Η ελληνική παρουσία στην Τρανσυλβανία και στο Βανάτο και οι Δυτικομακεδόνες απόδημοι στην Τιμισοάρα

Η οικία του Koszta Nica στις «οικίες με τα κανόνια / casele canonicilor», ΤιμισοάραΗ παρουσία και εγκατάσταση των Δυτικομακεδόνων και Ηπειρωτών στις βαλκανικές χώρες από τον 15ο έως και τον 19ο αι. αποτελεί σημαντική όψη της ελληνικής Διασποράς.1

Έμποροι, επαγγελματίες και τεχνίτες από τη Μακεδονία, εκμεταλλευόμενοι τα προνόμια της Οθωμανικής ή/και της Αμψβουργικής Αυτοκρατορίας, κατευθύνθηκαν ιδιαίτερα προς τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, όπου ανέπτυξαν εμπορικές και επαγγελματικές δραστηριότητες. Η πόλη της Τιμισοάρα (ουγγρ. Τεμεσβάρ) αποτελούσε σταθμό του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών και πύλη της Ανατολής στην Ευρώπη. Η ακμάζουσα δυτικομακεδονική παρουσία στην Τιμισοάρα επιβεβαιώνεται από το πλήθος των οικονομικών και εμπορικών συναλλαγών των εμπόρων με τις κομπανίες του Braşov και του Sibiu, επίσης των εγγράφων διάφορων αγοραπωλησιών που βρέθηκαν στα αρχεία της πόλης καθώς και βάσει της επίσημης πληθυσμιακής καταγραφής του αψβουργικού κράτους.
Συγκεκριμένα, η μεταναστευτική κίνηση των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας αρχίζει το 1611/2 και ολοκληρώνεται στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο Stoianovich υποστηρίζει ότι κατά τον 17ο αι. τα κίνητρα για την ενασχόληση με το εμπόριο αποτέλεσαν ο αποκλεισμός από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας των μη οθωμανικών πλοίων, η ίδρυση νέων πόλεων σε στρατηγικές θέσεις, η αναζωογόνηση των παρηκμασμένων βαλκανικών πόλεων και η συγκέντρωση αστικού πληθυσμού στις πόλεις, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδήριτη η ανάγκη του ανεφοδιασμού τους σε τρόφιμα.2

Παράλληλα, μεταναστευτικά ρεύματα εκδηλώνονταν εξαιτίας των πιέσεων και κυρίως των υπερφορολογήσεων, καθώς και των διώξεων εκ μέρους της οθωμανικής διοίκησης.3 Από τις αρχές του 18ου αι. και εξής, κατά την περίοδο των Φαναριωτών ηγεμόνων (1711-1821), παρατηρήθηκε μεταναστευτική κίνηση προς τη Μολδοβλαχία και την Τρανσυλβανία από κατοίκους της Ηπείρου, της Μακεδονίας και των Επτανήσων. Στο μεταναστευτικό αυτό ρεύμα συντέλεσαν στρατιωτικά γεγονότα, όπως η αποτυχία της εξέγερσης των Ελλήνων κατά τα Ορλοφικά (1770), οι λεηλασίες των Τουρκαλβανών στην Μοσχόπολη (1769) και η καταστροφή της το 1788/9 από τα στρατεύματα του Αλή Πασά. Την ίδια περίπου εποχή παρατηρούνται εκούσιες μετοικεσίες, λόγω της οικονομικής παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθώς και των ευκαιριών που παρουσιάστηκαν από τις διεθνείς πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες.4

Συνθήκες ώθησης του δυτικομακεδονικού εμπορίου

Οι συνθήκες που επέδρασαν καταλυτικά για την ενασχόληση των Δυτικομακεδόνων με το εμπόριο στην περιοχή της Τρανσυλβανίας και του Βανάτου ήταν ορισμένες αποφάσεις της Τρανσυλβανικής Δίαιτας, τα ηγεμονικά προνόμια, τα προνόμια από την Αυστριακή καγκελαρία καθώς και οι διεθνείς συνθήκες που υπογράφτηκαν κυρίως μεταξύ των δυο μεγάλων αυτοκρατοριών, των Αψβούργων και των Οθωμανών. Τα προνόμια, που απευθύνονταν στους «Greci» ή στους «Greci ne unit»,5 έδιναν στους Έλληνες εμπόρους τη δυνατότητα να συσσωματωθούν οικονομικά, σχηματίζοντας εμπορικές ενώσεις ( κομπανίες), οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση της μεταγενέστερης πολιτικής τους συσσωμάτωσης σε κοινότητες. Το δίκαιο που θεσπιζόταν με τα προνόμια οριοθετούσε την εμπορική δραστηριότητα των εμπόρων, την αυτοδιοίκηση και δικαστική οργάνωση των συσσωματώσεων.

Παράλληλα, η Αψβουργική Μοναρχία προσπάθησε να ενισχύσει την εμποροκρατική οικονομική πολιτική της με τις διεθνείς συνθήκες που υπέγραψε, με σκοπό, αφενός, να καθιερώσει τη Βιέννη ως εμπορικό και οικονομικό κέντρο και, αφετέρου, να εξασφαλίσει την οικονομική της επέκταση στην οθωμανική επικράτεια, σε αντιστάθμισμα του οικονομικού ανταγωνισμού των άλλων ευρωπαϊκών χωρών που είχαν κυριαρχήσει στη Δύση. Στόχο, από τη μία, αποτελούσε η εισαγωγή φθηνών ανταγωνιστικών προϊόντων και, από την άλλη, η διάθεση προϊόντων βιοτεχνίας στις ανατολικές αγορές. Το 1699, βάσει της Συνθήκης του Κάρλοβιτς,6 επιχειρήθηκε η εφαρμογή μόνιμης ειρήνης μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των άλλων χριστιανικών δυνάμεων, ενώ η Τρανσυλβανία παραχωρήθηκε στους Αψβούργους, με τα φυσικά όριά της από την Ποδολλία (Ουκρανία) μέχρι τη Βλαχία. Σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη του εμπορίου άσκησε, επίσης, η Συνθήκη του Πασάροβιτς (1718). Ως αποτέλεσμα των παραπάνω Συνθηκών σε συνδυασμό με την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στον Δούναβη, Έλληνες έμποροι κατευθύνονται προς τις βόρειες περιοχές, διότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραιτήθηκε των διεκδικήσεών της επί αυτών, και παρέδωσε το Βελιγράδι, τη Βοσνία, την Ερζεγοβίνη, όπως και τη μικρή Βλαχία και το διαμέρισμα Temesvar (Τεμεσβάρ), τη σημερινή Τιμισοάρα. Η Αυστρία ήταν εκείνη που έλαβε τα περισσότερα οφέλη, δηλαδή απέκτησε τα φρούρια Τεμεσβάρ, Βελιγραδίου και Σεμετρίν, καθώς και ευνοϊκές διομολογήσεις για το εμπόριο (αυτοκρατορικό κεφάλαιο), έτσι ώστε να μπορέσει να ανοίξει εμπορικούς δρόμους προς τη χερσόνησο του Αίμου αλλά και μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, φθάνοντας στη Θεσσαλονίκη, στην Κωνσταντινούπολη και, στη συνέχεια, στην Περσία, για την οποία οι Αψβούργοι έδειχναν ζωηρό ενδιαφέρον. Μάλιστα, με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς επιτρεπόταν αμοιβαία στους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και των Αψβούργων η ελεύθερη άσκηση εμπορίου σε ξηρά και θάλασσα.7

Ιδιαίτερα, τους Δυτικομακεδόνες εμπόρους διευκόλυνε η ύπαρξη χερσαίων εμπορικών δρόμων. Από την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας ξεκινούσαν εμπορικοί δρόμοι με κατεύθυνση προς τις αυστριακές και ουγγρικές πόλεις. Η αφετηρία των δρόμων αυτών εντοπίζεται στην πόλη της Θεσσαλονίκης ή των Σερρών, ενώ ο τελικός προορισμός ποίκιλε ανάλογα με το ενδιαφέρον των εμπορευόμενων. Άλλοι εμπορικοί δρόμοι συνέδεαν τις πόλεις που βρίσκονταν στο εσωτερικό της Μακεδονίας και της Ηπείρου με τη γειτονική Αλβανία. Τις διαδρομές αυτές τις έχουν περιγράψει λεπτομερώς σπουδαίοι περιηγητές του 19ου αι., όπως ο Leake και ο Pouqueville.8 Η κοιλάδα του Άνω Αλιάκμονα ήταν φυσική οδός προς τον Βορρά και ένας από τους κύριους άξονες επικοινωνίας με τις χώρες της Κεντρ. Ευρώπης, ο οποίος χρησιμοποιούνταν από τους εμπόρους της Κοζάνης, Σιάτιστας, Σέλιτσας (Εράτυρας) και Καστοριάς, με προορισμό την Αλβανία, και κυρίως την πόλη της Μοσχόπολης, η οποία αποτελούσε σπουδαίο κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου ώς και τα τέλη του 18ου αιώνα.9 Άλλη διαδρομή που ακολουθούσαν οι έμποροι ήταν αυτή, μέσω Σερρών, Μελενίκου, Σόφιας και Βιδινίου. Στη συνέχεια διέβαιναν τα αυστριακά σύνορα στο Βανάτο, όπου έφθαναν στην Ορσόβα, ενώ μέσω του Τέμεσβαρ και της Πέστης έφθαναν στη Βιέννη. Οι εμπορικοί δρόμοι κατά μήκος της Βαλκανικής αποτελούν την κυριότερη αρτηρία μετακίνησης ανθρώπων, διακίνησης προϊόντων, βιβλίων αλλά και νέων ιδεολογιών. Οι εφημερίδες των Σιατιστινών Μαρκίδων Πούλιου από τη Βιέννη φθάνουν μέχρι το Βουκουρέστι, σχολικά βιβλία μέχρι την περιοχή του Ardeal, συνοδευόμενα από τις επαναστατικές ιδέες και τον δυτικό τρόπο ζωής.

Η οικία του Koszta Nica στις «οικίες με τα κανόνια / casele canonicilor», Τιμισοάρα

Διακίνηση προϊόντων και ασχολίες αποδήμων

Οι έμποροι συγκέντρωναν τα προϊόντα της Βαλκανικής και της Ανατολής και τα διοχέτευαν στις αγορές της Ευρώπης. Τα προϊόντα που εμπορεύονταν ήταν υφαντά της Μοσχόπολης και της Νάουσας, περσικά χαλιά, κόκκινο πιπέρι από την Καρατζόβα, βαμβάκι από τις Σέρρες, δέρματα από τα χωριά της Μακεδονίας, γουναρικά από την Καστοριά, κόκκινο κρασί από τη Μακεδονία –Νάουσα, Μελένικο, Σιάτιστα, Γουμένισα‒ κρόκος, κόκκινα και λευκά νήματα από τα Αμπελάκια και τον Τύρναβο, υφαντοί αλατζάδες για σκεπάσματα και καλύμματα σε μιντέρια και καναπέδες από την Κοζάνη. Τα αρχεία των τελωνείων και η αλληλογραφία των κομπανιών για τα διακινούμενα εμπορεύματα αναφέρουν μαλλιά, μετάξι, σύκα, ρύζι, λεμόνια, χασέδες, λουλάκι, ζωντανά ζώα, δέρματα πρόβεια από τη Μακεδονία και την Ανατολή, αλλαντικά αρμυρά από πρόβατο (παστουρμά), άλογα, θυμίαμα αλάτι, όσπρια, δρέπανα, μαχαίρια και καπνό, αμύγδαλα, δημητριακά, κάνναβη, κερί, λάδι, ξίγγι, σταφίδα, με προορισμό είτε την Αυστροουγγαρία είτε τις χώρες της Βαλκανικής.10

Το κυριότερο επάγγελμα με το οποίο οι απόδημοι διακρίθηκαν στις χώρες εγκατάστασης ήταν αυτό του εμπόρου. Συνηθισμένα επαγγέλματα σχετικά με την εμπορική δραστηριότητα των Δυτικομακεδόνων ήταν του μεταφορέα, του διακινητή εμπορευμάτων, του παραγγελιοδόχου, του εμπορικού πράκτορα, του μεγαλέμπορου, του τοκιστή και τραπεζίτη. Οι παραγγελιοδόχοι (σπεδιτόροι ή κομισιονάριοι) ασχολούνταν με το διαμετακομιστικό εμπόριο και οργανώνονταν σε κομπανίες, όπως συνέβη στην πόλη του Σεμλίνου, όπου είχαν ιδρύσει το σωματείο με την επωνυμία «Αδελφότης των σπεδιτόρων του Ζέμονος». 11 Σύμφωνα με αρχεία που έχουν διασωθεί, αρκετοί βιοτέχνες μετέφεραν στην Αυστροουγγαρία τα προϊόντα τους, όπως οι αργυροχρυσοχόοι, γουναράδες και παπουτσήδες.12 Τέλος, φημισμένοι ήταν οι Δυτικομακεδόνες χανιτζήδες και εστιάτορες, οι οποίοι διατηρούσαν χάνια και ενοικιαζόμενα δωμάτια σε πολλές πόλεις των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών.13

Η οργάνωση των παροικιών

Στην αρχή μετανάστευαν μόνο τα άρρενα μέλη των οικογενειών, αφού είχαν συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας τους, και συνήθως σε ομάδες των 5 ώς 10 ατόμων, οι οποίοι ακολουθούσαν καραβάνια συμπατριωτών τους ή συγγενικά πρόσωπα.14 Καθ’ οδόν προς τους τόπους αποδημίας διάφορα άτομα χωρίζονταν από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας και εγκαθίσταντο σε μέρη όπου πίστευαν ότι θα μπορούσαν να σταδιοδρομήσουν. Το φαινόμενο αυτό παρατηρούνταν ακόμη και ανάμεσα σε μέλη της ίδιας οικογένειας. Έτσι, άφηναν πίσω τις γυναίκες στην πατρίδα τους, ειδικά τον πρώτο καιρό, διότι πίστευαν πως η εγκατάστασή τους δεν θα ήταν μόνιμη, ενώ λίγο αργότερα ακολουθούσε η υπόλοιπη οικογένεια, αφού το επέτρεπαν τα οικονομικά, είτε μετά από απαίτηση της αυστροουγγρικής διοίκησης.

Οι Έλληνες της Διασποράς, με την εγκατάσταση τους σε μια πόλη, φρόντιζαν πρώτα για την ίδρυση ορθόδοξης εκκλησίας, με σκοπό την εκτέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, ώστε ο ναός να αποτελεί τόπο συνάντησης των μελών της ελληνικής κοινότητας. Επίσης, ενδιαφέρονταν για την οργάνωση σχολείων, για να διδαχθούν τα τέκνα τους τη μητρική γλώσσα, να εφοδιαστούν με τις απαραίτητες γνώσεις για τις εμπορικές εργασίες και να ενισχύσουν την εθνική τους συνείδηση.15 Λόγω της ίδρυσης σχολείων στις παροικίες παρατηρείται έντονη κινητικότητα γνωστών ελλήνων δασκάλων.16

Η παρακμή των κομπανιών και ταυτόχρονα ο μαρασμός των ελληνικών κοινοτήτων επήλθε κατά το α΄ τέταρτο του 19ου αι., εξαιτίας των οικονομικών αντιξοοτήτων, όπως η εκβιομηχάνιση της παραγωγής, η αλλαγή των δεδομένων στη διεθνή οικονομία, καθώς και λόγω των περιοριστικών οικονομικών μέτρων της Ρουμανίας σε βάρος των ξένων εμπόρων. Η ομαλή λειτουργία τα κομπανιών παύει γύρω στα 1854, οπότε και ουσιαστικά διαλύονται μετά την ανάκληση του προνομιακού καθεστώτος που ίσχυε γι’ αυτές. Από το τέλος του 18ου και στις αρχές του 19ου αι. η καπιταλιστική οικονομία της Αυστριακής Αυτοκρατορίας εδραιώθηκε, έτσι ώστε τα μέλη των κομπανιών περιορίστηκαν σε εκείνους που είχαν εταιρείες εισαγωγικού εμπορίου και εμπορικούς οίκους, οι οποίοι μέσα από ένα σύστημα αντιπροσώπων ή κομισιονέρων προωθούσαν τα εμπορεύματα και τις συναλλαγματικές.17 Κατά το διάστημα αυτό οι εμποροπανηγύρεις και το χερσαίο εμπόριο έχασαν την οικονομική τους σημασία, ενώ αναπτύχθηκε περισσότερο το εμπόριο με την Κωνσταντινούπολη μέσω του Δούναβης. Τα οικονομικά προβλήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εξαιτίας των συνεχόμενων πολεμικών συγκρούσεων από το 1768-1774 και το 1787-1792 επέφεραν την υποτίμηση του νομίσματος, με άμεσες συνέπειες στη νομισματική κυκλοφορία.18 Το αποτέλεσμα των παραπάνω παραγόντων ήταν η μείωση των μελών της κομπανίας και η μετατροπή της από οικονομική συσσωμάτωση σε πολιτικο-θρησκευτική κοινότητα.

Η ελληνική κοινότητα της πόλης Τιμισοάρα

Η περιοχή του Βανάτου προσεγγιζόταν εύκολα από τους Έλληνες εμπόρους, οι οποίοι ακολουθώντας τους εμπορικούς δρόμους έφταναν στο Σεμλίνο και το Βελιγράδι, είτε από την ανατολική πλευρά μέσω της Ουγγαροβλαχίας. Στην Τιμισοάρα υπήρχε έντονη εμπορική κίνηση, διότι από την πόλη διερχόταν ο εμπορικός δρόμος από την Τρανσυλβανία που οδηγούσε στην επαρχία Arad και κατόπιν στην Ουγγαρία, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ελληνική κοινότητα που διατηρούσε στενές σχέσεις με τις ελληνικές κομπανίες της Τρανσυλβανίας. Στην Τιμισοάρα Μακεδόνες σπενδιτόροι ή κομισσάριοι ασχολούνταν κυρίως με τη μεταφορά βαμβακιού και υφασμάτων προς τις πόλεις της Μεσευρώπης σε συνεργασία με τους εμπορικούς οίκους της Βιέννης. Η ελληνική παρουσία στην Τιμισοάρα υπήρξε έντονη ώς και τον 19ο αι., διότι οι Έλληνες απόδημοι διατηρούσαν εκεί ελληνικό σχολείο, στο οποίο δίδαξαν σπουδαίοι Έλληνες δάσκαλοι.

Γενικότερα, στην περιοχή του Βανάτου δεν υπήρξε κοινοτική οργάνωση με βάση την εθνική καταγωγή των κατοίκων, όπως σε άλλες περιοχές, η οποία να πιστοποιεί την ελληνική καταγωγή των ατόμων που έζησαν εκεί· αντίθετα, υπήρξε κοινοτική οργάνωση με βάση το θρήσκευμα μαζί με τον σερβικό πληθυσμό της πόλης. Η παρουσία όμως των Ελλήνων εμπόρων αναδεικνύεται μέσα από την έρευνα στα δημοτικά αρχεία της πόλης ‒στις απογραφές της αυστριακής διοίκησης δήλωναν την πόλη καταγωγής τους‒, επίσης, από συμβολαιογραφικές πράξεις αλλά και από την εμπορική αλληλογραφία, η οποία γραφόταν στα ελληνικά. Στην πόλη της Τιμισοάρα οι Έλληνες συσπειρώθηκαν γύρω από τον ορθόδοξο ναό του Αγίου Γεωργίου στην περιοχή του Fabrik, ο οποίος σήμερα έχει περάσει στη δικαιοδοσία της σερβικής εκκλησίας, αλλά η παρουσία των Ελλήνων εκεί αποδεικνύεται από τις κτιτορικές επιγραφές, τα αφιερώματα, δωρεές και την ύπαρξη ελληνικών βιβλίων.
Τιμισοάρα, η ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, 1900Τιμισοάρα, η ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, 1900Ειδικότερα, είναι γνωστό ότι στην πόλη υπήρχε σερβικό δημαρχείο, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών των ορθόδοξων κατοίκων. Στην αρχειακή έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της εκπόνησης της διδακτορικής μου διατριβής βρέθηκε αρχείο, στο οποίο το δημαρχείο της πόλης ζητεί υπάλληλο που να μιλάει και να γράφει σέρβικα, γερμανικά, ρουμανικά και ελληνικά, ώστε οι αποφάσεις του να γνωστοποιούνται στους πολίτες που χρησιμοποιούν τις παραπάνω γλώσσες. 19 Ακόμη, στο μουσείο της πόλης υπάρχουν οι σφραγίδες της ορθόδοξης κοινότητας της πόλης με το λογότυπο «Sigillum Gentis Rascianorum Greci Ritus, Sigillum Cittis Temesvariensis G.R. Rascianorum, Sigillum Suburbii Temesvariensis Rascianorum Greci Ritus, Sub Rasciani se Inteleg Romanii si Serbii». Μέσα από τα αρχεία του ελληνικού κράτους στο Υπουργείο Εξωτερικών για την πόλη της Τιμισοάρα μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους υπήρξε μια αναφορά το 1879 του γενικού προξένου της Ελλάδος στο Βελιγράδι προς το Υπουργείο Εξωτερικών, η οποία παρουσίαζε την πόλη με πληθυσμό 35.000 κατοίκους και τη θεωρούσε σημαντικό εμπορικό σταθμό.20 Μέσα από τη διπλωματική αναφορά φαίνεται ότι οι Έλληνες κυριαρχούσαν στο εμπόριο της πόλης και είχαν αναπτύξει ισχυρό δίκτυο μεταφορών για την εξυπηρέτηση των εμπορικών σχέσεων με την Ευρώπη και την Τρανσυλβανία. Αν και την εποχή που φτάνει ο πρόξενος στην πόλη η ελληνική κοινότητα έχει παρακμάσει και τα σημαντικά πρόσωπα της κοινότητας είχαν αποβιώσει, καταφέρνει να αντλήσει πληροφορίες σημαντικές πληροφορίες για τις δραστηριότητες των μελών.

Οι Δυτικομακεδόνες έφθαναν στην Τιμισοάρα κυρίως μέσω Βελιγραδίου και Σεμλίνου, ή από τα δυτικά μέσω της Μικρής Βλαχίας (Ολτένια). Το έτος 1739, βάσει απογραφής του αυστριακού κράτους, βρίσκονταν στην Τιμισοάρα 12 οικογένειες Μοσχοπολιτών.21 Μεγάλος αριθμός Ελλήνων από τη Μακεδονία κατέφυγαν προς τις βορειότερες περιοχές, όπως η Β. Σερβία και το Βανάτο, μετά την κατάκτηση του Βελιγραδίου από τους Τούρκους το 1739 και μετά τη δεύτερη καταστροφή της Μοσχόπολης το 1780/1, προσπαθώντας να αποφύγουν τις διώξεις από τα τουρκικά αποσπάσματα. Οι Έλληνες εγκαταστημένοι στο Βανάτο (Τιμισοάρα, Όρσοβα) ασχολούνταν με το εμπόριο του βαμβακιού, των δημητριακών και των νημάτων, λειτουργώντας ως αντιπρόσωποι ή κομισιονάριοι των εμπορικών οίκων της Βιέννης, ενώ κατά τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αι. οι ελληνικές εμπορικές εταιρείες κυριαρχούσαν στο εμπόριο του μαλλιού.22

Από την αρχειακή έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα εμπορικά κατάστιχα της κομπανίας του Μπρασόβ προκύπτει ότι η εταιρεία του Σιατιστινού στην καταγωγή Μιχαήλ Τσούμπρου περί το 1775 διατηρούσε υποκαταστήματα και διέθετε αντιπροσώπους στο Βανάτο (Τιμισοάρα και Όρσοβα). Στην πόλη της Τιμισοάρα φαίνεται να συνεργάζεται με τους Hagi Trandafir Georghe (Γεώργιο Χατζητριανταφύλλου και Σία), Mihai Dimitriu Papazoglu (Μιχαήλ Δημητρίου Παπάζογλου), Ianache Gheorge (Γιαννάκης Γεωργίου), Dimitru Hagiopol (Δημήτριος Χατζόπουλος) και Pavel Iconomu ( Παύλος Οικονόμου).

Κατά την προσωπική μας επιτόπια έρευνα στα δημοτικά αρχεία της πόλης εντοπίστηκε κατάλογος καταγραφής του πληθυσμού του ελληνοανατολικού δόγματος, στον οποίο 60 άτομα αναφέρουν ως τόπο καταγωγής την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Τα άτομα που εντοπίστηκαν δήλωναν ως τόπο καταγωγής διάφορες πόλεις της Δυτ. Μακεδονίας, οι οποίες αποτελούσαν σημαντικές εμπορικές αφετηρίες καραβανιών. Συγκεκριμένα, 8 άτομα δηλώνουν τόπο καταγωγής την Καστοριά, μεταξύ αυτών ο Naum Toma Makry, o Apostolovici Teodor, o Angeli Teochar, o Papacosta Ioan. Από τη Σιάτιστα κατάγονται άλλα 8 άτομα, όπως: ο Fotta Dima, ο Fonduka Konstantin και ο Gruia Nicolae, ενώ 3 άτομα δηλώνουν ως τόπο καταγωγής την Κοζάνη, ο Latcovici Nikolae, o Latcovici Constantin και ο Theodor Demeter. 23

Στο προάστιο της πόλης με την ονομασία Fabrik βρίσκονταν εγκατεστημένοι πολλοί Δυτικομακεδόνες έμποροι και ξενοδόχοι. Στη σημερινή Piaţa Traian, που σχεδιάστηκε στα μέσα του 18ου αι., λειτουργούσε η μεγαλύτερη αγορά της πόλης. Γύρω από τον χώρο της αγοράς υπήρχαν πολλά εμπορικά καταστήματα, που πουλούσαν διάφορα προϊόντα, αλλά κυρίως υφάσματα. Οι κάτοικοι του Fabrik εκκλησιάζονταν στον ναό του Αγ. Γεωργίου, ο οποίος σήμερα είναι σέρβικος. Επίσης, ώς και σήμερα υπάρχουν στην περιοχή του Fabrik κτήρια τα οποία ήταν ιδιοκτησίας των Δυτικομακεδόνων. Έτσι, κατά την επιτόπια έρευνα εντοπίστηκε η περιοχή όπου βρισκόταν το χάνι του Nikolae Papa Ilia από την Καστοριά, το οποίο ονομαζόταν «το τουρκικό χάνι», επίσης, το χάνι «Μαροκινή», που ήταν στην ιδιοκτησία του Georgie Liota, καθώς και διάφορες κατοικίες.

Στο κέντρο της πόλης έως σήμερα υπάρχουν οι κατοικίες σημαντικών ελλήνων εμπόρων, που ξεχώρισαν για τις εμπορικές τους δραστηριότητες και αποτέλεσαν μέλη της αστικής τάξης. Ειδικότερα, γνωστή στο κέντρο της πόλης είναι η οικία του Koszta Nica, η οποία εντοπίζεται στον κατάλογο με τα αξιοθέατα της πόλης υπό την ονομασία «οι οικίες με τα κανόνια / casa cu canonicilor», η οικία του μεγαλεμπόρου Adreas Trandaphill (Adrei Trandafir), η οποία εντοπίζεται με τη διακριτική ονομασία «η οικία με το δέντρο», και η οικία του εμπόρου Thomas Naum Makry, η οποία στον ίδιο κατάλογο ονομάζεται «η οικία με τις ατλαντίδες». Επίσης, κατά την έρευνα εντοπίστηκαν τα κτήρια που αποτελούσαν τις κατοικίες των Δυτικομακεδόνων Fonduka Constantin και Lazkovitch Andre.

Στην Τιμισοάρα κατά την εποχή της ακμής του εμπορίου λειτουργούσαν και ελληνικά σχολεία με αρκετούς μαθητές, των οποίων ο αριθμός αυξήθηκε μετά την απόφαση της αυστροουγγρικής διοίκησης για την εγκατάσταση των οικογενειών των εμπόρων στην πόλη. Στο ελληνικό σχολείο της πόλης δίδαξαν γνωστοί Έλληνες δάσκαλοι, όπως ο Μοσχοπολίτης Κων. Τζεχάνης, ενώ και μεταξύ του ετών 1804-1806 ο Κοζανίτης Ευφρόνιος Ραφαήλ Πόποβιτς. Λόγω της μείωσης όμως του πληθυσμού, το σχολείο μεταφέρθηκε για κάποια χρόνια στο προάστιο του Fabrik. Εκεί το σχολείο λειτουργούσε στον προαύλιο χώρο του ναού του Αγίου Γεωργίου, όπου υπήρχε ένα κτήριο που λειτουργούσε ως ξενώνας. Ο ξενώνας αυτός αποτελούνταν από δύο δωμάτια και είχε κτιστεί το 1781 με κτίτορες-δωρητές τον Νικόλαο Παπά Ηλία από την Καστοριά και τον Ιωάννη Πρένδα από την Αλβανία, αφού οι ίδιοι παραχώρησαν τα κτήματά τους, στη μνήμη των γονιών τους. Ο ξενώνας, πριν μετατραπεί σε σχολείο, χρησιμοποιούνταν για να φιλοξενούνται όσοι κληρικοί ήταν περαστικοί από την πόλη αλλά και άλλοι φτωχοί Έλληνες.

Η εγκατάσταση των Δυτικομακεδόνων στην περιοχή του Βανάτου αποτελεί μέρος της ιστορίας των δυτικομακεδονικών καραβανιών και των Δυτικομακεδόνων εμπόρων που μετακινούνταν σε όλη την Βαλκανική. Η έντονη εμπορική δραστηριότητα στην περιοχή αποτέλεσε πόλο έλξης για τους Δυτικομακεδόνες εμπόρους, οι οποίοι κατάφεραν να διακριθούν και να αποκτήσουν μεγάλη περιουσία. Τα έγγραφα από τις εμπορικές δραστηριότητες, οι διαθήκες προσώπων και το οικιστικό απόθεμα, αποτελούν απόδειξη της έντονης παρουσίας των Δυτικομακεδόνων στην πόλη. Η περαιτέρω επεξεργασία των νέων και πρωτότυπων στοιχείων για την παρουσία των Ελλήνων στην πόλη που αποκάλυψε η επιτόπια έρευνά μας στα αρχεία της πόλης, θα επιτρέψει την ακριβέστερη εικόνα για τις δραστηριότητες των Ελλήνων της Τιμισοάρας.

ΘΕΟΔΩΡΑ ΜΗΛΙΟΥ
Φιλόλογος, υποψ. δρ. Πανεπ. Μακεδονία
Η ελληνική παρουσία στην Τρανσυλβανία και στο Βανάτο και οι Δυτικομακεδόνες απόδημοι στην Τιμισοάρα
Η Δυτική Μακεδονία στους Νεότερους Χρόνους
Πρακτικά Α ́ Συνεδρίου Ιστορίας Δυτικής Μακεδονίας
Εταιρεία Δυτικομακεδονικών Μελετών
Γρεβενά 2-5 Οκτωβρίου 2014

Η οικία του Καστοριανού εμπόρου Naum Toma MakryΕικ. 1. Η οικία του Καστοριανού εμπόρου Naum Toma Makry.

Η οικία του εμπόρου Andrea TrandafirΕικ. 2. Η οικία του εμπόρου Andrea Trandafir.

Τα εμπορικά κατάστιχα του εμπόρου KatsaunΕικ. 3. Τα εμπορικά κατάστιχα του εμπόρου Katsaun.

 

1. Η παρούσα εργασία αποτελεί μέρος της διδακτορικής μου διατριβής που εκπονείται στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
2. Traian Stoianovich, «Conquering Balkan Orthodox Merchant», Journal of Economic History 20/2 (1960) 243-313· ο ίδιος, «Ο κατακτητής Βαλκάνιος έμπορος», στο Η οικονομική δομή των Βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αι.), επιμ. Σπ. Ασδραχάς, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1979, σ. 289-345. Πβ. Χασιώτης, Επισκόπηση της ιστορίας της νεοελληνικής διασποράς, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 46-48, 55.
3. Απ. Ε. Βακαλόπουλος, «Ειδήσεις για τις καταπιέσεις των Ελλήνων της Μακεδονίας πριν από την Επανάσταση του 1821», Μακεδονικά 25 (1986) 18· Ι. Παπαδριανός, «Οι Δυτικομακεδόνες απόδημοι στις βορειοδυτικές περιοχές της Βαλκανικής (18ος-20ός αιώνας)», Πρακτικά 2ου Πανδυτικομακεδονικού Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 105· Ι. Κ Χασιώτης ‒ Όλγα Κατσιαρδή-Hering – Ευριδίκη Α. Αμπατζή (επιμ.), Οι Έλληνες στη Διασπορά: 15ος-21ος αι., [Βουλή των Ελλήνων], Αθήνα 2006, σ. 37· Απ. Διαμαντής, Τύποι εμπόρων και μορφές συνείδησης στη νεώτερη Ελλάδα, εκδ. Εστία, Αθήνα 2007, σ. 70-71.
4. Χασιώτης ‒ Κατσιαρδή-Hering ‒ Αμπατζή, ό.π., σ. 21· Γ. Λυριτζής, Αι Μακεδονικαί Κοινότητες της Αυστροουγγαρίας επί Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη, 1953, σ. 12. Ελένη Μπελιά, «Ο ελληνισμός της Ρουμανίας κατά το διάστημα 1835-1878. Συμβολή στην ιστορία του επί τη βάσει των ελληνικών πηγών», Δελτίον Ιστ. και Εθνολ. Ετ. 26 (1983) 9· Ν. Ψυρούκης, Το Νεοελληνικό παροικιακό φαινόμενο, Αθήνα 1974, σ. 41.
5. Χασιώτης ‒ Κατσιαρδή-Hering ‒ Αμπατζή, ό.π., σ. 43.
6. Η συνθήκη υπογράφτηκε μεταξύ του αυστριακού αυτοκράτορα Λεοπόλδου Α΄ και του σουλτάνου Μουσταφά Β΄ στην πόλη Κάρλοβιτς της σημερινής Σερβίας· βλ. Gabriel Noradounghian, Recueil d’actes internationaux de l’Empire Ottoman, τ. 1: 1300-1789, Παρίσι 1789, σ. 182-193, το κείμενο της Συνθήκης (στα λατινικά)· St. Brezeanu, C. Iordan, M. C. Horia, Τ. Teoteoi, G. Zbuche, Relaţiile Româno-Elene. Ο istorie cronologica, Βουκουρέστι 2003, σ. 135.
7. Η Συνθήκη υπογράφτηκε μεταξύ του αυστριακού αυτοκράτορα Καρόλου ΣΤ΄ και του σουλτάνου Αχμέτ Γ΄ στο χωριό Ποζάρεβατς της Σερβίας· πβ. Virginia Paskaleva,«Contribution aux relations commerciales des provinces balkaniques de l’Empire Ottoman avec les Etats Europeens au cours du XVIIIe et la premiere moitie du XIXe siecle», Etudes Historiques IV, Σόφια 1968, σ. 273· Απ. Βακαλόπουλος, Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 85· Ι. Χασιώτης, «Η κάμψη της οθωμανικής δυνάμεως», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 11, σ. 50-51· Σπ. Λουκάτος, «Ο πολιτικός βίος των Ελλήνων της Βιέννης κατά την Τουρκοκρατίαν και τα αυτοκρατορικά προς αυτούς προνόμια », Δελτίον Ιστ. Εθν. Ετ. 15 (1961) 295· Ψυρούκης, Το Νεοελληνικό παροικιακό φαινόμενο, σ. 53.
8. Βλ. Γ. Τσότσος, «Ορεινοί δρόμοι στη Βόρεια Πίνδο κατά τον 18ο και 19ο αιώνα»,ʻΙστορική Γεωγραφία: Δρόμοι και Κόμβοι της Βαλκανικής από την Αρχαιότητα στην Ενωμένη Ευρώπηʼ, Διεθνές Συνέδριο, Θεσσαλονίκη 25-27.9.1995, [Τομ. Πολεοδομίας Χωροταξίας και Περιφ. Ανάπτυξης Τμ. Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ ‒ Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας], Θεσσαλονίκη 1997, σ. 182.
9. Ο δρόμος αυτός ήταν από την Αρχαιότητα παρακλάδι της Εγνατίας οδού, ενώ χρησιμοποιούνταν για την επικοινωνία Καστοριάς-Κορυτσάς ώς και τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο· βλ. Τσότσος, ό.π., σ. 186.
10. Για τα προϊόντα βλ. Arhivele Naționale ale României, Direcţia Arhivelor Naționale Istorice Centrale Serviciul Arhive Feudale, Personale și Colecții, Inventar Colecția Documente Istorice, Βουκουρέστι 2007, σ. 50, pachetele MDCCIII, Nr. 10a, 12b, 12c· Direcţia Generalǎ a Αrchivelor Statului, Catalogul Documentelor Greceşti din Αrchivele Statului de la oraşul Stalin , τ. 2, Βουκουρέστι 1958, σ. 6· Dimitru Limona ‒ Natalia Trandafirescu,Documente Economice din Αrchiva Casei Comerciale Ioan St. Stamu (1714-1876), τ. 1, Βουκουρέστι 1983, σ. 19· Λυριτζής, Αι Μακεδονικαί Κοινότητες της Αυστροουγγαρίας, σ. 17· Σπ. Ι. Ασδραχάς (επιμ.) Ελληνική Κοινωνία και Οικονομία (ιη΄ και ιθ΄ αι.), εκδ. Ερμής, Αθήνα 1998, σ. 33-78· Χρ. Ζαφείρης, Βαλκάνιος Πραματευτής. Οδοιπορία μνήμης σε ελληνικές κοινότητες και παροικίες, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1998, σ. 26· Cl.-V. Turcitu, «Δύο Τουρκόφωνοι Ορθόδοξοι έμποροι από τις Ρουμανικές Χώρες στο διεθνές εμπόριο του 19ου αιώνα», Ο ελληνικός κόσμος ανάμεσα στην εποχή του Διαφωτισμού και στον εικοστό αιώνα. Πρακτικά Γ΄ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών, Βουκουρέστι 2-4.6.2006 , επιμ. Κ. Α. Δημάδης, τ. 3, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2007, σ. 75-82· Eugen Pavlescu, Mestesug şi Negot la Românii din Sudul Transilvaniei (Sec. XVII-XIX), Βουκουρέστι 1970, σ. 66.
11. Παπαδριανός, «Οι Δυτικομακεδόνες απόδημοι», σ. 41.
12. Λυριτζής, Αι Μακεδονικαί Κοινότητες της Αυστροουγγαρίας, σ. 17.
13. Κατά την περίοδο 1898-99 στο Βουκουρέστι καταγράφονται 665 Έλληνες σε διάφορα επαγγέλματα. Από αυτούς 45 καταγράφονται ως μπακάληδες και ταβερνιάρηδες· βλ. Ελένη Γ. Γαβρά, Εμπορικοί Σταθμοί των Ελλήνων στην Ρουμανία. Ανάδειξη και προβολή του πολιτισμικού μνημειακού αποθέματος του Μείζονος Ελληνισμού, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 69, 691.
14. Ι. Α. Παπαδριανός, Οι Έλληνες του Σεμλίνου( 18ος-19ος αι.): διαμόρφωση της παροικίας, δημογραφικά στοιχεία, διοικητικό σύστημα, πνευματική και πολιτιστική δραστηριότητα, [ΙΜΧΑ], Θεσσαλονίκη, 1988, σ. 30.
15. Στο ίδιο , σ. 121.
16. Για τους Έλληνες δασκάλους στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες από το τέλος του 17ου ώς τις αρχές του 19ου αι. βλ. Ariadna Camariano-Cioran,Les Académies Princières de Bucarest et de Jassy et leurs professeurs, [IMXA], Θεσσαλονίκη 1974· πβ. Leonidas Rados (επιμ.), Şcolile greceşti din România (1857-1905). Restituţii documentare, εκδ. Omonia, Βουκουρέστι 2006, σ. 27.
17. Olga Cicanci, Companiile greceşti din Transilvania şi comerţul European în anii 16361746, Βουκουρέστι 1981, σ. 122· Αγγελική Ιγγλέση, Βορειοελλαδίτες έμποροι στο τέλος της Τουρκοκρατίας, [Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος ‒ Ιστορικό Αρχείο], Αθήνα 2004, σ. 13. Για τον λόγο αυτό όλο και περισσότεροι Έλληνες αναγκάζονταν να λαμβάνουν την αυστριακή υπηκοότητα· βλ. Ι. Moga, «Politica economică austriacă şi comerţul Transilvaniei în veacul XVIII», Anuarul Institutului de Istorie Naţională 7 (1936-1938) 160.
18. Ιγγλέση, Βορειοελλαδίτες έμποροι, σ. 24-25.
19. Arhivele Naṭionale Ale României, Direcṭia Judeṭeană Timiṣ, Primăria Municipiului Timiṣoara 1691-1857, Nr. 5/1785, σ. 85.
20. ΥπΕξ, αρ. εγγρ. 99/24.11.1879· βλ. Ελευθερία Ι. Νικολαΐδου, « Συμβολή στην Ιστορία τεσσάρων ελληνικών Κοινοτήτων της Αυστροουγγαρίας (Zemun, Novi Sad, Orsova, Temesvar)», Δωδώνη [Επιστ. Επετ. Φιλοσ. Σχ. Πανεπ. Ιωαννίνων] 9 (1980) 343.
21. Theodor Capidan, Macedoromânii, εκδ. Fundaţiei Regale pentru Literatură şi Artă, Βουκουρέστι 1942, σ. 55.
22. Απ. Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 4: Τουρκοκρατία 1669-1812. Η οικονομική άνοδος και ο φωτισμός του Γένους, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 214· Filip Pațac, Istoria Comerţului și Turismului, εκδ. Eurostampa, Τιμισοάρα 2009, σ. 33.
23. Παραθέτω τα ονόματα σε λατινικό αλφάβητο, όπως είχαν καταγραφεί από την αυστροουγγρική διοίκηση· Arhivele Naṭionale Ale României, Direcṭia Judeṭeană Timiṣ, Primăria Municipiului Timiṣoara 1691-1857, Nr. 28/1773 (στα γερμανικά).

Αναζήτηση