοδο της πόλης ο Σούρκος διοικητής και πλήθος τοπικών αξιωματούχων.
236 Ο Φρ. Κοζαρίδης στο βιβλίο του Επαρχία Νέστου, αναφέρει ότι η καμπάνα της εκκλησί- ας έγινε μέσα σε κάσες από κεριά, σ. 120.
237 Κ. Thede, Ο ρόλος των Λαϊστινών... ο.π.
238 Η δράση του Αμέτ Εφέντη καταγράφεται και στο σχετικό άρθρο του Κ. Thede (ό.π.) αλ- λά και στη μελέτη των Π. Ξανθοπούλου – Αργυρίου και Γ. Αργυρίου για τον Ελληνισμό της Επαρχίας Νέστου.
239 Σύμφωνα με μαρτυρία του Προέδρου του Συλλόγου Ηπειρωτών Επαρχίας Νέστου Γκόρδη οι χριστιανοί που χτύπησαν την καμπάνα της εκκλησίας για πρώτη φορά, για να αποφύγουν την οργή των Σούρκων, αναζήτησαν καταφύγιο σε σπίτια ισχυρών Τούρκων παραγόντων στο Κινέζ (σημερ. Προάστειο) και εμφανίσθηκαν και πάλι όταν ηρέμησαν τα πράγματα και κάμφθηκαν οι αντιρρήσεις των Τούρκων.
240 Αναδημοσίευση από τη μελέτη των Π. Ξανθοπούλου – Αργυρίου και Γ. Αργυρίου με τίτλο: Έρευνα για τον Ελληνισμό, σ. 6. Δυστυχώς όμως ο Κώδικας της Εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου δεν βρίσκεται πλέον στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και από το 2009 αγνοείται η τύχη του. Η απώλεια του στέρησε από τους μελετητές της ιστορίας της Φρυσούπολης ένα πολύτιμο εργαλείο, καθώς σε αυτό υπήρξαν μαρτυρίες για την προκοπή του Ελληνικού στοιχείου του Σαρή Σαμπάν. Έτσι αναγκαστικά στην προσ- πάθεια να παρουσιάσουμε την εισφορά των Λαϊστινών στην ανάπτυξη της περιοχής αναδημοσιεύουμε από άλλες εργασίες αποσπάσματα από τον κώδικα αυτό.
241 Αντίγραφο του συγκεκριμένου εγγράφου, όπως και άλλων εγγράφων του Τποπροξε- νείου Καβάλας υπάρχουν στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Καβάλα. Υέρει αριθμό πρωτοκόλλου 1618, ελείφθη στο Τπουργείο Εξωτερικών στις 12 Μαϊου 1906 και είναι χαρακτηρισμένο ως εμπιστευτικό. Ο διευθυντής της υπηρεσίας κ. Λυκουρίνος Κυριά- κος είχε την ευγενική καλοσύνη να μου επιτρέψει την πρόσβαση σε αυτό το αρχειακό υλικό, τμήμα του οποίου αποτελεί και το έγγραφο που μνημονεύουμε. Απόσπασμα αυτού έχει δημοσιευθεί στο βιβλίο του Φ. Κοζαρίδη, Επαρχία Νέστου, σ. 212.
242 Για το Καγιά Μπουνάρ το οποίο αναφέρεται ως χριστιανικό χωριό υπάρχει το αριθ. 266/19-7-1876 έγγραφο του Τποπροξενείου Καβάλας στο οποίο και αναφέρει επί λέξει τα εξής ο υποπρόξενος “χριστιανικό χωρίον ευρίσκεται παντόθε απειλούμενον να κα- ταστραφή παρά των γειτονικών οθωμανικών χωρίων…”.
243 Φ. Κοζαρίδης, Επαρχία Νέστου, σ. 202.
244 Ο.π ., σ. 206.
245 Ο.π ., σ. 207.
246 Π. Γεωργαντζής, Προξενικά<,τ. Γ΄,σ. 467
247 Ο.π..., τ. Β΄, σ. 505.
248 Π. Ξανθοπούλου – Αργυρίου και Γ. Αργυρίου, Ο Ελληνισμός, σ. 7.
249 Για την Ρουμανική προπαγάνδα και την προσπάθεια δημιουργίας “Κουτσοβλάχικου Ζητήματος” έχει γράφει και ο αείμνηστος Ευάγγελος Αβέρωφ – Σοσίτσας στο έργο του με τίτλο: Η Πλευρά του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος, Ίδρυμα Ευάγγελου Αβέρωφ – Σο- σίτσα, Σρίκαλα 31992. Αξίζει πάντως να αναφερθεί ότι η Ρουμάνικη προπαγάνδα στην Λάιστα συνάντησε τη σφοδρή αντίδραση των κατοίκων του χωριού και εξαιτίας αυτής, δεν τόλμησαν να προχωρήσουν στην ίδρυση σχολείου στο χωριό αυτό. Σο ερέθισμα για τη μελέτη του έργου του Αβέρωφ –Σοσίτσα δόθηκε ύστερα από τη μελέτη του συγγράμματος του Μ. Σρίτου, με τίτλο: Εθνικά θέματα σχετιζόμενα με τις χώρες τις χερ- σονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη.
250 Σχετική και η αναφορά του Π. Γεωργαντζή, στο βιβλίο του με τίτλο: Συμβολή εις την ιστορίαν της Ξάνθης, εκδ. Σπανίδης, Ξάνθη 1990, σ. 138 όπου αναφέρει επί λέξει: Με την έναρξιν του ΙΘ΄ αιώνος (1807) ….εν τω μεταξύ λόγω της τεράστιας ζητήσεως των περιβόητων καπνών της περιοχής, άρχισε να κατακλύζεται υπό Ηπειρωτών και Μακεδόνων οι οποίοι φεύγοντες την στυγνήν καταπίεσιν του Αλή Πασά των Ιωαννίνων ήλθον και εγκαταστάθηκαν εις Ξάνθη και Γενννισέαν και δια της διακρινούσης αυτούς οικονομίας και εργατικότητας, ήρχισαν να οικοδομούν μύλους, πανδοχεία και άλλα καταστήματα. Αυτό φυσικά ίσχυσε και σε άλλες περιοχές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σύμφωνα δε με τη Θ. Φατζηγεωργίου η οποία και συνέγραψε τη λαογραφική μελέτη: Η αποδημία των Ηπειρωτών, Ηπειρώτικη Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1958, σ. 63 κ.ε., όπου υπήρχαν Χάνια σε όλη την αυτοκρατορία αυτά είχαν ιδρυθεί από Ηπειρώτες.
251 Φρ. Κοζαρίδης, Επαρχία Νέστου, σ. 117.
252 Σύμφωνα με την άποψη του Π. Γεωργαντζή αρχικός πόλος έλξης των Λαϊστινών για να εγκατασταθούν στο Σαρή Σαμπάν ήταν το μεγάλο παζάρι που γίνονταν κάθε Τετάρτη ενώ την Κυριακή του Θωμά, λάμβανε χώρα μεγάλη γεωργοκτηνοτροφική πανήγυρι. Αυτό ακριβώς το παζάρι ισχυρίζονται τοπικοί ερευνητές, υπήρξε πόλος εγκατάστασης των Ηπειρωτών που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και δημιούργησαν τα πρώτα καταστήματα, παντοπωλεία, χάνια και φούρνους. Ωστόσο, από συζητήσεις με τους απογόνους των Λαϊστινών μου ανέφεραν ότι αυτό που τους έλκυσε στην περιοχή ήταν το γεγονός ότι ο ποταμός Νέστος ήταν συχνά πλημμυρισμένος, με αποτέλεσμα οι ταξιδιώτες προς τα ανατολικά να αποκλείονται στην περιοχή της Χρυσούπολης και να αντιμετωπίζουν πρόβλημα διαμονής και διατροφής. Αυτές τις ανάγκες λοιπόν ήρθαν να καλύψουν οι Λαϊστινοί με το «τρίπτυχο» χάνι, φούρνος, μπακάλικο. Θεωρούμε ότι αυτό το γεγονός αποτελούσε ισχυρό κίνητρο εγκατάστασης σε μια περιοχή που δεν υπήρχαν άλλοι Έλληνες, πλην των κατοίκων του Δουκαλίου, και η οποία όμως μαστίζονταν από την ελονοσία. Επιπροσθέτως η οικονομία της περιοχής λόγω της καλλιέργειας του καπνού ήταν ακμάζουσα καθιστώντας την όποια επαγγελματική ενασχόληση στον τομέα των υπηρεσιών ιδιαίτερα επικερδή.
253 Π. Ανδρούδης, Χάνια και Καραβάν – Σεράγια στον Ελλαδικό χώρο και στα Βαλκάνια, έκδοση Πολιτιστική Ολυμπιάδα–Οργανισμός Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού Α.Ε, Αθήνα, σ. 20 κ.ε.
254 Κ. Thede, «Ο ρόλος των Λαϊστινών... ο.π.
255 Εφημερίδα Νέα Αλήθεια - «Σαρρή Σαμπάν- Σύνδεσμος Λαϊστέων», Κυριακή 5-4-1909/3.
256 Οι πρώτοι που ανέφεραν για τον Μακεδονικό Αγώνα στην περιοχή μας, ήσαν οι καθηγητές μου Π. Ξανθοπούλου – Αργυριού και Γ. Αργυρίου, στην μελέτη τους Ο Ελληνισμός, σ. 9. Ειδικότερα αναφέρουν ότι όταν ιδρύθηκε το Κέντρο Καβάλας για τον Μακεδονικό Αγώνα, δεν έμειναν άπραγοι οι λίγοι Έλληνες της περιοχής. Άρχισε η διαφώτι- ση και η οργάνωση τους ενάντια στη δράση των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Προμηθεύονταν όπλα τύπου «Γκρά» πληρώνοντας το ποσό των πέντε οθωμανικών λιρών το καθένα. Μάλιστα, ο Γεώργιος Κουτσούμπαλης, ιδιοκτήτης καφενείου, πιάστηκε από τους Σούρκους να διακινεί όπλα και τιμωρήθηκε με ανελέητο ξυλοδαρμό, σε σημείο να κινδυνεύσει η ζωή του.
257 Π. Ξανθοπούλου – Αργυριού και Γ. Αργυρίου, Ο Ελληνισμός, σ. 6.
258 Ο.π ., σ. 3.
259 Γ. Μέρτζιος, Λάϊστα, σ. 30.
260 Π. Γεωργαντζής, «Ο Ελληνισμός της περιοχής Νέστου κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα», Πρακτικά Σεμινάριου τοπικής ιστορίας, Δήμος Καβάλας, Καβάλα 2010.

 

Αναζήτηση