Η επιστήμη της γεωγραφίας περιλαμβάνει δύο διακριτούς κλάδους: Τη φυσική και την ανθρώπινη γεωγραφία ή ανθρωπογεωγραφία (human geography) (Johnston κ.ά. 1981: 134).
Οι ανθρώπινες εγκαταστάσεις (οικισμοί και οικιστικές εγκαταστάσεις) είναι ένα από τα κυριότερα θέματα με τα οποία ασχολείται η ανθρωπογεωγραφία (Garner 1967: 303). Ιδιαίτερα στον ελληνικό χώρο, έχει διαπιστωθεί από παλαιότερα ότι οι οικισμοί είναι το συνηθέστερο αντικείμενο των ασχολουμένων με την ανθρωπογεωγραφία (Ε. Π. Δημητριάδης 1985: 18). Ιδιαίτερος κλάδος της ανθρωπογεωγραφίας είναι η γεωγραφία του πολιτισμού ή πολιτισμική γεωγραφία (cultural geography), που ασχολείται με τις πολιτιστικές δραστηριότητες και τις επιδράσεις τους στον χώρο. Η πολιτισμική γεωγραφία ασχολείται και με θέματα που σχετίζονται με τους οικισμούς, όπως ο εποικισμός, δηλαδή η συνοίκηση του γεωγραφικού χώρου (Johnston κ.ά. 1981: 63). Όταν τα παραπάνω γνωστικά αντικείμενα ερευνώνται σε χρονική περίοδο του παρελθόντος, αφορούν ιδιαίτερο υπο-πεδίο της ανθρωπογεωγραφίας, αυτό της ιστορικής ανθρωπογεωγραφίας (Λαγόπουλος 2012: 13), ή, όπως έχει καθιερωθεί απλούστερα, της ιστορικής γεωγραφίας (Johnston κ.ά. 1981: 146-150).
Τα παραπάνω γνωστικά αντικείμενα συνιστούν το κύριο επιστημονικό πλαίσιο στο οποίο κινήθηκε ο αείμνηστος τιμώμενος ερευνητής και συγγραφέας Αστέριος Κουκούδης. Τα άλλα αντικείμενα τα οποία προσεγγίζονται στο συγγραφικό του έργο είναι η ιστορία, η κοινωνική ανθρωπολογία και η λαογραφία, πάντοτε μέσα από την οπτική του χώρου. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζουμε στοιχεία από το ανθρωπογεωγραφικό του έργο, κυρίως μέσα από τους χάρτες του.
Ο Αστέριος Κουκούδης, αν και αρχικά σπούδασε παιδαγωγικά και γεμμολογία - χρυσοχοΐα, εν τούτοις πολύ νωρίς, και παράλληλα προς το βιοποριστικό του επάγγελμα του εκπαιδευτικού, στράφηκε προς την ιστορική έρευνα, η οποία πάντα τον ενδιέφερε. Ειδικότερα κατά το χρονικό διάστημα 1994-1997, οπότε εργάστηκε στο Ερευνητικό Τμήμα του Μουσείου του Μακεδονικού Αγώνα Θεσσαλονίκης, «μπήκε στα βαθιά νερά» της ανθρωπογεωγραφίας, εφόσον άρχισε να ασχολείται με τη συστηματική καταγραφή και μελέτη των βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων στη Βαλκανική. Παράλληλα, πραγματοποίησε ερευνητικά ταξίδια στις γειτονικές προς την Ελλάδα βαλκανικές χώρες, διερευνώντας τη γεωγραφική διασπορά των βλάχικων οικισμών στον νοτιοβαλκανικό χώρο.
Πριν από τη δημοσίευση του έργου του Αστέριου Κουκούδη, η γνώση στο ζήτημα ποιοι ακριβώς είναι οι οικισμοί στους οποίους κατοικούν ή κατοικούσαν ή εγκαταστάθηκαν Βλάχοι, τόσο στον ελληνικό όσο και στον ευρύτερο νοτιοβαλκανικό χώρο, ήταν ελλιπής και οι έρευνες αποσπασματικές. Παρά την ύπαρξη μεγάλης, ελληνικής και διεθνούς, βιβλιογραφίας για τους Βλάχους του ελληνικού χώρου, αλλά και της Βαλκανικής χερσονήσου (βλ. ενδεικτικά για τη σχετική βαλκανική βιβλιογραφία στο Α. Λαζάρου 1993 και για την ελληνική στο https://www.vlahoi.net/bibliography), δεν ήταν γνωστό πλήρως, με επιστημονική ακρίβεια και τεκμηρίωση, ποιοι ήταν οι βλάχικοι, ή μερικώς βλάχικοι οικισμοί. Η σημαντικότερη, εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζουμε, προσέγγιση στο θέμα αυτό, της γεωγραφικής διασποράς των βλάχικων οικισμών, ήταν το δίτομο έργο του Γιώργη Έξαρχου, Οι Ελληνόβλαχοι (Αρμάνοι), τόμοι Α΄ και Β΄ (2001, με έτος αναγραφής copyright το 2000), το οποίο κυκλοφόρησε σχεδόν ταυτόχρονα με τα πρώτα δύο βιβλία του Αστέριου Κουκούδη. Στο έργο του αυτό, που έχει κυρίως ιστορικό προσανατολισμό, αλλά και σε αξιοσημείωτο βαθμό και ανθρωπογεωγραφικό, ο Έξαρχος πραγματοποιεί την πρώτη προσέγγιση στο ζήτημα του προσδιορισμού των βλάχικων οικισμών στον ευρύτερο ελληνικό χώρο. Στο πρώτο τόμο και στις σελ. 157-164 αναφέρει τους μητροπολιτικούς οικισμούς των Βλάχων και στις σελ. 205-216 παραθέτει πίνακα με τους οικισμούς όπου υπάρχουν Βλάχοι, που αποτελεί την πρώτη συστηματική καταγραφή καταλόγου με οικισμούς Βλάχων. Παραθέτει, επίσης, και την παλαιότερη (ίσως πρώτη χρονολογικά) απόπειρα καταλογοποίησης των βλάχικων οικισμών που έγινε από τον Δ. Παπαζήση, στο βιβλίο του Βλάχοι, Κουτσόβλαχοι (1976). Στον δεύτερο τόμο του έργου του (σελ. 141-433), ο Έξαρχος παραθέτει εκτενείς πληροφορίες για τη γεωγραφική εξάπλωση των Βλάχων στον ελληνικό χώρο και την παλαιότερη διασπορά τους στη Βαλκανική χερσόνησο.
Η χαρτογράφηση της γεωγραφικής διασποράς των βλαχόφωνων οικισμών των Βαλκανίων περιοριζόταν (και περιορίζεται ακόμα και σήμερα εάν εξαιρέσουμε τους χάρτες του Κουκούδη) σε χάρτες μικρής κλίμακας, όπου αποτυπώνονται οι βλαχόφωνες περιοχές. Ενδεικτικά παραθέτουμε δύο τέτοιες περιπτώσεις χαρτών διαθέσιμων στο διαδίκτυο:
-
Ο εθνολογικός χάρτης της Βαλκανικής του Olahus (εικ. 1), όπου αποτυπώνονται οι περιοχές οι κατοικούμενες από Λατινόφωνους: Βλάχους της Νότιας Βαλκανικής και Ρουμάνους. Τους Βαλκάνιους λατινόφωνους διαχωρίζει σε Δακορουμάνους (κυρίως στη Ρουμανία και Μολδαβία), Ιστρορουμάνους (στην Ίστρια της Δαλματίας), Αρωμούνους (στη νότια Βαλκανική) και Μεγλενο-Ρουμάνους (στα Μογλενά).
-
Ο εθνογλωσσικός χάρτης των λατινόφωνων περιοχών της νότιας Βαλκανικής (εικ. 2), σε ρωσικό γεωγραφικό άτλαντα του 2001, βασισμένος σε αντίστοιχο γερμανικό του 1991, ακριβέστερος και λεπτομερέστερος από τον προηγούμενο.
Ο Αστέριος Κουκούδης, παρατηρώντας το επιστημονικό κενό που υπήρχε στο θέμα του ακριβούς προσδιορισμού όλων των βλάχικων εγκαταστάσεων της νότιας Βαλκανικής και, ειδικότερα, του ελληνικού χώρου, επέλεξε να ασχοληθεί με την έρευνα για το θέμα αυτό, κινούμενος, πλέον στο γνωστικό πεδίο της ανθρωπογεωγραφίας, ιστορικής και σύγχρονης. Ερεύνησε και κατέγραψε όλους τους οικισμούς όπου υπήρχαν ή υπάρχουν Βλάχοι, καθώς και την ιστορική εξέλιξη αυτών των οικισμών. Σχετικά ζητήματα που τον απασχόλησαν και τα μελέτησε κατά τρόπο ιδανικό, υπήρξαν η δημιουργία των βλάχικων οικισμών, ο χρόνος και η διαδικασία βλάχικων εγκαταστάσεων σε άλλους οικισμούς, η ερήμωση βλάχικων οικισμών, οι ποικίλες μετοικεσίες των Βλάχων κ.ά. Γιά πολλές δεκάδες οικισμούς, στα βιβλία του Κουκούδη περιέχονται σχεδόν πλήρεις οι τοπικές ιστορίες τους, τις οποίες συνέθεσε ο ίδιος, με επίκεντρο τη δραστηριότητα των Βλάχων κατοίκων τους. Όπως γράφει και ο ίδιος στον πρόλογο του βιβλίου του για τις μητροπόλεις και τη διασπορά των Βλάχων, αντικείμενο της εργασίας του ήταν η παρουσίαση των ίδιων των Βλάχων και το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε στο «ποιοι είναι» οι Βλάχοι (ερώτημα ανθρωπογεωγραφικό) και όχι στο «τι είναι» (ερώτημα ιστορικό), πράγμα που σημαίνει, μεταξύ άλλων, και απάντηση στο ερώτημα ποιοι ακριβώς είναι οι βλάχικοι οικισμοί. Επισημαίνουμε, επίσης, τη θέση του όπως την κατέγραψε στον ίδιο πρόλογο: «Πέρα από το αναμφισβήτητο γεγονός της ύπαρξης των Βλάχων, αυτή η μελέτη έχει σαν κύριο αντικείμενο την παρουσίαση της συμβίωσης και της ενσωμάτωσης των βλαχόφωνων πληθυσμών με τους ελληνόφωνους και μη συνοδοιπόρους τους, όπως επίσης και την παρουσίαση της ιδιαίτερα σημαντικής συμβολής και προσφοράς τους στη διαμόρφωση της ρωμιοσύνης και στη δημιουργία της νεοελληνικής πραγματικότητας και ταυτότητας». Η θέση αυτή καθορίζει, πλην του καθαρά ανθρωπογεωγραφικού, και τον εθνολογικό ή εθνογραφικό χαρακτήρα του έργου του, στοιχείο που σχετίζεται και με την πολιτισμική γεωγραφία.
Η έρευνά του Κουκούδη υπήρξε πολυετής, λεπτομερής, εξονυχιστική και εξαντλητική του θέματος, και την πραγματοποίησε όχι μόνο με μελέτη των ιστορικών πηγών και της βιβλιογραφίας, αλλά και με επιτόπια έρευνα (βασικό εργαλείο της ανθρωπογεωγραφίας), κατά την οποία πραγματοποίησε συλλογή και επεξεργασία της τοπικής προφορικής παράδοσης. Μελετώντας τους βλάχικους οικισμούς στη «μακρά διάρκεια» του ιστορικού χρόνου, και δίνοντας σημασία στο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο και τον γεωγραφικό παράγοντα, ακολούθησε τη μέθοδο της ιστορικής Σχολής των Annales, που εισήγαγε ο F. Braudel (1993). Ο Αστέριος Κουκούδης έκανε, επίσης, κάτι ανάλογο με αυτό που είχε κάνει σχεδόν ένα αιώνα πριν ο Σέρβος ανθρωπογεωγράφος, καθηγητής Πανεπιστημίου και Ακαδημαϊκός Jovan Cvijić, ο οποίος περιηγήθηκε τις νοτιοσλαβικές (βαλκανικές) χώρες, χωριό προς χωριό, συλλέγοντας πρωτογενές υλικό με σκοπό τη γεωγραφική και εθνολογική έρευνα, καρπός της οποίας ήταν τα έργα του Remarks on the Ethnography of the Macedonian Slavs (1906), La péninsule balkanique: Géographie humaine (1918), Questions Balkaniques (1916), κ.ά. Παρόμοιας επιστημονικής αξίας και εμβέλειας (και επιπλέον πλήρως απαλλαγμένα από κάθε είδους σκοπιμότητες) είναι και τα βιβλία του Αστέριου Κουκούδη, προϊόντα της μακράς έρευνάς του, που εκδόθηκαν στη σειρά Μελέτες για τους Βλάχους, από τις εκδόσεις Ζήτρος.
Τα συμπεράσματα της εργασίας του ο Κουκούδης αποτύπωσε σε σειρά εντυπωσιακών πρωτότυπων χαρτών, σχεδιασμένων με ακρίβεια και επιμέλεια από τον ίδιο, οι οποίοι είναι δημοσιευμένοι στα βιβλία της σειράς. Ο γεωγραφικός χαρακτήρας του έργου του διαπιστώνεται και από την παράθεση αυτών των πολλών χαρτών, στους οποίους απεικονίζονται οι γεωγραφικές πληροφορίες που περιέχονται στα κείμενά του και πιστοποιούν την άριστη γνώση του συγγραφέα για τους χώρους εγκατάστασης και διασποράς των Βλάχων. Οι χάρτες αυτοί αποτελούν συμπίλημμα των λεπτομερών πληροφοριών που παραθέτει στα κείμενά του και αποτελούν αφορμή για περαιτέρω γεωγραφική συζήτηση.
«Τεράστιο ευρετήριο όλων των βλάχικων εγκαταστάσεων της νότιας Βαλκανικής» χαρακτήρισε τις Μελέτες για τους Βλάχους του Κουκούδη στον πρόλογό του στον τόμο Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων ο τότε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, ενώ ο Γιάννης Δρόσος, Διευθυντής του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης, στον αντίστοιχο πρόλογό του στον ίδιο τόμο, γράφει ότι το έργο του Κουκούδη ανοίγει ένα νέο δρόμο για την έρευνα των Βλάχων, με την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία που το χαρακτηρίζει.
Η πρώτη, από όσα γνωρίζουμε, δημοσίευση του Κουκούδη, προϊόν της εργασίας του στο Ερευνητικό Τμήμα του Μουσείου του Μακεδονικού Αγώνα στη Θεσσαλονίκη, έγινε από κοινού με τον καθηγητή Β. Γούναρη: Β. Γούναρης - Α. Κουκούδης, «Από την Πίνδο ως τη Ροδόπη: Αναζητώντας τις εγκαταστάσεις και την ταυτότητα των Βλάχων», Ίστωρ 10 (1997), σ. 91-137.
Το σημαντικότερο βιβλίο του Κουκούδη ήταν Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων (2000), που εκδόθηκε και σε αγγλική μετάφραση (εικ. 3). Εκδόθηκε δεύτερο στη σειρά των έργων του για τους Βλάχους, αλλά γράφηκε πρώτο, κατά τη δεκαετία του 1990. Στο βιβλίο αυτό προσδιορίζονται οι οικισμοί που κατοικούνταν από Βλάχους από τη μεσαιωνική ακόμα περίοδο και από τους οποίους ξεκίνησαν οι Βλάχοι (μητροπόλεις) για τις μετακινήσεις τους. Ο χώρος των μητροπόλεων εντοπίζεται κυρίως στη Βόρεια και Κεντρική Πίνδο. Οι οικισμοί παρουσιάζονται σε μια σειρά αναλυτικών και πρωτότυπων χαρτών. Σε εκτενή κείμενα αναφέρονται οι ονομασίες των οικισμών με τις διάφορες εκδοχές τους (π.χ. Μέτσοβο, Αμίντσιου, Σερίνε) και περιγράφονται η προέλευση, η ιστορική εξέλιξη και οι αποδημίες από τους οικισμούς ή τις ομάδες οικισμών που συγκροτούν γεωγραφικές ενότητες.
Είναι χαρακτηριστικό της εξαντλητικής και μεθοδικής εργασίας του το γεγονός ότι σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου του, που αφιερώνει στην αντίστοιχη ομάδα βλάχικων οικισμών, προτάσσει την εξέλιξη της περιοχής κατά τους βυζαντινούς χρόνους, οπότε και διαπιστώνει τις πρώτες χρονικά αναφορές για Βλάχους στις ιστορικές πηγές. Επίσης, θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την έρευνα του δικτύου των οικισμών την έρευνα για τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της περιόδου στον τόπο μελέτης. Έτσι, μελετά την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας στους οικισμούς της Πίνδου, που οδήγησε στην βιοτεχνική ανάπτυξη και, στη συνέχεια, στην ανάπτυξη του εμπορίου και των μεταφορών. Επισημαίνει την ανάπτυξη της μεγάλης, μετακινούμενης κτηνοτροφίας ήδη από τη βυζαντινή περίοδο. Ωστόσο, νεότερες έρευνες έχουν δείξει ότι τα Βλαχοχώρια της Πίνδου, πριν από τον 16ο αιώνα βασίζονταν και στη γεωργία, την οποία αργότερα εγκατέλειψαν προς όφελος της κτηνοτροφίας των μεγάλων κοπαδιών αιγοπροβάτων (Γ. Τσότσος 2011: 439-444 και Φ. Δασούλας 2019).
Στον πρώτο χάρτη του βιβλίου Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων (εικ. 4) απεικονίζονται οι περιοχές με μητροπολιτικές εγκαταστάσεις Βλάχων ή περιοχές εκκίνησης Βλάχων κατά το 1769, οι οποίες διήκουν κυρίως κατά μήκος της οροσειράς της Πίνδου, ενώ εμφανίζονται και σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας. Τις περιοχές αυτές ονομάζει ομάδες (εννοώντας ομάδες οικισμών). Είναι, δηλαδή, χάρτης που απεικονίζει περιοχές βλάχικων εγκαταστάσεων και όχι οικισμούς, ενώ οι υπόλοιποι χάρτες είναι χάρτες οικισμών. Χαρακτηριστικό της μαθηματικής ακρίβειας της έρευνας, επεξεργασίας και απόδοσης της γεωγραφικής και ιστορικής γνώσης από τον συγγραφέα είναι ότι όλοι οι χάρτες του αναφέρονται σε ορισμένη χρονολογία και όχι σε αόριστο χρονικό διάστημα. Έτσι, στον πρώτο (και σημαντικότερο) χάρτη (εικ. 4) προσδιορίζεται ως έτος απεικόνισης το 1769, έτος καταστροφής και εγκατάλειψης της Μοσχόπολης, που αποτέλεσε και χρονικό σημείο καμπής για τη γεωγραφική διασπορά των Βλάχων, των οποίων οι έξοδοι - μετακινήσεις από τότε παίρνουν χαρακτήρα μαζικών αποδημιών και μετεγκαταστάσεων. Συνολικά ο Κουκούδης διακρίνει 14 ομάδες βλάχικων μητροπολιτικών οικισμών, εκ των οποίων οι έξι (Κόνιτσας, Βλαχοζάγορου, Γρεβενών, Χώρας Μετσόβου, Βλαχοτζουμέρκου, Ασπροποτάμου) συναποτελούν συνεχόμενη έκταση στη βόρεια και κεντρική Πίνδο, ενώ οι υπόλοιπες είναι διάσπαρτες σε ευρύ γεωγραφικό χώρο, από τον Αξιό μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο. Στον χάρτη απεικονίζονται πολύ ενδιαφέρουσες γεωγραφικές λεπτομέρειες, όπως η περιοχή των Μιγιάκων (εκσλαβισμένων Βλάχων νοτιοδυτικά των Σκοπίων) και η αρχική κοιτίδα των Αρβανιτοβλάχων, την οποία ο συγγραφέας τοποθετεί στην περιοχή Πρεμετής. Σημαντική είναι, ακόμη, η πληροφορία ότι ο Κουκούδης θεωρεί τα βλαχοχώρια της Ρούμελης ως βλαχικές μητροπόλεις, άποψη την οποία τεκμηριώνει με εμπεριστατωμένες αναφορές στις μεσαιωνικές και νεότερες πηγές.
Στον δεύτερο χάρτη του ίδιου βιβλίου (εικ. 5), απεικονίζονται τα βλαχοχώρια της Πίνδου, τα οποία διακρίνει σε εννέα ομάδες και επιπλέον τρεις ακόμη ειδικές ομάδες οικισμών: τους αφομοιωμένους βλάχικους οικισμούς, τους ερημωμένους και τους οικισμούς όπου εμφανίστηκαν βλάχικες εγκαταστάσεις - παροικίες. Ο προσδιορισμός με ακρίβεια όλων των οικισμών των τριών τελευταίων ομάδων αποτελεί ιδιαίτερο και πρωτότυπο ιστορικογεωγραφικό επίτευγμα του συγγραφέα.
Στον τρίτο χάρτη (εικ. 6) παρουσιάζονται οι οικισμοί νότια και δυτικά των Γρεβενών, τους οποίους ο συγγραφέας, κατά το 1912, διακρίνει σε τρεις κατηγορίες: οικισμούς Βλάχων, Κουπατσαραίων και Βαλαάδων (ελληνόφωνων Μουσουλμάνων). Είναι η καλύτερη αποτύπωση σε χάρτη των οικισμών των Κουπατσαραίων, σε σχέση με τις υπόλοιπες ομάδες οικισμών, όπου και προσδιορίζεται το βόρειο όριο επαφής τους με τα μαστοροχώρια των Γρεβενών (που αποτελούν συνεχόμενη ανθρωπογεωγραφικά περιοχή με αυτήν της Ανασελίτσας - Βοΐου), αν και οι εκτιμήσεις των επιστημόνων για τη γραμμή διαχωρισμού μαστοροχωρίων και χωριών Κουπατσαραίων των Γρεβενών διίστανται, επειδή ακριβώς έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις των ίδιων των κατοίκων για τον αυτοπροσδιορισμό τους ως Κουπατσαραίων ή όχι (Ε. Καραμανές 2011).
Στον τέταρτο χάρτη (εικ. 7) απεικονίζονται οι βλάχικοι οικισμοί και όλες οι εγκαταστάσεις Βλάχων στη Θεσσαλία, με χρονική αναφορά στην εποχή δημιουργίας τους. Ο προσδιορισμός όλων των πεδινών οικισμών της Θεσσαλίας όπου εγκαταστάθηκαν Βλάχοι από τα ορεινά αποτελεί σημαντικό επίτευγμα του Κουκούδη, για το οποίο απαιτήθηκε, προφανώς, επίπονη επιτόπια έρευνα, με δεδομένη τη μεγάλη διασπορά των Βλάχων στη θεσσαλική πεδιάδα. Η σπουδαιότερη πληροφορία που περιέχει ο χάρτης αυτός είναι, μεταξύ άλλων, ότι οι οικισμοί του θεσσαλικού κάμπου με εγκαταστάσεις Βλάχων καταλαμβάνουν σε μεγάλη πυκνότητα όλη την πεδινή έκταση βόρεια της γραμμής Λάρισα - Τρίκαλα, ενώ εκτείνονται και νότια της Λάρισας, μέχρι τα Φάρσαλα και το Βελεστίνο, αλλά σε πολύ αραιότερη γεωγραφική συγκέντρωση. Στα σχετικά κείμενα, ο συγγραφέας παραθέτει πολύτιμα στοιχεία για τις ελάχιστα ερευνημένες μετοικεσίες Βλάχων από τη θεσσαλική Πίνδο προς τη θεσσαλική πεδιάδα και το Πήλιο κατά τον 17ο αιώνα. Παρόμοιες πρωτότυπες προσεγγίσεις περιλαμβάνει όλο το συγγραφικό έργο του Κουκούδη, το οποίο καλύπτει κάθε άγνωστη πτυχή της διαχρονικής εξέλιξης των βλάχικων οικισμών. Γιά το ιδιαίτερο θέμα της Μεσαιωνικής Βλαχίας (Θεσσαλίας και Φθιώτιδας), ως συγκεκριμένης γεωγραφικής ενότητας που εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε στη βυζαντινή περίοδο (βλ. και Κ. Χρήστου 1991), ο Κουκούδης έγραψε αργότερα ειδικό άρθρο: «Η μεσαιωνική Μεγάλη Βλαχία και η βυζαντινή κοινοπολιτεία», Ίστωρ 15 (2009), σ. 49-63.
Στον πέμπτο χάρτη (εικ. 8) εικονίζονται οι βλάχικες εγκαταστάσεις στη Δυτική Ελλάδα, περιοχή που περιλαμβάνει την υπόλοιπη Ήπειρο (δυτικά της Πίνδου), ως το Αργυρόκαστρο βόρεια, με τις πεδινές μόνιμες εγκαταστάσεις που προήλθαν από τα χειμαδιά των μετακινούμενων κτηνοτρόφων στη Λάμαρη (βόρεια της Πρέβεζας και δυτικά της Άρτας) και στην Αιτωλοακαρνανία (τις λεγόμενες κατούνες). Οι οικισμοί είναι ομαδοποιημένοι ανάλογα με την χρονική περίοδο αναφοράς τους στις πηγές, ενώ σε ξεχωριστή κατηγορία υπάγονται οι πεδινές εγκαταστάσεις και οι παροικίες σε αστικές περιοχές.
Στον έκτο χάρτη (εικ. 9) απεικονίζονται οι βλάχικοι οικισμοί και εγκαταστάσεις στην Κεντρική και Νότια Αλβανία, ομαδοποιημένοι σε κατηγορίες: σε βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς οικισμούς, σε αυτούς γύρω από τη Μοσχόπολη, στις αστικές παροικίες και στις χειμερινές και θερινές εγκαταστάσεις των Αρβανιτοβλάχων, οι οποίες αποτυπώνονται με μεγάλη ακρίβεια και επιμέλεια.
Ο έβδομος χάρτης (εικ. 10) απεικονίζει τα βλαχοχώρια της Ρούμελης σύμφωνα με τον Pouqueville (αρχές 19ου αι.). Οι επόμενοι δύο χάρτες απεικονίζουν τη διασπορά δύο μεγάλων βλάχικων κέντρων μετά την καταστροφή τους: της Μοσχόπολης, του μεγαλύτερου αστικού κέντρου (εικ. 11) και της Γράμμοστας, του μεγαλύτερου κτηνοτροφικού κέντρου των Βλάχων (εικ. 12). Ο Κουκούδης αντιδιαστέλλει τον τρόπο και τη διαδικασία ανάπτυξης και διασποράς των δύο αυτών οικισμών, που υπήρξαν τα κορυφαία παραδείγματα αστικής και κτηνοτροφικής ανάπτυξης των Βλάχων: Οι Μοσχοπολίτες (ή Μοσχοπολιάνοι όπως τους ονομάζει) όπου εγκαταστάθηκαν διέδωσαν τον αστικό (εμποροβιοτεχνικό, πνευματικό) πολιτισμό τους, ενώ οι Γραμμουστιάνοι δημιούργησαν σειρά νέων κοιτίδων ανάπτυξης της μετακινούμενης και νομαδικής κτηνοτροφίας. Εντύπωση προκαλεί η ακριβής και λεπτομερής ομαδοποίηση κατά χρονική περίοδο και κατά τόπους εγκατάστασης της διασποράς των Γραμμουστιάνων στις ορεινές και πεδινές εγκαταστάσεις τους στη Βόρεια και Ανατολική Μακεδονία, ιδανικό αποτύπωμα των αναρίθμητων και ποικίλων εξόδων των Βλάχων από τις ορεινές κοιτίδες τους προς όλα τα μήκη και πλάτη της Νότιας Βαλκανικής.
Ο τελευταίος χάρτης (εικ. 13) απεικονίζει τους βλάχικους οικισμούς στη βορειοανατολική Ήπειρο και βορειοδυτική Μακεδονία, με επίκεντρο τη Μοσχόπολη και την περιοχή του Γράμμου γύρω στα 1900. Με τον χάρτη αυτό, ο συγγραφέας επιδιώκει να αναπαραστήσει στον γεωγραφικό χώρο τις εξόδους (μετοικεσίες) από τις δύο αυτές βλάχικες μητροπόλεις προς τη Δυτική και Βόρεια Μακεδονία (βλ. και Γ. Τσότσος 1996) και ιδίως να διευκρινίσει τη σχέση των μητροπόλεων της Βορείου Ηπείρου με τις βλάχικες εγκαταστάσεις της Πελαγονίας και του αστικού κέντρου του Μοναστηρίου, που αντικατέστησε από τον 19ο αιώνα τη Μοσχόπολη ως οικιστικό και πολιτιστικό κέντρο των Βλάχων στην ευρεία έκταση από την Αδριατική ως το Αιγαίο.
Στο βιβλίο του Οι Ολύμπιοι Βλάχοι και τα Βλαχομογλενά (2001) (εικ. 14), Ο Κουκούδης εντοπίζει τους βλάχικους οικισμούς, καθώς και αυτούς με βλαχικές εγκαταστάσεις, όχι μόνο στον Όλυμπο και στα Μογλενά (αρχαία Αλμωπία, βυζαντινή Ενωτία, και κατά την Οθωμανοκρατία Καρατζόβα), αλλά στην ευρύτερη περιοχή τους, όπως στο βόρειο τμήμα του νομού Λάρισας, στο νομό Πιερίας, και στους νομούς Πέλλας και Κιλκίς. Στον χάρτη για τους βλάχικους οικισμούς και εγκαταστάσεις στον Όλυμπο, την Πιερία και την επαρχία Ελασσόνας (εικ. 15), απεικονίζει, εκτός από τους οικισμούς, και τα χειμαδιά των Βλάχων από διάφορες περιοχές: Αρβανιτοβλάχων, Βεργιάνων, Ολύμπιων, από τα Γρεβενά και από το Άσκιο (Σινιάτσικο). Η πρώτη αυτή προσέγγιση του Κουκούδη στο ζήτημα του εντοπισμού των χειμαδιών των Δυτικομακεδόνων κτηνοτρόφων συμπληρώθηκε αργότερα και από άλλες πιο ειδικές μελέτες για τη νοτιοδυτική Μακεδονία (Κ. Ντάσιου 2014). Ειδικό χάρτη (εικ. 16) παρουσιάζει ο Κουκούδης για τους Βλάχους των Μογλενών, οι οποίοι αποτελούν ιδιαίτερη ομάδα στον κόσμο των Βλάχων της νότιας Βαλκανικής, με διαφορετική καταγωγή από αυτή των υπόλοιπων Βλάχων, την οποία διερευνά ενδελεχώς ο συγγραφέας, τόσο στο μεσαιωνικό παρελθόν της εμφάνισης αυτής της ιδιαίτερης ομάδας, όσο και στην πρόσφατη καθενός οικισμού, στην οποία εγκύπτει με ιδιαίτερη επιμέλεια. Χαρακτηριστικό της εξαντλητικής μελέτης του είναι και το γεγονός ότι ασχολείται και παραθέτει λεπτομέρειες για τη διασπορά των ανταλλαγέντων το 1924 Μουσουλμάνων (εξισλαμισθέντων) Βλάχων της Νώτιας (Ενωτίας) στη σημερινή Τουρκία (τόποι εγκατάστασης και δημογραφικά στοιχεία). Τέλος, παρουσιάζει χάρτη για τη διασπορά των Βλάχων από τα Μεγάλα Λιβάδια του Πάϊκου (εικ. 17) σε όλη την Κεντρική Μακεδονία και ιδιαίτερα γύρω από τη Θεσσαλονίκη, που δείχνει τη μεγάλη εξάπλωση και δικαιολογεί τη διαπιστωμένη επαγγελματική και κοινωνική δραστηριότητα των Μεγαλολιβαδιωτών στη Θεσσαλονίκη. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για τα Μεγάλα Λιβάδια, που ήταν πλημμελώς ερευνημένα από ιστορική και ανθρωπογεωγραφική άποψη, πιστοποίησε ο Κουκούδης με την έκδοση, αργότερα, του ιδιαίτερου πονήματος Τα Μεγάλα Λιβάδια του Πάϊκου (2000).
Στο επόμενο βιβλίο του Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας (2001) (εικ. 18), παρουσιάζει σειρά χαρτών όπου παραθέτει λεπτομερή στοιχεία για τους οικισμούς του Βερμίου το 1822 (εικ. 19), για τους Βεργιάνους Βλάχους (τους Βλάχους της Βέροιας) το 1900-1912 (εικ. 20), τις βλάχικες εγκαταστάσεις της περιοχής Γιαννιτσών το 1996 (εικ. 21) και τις εγκαταστάσεις των Αρβανιτοβλάχων της Κεντρικής Μακεδονίας το 1900-1912 (εικ. 22). Πρόκειται για έναν χώρο που τον γνωρίζει, ίσως, καλύτερα από όλους τους άλλους, δεδομένου ότι βρίσκεται γύρω από την ιδιαίτερη πατρίδα του τη Βέροια. Πρόκειται για ένα έργο εντελώς πρωτότυπο σε όλο του το περιεχόμενο, που καλύπτει ένα επιστημονικό κενό, ιδίως για τις ομάδες των Βλάχων της πεδιάδας της Κεντρικής Μακεδονίας και μπορεί να παραλληλιστεί με το αντίστοιχο έργο του για τους Βλάχους της θεσσαλικής πεδιάδας. Οι «πεδινοί» αυτοί Βλάχοι δεν βρίσκονται πλέον σε ορεινά βοσκοτόπια, ούτε σε ορεινές κοινότητες με ακμαίο οικονομικό και πολιτιστικό παρελθόν, αλλά είναι ομάδες που με τη εγκατάστασή τους στις εύφορες πεδινές περιοχές απέβαλαν τον παλαιότερο ορεινό, κτηνοτροφικό χαρακτήρα τους και απέκτησαν αντίστοιχο γεωργικό. Άλλοι από αυτούς, με την εγκατάστασή τους στα πρόθυρα ή και μέσα στα αστικά κέντρα της πλούσιας Κεντρικής Μακεδονίας αστικοποιήθηκαν. Πολλά γνωρίζαμε λ.χ. για τους Βλάχους του Μετσόβου ή της Μοσχόπολης, αλλά ελάχιστα για τους Βλάχους της Κρύας Βρύσης ή των Γιαννιτσών πριν από τη δημοσίευση των έργων του Κουκούδη. Ενδεικτικοί των πρωτότυπων πληροφοριών που συγκέντρωσε ο συγγραφέας είναι τρεις πίνακες (σελ. 64-73), με δημογραφικά στοιχεία των βλάχικων εγκαταστάσεων της Βέροιας και των Αρβανιτοβλάχικων της Κεντρικής Μακεδονίας (1900-1912), καθώς και κατάλογοι ονομάτων οικογενειαρχών από το Σέλι και το Ξηρολίβαδο (1870), που είναι οι δύο βλάχικοι οικισμοί του Βερμίου. Στο ίδιο βιβλίο του, ο Κουκούδης εντοπίζει και χωροθετεί επίσης όλους τους τόπους των βλάχικων χειμαδιών στην πεδιάδα της Κεντρικής Μακεδονίας, από το Βέρμιο ως τη Θεσσαλονίκη.
Στο βιβλίο του Η Θεσσαλονίκη και οι Βλάχοι (2000), που εκδόθηκε πρώτο χρονολογικά, παραθέτει πληροφορίες ανθρωπογεωγραφικού χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι ανιχνεύονται οι τόποι καταγωγής των Βλάχων της Θεσσαλονίκης από τη βυζαντινή, ακόμα, περίοδο. Ιδίως, όμως, ερευνάται η προέλευση των προσώπων που ξεχώρισαν και διέπρεψαν στην κοινωνική ζωή της πόλης, συμβάλλοντας στην ανάπτυξή της, κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, αλλά και πρωτοστάτησαν στους εθνικούς αγώνες, κυρίως κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, καθώς και στην αντίσταση στη ρουμανική προπαγάνδα. Κεντρική θέση ανάμεσα στους Βλάχους της Θεσσαλονίκης έχουν οι προερχόμενοι από το Λιβάδι Ολύμπου, την Κλεισούρα, το Νυμφαίο και το Κρούσοβο. Ερευνά, ακόμα, τις πρώιμες εγκαταστάσεις Βλάχων γύρω από την πόλη, όπως στο Ασβεστοχώρι, και τις εγκαταστάσεις που προέκυψαν από τη μετεξέλιξη των χειμαδιών των Βλάχων στις πεδιάδες γύρω από τη Θεσσαλονίκη, καθώς και στη Χαλκιδική, ιδίως αυτές που προήλθαν από Βλάχους της Βλάστης και των Ναμάτων της Δυτικής Μακεδονίας (ειδικότερα βλ. Κ. Ντάσιου - Γ. Τσότσος 2014). Είναι το μοναδικό βιβλίο, από τους τέσσερις τόμους της σειράς Μελέτες για τους Βλάχους, όπου οι γεωγραφικές πληροφορίες δεν συνοδεύονται από χάρτες, και αυτό αποτελούσε έναν από τους προσεχείς επιστημονικούς στόχους του Κουκούδη, όπως αναλύεται παρακάτω.
Οι μονογραφίες του Κουκούδη για τη γεωγραφική διασπορά των βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων συμπληρώνονται με τρία ακόμα βιβλία: (1) Η κοινωνική ζωή στα βλαχοχώρια της Μακεδονίας 1900, (2006), που περιέχει πολύτιμο φωτογραφικό υλικό (εικ. 24), (2) Από τη ζωή των Βλάχων στα 1900 (2008) και (3) την αγγλική μετάφρασή του The Life of the Vlachs in 1900 (2008) (εικ. 25). Από το τελευταίο βιβλίο, παραθέτουμε έναν πολύ σημαντικό χάρτη, των βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων στην Ανατολική Μακεδονία στα 1900-1912 (εικ. 26). Στον χάρτη αυτόν αποτυπώνονται, για πρώτη φορά, όλες οι διάσπαρτες πληροφορίες για τις πολλές και ποικίλες εγκαταστάσεις Βλάχων, κυρίως από τη Δυτική Μακεδονία, στην περιοχή των Σερρών, της Δράμας και βορειότερα, στο νοτιοδυτικό άκρο της σημερινής βουλγαρικής επικράτειας. Ο Κουκούδης αποτυπώνει τους τόπους των χειμαδιών, από τους οποίους, με σταδιακή προσαρμογή στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του πεδινού, εύφορου χώρου, προέκυψαν οι μόνιμοι εποικισμοί σε χωριά, πόλεις και κωμοπόλεις. Από την ανάγνωση του χάρτη προκύπτει η μεγάλη πυκνότητα των βλάχικων εγκαταστάσεων στην Ανατολική Μακεδονία, που δείχνει και τη δυναμικότητα και προσαρμοστικότητα του βλάχικου στοιχείου των μητροπόλεων της Πίνδου, το οποίο, με τον εποικισμό πεδινών περιοχών, αποτέλεσε βασικό θετικό παράγοντα της τοπικής ανάπτυξης.
Αν και η χαρτογραφική απόδοση της γεωγραφικής γνώσης στο έργο του κρίνεται άριστη, εν τούτοις τον Κουκούδη απασχολούσε το θέμα της περαιτέρω βελτίωσης της χαρτογράφησης των γεωγραφικών φαινομένων που σχετίζονται με τους βλάχικους οικισμούς και εγκαταστάσεις, όπως η γεωγραφική διασπορά, η ανάπτυξη, οι σχέσεις των οικισμών (οικιστικό δίκτυο), οι μετοικεσίες κ.ά. Γι’ αυτόν τον λόγο και η τελευταία του δημοσίευση, που έγινε σε συνεργασία με την Καθηγήτρια Ιφιγένεια Βαμβακίδου, αφορούσε τον προβληματισμό για το ζήτημα της χαρτογράφησης της βλάχικης διασποράς στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, με χάρτες θεματικούς, περισσότερο ακριβείς και λεπτομερείς, που να περιέχουν και να αποδίδουν πλούσιο πληροφοριακό υλικό, όπως γεωγραφικές συντεταγμένες, δημογραφικά και άλλα ποσοτικά στοιχεία των οικισμών κ.λ.π. Η μελέτη αυτή (Α. Κουκούδης - Ιφ. Βαμβακίδου, «Χαρτογραφώντας τη βλάχικη διασπορά στα Βαλκάνια», στο Διεθνές Συμπόσιο: Πολιτισμός και Χώρος στα Βαλκάνια, 2015), φανερώνει το ζωηρό και αμείωτο επιστημονικό ενδιαφέρον του Κουκούδη για την αποτύπωση της γεωγραφικής γνώσης για τους Βλάχους, και ως το επιστημονικό «κύκνειο άσμα» του πιστοποιεί και επιβεβαιώνει τον χαρακτηρισμό του έργου του ως κυρίως και πρωτίστως ανθρωπογεωγραφικού.
ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΣΤΕΡΗ ΚΟΥΚΟΥΔΗ
Γεωργίος Τσότσος
Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικού
Δρ Πολεοδομίας - Χωροταξίας, Μεταδρ Ιστορικής Γεωγραφίας, τ. Σχολικός Σύμβουλος
Οι Βλάχοι του ελληνικού χώρου
Επιστημονική ημερίδα αφιέρωμα στον Αστέριο Κουκούδη
Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-
Γούναρης, Βασίλης Κ. - Κουκούδης, Αστέρης Ι., «Από την Πίνδο ως τη Ροδόπη: Αναζητώντας τις εγκαταστάσεις και την ταυτότητα των Βλάχων», Ίστωρ 10 (1997), σ. 91-137.
-
Δημητριάδης, Ευάγγελος Π., «Μια πρώτη εκτίμηση της μεταπολεμικής Ιστορικής Γεωγραφίας στην Ελλάδα με πλαίσιο την αγγλοαμερικανική εξέλιξη του κλάδου», Ανθρωπολογικά 8 (1985), σ. 5-19.
-
Δασούλας, Φάνης, Ο αγροτικός κόσμος των Βλάχων της Πίνδου «Χώρα Μετζόβου» (18ος-19ος αι.), Αντ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2019.
-
Έξαρχος, Γιώργης, Οι Ελληνόβλαχοι (Αρμάνοι), τόμος Α΄, Συζητήσεις με τους Α. Γ. Λαζάρου, - Α. Μπουσμπούκη - Κ. Χατζόπουλο - Π. Καμηλάκη - Γ. Πλατάρη - Γ. Παπαδάκη - Κ. Βίρβο - Τ. Μουσαφίρη - Χ. Παπαγιάννη – Σ. Ν. Λιάκο , Καστανιώτης, Αθήνα 2001.
-
Έξαρχος, Γιώργης, Οι Ελληνόβλαχοι (Αρμάνοι), τόμος Β΄, Πηγές της Ιστορίας και της Ζωής των Αρμάνων - Βλάχων, Καστανιώτης, Αθήνα 2001.
-
Καραμανές, Ευάγγελος, Οργάνωση του χώρου, τεχνικές και τοπική ταυτότητα στα Κοπατσαροχώρια των Γρεβενών , Δημοσιεύματα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, Ακαδημία Αθηνών, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 2011.
-
Κουκούδης, Αστέριος Ι., Η Θεσσαλονίκη και οι Βλάχοι, Μελέτες για τους Βλάχους 1, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2000.
-
Κουκούδης, Αστέριος Ι., Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων, Μελέτες για τους Βλάχους 2 , Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2000.
-
Κουκούδης, Αστέριος Ι., Οι Ολύμπιοι Βλάχοι και τα Βλαχομογλενά, Μελέτες για τους Βλάχους 3, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2001.
-
Κουκούδης, Αστέριος Ι., Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας, Μελέτες για τους Βλάχους 4 , Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2001.
-
Κουκούδης, Αστέριος Ι., Η κοινωνική ζωή στα βλαχοχώρια της Μακεδονίας 1900, Έκθεση Φωτογραφιών, Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη 2006.
-
Κουκούδης, Αστέριος Ι., Από τη ζωή των Βλάχων στα 1900, Ίδρυμα Εγνατία Ηπείρου - Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2008 [και μετάφραση στα αγγλικά: Koukoudis, Asterios I., The Life of the Vlachs in 1900, translation Judith Pink - Megas, Egnatia Epirus Foundation - Kapon Editions, Athens 2008].
-
Κουκούδης, Αστέριος Ι., «Η μεσαιωνική Μεγάλη Βλαχία και η βυζαντινή κοινοπολιτεία», Ίστωρ 15 (2009), σ. 49-63.
-
Κουκούδης, Αστέριος Ι., Τα Μεγάλα Λιβάδια του Πάϊκου, Σύλλογος Μεγαλολιβαδιωτών Πάϊκου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000.
-
Κουκούδης, Αστέριος - Βαμβακίδου, Ιφιγένεια, «Χαρτογραφώντας τη βλάχικη διασπορά στα Βαλκάνια», στο Ε. Γαβρά - Κ. Γκιουφή - Γ. Τσότσος (επιμ.), Διεθνές Συμπόσιο: Πολιτισμός και Χώρος στα Βαλκάνια (Θεσσαλονίκη 21-22/11/2014), Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2015, σ. 89-107.
-
Λαγόπουλος, Αλέξανδρος - Φαίδων, «Ιστορικές γεωγραφίες: Υλικές διαδικασίες και δυναμική της σημείωσης», στο Δ. Δρακούλης - Γ. Τσότσος (επιμ.), Ιστορική Γεωγραφία της Ελλάδος και της Ανατολικής Μεσογείου , Αντ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 3-24.
-
Λαζάρου, Αχιλλέας, Βαλκάνια και Βλάχοι, Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Αθήνα 1993.
-
Ντάσιου, Κωνσταντίνα, Εφαρμογή γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών για την καταγραφή και μελέτη ιστορικών συγκοινωνιακών δικτύων: η περίπτωση της Νοτιοδυτικής Μακεδονίας , Διδακτορική διατριβή, Τμ. Πολιτικών Μηχανικών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2014.
-
Ντάσιου, Κωνσταντίνα - Τσότσος, Γεώργιος, «Οι ιστορικές διαδρομές των εποχιακών μετακινήσεων των κοπαδιών της νοτιοδυτικής Μακεδονίας: Η περίπτωση της Βλάστης και των Ναμάτων», στο Λιβάδια - Κτηνοτροφία - Έρευνα και Ανάπτυξη, Πρακτικά 3ου Πανελληνίου Λιβαδοπονικού Συνεδρίου (Θεσσαλονίκη 1-3/10/2014), Ελληνική Λιβαδοπονική Εταιρεία, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 35-40.
-
Παπαζήσης, Δ., Βλάχοι, Κουτσόβλαχοι, Αθήνα 1976.
-
Τσότσος, Γεώργιος, Ιστορική Γεωγραφία της Δυτικής Μακεδονίας: Το οικιστικό δίκτυο 14ος-17ος αιώνας , Αντ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2011.
-
Τσότσος, Γεώργιος, «Οι μετοικεσίες Βλαχοφώνων από τη Βόρειο Ήπειρο στη Δυτική Μακεδονία», Δυτικομακεδονικά Γράμματα Ζ΄ (1996), σ. 326-338.
-
Χρήστου, Κωνσταντίνος, «Οι Αρωμούνοι στο Βυζάντιο έως τον 11ο αιώνα», Ηπειρωτικό Ημερολόγιο 13 (1991), σ. 9-22.
-
Braudel, Fernand, Η Μεσόγειος και ο Μεσογειακός Κόσμος την Εποχή του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας , τ. Α΄, Ο Ρόλος του Περίγυρου, μετάφρ. Κλ. Μιτσοτάκη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1993.
-
Cvijić, Jovan, Remarks on the Ethnography of the Macedonian Slavs, London 1906.
-
Cvijić, Jovan, La péninsule balkanique: Géographie humaine , Paris 1918.
-
Cvijić, Jovan, Questions Balkaniques, Paris - Neuchatel, 1916.
-
Garner, Barry J., «Models of urban geography and settlement location», στο R. Chorley – P. Haggett (επιμ.), Models in Geography, Methuen, London 1967, σ. 303-360.
-
Johnston, Robert J. - Gregory, Derek - Haggett, Peter - Smith, David - Stoddart, David Ross, The Dictionary of Human Geography, Basil Blackwell, Oxford 1981.