Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο παροικιακός Ελληνισμός αποτελεί πάγια εστία ενδιαφέροντος τόσο στην ελληνική όσο και στη ευρωπαϊκή σύγχρονη και νεότερη ιστοριογραφία.
Η εμβληματική και παραδοσιακή παρουσία των υπόδουλων Ελλήνων που μετανάστευαν και μεγαλουργούσαν στην Ευρώπη στη διάρκεια της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας συνιστά μόνιμο ερευνητικό κίνητρο για τους νεότερους επιστήμονες, ιδιαίτερα δε για αυτούς που διερευνούν φαινόμενα της σύγχρονης βαλκανικής εθνοθρησκευτικής ιστοριογραφίας. Μελετώντας τα κείμενα της εποχής, φαίνεται ότι τα μηνύματα των κοινοτήτων αυτών, οι πολιτιστικές τους μεταφορές, οι εφευρετικοί τρόποι άσκησης της εκπαιδευτικής τους πολιτικής αλλά και η αφήγηση της βαθιάς τους θρησκευτικότητας ή, ακόμη, η δράση διαπρεπών διδασκάλων παιδαγωγών και λογίων, εξακολουθούν και σήμερα να κομίζουν διαχρονικές αξίες του Ελληνισμού, ικανές να νοηματοδοτήσουν ή να «προβληματίσουν» την καθημερινότητα του Nεοέλληνα.
Από τον 16ο αι. οι Έλληνες Οθωμανοί υπήκοοι, αναζητώντας εμπορικούς δρόμους για να μεταφέρουν τα εμπορεύματά τους στην Kεντρ. Ευρώπη, επιλέγουν τη μετανάστευση σε ξενικά μέρη, τα οποία ωστόσο λειτουργούσαν προσοδοφόρα στην οικονομική ανάπτυξη των μικρών τους επιχειρήσεων.1 Η επιλογή αυτών των εμπορικών νησίδων κίνησε το ενδιαφέρον των δραστήριων βλάχικων πληθυσμών της Μακεδονίας, που αναζήτησαν στις περιοχές της μεθορίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καταφύγιο, για να εδραιώσουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες.
Το Σεμλίνο 2 (Zemun = zemljan, Ζεύγμινον ή Ζεύγμη στη μεσαιωνική γραμματεία) ως γεωπολιτικό σταυροδρόμι ήταν ένα τέτοιο κέντρο με ειδικό καθεστώς αυτοκρατορικών προνομίων, που αξιοποιήθηκε αρχικά πειραματικά και στη συνέχεια με απόφασιστικότητα από τα μακεδονικά καραβάνια, τα οποία μετέφεραν εμπορεύματα στην αψβουργική πρωτεύουσα και αλλού. Οι μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών στα βόρεια της Βαλκανικής συνδέονταν με την ταραγμένη και αμφίρροπη περίοδο του δευτέρου μισού του 17ου αι. και ακολούθησαν τη μεγάλη έξοδο σερβικών πληθυσμών υπό τον πατριάρχη των Σέρβων Αρσένιο Crnojević το 1690.3 Έτσι, Έλληνες και Σέρβοι περνούν τους ποταμούς Σάβο και Δούναβη και εγκαθίστανται σε ελεύθερες περιοχές, όπου και οργανώνουν τον κοινό τους βίο,4 συμβάλλοντας στην άνθηση του εμπορίου. Η ήττα της Υψηλής Πύλης στον αυστροτουρκικό πόλεμο 1683-1699, που έληξε με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, καθώς και η κυρούμενη εμπορική Συμφωνία Ναυσιπλοΐας δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του διαμετακομιστικού εμπορίου εκ μέρους των Οθωμανών υπηκόων –κυρίως Σέρβων και Ελλήνων–, που κάλυπτε τις ανάγκες τόσο της Αψβουργικής Μοναρχίας όσο και της οθωμανικής Πύλης.5 Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος (17681774) και η καταστροφή της Μοσχόπολης (1769) ενίσχυσαν περαιτέρω το μεταναστευτικό ρεύμα των Ελλήνων από τις τουρκοκρατούμενες περιοχές στις αυστροκρατούμενες του Srem και της Βοϊβοντίνα.6 Η ανεπιτυχής έκβαση του επαναστατικού αγώνα στη Μακεδονία καταρράκωσε τους Έλληνες ραγιάδες, οι οποίοι αποτέλεσαν ίσως το τελευταίο μεταναστευτικό κύμα προς τις αυστροκρατούμενες περιοχές. Σύντομα οι Έλληνες απόδημοι επεσήμαναν τη νευραλγική γεωγραφική θέση της μικρής πόλης του Σεμλίνου (Zemun), λόγω των προνομίων που της παραχωρούσαν οι αυτοκράτορες, και εγκαταστάθηκαν κατά οικογένειες για να ασχοληθούν αποκλειστικά με το εμπόριο.7 Ήδη στα τέλη του 18ου αι. οι περισσότερες οικογένειες των Ελλήνων αποδήμων κατάγονταν από τη Δυτ. Μακεδονία, την Κλεισούρα, το Μπλάτσι, τη Σιάτιστα, το Μελένικο, την Κατράνιτσα (Πύργοι Εορδαίας), την Καστοριά και τα Γρεβενά.8
Οι βλαχόφωνοι απόδημοι κάτοικοι του Σεμλίνου από τα τέλη του 19ου αι. και εφεξής θα πρέπει να ιδωθούν όχι απλώς ως εκπρόσωποι του μακεδονικού Ελληνισμού, αλλά ‒καταξιωμένοι στα νέα πολιτισμικά περιβάλλοντα‒ και ως ένα ανθρωπολογικό μοντέλο που κρατά τις παραδοσιακές του αξίες στην πρόκληση των σύγχρονων και μοντέρνων ευρωπαϊκών προτύπων. Αυτός είναι ο Έλληνας Βαλκάνιος του Σεμλίνου, που διανοιγόταν επαγγελματικά μέχρι την Τεργέστη, τη Βιέννη και την Κωνσταντινούπολη.9
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η διττή πορεία προς την κυρίαρχη στην ΝΑ Ευρώπη Οθωμανική Αυτοκρατορία και προς την υπερδύναμη της Αψβουργικής Μοναρχίας λειτούργησε ώς έναν βαθμό τουλάχιστον εξισορροπητικά στον ανταγωνισμό των δύο γεωπολιτικών πόλων. Η χαρτογράφηση της δραστηριότητας της κομπανίας του Σεμλίνου φανερώνει πως οι πρωταγωνιστές αυτοί δεν διστάζουν να απλώσουν γέφυρες επικοινωνίας με την αστική βιεννέζικη κοινότητα.10 Συγχρόνως όμως δεν χάνουν την επαφή τους με το λαϊκό κατά κανόνα περιβάλλον της ευρύτερης τοπικής τους κοινωνίας, αν και πολλοί μετοικούν στην αψβουργική πρωτεύουσα. Γίνεται φανερό πως η άσημη καταγωγή τους, τα ελληνικά ήθη και έθιμα, δεν στέκονται δεσμευτικά όρια περιχαράκωσης των φιλόδοξων σχεδίων τους για μάθηση και εμπορική δράση.11 Οι ιδεολογικοί και οικογενειακοί δεσμοί λειτουργούν ακέραια στην εκπαιδευτική και εθνική αφύπνιση των λοιπών μελών της κοινότητας.
Από τις δημογραφικές αναλύσεις γίνεται φανερό πως αφετηριακός σταθμός στην αθρόα έλευση Βλάχων Μακεδόνων στο Σεμλίνο αποτέλεσε η Συνθήκη του Požarevac (1718).12 Παρακολουθώντας τη δημογραφική ανάπτυξη και εκτιμώντας τις γεωπολιτικές εξελίξεις γίνεται φανερό πως το Σεμλίνο στα τέλη του 18ου αι. καθίσταται μία αξιόλογη οικονομικά, στρατιωτικά και πολυεθνικά πόλη της συνοριακής ζώνης, δεδομένου ότι αποτελεί τον ενδιάμεσο σταθμό για τη μετάβαση στην ελεύθερη Ευρώπη. Η περίοδος της ακμής της πόλης εντοπίζεται στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι., όταν πλησίασε τους 10.000 κατοίκους.13 Την πολυσχιδή δράση της ελληνικής παροικίας διαδέχθηκε η σταδιακή παρακμή της κοινότητας, ως φυσικό φαινόμενο της οικονομικής κρίσης που προκλήθηκε στην εμπορική τάξη, δεδομένης της πληθώρας των καινοτόμων τεχνικών που επινοήθηκαν για τη μεταφορά των εμπορευμάτων, κυρίως με τη χρήση στη ναυσιπλοΐα των ατμόπλοιων. Επίσης, στην αποδυνάμωση του σφρίγους της παροικίας συνέβαλε η επιστροφή στη γενέτειρα ‒μετά την επιτυχή έκβαση της ελληνικής επανάστασης‒ πολλών οικογενειών, οι οποίες διατηρούσαν άσβεστη τη δύναμη του νόστου. Στις αιτίες παρακμής ορθώς ο Παπαδριανός σημειώνει την αφομοίωση του πληθυσμού από το εντόπιο σερβικό στοιχείο που σταδιακά κατέστη κυρίαρχο.14 Πρέπει να αναφερθεί επιπρόσθετα η μετοίκιση πολλών οικογενειών του Σεμλίνου στη Βιέννη, με την οποία ήδη διατηρούσαν στενούς οικονομικούς, εμπορικούς, εκπαιδευτικούς ακόμη και συγγενικούς δεσμούς.15
Εντοπίζουμε ομοιότητες που υπαγόρευαν την κοινωνική, θρησκευτική, εκπαιδευτική αλλά και επαγγελματική συσπείρωση των αλλοεθνών ομοθρήσκων και συνοίκων παροίκων του Σεμλίνου. Οι πολυεπίπεδες συσσωματώσεις των Βλάχων Μακεδόνων, Σέρβων και λοιπών Ελλήνων στόχευαν στην προβολή των κοινοτήτων τους έναντι της ισχυρής οικονομικά χώρας υποδοχής, καθώς και συνακόλουθα στην προσπάθεια οι συντεχνίες τους να καταλάβουν θέση ισχύος σε θέματα της εμπορικής τους δραστηριότητας.16 Συχνά, λοιπόν, έφταναν στην Αυλή της Βιέννης κοινά αιτήματα Σέρβων και Ελλήνων. Τούτο δήλωνε τη βαθιά πολιτισμική και θρησκευτική κοινή αναφορά των πληθυσμών αυτών, που σχεδόν πάντα χαρακτήριζε τις σχέσεις τους. Τη συνεργασία αυτή υποβοηθούσε η συνείδηση ότι αποτελούσαν μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τα οποία μάλιστα ετύγχαναν υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχαν κοινά συντεχνιακά συμφέροντα και δραστηριοποιούνταν στη διαμετακόμιση εμπορευμάτων από την Ανατολή στην Κεντρική Ευρώπη και αντίστροφα. Έτσι εξηγείται και η σύγκρουση με αντίστοιχους συναδέλφους τους που ήταν ρωμαιοκαθολικοί και οι οποίοι υπέβλεπαν τη πολυσχιδή και διαρκώς επεκτεινόμενη εμπορική δράση των Ελλήνων και Σέρβων εμπόρων.17 Είναι η εποχή που η επιχειρηματική δεινότητα των Ελλήνων στις ναυτιλιακές υποθέσεις και στη διακίνηση του εμπορίου στην Κεντρ. Ευρώπη ανακδεικνύουν την ελληνική γλώσσα σε lingua franga του κοσμοπολιτισμού και του καλλιεργούμενου φιλελληνισμού. 18 Σημειωτέον ότι τα σπουδαιότερα αρχιτεκτονικά κτήρια που σώζονται ακόμη και σήμερα στο Σεμλίνο ανήκαν στους Έλληνες Μάλιστα, ο αυτοκράτορας Ιωσήφ Β΄ φιλοξενήθηκε στην οικία της οικογένειας Βούλκου, ενώ το αρχοντικό της οικογενείας των Σπίρτα φιλοξενεί σήμερα το Μουσείο της πόλης.19
Η συμμετοχή των Ελλήνων υπηκόων στον πολιτικό βίο της πόλης ήταν δυσανάλογη της αριθμητικής τους μειοψηφίας. Αν και αποτελούσαν περίπου το 1/9 των μονίμων κατοίκων, εκλέγονταν σε σημαντικές θέσεις του πολιτειακού και διοικητικού ιστού της πόλης. Τρεις είναι οι δήμαρχοι που εξελέγησαν στο ανώτατο αξίωμα και είχαν ελληνική καταγωγή. Ο Ιωάννης Καλλιγράφου στις αρχές του 19ου αι., ο Κωνσταντίνος Πέτροβιτς, ζωέμπορος με εξαιρετική μόρφωση και με καταγωγή από τη Βλάστη, περί το 1872, ενώ ένας τρίτος, ο Παναγιώτης Μόρφης, του οποίου η οικογένεια έφθασε στο Σεμλίνο από την Κατράνιτσα (νυν Πύργοι Εορδαίας), βρέθηκαν στον δημαρχιακό θώκο της πόλης στο β΄ μισό του 19ου αιώνα.20
Στο σημείο αυτό θεωρούμε μείζονος σημασίας την εξής παρατήρηση: Αν και γνωρίζουμε αρκετά στοιχεία για τη ζωή και δράση των μελών της υψηλής ιεραρχίας της ελληνικής παροικίας του Σεμλίνου, δεν διαθέτουμε παρόμοιο ιστοριογραφικό υλικό για τις χαμηλές κοινωνικές τάξεις, τους ανθρώπους «του περιθωρίου», που ναι μεν παραμένουν αθέατοι στην ανάδειξη της ιστορικότητας από τους σύγχρονους ερευνητές, ωστόσο, όμως ο ρόλος τους υπήρξε καίριος και καταλυτικός στην κοινωνική διάρθρωση. Εκ του γεγονότος αυτού, ηθικά επιβάλλεται ο σύγχρονος ερευνητής να στρέψει το ιστορικό του ενδιαφέρον και σε πηγές που ενδεχομένως σηματοδοτούν τη δράση των απλοϊκών παροίκων.
Εμπόριο
Με την πάροδο των ετών οι διάσπαρτοι Δυτικομακεδόνες αναπτύσσουν τη βιοτεχνία και το εμπορικό τους ταλέντο, διακρινόμενοι στη μεταφορά των εμπορευμάτων τόσο στον χερσαίο όσο και στο παραποτάμιο δίκτυο της ΝΑ Ευρώπης. Είναι ενδεικτικό ότι στα τέλη του 18ου αι. την εμπορική ελίτ της πόλης αποτελούν οι Έλληνες έμποροι και όχι οι πολυπληθέστεροι σερβικοί πληθυσμοί. Οργάνωναν τις επιχειρήσεις τους σε οικογενειακή ‒συχνά συγγενική‒ βάση, είτε μεταφέροντας εμπορεύματα του πρωτογενούς τομέα στις βόρειες επαρχίες της αυτοκρατορίας για τις ανάγκες της βιομηχανικής παραγωγής, είτε ως μεταπράτες που προωθούσαν προϊόντα σε νοτιότερες επαρχίες της οθωμανικής επικράτειας.21 Η ανάπτυξη, ωστόσο, της εμπορικής τους δράσης σχεδόν πάντα ελάμβανε εθνικό προσανατολισμό και είχε αναφορά σε ιδρύματα και δράσεις που σχετίζονταν με τη γενέτειρά τους.22 Διέθεταν δε το δικό τους Σωματείο: «Αδελφότης των σπεδιτόρων του Ζέμονος».23 Ένα δίκτυο πλωτών ποταμών, κυρίως του Δούναβη και του Σάβου, συνιστούσε το κατεξοχήν μέσον μεταφοράς που οργάνωσαν οι Έλληνες σπεδιτόροι στη συνοριακή ζώνη στο Σεμλίνο. Τα πλοία που ξεφορτώνονταν στο Σεμλίνο, προερχόμενα από την Κεντρ. Ευρώπη, επαναφόρτωναν εμπορεύματα σε μισθωμένα καραβάνια, για να προωθηθούν προς την Κωνσταντινούπολη, την Εγγύς Ανατολή και τις τουρκοκρατούμενες περιοχές· κυριολεκτικά, ένας διαμετακομιστικός εμπορικός οργασμός. Διακεκριμένες οικογένειες εμπόρων ήταν αυτές του Ηλία και Νικόλα Κίκη, του Καραμάτα, του Παγγέλα, του Δούκα, του Γεωργίου, του Χατζηθωμά, του Λέκκου, του Κουμανούδη, του Ζάχου, και άλλων.
Εκπαίδευση
Αξιομνημόνευτη είναι η συνεργασία στα εκπαιδευτικά ζητήματα ανάμεσα στις τρεις ουσιαστικά εθνικές κοινότητες του Σεμλίνου: των ελληνοφώνων, των σλαβοφώνων και των γερμανοφώνων.24 Πληροφορούμαστε από το υλικό του Ιστορικού Αρχείου της πόλης του Βελιγραδίου της περιόδου αυτής πως οι ελληνικής καταγωγής μαθητές ομιλούσαν άριστα τη σλαβική, συχνά δε και τη γερμανική. Μάλιστα, οι Έλληνες γονείς προσέβλεπαν στην εκμάθηση της γερμανικής ακόμη και με ιδιωτικούς δασκάλους, διότι είχαν στις βλέψεις τους τη σταδιοδρομία των τέκνων τους στο εμπόριο στα όρια του αψβουργικού κράτους. Οι διδάσκαλοι δε στη συντριπτική τους πλειονότητα ομιλούσαν συνέγραφαν και μετέφραζαν εγχειρίδια διδασκαλίας είτε στη σερβική είτε στη γερμανική. Βασισμένοι στο αρχειακό υλικό, δεν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι απειλήθηκε η μητρική γλώσσα ούτε ότι υποκαταστάθηκε από τις άλλες ομιλούμενες γλώσσες, ιδιαίτερα στις πρώτες γενιές μεταναστών. Το θέμα της καθομιλουμένης γλώσσας είναι ένα σύνθετο και πολυδιάστατο θέμα που σχετίζεται με το πολυεθνικό και πολυθρησκευτικό περιβάλλον.
Η περίπτωση όμως των Ελλήνων του Σεμλίνου συνιστά μια ιδιάζουσα περίπτωση, δεδομένου ότι το πλειοψηφικό κοινωνικό περιβάλλον είναι ομόδοξο. Δεν αίρεται, ωστόσο, το δίλημμα ποια γλώσσα επέλεγαν να ομιλούν, τη σλαβική ή την ελληνική. Είναι σαφές ότι στις δραστηριότητές τους που αφορούσαν τη θρησκευτική και εκπαιδευτική οργάνωση και δράση η ελληνική γλώσσα ήταν η κυρίαρχη.25 Εν τούτοις, ο επαγγελματικός προσανατολισμός σχετιζόταν με την αυστριακή κρατική δομή, ώστε στην περίπτωση αυτή ομιλούσαν τη γερμανική, ενώ παράλληλα οι συναλλαγές και το ευρύ κοινωνικό και θρησκευτικό περιβάλλον επέτασσε τη σερβική. Η πρώτη μάλιστα γενιά των μεταναστών διατηρούσε άσβεστη τη γεύση της σκλαβωμένης πατρίδας, θεωρώντας πολιτιστικό αφελληνισμό την έλλειψη σχολείων και ιδρυμάτων, ο δε εγγραμματισμός τους έγινε πρώτιστο μέλημα των οργάνων της κοινότητας. Για τον σκοπό αυτό επισταμένα ενσκήπτουν στη σύνταξη και έκδοση εγχειριδίων γραμματικής ή λεξικών ή εύληπτων αναγνωστικών για τη νεολαία της παροικίας.26 Η οικειότητα προς την ελληνική γλώσσα που επιδεικνύουν οι σπουδαστές της είναι ανάλογη της κοινωνικής τους προόδου αλλά και προκοπής. Να σημειωθεί ότι οι βλαχόφωνοι πληθυσμοί από τη Μακεδονία όχι μόνον δεν εγκατέλειψαν τη βλαχική διάλεκτο, αλλά συχνά τη θεωρούσαν κληροδότημα της φυλής.27 Σε ό,τι αφορά το εκκλησιαστικό τυπικό, η ελληνική κατέστη κυρίαρχη και επιβεβλημένη. Άλλωστε, σημειώθηκαν δυναμικές κινητοποιήσεις για τη λειτουργία ελληνικής εκκλησίας και ελληνικού σχολείου, στις οποίες συστρατεύθηκε σύμπασα η ελληνική παροικία. «Η κατανόηση των ορθοδόξων δογμάτων και της ορθόδοξης πίστης γίνεται όταν οι Έλληνες ξέρουν να γράφουν και να μιλούν ελληνικά», γράφει ο Δημήτριος Δάρβαρης.28
Εν κατακλείδι, η διάσωση της ελληνικής γλώσσας στους πάροικους του Σεμλίνου ισοδυναμούσε με τη διατήρηση του Γένους. Ενώ, λοιπόν, ως τα τέλη του 18ου αι. οι ελληνόπαιδες φοιτούσαν στο ορθόδοξο σχολείο μαζί με Σέρβους και λοιπούς ορθοδόξους, η έντονη δυναμικότητά τους στα κοινωνικά πράγματα της πόλης καθώς και η οικονομική τους επιφάνεια έφερε αίτημά τους στο Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης, με σκοπό την ίδρυση αμιγώς ελληνικού σχολείου με την ελληνοπρεπή ονομασία «Ελληνομουσείον».29 Η πράξη αυτή κρίνεται ως εκπαιδευτική επένδυση των γονέων προς τα τέκνα τους, ώστε αυτά να οπλιστούν με ικανά εφόδια, όταν αργότερα θα καλούνταν να ασκήσουν εμπορική δραστηριότητα. Καταγράφονται περιπτώσεις κατά τις οποίες μέλη ευϋπόληπτων σερβικών οικογενειών επιθυμούσαν να φοιτήσουν στο ελληνικό σχολείο.30 Η κοινωνική και εκπαιδευτική αυτή περίοδος αρμονικής συμβίωσης διήρκησε μέχρι την υποβολή του αιτήματος για την ανέγερση ναού του Αγίου Γεωργίου εκ μέρους της ελληνικής κοινότητας.31 Το μεταφραστικό έργο των Ελλήνων διδασκάλων περιλάμβανε μεταφράσεις από τα ελληνικά στα σλαβικά και γερμανικά, αλλά και το αντίστροφο. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει τη βαθιά γνώση των γλωσσών που διέθετε το διδακτικό προσωπικό αλλά και την αρμονική συμβίωση των τριών κοινοτήτων.
Το πρότυπο του αυτόνομου και επιτυχημένου εμπόρου εξιδανίκευε τη καθημερινότητα των κατοίκων του Σεμλίνου και συνδεόταν άρρηκτα με την παιδεία του. Παράλληλα, στον πνευματικό βίο συναντούμε λογίους με υψηλή χρηστοήθεια που αναζητούσαν τρόπους να αναβαθμίσουν βαθμηδόν περισσότερο την πνευματική στάθμη της μαθητιώσας νεολαίας της παροικίας. Οι παιδαγωγοί της εποχής αυτής καλλιεργούσαν αρετές που αποτελούσαν παραδοσιακές αξίες του Ελληνισμού· η εργατικότητα, η φιλανθρωπία, η αγάπη για τα εκκλησιαστικά ιδρύματα και τους ναούς, η νοικοκυρεμένηοργανωμένη επιχειρηματικότητα εγκωμιάζονται στα συγγράμματά τους. Ο Γεώργιος Ζαχαριάδης, ο Γεώργιος Αυξεντιάδης ο Δημήτριος Δάρβαρης, ο Ευφρόνιος Ραφαήλ Πόποβιτς, είναι μερικοί μόνο από τους διαπρεπείς διδασκάλους του σχολείου αυτού. Τέτοια ήταν η φήμη του σχολείου στις αρχές του 19ου αι., ώστε έφτασε να απαριθμεί 123 μαθητές, σημαντικός αριθμός για τα δεδομένα της εποχής εκείνης.32
Ιστορικές μαρτυρίες καταδεικνύουν ότι πολλαπλές πολιτισμικές μεταφορές προβληματίζουν σε επίπεδο συλλογικό τα μέλη των κοινοτήτων ανάμεσα στο αντιθετικό σχήμα του παραδοσιακού μετανάστη (που ταυτιζόταν κυρίως με την ελληνική εθνική συνείδηση) και του εξευρωπαϊσμένου πολίτη που συνιστούσε το «πρωτοποριακό» ενίοτε δε και την επιβεβλημένη κοινωνική επιλογή. Αν και θα θέλαμε να αποφύγουμε τα γενικευτικά σχήματα και τις αναγωγές που μας παραπέμπουν στο απώτερο παρελθόν της φυλετικής ιδιαιτερότητας, δεν μπορούμε να μη σχολιάσουμε τον εγκεντρισμό της παροικιακής εκπαίδευσης και των λειτουργών της στα αρχαιοελληνικά ιδανικά και στον ελληνορθόδοξο κατηχητικό χαρακτήρα της ως συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού. 33
Από τα πρώτα ενδιαφέροντα της ελληνικής μακεδονικής διασποράς στο Σεμλίνο ήταν η θρησκευτική άσκηση των χριστιανικών τους καθηκόντων. Γαλουχημένοι στη βαθιά χριστιανική ορθόδοξη πίστη και λατρεία, αναζητούσαν τις προϋποθέσεις ανέγερσης ιερού ναού, όχι μόνον για να ασκήσουν τα χριστιανικά τους καθήκοντα αλλά και για να αναζητήσουν ερείσματα για την κοινωνική τους συσπείρωση. Η υπαγωγή τους στην εκκλησιαστική διοίκηση στη μητρόπολη Καρλοβικίων (Κάρλοβιτς) δεν ήταν πάντοτε χωρίς προβλήματα.34 Η πρώτη απόπειρα ανέγερσης ναού για το ορθόδοξο ποίμνιο πιθανότατα ήταν αυτή του Αγίου Νικολάου, ναός που σώζεται μέχρι σήμερα και εγκαινιάσθηκε στα μέσα του 18ου αι. (1752). Η ίδρυση ενορίας, και μάλιστα με εφημέριο Έλληνα που ιερουργούσε στην ελληνική, ενίσχυε τη συνοχή της κοινότητας.35 Τότε μάλιστα ανηγέρθη και δεύτερος ναός προς τιμήν της Γεννήσεως της Θεοτόκου. Βέβαια, η ενορία αυτή ποιμαντικά συμπεριελάμβανε όλους τους ορθοδόξους της πόλης, διατηρώντας έναν οικουμενικό χαρακτήρα. Έτσι, οι ακολουθίες τελούνταν άλλοτε στην ελληνική και άλλοτε στη σερβική γλώσσα. Δεδομένης της ομοδοξίας με τον σερβικό πληθυσμό, οι Έλληνες πάροικοι αισθάνονταν τον θρησκευτικό τους περίγυρο άλλοτε ταυτόσημο και άλλοτε συγγενή, χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν και περίοδοι που σκίαζαν τις μεταξύ τους αγαστές σχέσεις με το κυρίαρχο σερβικό στοιχείο. Ένας τρίτος ενοριακός ναός ανηγέρθη για να καλύψει τις ανάγκες του ποιμνίου που αυξανόταν, και αυτός ήταν ο ναός της Αγίας Τριάδος, που εγκαινιάσθηκε το 1842.36 Η αριθμητική μείωση των Ελλήνων παροίκων οδήγησε σταδιακά στην αποδυνάμωση της θρησκευτικής τους παρουσίας έως την οριστική εξάλειψη λίγο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.37
***
Το Σεμλίνο του 18ου και 19ου αι. σκιαγραφεί μία νησίδα βλαχόφωνων κυρίως μεταναστών της Δυτικής Μακεδονίας, που κατάφεραν με αλλεπάλληλες συσσωματώσεις, κοινωνικές, οικονομικές, εκπαιδευτικές, θρησκευτικές, να πρωτοστατήσουν στις κοινωνίες υποδοχής και να διακριθούν στις κοινωνίες της γενέτειράς τους ως σπουδαίοι ευεργέτες. Παράλληλα, αποτελούσαν τον άοκνο φορέα ενός άυλου πολιτισμού, που μετέφερε αμφίδρομα ιδέες, ήθη και γνώση στις χώρες που δραστηριοποιήθηκαν και σταδιοδρόμησαν.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ
δρ. σλαβικής ιστορίας ΑΠΘ
Η παρουσία οικογενειών της Δυτικής Μακεδονίας στο Σεμλίνο (Σερβία) κατά τον 18ο και 19ο αιώνα
Η Δυτική Μακεδονία στους Νεότερους Χρόνους
Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου Ιστορίας Δυτικής Μακεδονίας
Εταιρεία Δυτικομακεδονικών Μελετών
Γρεβενά 2-5 Οκτωβρίου 2014
1. Για το ζήτημα των ελληνικών μεταναστεύσεων στη Βοϊβοντίνα βλ. I. Παπαδριανός, Οι Έλληνες πάροικοι του Σεμλίνου, [ΙΜΧΑ], Θεσσαλονίκη 1988, σ. 30-38. Γενικότερα για τις μεταναστεύσεις στη Βοϊβοντίνα βλ. τον συλλογικό τόμο H. Đura (επιμ.), Srednjovekovna naselja na tlu Vojvodine: istorijski događaji i procesi, [Istorijski arhiv «Srem», Novi Sad, Filozofski fakultet], Sremska Mitrovica 2013, ενώ ιδιαίτερα σημαντικές πληροφορίες παρέχει το άρθρο του R. Jeremić, «Poreklo stanovništva u Zemunu», Glansnik Istorijskog društva u Novom Sadu 10 (1937) 442-448.
2. Οι μονογραφίες σχετικά με το Σεμλίνο στη σερβοκροατική βιβλιογραφία ενδεικτικά είναι οι ακόλουθες: T. Ilić,Iz prošlosti Zemuna i Vojne Granice, Βελιγράδι 1955· Spomenica Zemunske biblioteke, 1825-1965, Zemun 1966· M. Dabišić, Zemun. Pregled prošlosti od postanka do 1918, Zemun 1959· P. Marković, Zemun od najstarijih vremena pa do danas, Zemun 1896· St. Radovanović, Iz kulturne istorije Zemuna, Zemun 1970.
3. St. Čakić, Velika seoba Srba i patrijarh Arsenije III Crnojević, εκδ. Kulturno-prosvetna zajednica Vojvodine, Novi Sad 1990· R. Grujić, Velika seoba patrijarha Arsenija III Črnojevića iz Južne Srbije u Vojvodinu pre dvestapedeset godina, εκδ. «Nemanja» zadužbinska štamparija Vardarske Banovine, Skoplje 1940.
4. Ο αυστροτουρκικός πόλεμος κηρύχθηκε το 1683, ενώ το Βελιγράδι καταλήφθηκε το 1688 και παρέμεινε μόνο για δύο έτη υπό αυστριακή διοίκηση. Ο πόλεμος έπαυσε με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς το 1699, με δεινά αποτελέσματα και για τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Ωστόσο, οι εμπόλεμες συρράξεις συνεχίστηκαν και μετά το 1714, για να καταλήξουν στην ευνοϊκή για τον Συνασπισμό του Linz Συνθήκη του Požarevac το 1718, οπότε και ένα μεγάλο μέρος της Βοϊβοντίνας περιήλθε στους Αψβούργους. Στη διαμορφούμενη αυτή μεθόριο στις όχθες του Δούναβη θα οργανωθεί και θα αναπτυχθεί η κοινότητα του Σεμλίνου. Για την προέλευση των Ελλήνων εμπόρων και την εγκατάστασή τους στις επαρχίες της Αυστροουγγαρίας την περίοδο αυτή βλ. Ι. Παπαδριανός, «Δυτικομακεδόνες απόδημοι στις βορειοδυτικές χώρες της Βαλκανικής (18ος-20ός αιώνας)», Η Δυτική Μακεδονία. Ιστορία και ανάπτυξη. Πρακτικά 2ου Πανδυτικομακεδονικού Συνεδρίου, [Ομοσπ. Δυτικομακεδονικών Σωματείων Θεσσαλονίκης], Θεσσαλονίκη 1992, σ. 103-118, όπως επίσης Tr. Stoianovich, «Ο κατακτητής ορθόδοξος Βαλκάνιος έμπορος», στο Σπ. Ασδραχάς (επιμ.), Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών (15ος-19ος αιώνας), εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1979, σ. 310-313.
5. Οι Έλληνες Οθωμανοί υπήκοοι προοδευτικά απέρριπταν την οθωμανική υπηκοότητα και λάμβαναν την αυστριακή. Συγχρόνως, επίσης, και οι Οθωμανοί, επιδιώκοντας να έχουν μεγάλες εισροές χρημάτων, προέβαλλαν ποικίλα εμπόδια στην πρωτοβουλία αυτή των Ελλήνων· D. Popović, Αρμάνοι Βλάχοι στα Βαλκάνια. O Cincarima, [ΕΜΣ], Θεσσαλονίκη 2010, σ. 193-194. Το έργο αυτό του Σέρβου ιστορικού Dušan Popović κίνησε το ενδιαφέρον της σερβικής κοινής γνώμης, ώστε κυκλοφόρησε σε επανειλημμένες εκδόσεις. Πρωτοδημοσιεύθηκε το 1927 στο Βελιγράδι υπό τον τίτλο O Cincarima. Prilozi pitanju postanka naše čaršije, ακολούθησε δεύτερη έκδοση επαυξημένη το 1937, ενώ το 1998 οι εκδόσεις Promitej προέβησαν σε φωτοτυπική ανατύπωση με συμπληρωματικό υλικό από τον Nenad Ljubinković με διαφοροποιημένο τίτλο: O Cincarima: prilogi pitanju postanka našeg građanskog društva. Λόγω εξαντλήσεως επανακυκλοφόρησε από τον ίδιο οίκο το 2008. Αξίζει να σημειωθεί ότι κυκλοφόρησε και στα κροατικά σε μετάφραση του Dragutin Hlad στη σειρά Biblioteka Societas το 2007. Ακολουθούμε στο άρθρο μας αυτό την αρίθμηση της σερβικής έκδοσης.
6. Ι. Παπαδριανός, Οι Έλληνες απόδημοι στις γιουγκοσλαβικές χώρες (18ος-20ος αι.), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 32-38. Σε άλλη του μελέτη ο Παπαδριανός προσθέτει στους λόγους της μετανάστευσης των κατοίκων της Μακεδονίας τη γενικότερη αποπνικτική κατάσταση που επικρατούσε στη Μακεδονία λίγο μετά το 1821· βλ. και Παπαδριανός, «Δυτικομακεδόνες απόδημοι στις βορειοδυτικές χώρες της Βαλκανικής (18ος20ος αιώνας)», σ. 107.
7. H οριστικοποίηση των συνόρων του Αψβουργικής Μοναρχίας και η γεωστρατηγική σημασία του Σεμλίνου ήδη είχαν αποτυπωθεί στο β΄ μισό του 18ου αι. επιπρόσθετα και με αυτοκρατορικές πρωτοβουλίες, γεγονός που επηρέασε τη σκέψη των μεταναστευτικών ομάδων για ανάληψη επαγγελματικής δράσης· βλ. Marković, Zemun od najstarijih vremena, σ. 70-71. Πληροφορίες για τη σπουδαιότητα του Σεμλίνου στο διαμετακομιστικό εμπόριο κατά την οθωμανική περίοδο αλλά και ευρύτερα για την ανάπτυξη των εμπορικών δικτύων βλ. στο Arno Mehlan, «Οι εμπορικοί δρόμοι στα Βαλκάνια κατά την Τουρκοκρατία», στο Σπ. Ασδραχάς (επιμ.), Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών, ό.π., σ. 370-390.
8. Βλ. R. Jeremić,«Poreklo stanovništva u Zemunu», Glasnik Istorijskog društva u Novom Sadu 10 (1937) 443-448.
9. Εξαιρετική απεικόνιση του Έλληνα εμπόρου των Βαλκανίων καταγράφεται στο εμπεριστατωμένο άρθρο του Stoianovich, «O κατακτητής ορθόδοξος Βαλκάνιος έμπορος», σ. 289-345.
10. Άλλωστε, σύμφωνα με την είδηση που παραθέτει ο Mehlan, «Οι εμπορικοί δρόμοι στα Βαλκάνια», σ. 375 (και σημ. 63), 394, το Βελιγράδι ‒άρα και το Σεμλίνο‒ ήταν ο ενδιάμεσος σταθμός ανάμεσα στα αυστριακά εμπορικά κέντρα και στον εμπορικό διάδρομο Κωνσταντινούπολη-Θεσσαλονίκη.
11. «Η ταυτότητα του βιενέζου αστού δεν εξουδετέρωσε την ταυτότητα του Έλληνα, του Βλάχου, του Ορθόδοξου, του εμπόρου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ούτε και η εκτεταμένη χρήση της γερμανικής υποκατέστησε πλήρως τις μητρικές γλώσσες»· Βάσω Σειρηνίδου, «Βαλκάνιοι έμποροι στην αψβουργική μοναρχία (18ος – μέσα 19ου αιώνα). Εθνοτικές ταυτότητες και ερευνητικές αμηχανίες», στο Μαρία Στασινοπούλου – ΜαρίαΧριστίνα Χατζηιωάννου (επιμ.), Διασπορά, Δίκτυα, Διαφωτισμός, [ΚΝΕ/ΕΙΕ, Τετράδια Εργασίας 28], Αθήνα 2005, σ. 80.
12. Το γεγονός της υπαγωγής του Σεμλίνου στην Αψβουργική Μοναρχία με τη συνθήκη αυτή ήταν επόμενο να δυναμώσει το μεταναστευτικό ρεύμα των βλαχόφωνων και άλλων Ελλήνων εμπόρων, οι οποίοι διέβλεπαν επιχειρηματική προοπτική στη διοικητική αυτή αναδιάταξη. Ο Παπαδριανός Οι Έλληνες πάροικοι του Σεμλίνου, σ. 52-59, επισημαίνει ως σημαντικό γεγονός την καταστροφή της Μοσχόπολης, της οποίας ο πληθυσμός λειτούργησε ως δεξαμενή άντλησης μεταναστευτικού ρεύματος προς το Σεμλίνο και τις γύρω πολιτείες.
13. Παπαδριανός, Οι Έλληνες πάροικοι του Σεμλίνου, σ. 69-73.
14. Ο Παπαδριανός, Οι Έλληνες πάροικοι του Σεμλίνου, σ. 73-74, σημειώνει πως, ενώ το 1823 το ελληνικό στοιχείο απαριθμούσε 1.000 περίπου άτομα, το 1861 είχαν απομείνει συνολικά 50 ψυχές.
15. Η μετοίκιση αυτή συχνά συνδεόταν και με τον εκσυγχρονισμό των εμπορικών οικονομικών όρων που σχετίζονταν με την αλματώδη άνοδο των μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεων σε εύρωστα τραπεζικά σχήματα της πρωτεύουσας Βιέννης, των οποίων συχνά μάλιστα ηγούνταν Έλληνες πάροικοι. Θα αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, αυτά του Μάρκου Δάρβαρη, που εγκαινίασε μεγάλο τραπεζικό οίκο στη Βιέννη το 1790 με πιστώσεις μεγαλύτερες του ενός εκατομμυρίου φλορινιών, και του Γεωργίου Σίνα, μετέπειτα βαρόνου, που διέθετε χρηματοπιστωτικά προϊόντα ασύλληπτα για την εποχή εκείνη· πβ. Stoianovich, «Ο κατακτητής ορθόδοξος Βαλκάνιος έμπορος», σ. 323-324.
16. Πβ. γύρω από το θέμα αυτό τη μελέτη Δέσποινα-Ειρήνη Τσούρκα-Παπαστάθη, Η ελληνική κομπανία του Σιμπίου Τρανσυλβανίας 1636-1848. Οργάνωση και Δίκαιο, Θεσσαλονίκη 1994.
17. Ασφαλώς και η Αψβουργική Μοναρχία επιθυμούσε να μεταφέρει το κέντρο βάρους της μεταφοράς των εμπορικών αποστολών από τα χέρια των Οθωμανών υπηκόων σε εμπόρους με υπηκοότητα της αυστριακής Αυλής. Για τον σκοπό αυτό θέσπισε διατάγματα (1774 και 1777), σύμφωνα με τα οποία οι έμποροι αυτοί είχαν την υποχρέωση να μεταφέρουν τις οικογένειές τους σε περιοχές της αψβουργικής επικράτειας και να καταθέσουν όρκο πίστης, ώστε να πολιτογραφηθούν υπήκοοι της Αυστροουγγαρίας· βλ. Σειρηνίδου, «Βαλκάνιοι έμποροι στην αψβουργική μοναρχία», σ. 57.
18. Την περίοδο του 17ου και 18ου αι. μία διάθεση εξελληνισμού γίνεται ορατή σε πολλές εθνικές ομάδες που συμβίωναν με ελληνικές παροικιακές κοινότητες, ώστε να αποκτήσουν υψηλό κοινωνικό γόητρο και να συμμετέχουν έτσι στις κοσμοπολίτικες ελίτ της Κεντρ. Ευρώπης. Βασικό κριτήριο εισόδου σε μία τέτοια κοινωνία ήταν η χρήση της ελληνικής γλώσσας.
19. Επικαιροποιημένες πληροφορίες για το κτήριο και τις ανακαινίσεις που έχει επιδεχθεί βλ. στο B. Vasiljević, «Obnova Spirtine kuće zemunski Skadar u Bojani», εφημ. Βελιγραδίου Politika, φ. 23.1.2012.
20. Για τη δράση των διακεκριμένων στον πολιτικό στίβο Ελλήνων του Σεμλίνου βλ. Vl. Nikolić, Znameniti zemunski Srbi u XIX veku, Μέρος Α΄, Zemun 1913, σ. 141-145.
21. Οι μεταφορές οργανώνονταν με τα γνωστά «καραβάνια», που ξεκινούσαν από τη Μακεδονία και έφταναν μέχρι την αψβουργική πρωτεύουσα. Άλλοτε δε χρησιμοποιούσαν μέσα ναυσιπλοΐας και βάρκες μέσω του Αξιού ποταμού και παραποτάμων του. Τα εμπορεύματα που διακινούνταν ήταν γεωργικά προϊόντα, κρασί από τη Νάουσα και τη Γουμένισσα, δημητριακά, μπαχαρικά, βαμβάκι, καπνός, μετάξι, γουναρικά από την Καστοριά, ακόμη και ζωεμπορικά προϊόντα, κυρίως χοίροι, βόδια, κ.ά. Για τη σημασία και ανάπτυξη της εμπορίας των χοίρων βλ. D. Pavlović, «Finansije i privreda za vreme austrijske vladavine u Srbiji (1718-1719) po građi iz bečkih arhiva», Glas Srpske kraljevske akademije, τ. 64, Βελιγράδι 1901, σ. 36-45.
22. Γενικότερα, το πρότυπο του «εθνικού αστού» είναι χαρακτηριστικό του αποικιακού εμπορίου του έλληνα πάροικου· βλ. Ν. Ψυρούκης, Το νεοελληνικό παροικιακό φαινόμενο, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 21975, σ. 81-84.
23. Ο Stoianovich, «Ο κατακτητής ορθόδοξος Βαλκάνιος έμπορος», σ. 320, αναφέρει χαρακτηριστικά πως «η επιτυχία των Βαλκάνιων εμπόρων αποδίδεται κατά ένα μέρος στις κλειστές ενώσεις που είχαν μεταξύ τους».
24. Γόνιμο προβληματισμό αποτελούν οι αναλύσεις από την Όλγα Κατσιαρδή-Hering,
«Εκπαίδευση στη Διασπορά. Προς μια παιδεία ελληνική ή προς ʻθεραπείαʼ της πολυγλωσσίας;», Νεοελληνική Παιδεία και Κοινωνία, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου αφιερωμένου στη μνήμη του Κ. Θ. Δημαρά, Αθήνα 1995, σ. 171-175.
25. Σημειωτέον πως η χρήση της ελληνικής γλώσσας ευρύτερα στα Βαλκάνια συνιστούσε κοινωνική αναγνώριση και επαγγελματική καταξίωση, εκτός του ότι λειτουργούσε και ως εργαλείο με ευρύτερες εφαρμογές σε διαφορετικά εθνικές αγορές στις εμπορικές συναλλαγές. Συχνά δε τα νομικά έγγραφα (διαθήκες, αγοραπωλησίες) συντάσσονταν στην ελληνική γλώσσα· βλ. Popović, O cincarima, σ. 223· επίσης Θ. Νάτσινας, Μακεδόνες πραμματευτάδες εις τας χώρας Αυστρίας και Ουγγαρίας, Θεσσαλονίκη 1939, σ. 9. Ο ιστορικός Radoslav Grujič παραθέτει και μία ακόμη πληροφορία για τη χρήση της ελληνικής γλώσσας, λέγοντας πως αυτή αποτελούσε το ανάχωμα στη λατινική προπαγάνδα· R. Grujić Srpske škole (od 1718-1739g.). Prilog kulturnoj istoriji srpskoga naroda, Βελιγράδι 1908 και Novi Sad 2013, σ. 46.
26. Έτσι εξηγείται η σπουδή πολλών πατριαρχικών οικογενειών να προσλαμβάνουν εκγυμναστές της ελληνικής για τους νέους μαθητές, ώστε αυτοί να εντρυφήσουν όχι μόνο στη «γραικικήν» αλλά και στην αρχαιοελληνική γραμματεία. Χρηστικά εγχειρίδια αποτέλεσαν τα συγγράμματα Δ. Δάρβαρης,Γραμματική απλοελληνική, Βιέννη 1806 και Γ. Κυρίδης – Ε. Αβραμοβίκι, Χειραγωγία εις την ταχείαν και εύκολον μάθησιν της Γραικικής και Σερβικής γλώσσης, εκ της Τυπογραφίας της Κυβερνήσεως, Βελιγράδι 1845.
27. Για τη δραστηριότητα των βλαχικών πληθυσμών, όπως και για τη βλαχική γλώσσα, πβ. Β. Γούναρης ‒ Αστ. Κουκούδης, «Από την Πίνδο ως τη Ροδόπη: Αναζητώντας τις εγκαταστάσεις και την ταυτότητα των Βλάχων», Ίστωρ 10 (1997) 91-137.
28. Δάρβαρης, Γραμματική απλοελληνική, σ. IV-V.
29. Σχετικά με την πορεία του αιτήματος και τη στάση της αυστριακής διοίκησης βλ. Ι. Παπαδριανός ‒ V. Kolaković, « Συμβολή στην ιστορία της Ελληνικής Κοινότητος του Σεμλίνου», Μακεδονικά 11 (1971) 29-36. Επίσης, βλ. Θ. Νάτσινας, Μακεδόνες πραμματευτάδες, σ. 30-32. Διετέλεσαν δάσκαλοι οι Δ. Δάρβαρης, Ευφρόνιος Ραφαήλ Πόποβιτς, Γ. Ζαχαριάδης, Ι. Τουρούντζιας.
30. Τέτοια ήταν η φήμη του ελληνικού σχολείου, ώστε φοιτούσαν σε αυτό παιδιά εύπορων σερβικών οικογενειών. Ο Popović, O Cincarima, σ. 266, αναφέρει ότι και ο πολιτικός Ηλίας Γκαράσανιν φοίτησε στο σχολείο αυτό. Επίσης ο μητροπ. Βελιγραδίου Μωυσής Petrović φοίτησε στο ελληνικό μουσείο, γεγονός που μαρτυρείται από το πλήθος των ελληνικών βιβλίων που κοσμούσαν τη βιβλιοθήκη του· βλ. R. Grujić, Srpske škole (od 1718-1739g.). Prilog kulturnoj istoriji srpskoga naroda, Βελιγράδι 1908, Novi Sad 2013, σ. 46.
31. Σωφρ. Ευστρατιάδης, Ο εν Βιέννη ναός του Αγίου Γεωργίου και η κοινότης των Ελλήνων Οθωμανών υπηκόων, Αλεξάνδρεια [Αιγύπτου] 1912 , σ. 8· Σειρηνίδου, «Βαλκάνιοι έμποροι στην αψβουργική μοναρχία», σ. 65-66.
32. Popovič, O Cincarima, σ. 263-287, και Vladan Đorđević Grčka i Srpska prosveta, [Srpska kraljevska akademija], Βελιγράδι 1896, σ. 221 κ.ε., όπου και λεπτομέρειες για τη σύσταση και λειτουργία του σχολείου. Ειδικά για τον Ευφρόνιο Πόποβιτς βλ. Ι. Παπαδριανός, «Ένας μεγάλος Μακεδόνας απόδημος: Ευφρόνιος Ραφαήλ Παπαγιαννούσης-Πόποβιτς», Πνευματικοί άνδρες της Μακεδονίας κατά την τουρκοκρατίαν, [Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών], Θεσσαλονίκη 1972, σ. 111-122· για τη ζωή και το έργο του Δάρβαρη πβ. Βάσω Σειρηνίδου, «Πολιτισμικές μεταφορές και ελληνικές παροικίες. Νέες αναγνώσεις μιας παλιάς ιστορίας με αφορμή το παράδειγμα του Δημητρίου Δάρβαρη», Μνήμων 31 (2010) 9-29· η ίδια, Το εργαστήριο του λογίου. Αναγνώσεις, λόγια παραγωγή και επικοινωνία στην εποχή του Διαφωτισμού μέσα από την ιστορία της βιβλιοθήκης του Δημητρίου Ν. Δάρβαρη (1757-1823) , [ΙΙΕ/ΕΙΕ], Αθήνα 2013· Α. Γιομπλάκης, «Δημήτριος Νικ. Δάρβαρις (1757-1823). Ο εκ Κλεισούρας της Μακεδονίας διδάσκαλος του Γένους», Γρηγόριος ο Παλαμάς 54 (1971) 313-323 και 403-409. Ο Đorđević, Grčka i Srpska, σ. 224, διασώζει την πληροφορία ότι ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Α΄, επισκεπτόμενος τη Βιέννη το 1818, επέλεξε να επισκεφθεί ‒κατά μόνας‒ τον εκεί ελληνικό εφημεριακό ναό, όπου μάλιστα τον υποδέχθηκε ο Δάρβαρης, μιλώντας του σλαβικά και δωρίζοντάς του βιβλία. Για τον Δάρβαρη και τον Ζαχαριάδη επίσης βλ. Ι. Papadrianos, «Učeni Grci Dimitrije Darvar i Georgije Zahariadis. Njihov doprinos u slavenoserbskoj knjizevnosti», Cyrillomethodianum 19 (Θεσσαλονίκη 2014) 101-108.
33. Αυτό μαρτυρούν οι ομιλίες των σπουδαστών του Ελληνομουσείου. Υπάρχουν μαθήματα στο ωρολόγιο πρόγραμμα, όπως της κατηχητικής ή μεταφράσεις από την αρχαία ελληνική στη σλαβική ή στη γερμανική.
34. Για την οργάνωση της μητρόπολης Καρλοβικίων βλ Ι. Ταρνανίδης, Τα προβλήματα της Μητροπόλεως Καρλοβικίων κατά τον ΙΗ΄ αιώνα και ο Jovan Rajić (1726-1801), Θεσσαλονίκη 1972.
35. Ο Popović, O Cincarima, σ. 127, αναφέρει ότι τόσο ήταν το ενδιαφέρον των ενοριτών για την εύρυθμη λειτουργία του εκκλησιαστικού τυπικού και τέτοια η λαμπρότητά του, που ήταν ανώτερο και από αυτό της μητρόπολης του Karlovac. Βλ. επίσης Marković, Zemun od najstarijih vremena, σ. 106-107.
36. Σύμφωνα με μαρτυρίες των παλαιοτέρων Σέρβων ιερέων, υπήρχε και το παρεκκλήσιο του Αγ. Δημητρίου σε ύψωμα του Ζέμουν, το επονομαζόμενο Gardoš, το οποίο λειτουργούσε και ως ναός της οικογένειας Χαρίση (Hariševa Kapela)· πβ. Katalog nepokretnih kulturnih dobara na području grada Beograda, Službeni List Grada Beograda, τ. 26, Βελιγράδι 1992.
37. Είναι πραγματικά ελπιδοφόρο σήμερα το γεγονός της παρουσίας επί σειρά ετών Έλληνα ιερωμένου στις γιουγκοσλαβικές χώρες με έδρα το Βελιγράδι, του π. Παναγιώτου Καρατάσιου εκ Θεσσαλονίκης, ως «αποκρισάριου» της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Ο π. Καρατάσιος αποτελεί στις παρυφές του 21ου αι. γέφυρα επικοινωνίας και σύγχρονο συνεχιστή της παλαιάς παράδοσης ανάμεσα στους σλαβικούς λαούς και στους Έλληνες σημερινούς παροίκους των χωρών που διαποιμαίνει.