Σημαντικό ποσοστό απόδημων Ελλήνων συγκέντρωσαν και οι περιοχές που σήμερα ανήκουν στην πρώην Γιουγκοσλαβία και οι οποίες στα χρόνια της τουρκοκρατίας ήταν διαιρεμένες στις καθαρά σερβικές επαρχίες -υπό τους Οθωμανούς- και στις περιοχές που πέρασαν στα 1521 στα χέρια των Οθωμανών και περιήλθαν στα 1718 στους Αυστριακούς.
Οι συνθήκες που προσδιόρισαν τη μετανάστευση των Ελλήνων είναι εκείνες που αναφέραμε ήδη και που ευνόησαν την έλευση των Ελλήνων και στις άλλες περιοχές της αυστριακής επικράτειας από το 17ο και ιδιαίτερα κατά το 18ο αιώνα.
Τα κέντρα εγκατάστασης των ελλήνων παροίκων στις περιοχές αυτές ήταν πολυάριθμα. Στις καθαρά σερβικές επαρχίες οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στις πόλεις Νίσσα (Nis), Κραγκούγιεβατς (Kragujevac), Κρούσεβατς (Krusevac), Βάλιεβο (Valjevo), Ποζάρεβατς (Pozarevac), Σμεντέρεβο (Smederevo), Βελιγράδι (Beograd), Σάμπατς (Sabac) και σε άλλες δευτερεύουσας σημασίας πόλεις. Στις περιοχές που τέθηκαν μετά το 1718 υπό αυστριακή κυριαρχία Έλληνες συναντάμε στο Σεμλίνο (Zemun), στη Μιτροβίτσα (Mitrovica), στο Βούκοβαρ (Vukovar), στο Κάρλοβιτς (Sremski Karlovci), στις πόλεις Πάντζεβο (Pancevo) και Βέρσατς (Vrsac) που ανήκουν στην επαρχία Μπανάτου και στο Σλαβόνσκι Μπροντ (Slavonski Brod), Κάρλοβατς (Karlovac), Οσιγιέκ (Osijek) και Ζάγκρεμπ (Zagreb) που ανήκουν στην περιοχή της Κροατίας. Όλες αυτές οι ελληνικές παροικίες, με ιδιαίτερα σημαντικές του Βελιγραδίου και του Σεμλίνου, άκμασαν καθ' όλη τη διάρκεια του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, ενώ από το 1840 και εξής άρχισαν να παρακμάζουν, όπως και οι υπόλοιπες εστίες του ελληνισμού της διασποράς.
Οι κοινότητες
Προνόμια - Οργάνωση - Ναός
Το πρώτο προνόμιο που παραχωρήθηκε στους ορθόδοξους βαλκάνιους -κυρίως Σέρβους αλλά και Έλληνες και Βλάχους- που ήρθαν στις γιουγκοσλαβικές επαρχίες ήταν στα 1690 (26 Απριλίου), όταν ο αυστριακός αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α', μετά από αίτημα των νεοαφιχθέντων στις περιοχές αυτές ορθοδόξων, τους εγγυήθηκε προστασία και συμπαράσταση σε κάθε περίσταση ορίζοντας ότι δεν είχε κανείς το δικαίωμα να τους ενοχλήσει ή να τους υποδουλώσει, ενώ ένα έτος αργότερα (11 Απριλίου 1691) νέο αυτοκρατορικό διάταγμα διόριζε υποβοεβόδα των μεταναστών αυτών τον Ιωάννη Μοναστιρλή.
Έλλειψη στοιχείων παρατηρείται αναφορικά με τη δημιουργία και οργάνωση Κοινοτήτων στις πόλεις όπου εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες και Βλάχοι. Για τις περισσότερες από αυτές θα πρέπει ίσως να υποθέσουμε ότι οι πάροικοι αυτοί οργανώθηκαν σε Κοινότητα με δικαίωμα αυτοδιοίκησης κατά το πρότυπο και των άλλων ελληνικών Κοινοτήτων της Αυστρίας-Ουγγαρίας. Ειδικότερα, για τους Έλληνες του Σεμλίνου γνωρίζουμε ότι στην τριμερή κατάταξη των κατοίκων της πόλης με βάση την οικονομική τους επιφάνεια σε πολίτες, φορολογούμενους και προστατευόμενους φορολογούμενους οι έλληνες αυστριακοί υπήκοοι κατατάσσονταν στις δύο πρώτες κατηγορίες, ενώ οι έλληνες οθωμανοί υπήκοοι ανήκαν στην τελευταία. Καθώς το Σεμλίνο ανακηρύχτηκε στα 1749 ελεύθερος καισαροβασιλικός στρατιωτικός δήμος, με μικρές μόνο στρατιωτικές υποχρεώσεις προς το κράτος, οι κάτοικοί του απέκτησαν το δικαίωμα αυτοδιοίκησης. Ανάμεσα, λοιπόν, στους κατοίκους που αναρριχήθηκαν στις ανώτερες θέσεις της διοίκησης της πόλης υπήρχαν και αρκετοί Έλληνες και Βλάχοι (π.χ. οι Ι. Κυρίτσας, Κ. Πέτροβιτς και Π. Μόρφης έδρασαν ως δήμαρχοι της πόλης). Στην απονομή δικαιοσύνης οι έλληνες οθωμανοί υπήκοοι υπάγονταν στα τοπικά δικαστήρια αλλά είχαν από άποψη αστικού δικαίου ιδιαίτερη μεταχείριση, ενώ οι έλληνες αυστριακοί υπήκοοι κατέφευγαν στη στρατιωτική διοίκηση του Σεμλίνου για την επίλυση των διαφορών τους με τις τουρκικές αρχές του Βελιγραδίου.
Ίδρυση ναού για τους έλληνες παροίκους
Οι έλληνες πάροικοι από την αρχή της εγκατάστασής τους στις πρώην γιουγκοσλαβικές περιοχές προσπάθησαν να αποκτήσουν δικούς τους ναούς ή τουλάχιστον την άδεια να γίνεται η Θεία Λειτουργία στην ελληνική γλώσσα, καθώς αφενός η θρησκευτική ζωή τους ήταν στενά συνδεδεμένη με εκείνη των υπόλοιπων ορθοδόξων των πόλεων (Βουλγάρων, Ρουμάνων, Σέρβων) κι αφετέρου οι ορθόδοξοι των πόλεων βορειότερα του ποταμού Σάβου υπάγονταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Καρλοβικίων ενώ εκείνοι των νότιων γιουγκοσλαβικών περιοχών εξαρτιόνταν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Πραγματικά, σε κάθε πόλη όπου συγκεντρώθηκαν οι έλληνες πάροικοι απέκτησαν τουλάχιστον έναν ορθόδοξο ναό.
Ο πρώτος ορθόδοξος ναός ιδρύθηκε στο Σεμλίνο και αφιερώθηκε στον 'Αγιο Νικόλαο. Η ανέγερσή του άρχισε στα 1745 και αποπερατώθηκε στα 1752. Λίγο αργότερα, στα 1780 ιδρύθηκε και δεύτερος ορθόδοξος ναός στην πόλη αφιερωμένος στη Γέννηση της Θεοτόκου. Τέλος, ο έλληνας απόδημος Θεόδωρος Αποστόλου χρηματοδότησε εξ ολοκλήρου την ανέγερση του παρεκκλησίου των Αρχαγγέλων στο λοιμοκαθαρτήριο της πόλης.
Δικούς τους ορθόδοξους ναούς ή παρεκκλήσια απέκτησαν οι έλληνες πάροικοι και στις πόλεις Βέρσατς (Vrsac) (ναός του Αγίου Νικολάου), Σμεντέρεβο (Smederevo) και Ρούμας (Rumas), ενώ στο Τζάκοβο (Cakovo) και στο Βελιγράδι (Beograd) οι Έλληνες εκκλησιάζονταν στους ίδιους ναούς με τους Σέρβους, αλλά πέτυχαν να γίνεται η λειτουργία και στην ελληνική γλώσσα.
Δημογραφική εικόνα
Οι τόποι καταγωγής των ελλήνων και βλάχων παροίκων των πρώην γιουγκοσλαβικών χωρών ήταν κυρίως η δυτική Μακεδονία και δευτερευόντως η Ήπειρος, η Θράκη και η Θεσσαλία. Οι συχνότερα απαντώμενες πόλεις προέλευσης των παροίκων ήταν οι: Κοζάνη, Σιάτιστα, Βλάστη, Κλεισούρα, Σέλιτσα ενώ στο Βελιγράδι, ειδικότερα, συναντά κανείς Έλληνες και από την Αδριανούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα, τις Σέρρες, την Κατράνιτσα, την Καστοριά, το Βελβεντό, το Μπλάτσι, τη Μοσχόπολη και το Μελένοικο.
Η αριθμητική δύναμη των παροικιών αυτών ήταν ιδιαίτερα αξιόλογη με βάση τα μεγέθη της εποχής, ενώ τα μέλη τους παρουσιάζουν σταθερή αριθμητική αύξηση στη διάρκεια του 18ου αιώνα. Tο Σεμλίνο εξελίχτηκε σε σημαντικότατη ελληνική παροικία με 200-250 Έλληνες στα 1764, οι οποίοι στα 1816 άγγιξαν τους 800 για να φτάσουν τους 1000 στα 1823. Από τα μέσα, όμως, του 19ου αιώνα το ελληνικό στοιχείο τόσο στο Σεμλίνο όσο και στις άλλες γιουγκοσλαβικές πόλεις παρουσίασε αισθητή μείωση.
Αναφορικά με τις σχέσεις των ελλήνων παροίκων με τους αυτόχθονες πληθυσμούς φαίνεται ότι συχνές και αρκετά οξείες ήταν οι αντιθέσεις μεταξύ των Ελλήνων και των Σέρβων, με κύρια αιτία προστριβών θρησκευτικά ζητήματα. Έτσι, γνωρίζουμε ότι στο Σεμλίνο οι σχέσεις Ελλήνων-Σέρβων ήταν ομαλές ως το 1793, όταν ξέσπασε μεγάλη διαμάχη μετά από παράπονα των Ελλήνων προς τις αρχές της πόλης ότι οι Σέρβοι τους προσβάλλουν και τους παρενοχλούν στην άσκηση των εκκλησιαστικών και στη διευθέτηση των εκπαιδευτικών υποθέσεών τους. Η διαμάχη έληξε με συμβιβασμό στα 1794 και αποτελεί ένα τυπικό δείγμα των ελληνοσερβικών διενέξεων που σημειώθηκαν και σε άλλες γιουγκοσλαβικές πόλεις, με εξαίρεση ίσως το Κραγκούγιεβατς (Kragujevac) όπου φαίνεται ότι αποφεύχθηκαν οι έριδες με τους Σέρβους. Παρά τις αντιθέσεις αυτές όμως, οι Έλληνες των πρώην γιουγκοσλαβικών χωρών κατόρθωσαν σε πολλές περιπτώσεις να επιβληθούν στην τοπική κοινωνία και να διαδραματίσουν πρωτεύοντα οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό ρόλο (π.χ. τρεις Έλληνες σταδιοδρόμησαν ως δήμαρχοι στο Σεμλίνο). Γνωστές ελληνικές οικογένειες των γιουγκοσλαβικών περιοχών αποτελούν, ενδεικτικά, οι οικογένειες Ζάγκλα στο Σμεντέρεβο (Smederevo), Θωμά, Κουμανούδη, Μπουκουβάλα, Χριστοδούλου κ.ά. στο Βελιγράδι και Καραμάτα, Δάρβαρη, Σολλάρου, Ζήκου κ.ά. στο Σεμλίνο.
Οι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στις πρώην γιουγκοσλαβικές περιοχές μερίμνησαν από νωρίς για την ίδρυση σχολείων ελληνικών. Στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους, πριν αποκτήσουν δικά τους σχολεία, μόρφωναν τα παιδιά τους με ιδιωτικούς δασκάλους ή τα έστελναν στα κοινά για όλους τους ορθοδόξους (Έλληνες, Σέρβους, Βούλγαρους) των πόλεων σχολεία, όπου διδάσκονταν και ελληνικά. Δυστυχώς, τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν επαρκούν για την ανάλυση της λειτουργίας, του προγράμματος και του κανονισμού των διάφορων ελληνικών σχολείων της πρώην Γιουγκοσλαβίας, με εξαίρεση τα σχολεία ακμαίων ελληνικών παροικιών, όπως του Σεμλίνου (Zemun) και του Βελιγραδίου (Beograd).
Το ελληνικό σχολείο του Σεμλίνου (Zemun), που ιδρύθηκε στα 1794 μετά από μία έντονη διένεξη μεταξύ Ελλήνων και Σέρβων, ονομάστηκε "Ελληνομουσείο" και διαιρούνταν σε τρεις κύκλους: α) την απλή ελληνική σχολή ή πρώτο σχολείο, όπου τα παιδιά μάθαιναν ανάγνωση, β) την ελληνική σχολή ή δεύτερο σχολείο, όπου οι μαθητές έπαιρναν τις βασικές γνώσεις γραμματικής και γ) το τρίτο σχολείο, όπου οι μαθητές τελειοποιούσαν τις γνώσεις τους και διδάσκονταν μεταξύ άλλων και τη Ρητορική. Το ελληνικό σχολείο του Σεμλίνου στα 1802 αριθμούσε 88 μαθητές και μαθήτριες, ενώ γρήγορα απέκτησε μεγάλη φήμη και ήρθαν να φοιτήσουν σε αυτό και Σέρβοι και Ούγγροι από το Σεμλίνο, το Βελιγράδι και άλλες περιοχές. Το σχολείο διέθετε επίσης και βιβλιοθήκη, ενώ ανάμεσα στους ξακουστούς λογίους της εποχής που υπηρέτησαν ως δάσκαλοι σε αυτό, ως την παύση της λειτουργίας του στα 1876, ανήκουν ο Ευφρόνιος Ραφαήλ Πόποβιτς, ο Ιωάννης Τουρούντζας και ο Δημήτριος Μπίρδας.
Ελληνικό σχολείο απαντά και στο Ζάγκρεμπ (Zagreb), στο Βέρσατς (Vrsac) όπου το σχολείο ιδρύθηκε στα 1822, στο Νεγκότιν (Negotin), στο Σάμπατς (Sabac), στο Σμεντέρεβο (Smederevo) και στο Βελιγράδι (Beograd). Περισσότερα στοιχεία για τη λειτουργία των σχολείων αυτών είτε δεν υπάρχουν είτε αναφέρονται σε μεταγενέστερες εποχές, έξω από τα χρονικά πλαίσια αυτής της μελέτης.
Εκτός από την ίδρυση σχολείων, η περαιτέρω πνευματική δραστηριότητα στις ελληνικές παροικίες της πρώην Γιουγκοσλαβίας υπήρξε περιορισμένης εμβέλειας κι εντοπίζεται κυρίως στο φιλολογικό και συγγραφικό έργο μερικών λογίων, όπως του Δημήτριου Δάρβαρη, του Γεώργιου Ζαχαριάδη και του Τριαντάφυλλου Δούκα, οι οποίοι έδρασαν στο Σεμλίνο και έγραψαν έργα κυρίως παιδαγωγικά, θρησκευτικά και κάποια χρηστικά για την εξυπηρέτηση των εμπόρων. Επίσης, μετέφρασαν στα ελληνικά αξιόλογα γερμανικά, ρωσικά, σερβικά και άλλα σλαβικά βιβλία και στα σλαβικά αρχαίους έλληνες συγγραφείς. Τέλος, στο Σεμλίνο από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα συναντά κανείς αρκετά βιβλιοπωλεία και τυπογραφεία, με ιδιαίτερα σημαντικά ανάμεσά τους εκείνα των ελληνικών οικογενειών Καραμάτα και Πούλιου. Για την πνευματική δραστηριότητα, όμως, των μελών των άλλων ελληνικών παροικιών της πρώην Γιουγκοσλαβίας δε διαθέτουμε πληροφορίες.
Φιλανθρωπία
Οι έλληνες πάροικοι στις πρώην γιουγκοσλαβικές χώρες, ακολουθώντας το πρότυπο και των άλλων Ελλήνων μέσα στο πλαίσιο της αψβουργικής μοναρχίας, επένδυαν πολλά από τα χρήματα που είχαν συγκεντρώσει σε κοινωφελείς σκοπούς. Έτσι, γνωρίζουμε ότι επιφανείς Έλληνες (το ζεύγος Νικόλαος κι Ευγενία Κίκη) έχτισαν ένα μεγαλοπρεπές νοσοκομείο στο Βελιγράδι, ενώ άλλοι κληροδοτούσαν μεγάλα ποσά προς συντήρηση πνευματικών ιδρυμάτων, βοήθεια φτωχών, προικοδότηση άπορων κοριτσιών, υποστήριξη φτωχών φοιτητών του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου και άλλες αγαθοεργίες στις περισσότερες γιουγκοσλαβικές πόλεις όπου ήταν εγκατεστημένοι έλληνες πάροικοι. Παράλληλα, σημαντικά ποσά έστελναν οι έλληνες αυτοί και στις υπόδουλες πατρίδες τους για την ενίσχυση σχολείων και άλλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στις πόλεις κυρίως της δυτικής Μακεδονίας.
Οικονομία
Εμπόριο και Έμποροι
Οι έλληνες πάροικοι των πρώην γιουγκοσλαβικών περιοχών ήταν κατά βάση έμποροι, όπως εξάλλου και οι Έλληνες της υπόλοιπης αψβουργικής μοναρχίας, οι οποίοι είχαν πάρει στα χέρια τους το διαμετακομιστικό εμπόριο των περιοχών αυτών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι έμποροι αυτοί μπορούν να καταταχθούν σε τρεις κατηγορίες: α) Οι παραγγελιοδόχοι (σπεδιτόροι ή κομισιονάριοι), οι οποίοι ασχολούνταν με το διαμετακομιστικό εμπόριο και απαντούσαν κυρίως στο Σεμλίνο, όπου είχαν συμπήξει και σωματείο με την επωνυμία "Αδελφότης των σπεδιτόρων του Ζέμονος". Μέσω των σπεδιτόρων του Σεμλίνου διοχετεύονταν στην κεντρική και δυτική Ευρώπη τα προϊόντα των τουρκοκρατούμενων βαλκανικών χωρών και της Εγγύς Ανατολής. β) Οι μεγαλέμποροι, οι οποίοι είχαν στα χέρια τους όλο το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο της Σερβίας, ενώ σημαντική θέση ανάμεσά τους κατείχαν οι ζωέμποροι οι οποίοι διεξήγαν χονδρικό εμπόριο ζώων, κυρίως βοοειδών και χοίρων, ανάμεσα στη Σερβία και την κεντρική Ευρώπη. γ) Οι μικρέμποροι, που ασχολούνταν με το λιανικό εμπόριο πουλώντας στις εμποροπανηγύρεις διάφορα προϊόντα ή όντας ιδιοκτήτες διάφορων καταστημάτων μέσα στις πόλεις (υφασμάτων, αποικιακών ειδών-μπακαλικής, μπαχαρικών, σιδηρικών, ψιλικών κ.ά.).
Δρόμοι
Οι κυριότεροι χερσαίοι δρόμοι τους οποίους ακολουθούσαν οι έλληνες σπεδιτόροι για να φτάσουν στις πρώην γιουγκοσλαβικές περιοχές ήταν οι δρόμοι που έφερναν τους Έλληνες στα εδάφη της αψβουργικής μοναρχίας και στα μεγάλα εμπορικά κέντρα της. Στην περίπτωση, όμως, των γιουγκοσλαβικών παροικιών οι Έλληνες τερμάτιζαν την πορεία τους στο Σεμλίνο, το Βελιγράδι και τις άλλες σερβικές πόλεις και δε συνέχιζαν ως την καρδιά της αψβουργικής μοναρχίας. Στους χερσαίους αυτούς δρόμους οι έλληνες έμποροι κινούνταν με τα καραβάνια και διανυκτέρευαν στα χάνια και τα καραβάν-σεράγια, με ξακουστό ανάμεσά τους το καραβάν-σεράι των Σκοπίων.
Εκτός των χερσαίων οι έλληνες έμποροι χρησιμοποιούσαν και ένα πλατύ ποταμίσιο συγκοινωνιακό δίκτυο, με κύρια αρτηρία το Δούναβη και τους παραπόταμούς του. Οι Έλληνες παραλάμβαναν στο Σεμλίνο και το Βελιγράδι τα φορτία με τα εμπορεύματα που δεχόταν ο Δούναβης από τους παραπόταμούς του κι από εκεί τα μετέφεραν μέσω των χερσαίων δρόμων προς τα λιμάνια της Αδριατικής ή τα φόρτωναν σε άλλα πλοία με κατεύθυνση τη Μαύρη Θάλασσα.
Εμπορεύματα
Τα εμπορεύματα που διακινούσαν οι έλληνες έμποροι στα εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας ήταν όλα εκείνα τα ανατολικά προϊόντα που εισήγαν σε όλη την αψβουργική μοναρχία, δηλαδή χαλιά, μπαχαρικά, κρασί, νήματα κλπ. Παράλληλα, στις βαλκανικές αγορές οι έλληνες έμποροι προωθούσαν τα βιομηχανικά προϊόντα της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης. Όταν τα εμπορεύματα έφταναν στο Σεμλίνο, οι έλληνες έμποροι υποχρεούνταν να τα μεταφέρουν στο λοιμοκαθαρτήριο της πόλης για απολύμανση, από το φόβο της μεταφοράς επιδημιών -ιδιαίτερα το μαλλί, το βαμβάκι, το μετάξι, τα δερμάτινα και όλα τα τριχωτά προϊόντα, τα οποία τα έπιανε εύκολα η πανούκλα. Εκεί αφού απολυμαίνονταν, συνοδεύονταν από καταστάσεις με αναλυτική καταγραφή των στοιχείων του εμπορεύματος. Τέλος, οι έλληνες έμποροι του Σεμλίνου διεξήγαν και σημαντικό ζωεμπόριο με ζώα που αγόραζαν από τη Σερβία και τα διοχέτευαν κατόπιν στην κεντρική Ευρώπη και την Ιταλία.
Τεχνικές του εμπορίου
Οι έλληνες έμποροι στην πρώην Γιουγκοσλαβία ήταν μεγαλέμποροι, παραγγελιοδόχοι και μικρέμποροι. Οι μεγαλέμποροι λειτουργούσαν συχνά με τη μορφή των εμπορικών οίκων. Σημαντικοί ελληνικοί εμπορικοί οίκοι του Βελιγραδίου ήταν, ενδεικτικά, των οικογενειών Κίκη, Θωμά, Μπουκουβάλα, Χριστοδούλου κ.ά. Παράλληλα, οι μικρέμποροι απασχολούσαν στα καταστήματά τους και βοηθητικό προσωπικό, όπως και οι ζωέμποροι οι οποίοι είχαν στην υπηρεσία τους ανθρώπους δυνατούς για τη φύλαξη των ζώων από τις αρπαγές των ληστών. Οι ζωέμποροι πορεύονταν συνήθως σε ομάδες οδηγώντας μεγάλα κοπάδια ζώων και έχοντας επικεφαλής έναν επόπτη, καλό γνώστη των δρόμων.
Εκτός, όμως, από το εμπόριο οι Έλληνες στην πρώην Γιουγκοσλαβία ασκούσαν και μια σειρά άλλων επαγγελμάτων σχετικών με το εμπόριο, όπως, καταρχήν, χρηματιστηριακές και τραπεζιτικές δραστηριότητες. Ξακουστοί τραπεζιτικοί οίκοι στο Σεμλίνο ήταν των οικογενειών Δάρβαρη και Σπίρτα, ενώ στο Βελιγράδι σπουδαίος τραπεζίτης ήταν ο Ι. Κουμανούδης και στο Ζάγκρεμπ ο Αναστ. Πόποβιτς ίδρυσε το πρώτο ταμιευτήριο της Κροατίας. Επίσης, οι Έλληνες ασχολούνταν και με ταχυδρομικές εργασίες και με τη ναυσιπλοΐα, ιδιαίτερα στο Σεμλίνο όπου έλληνες πλοιοκτήτες είτε μετέφεραν με τα πλοία τους ξένα εμπορεύματα είτε τα χρησιμοποιούσαν για δικές τους εμπορικές εργασίες, ενώ αρκετοί ήταν βιοτέχνες (αργυροχόοι, ράφτες, υποδηματοποιοί, γουναράδες, ζαχαροπλάστες, σαπουνοποιοί, αρτοποιοί κλπ.), ξενοδόχοι (δηλαδή εκμεταλλευτές χανίων και μαγειρείων σε όλη την αψβουργική μοναρχία) και τέλος βιομήχανοι ασχολούμενοι κυρίως με τη σηροτροφία και τη μελισσοκομία. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο έλληνας Π. Σπίρτας άνοιξε το πρώτο εργοστάσιο για την επεξεργασία κουκουλιών στο Σεμλίνο, ενώ οι Έλληνες του Κραγκούγιεβατς ίδρυσαν το πρώτο εργοστάσιο μπίρας στη Σερβία.
Νοοτροπίες
Οι έλληνες έμποροι αποτέλεσαν την αστική τάξη των γιουγκοσλαβικών πόλεων και συγκεντρώνοντας τεράστια οικονομικά ποσά κατόρθωσαν πολλοί από αυτούς να ανέλθουν στο ανώτερο στρώμα της γιουγκοσλαβικής κοινωνίας της εποχής. Τον πλούτο που αποκτούσαν τον επένδυαν στην κατασκευή επιβλητικών και ωραιότατων αρχοντικών σπιτιών αλλά και μεγαλόπρεπων ταφικών μνημείων. Η ελληνική γλώσσα ήταν η γλώσσα της ανώτερης κοινωνικής τάξης των γιουγκοσλαβικών λαών και η γλώσσα του εμπορίου. Αργότερα, οι έλληνες έμποροι προσπαθώντας να συνεννοηθούν με τους πελάτες τους -τους γιουγκοσλαβικούς λαούς- επιδόθηκαν στην εκμάθηση της σερβικής γλώσσας κι εξέδωσαν προς αυτή την κατεύθυνση πολλά ελληνοσερβικά και σερβοελληνικά βοηθήματα.
Πολιτική Δραστηριότητα
Για την πολιτική δραστηριότητα των Ελλήνων της πρώην Γιουγκοσλαβίας και τη σχέση τους με τη δράση των ευρωπαϊκών δυνάμεων της εποχής αλλά και με την Ελληνική Επανάσταση δε διαθέτουμε πολλές πληροφορίες. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι, όταν κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1787-1791 οι Αυστριακοί πολιορκούσαν το Βελιγράδι και οι Τούρκοι μέσα στο φρούριο απειλούσαν με σφαγές τους χριστιανούς κατοίκους, ο έλληνας μητροπολίτης Βελιγραδίου Διονύσιος Παπαγιαννούσης-Πόποβιτς κατόρθωσε με ένα τέχνασμά του να παραδώσει αναίμακτα το φρούριο στους Αυστριακούς, οι οποίοι και τον τίμησαν γι' αυτές του τις υπηρεσίες. Λίγο αργότερα οι έλληνες ζωέμποροι βοήθησαν οικονομικά τους σέρβους επαναστάτες κατά την Επανάσταση του 1804 αγοράζοντας από αυτούς ζώα. Οι Έλληνες του Σεμλίνου ήταν, επίσης, ενήμεροι για τη δράση του Ρήγα Φεραίου και την προετοιμασία γενικά της Ελληνικής Επανάστασης και κάποιοι από αυτούς, με κυριότερους ανάμεσά τους τον Ιωάννη Γεωργίου Τουρούντζια, το Φυλακτό Νικολάου, το Γεώργιο Αθανασίου, το Γεώργιο Αυξεντίου και τον Κωνσταντίνο Γεωργίου-Κυρίτσα, κατατάχθηκαν στους οπαδούς του Ρήγα. Γενικά, οι οπαδοί του Ρήγα στο Σεμλίνο ανήκαν σε πλατιά κοινωνικά στρώματα και πολλοί από αυτούς διέθεταν οικονομική επιφάνεια και ισχυρή κοινωνική θέση. Δυστυχώς, δε διαθέτουμε πληροφορίες για την απήχηση των σχεδίων του Ρήγα στις ελληνικές παροικίες των άλλων πόλεων της πρώην Γιουγκοσλαβίας, αλλά ούτε και για τη συμμετοχή των Ελλήνων της πρώην Γιουγκοσλαβίας στη Φιλική Εταιρεία και στο κίνημα του Υψηλάντη.
Από το αφιέρωμα του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού στον Παροικιακό Ελληνισμό
Διαβάστε επίσης: