Όταν την αποφράδα εκείνη ημέρα της 2ας Σεπτεμβρίου του έτους 1769 άρχισε η τραγική έξοδος των κατοίκων της Μοσχοπόλεως, τότε οι περισσότεροι από αυτούς εγκαταλείποντας για πάντα τις πατρογονικές τους εστίες διεσκορπίσθησαν, ως γνωστόν, σε διάφορα μέρη του ελλαδικού χώρου, κυρίως στη (Δυτική) Μακεδονία, αλλά και του εξωελλαδικού αναζητώντας εκεί καταφύγιο.
Οι τόποι καταφυγής σήμαιναν για πολλούς τόπο οριστικής εγκαταστάσεως, για άλλους πάλι πέρασμα προσωρινό ή διαρκέστερο και κατόπιν ορμητήριο για μετακίνηση προς προσφορότερα για τους ίδιους μέρη.
Τόπος καταφυγής και εγκαταστάσεως προσωρινής ή μονιμότερης, πιθανόν όμως και μόνιμης, υπήρξε και το ορεινό Βλάτσι (ή η ορεινή Βλάτση -επί το λογιώτερον-) της Δυτικής Μακεδονίας, το οποίο κατά τη ρήση του Dusan Popovic απέβη σε εν μικρογραφία Μοσχόπολιν. Σχολιάζοντας τον χαρακτηρισμό αυτόν ο μελετητής της ιστορίας του Βλατσίου Μιχαήλ Καλινδέρης αποδίδει το γεγονός εις το επικρατεστέρως ονομαστόν της Μοσχοπόλεως, ερμηνεία η οποία υπό μίαν έποψη μπορεί να είναι σωστή ανταποκρινόμενη στην ιστορική αλήθεια, υπό άλλην έποψη όμως δεν καλύπτει πλήρως κάποια ερωτηματικά, όπως διαπιστώνεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Μοσχοπολίτες επέλεξαν ως τόπο εγκαταστάσεώς τους αστικά κέντρα κυρίως, τα οποία και σχετικά μεγαλύτερη ασφάλεια παρείχαν και επαρκέστερους όρους προς διαβίωση υπόσχονταν.
Προβάλλουν λοιπόν ευθύς εξαρχής ορισμένα συγκεκριμένα ερωτήματα ως προς την καταφυγή τους στο Βλάτσι, τα οποία καλούμαστε να θίξουμε στο πλαίσιο αυτό και να εξετάσουμε παράλληλα ποια η αντιμετώπισή τους εκ μέρους των ειδικών, Βλατσιωτών κατ' εξοχήν, ασχοληθέντων με την Ιστορία της ιδιαιτέρας τους πατρίδας.
1. Ιστορικές πηγές
Αναφέρω ως πρώτο το θεμελιώδες ερώτημα της υπάρξεως ή μη -ικανών- ιστορικών πηγών και εν γένει Ιστορικών μαρτυριών, που διαφωτίζουν την ιστορική γνώση ως προς το ίδιο το Βλάτσι κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, καθώς και τον βαθμό αξιολογήσεως ή αξιοποιήσεώς τους από τους μέχρι τώρα μελετητές.
Ενώ από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα αρχίζει να συγκεκριμενοποιείται η ιστορική εικόνα του Βλατσίου και με την πάροδο του χρόνου να γίνεται σαφέστερη χάρη στη διαπιστωθείσα γραπτή κυρίως παράδοση, η ιστορική μας γνώση για τον τόπο αυτό ως προς τον 18ο αιώνα, ο οποίος και μας ενδιαφέρει εδώ ειδικότερα, χάνεται στην άχλυ του χρόνου και στην έλλειψη επαρκών ιστορικών μαρτυριών.
Στην έλλειψη αυτή προστίθεται και η πιθανόν μη έγκαιρη αξιοποίηση στο μεταξύ καταστραφέντων εγγράφων και εν γένει αρχειακού υλικού και του ίδιου του Βλατσίου και άλλων δυτικομακεδονικών κοινοτήτων κατά τους ποικίλους πολέμους και ιδίως κατά τον Β' Παγκόσμιο, καθώς και στη μη επαρκή χρήση ιστορικών πηγών προερχομένων από άλλες κωμοπόλεις λ.χ. της Δυτικής Μακεδονίας ή και από άλλες περιοχές εντός και εκτός Ελλάδος, όπου έζησαν και έδρασαν Βλατσιώτες.
Βεβαίως το θέμα των ιστορικών πηγών απασχόλησε σοβαρά ήδη προ πολλού στο παρελθόν επιφανείς Βλατσιώτες επιστήμονες κατά την έρευνα και μελέτη της ιστορίας του Βλατσίου, όπως τον Αντώνιο Κεραμόπουλλο, τον Ιωάννη Βασδραβέλλη και τον ήδη αναφερθέντα Μιχαήλ Καλινδέρη, οι οποίοι και σε αναζήτηση προέβησαν και στον εντοπισμό σοβαρών ιστορικών πηγών και στην ανάλογη αξιοποίησή τους.
Μας διέσωσαν έμμεσα μέρος ικανό από εν τω μεταξύ καταστραφέντα αρχεία, έτσι ώστε το συγγραφικό και εκδοτικό έργο των ερευνητών αυτών και υπό την έποψη αυτή, όπως και εν γένει, να αποτελεί σήμερα τη βάση τόσο για την ιστορική γνώση της Κοινότητας Βλάτσης, όσο και για την περαιτέρω έρευνα και μελέτη του παρόντος θέματος.
Τονίζω μάλιστα ιδιαίτερα πως η χρήση και αντιμετώπιση του επιστημονικού συγγραφικού έργου των επιφανών αυτών ανδρών γίνεται με βαθύτατο σεβασμό και αμέριστη ευγνωμοσύνη, ανεξάρτητα από την κριτική στάση και την ενδεχόμενη ασυμφωνία μου ως προς ορισμένα σημεία.
Το ίδιο ισχύει εξάλλου και για τον εκλαϊκευτικό -θα λέγαμε- τόμο του Ζήκου Τσίρου, καθώς και για τα λογοτεχνίζοντα δημοσιεύματα του Φώτη Βίττη, οι οποίοι παράλληλα προς τους άλλους μας διέσωσαν πολυτιμότατο λαογραφικό κυρίως υλικό, αλλά και ιστορικά στοιχεία για το Βλάτσι, μάλιστα δε ο Τσίρος μας παραδίδει πλήθος ονομάτων Βλατσιωτών και από τη νεώτερη εποχή, τα οποία μπορεί να έχουν και αναδρομική ισχύ, οπωσδήποτε όμως αποτελούν θησαυρό για την ιστορική έρευνα του τόπου.
Θα μου επιτραπεί όμως έξω από όλα αυτά να παρατηρήσω ότι δεν αξιοποιήθηκε δεόντως μία βασική πηγή: η προφορική Ιστορική παράδοση του Βλατσίου, οι ιστορικές μνήμες, τα βιώματα και οι αναμνήσεις των κατά καιρούς γεροντοτέρων Βλατσιωτών και αυτό βαρύνει όλους εμάς τους Βλατσιώτες που ασχολούμαστε με την ιστορία ή με παρεμφερείς προς αυτήν κλάδους, βαρύνει όμως περισσότερο τους λογίους του τόπου των αρχών του αιώνα μας και τους παλαιοτέρους.
Το Βλάτσι υπήρξε στη διαχρονική του ιστορία -τουλάχιστον από τα μέσα του περασμένου αιώνα- τόπος ευνοημένος: και λογίους διέθετε ικανούς, αλλά από όσο γνωρίζω και αιωνόβιους γέροντες.
Αν είχε καταγραφεί και αποθησαυρισθεί η βιωμένη ιστορία εγκαίρως και οι αναμνήσεις οι ιστορικές του τόπου, οι κληροδοτημένες προφορικά από παππούδες και γονείς -αντίστοιχα κάθε φορά-, ήδη η γνώση θα μας οδηγούσε στις αρχές του περασμένου αιώνα και νωρίτερα ακόμη, τότε που τα ιστορικά συμβάντα και τα επακόλουθα της καταστροφής της Μοσχοπόλεως θα ήταν πιο νωπά στη θύμηση και στην παράδοση των ανθρώπων του Βλατσίου.
Βεβαίως τα ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια είναι αλληλένδετα και τα όρια μεταξύ τους όχι σαφή, έτσι ώστε η απάντηση του ενός να αποτελεί και απάντηση (των) άλλων ή να διαφωτίζει και αυτά.
2. Ιστορική υπόσταση και κοινωνική δομή τον Βλατσίου πριν από το ετος 1769
Υπήρξε άραγε το Βλάτσι τόπος καταφυγής Μοσχοπολιτών τυχαίος και υποχρεωτικός λόγος άμεσου ανάγκης ή τόπος κατά κάποιον τρόπο ελεύθερης επιλογής και ανάλογος υπό μίαν έποψη προς τους άλλους τόπους καταφυγής;
Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα που θέτουμε εδώ προϋποθέτει τη γνώση ορισμένων συγκεκριμένων ιστορικών στοιχείων αφορώντων στο Βλάτσι, δηλαδή στην υπόσταση του ως οικισμού ή χωριού και στην πολιτισμική και κοινωνική του δομή πριν από το έτος 1769. Περί αυτών ενδείξεις έχουμε ως επί το πλείστον, η ερμηνεία των οποίων οδηγεί σε συμπεράσματα εμμέσως διαφωτιστικά.
Έτσι η αρχαιότερη αναφερόμενη χρονολογία είναι το έτος 1652, κατά το οποίο μνημονεύονται Βλατσιώτες στη διασπορά, ενώ οι αμέσως επόμενες αντίστοιχες αναφορές, επίσης σε πρόσωπα, ανέρχονται στα έτη 1692 και 1726, καθώς και στο έτος 1737, συνδέονται δε με το όνομα Στογιάννοβιτς και τη Σεμέντρια.
Σε λίγο μεταγενέστερες αναφορές γίνεται μνεία των ελθόντων από το Βλάτσι στη Μητροβίτσα Δημητρίου Πόποβιτς το 1762 αφ' ενός και των αδελφών Μπάικου το 1769 αφ' ετέρου -για να μείνουμε σε ορισμένα μόνο χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Εάν το έτος 1652 ανταποκρίνεται πράγματι στην ιστορική αλήθεια, τότε διασφαλίζεται τουλάχιστο ένα terminus ante quern ως προς την ιστορική υπόσταση του Βλατσίου, διαφωτίζεται παράλληλα και η γνώση περί κινητικότητας των Βλατσιωτών, γεγονός ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τη σχέση του τόπου με άλλες περιοχές και μάλιστα απόμακρες.
Ενδείξεις οδηγούν στην υπόθεση περί καταφυγής κατοίκων του παλαιού γειτονικού οικισμού -ή χωριού- Πεκρεβενίκου στο Βλάτσι ως σε χώρο ασφαλέστερο και περί συνοικήσεως του χώρου.
Το έτος 1661 υπάρχει ο Πεκρεβενίκος κατά πληροφορία του Εβλιγιά Τσελεπή, πιθανόν ακόμη και το 1697 κατά σχετική μαρτυρία, οπότε το τελευταίο αυτό έτος μπορεί να εκληφθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση ως terminus post quern της εν λόγω καταφυγής και της συνοικήσεως του Βλατσίου.
Του χώρου το ασφαλές ή ασφαλέστερον σε σχέση προς άλλους της περιοχής μπορούμε να το συμπεράνουμε και από άλλα συναφή παραδείγματα, όπως λ.χ. από το γεγονός ότι η οικογένεια Χατζηκωνσταντίνου ή Χατζηκώστα από τη Ζέρμα της Δυτικής Μακεδονίας κατέφυγε στο Βλάτσι για τον λόγο αυτόν ακριβώς, όπου και εγκατεστάθη μεταξύ των ετών 1765-1770.
Το επιφανέστερο μέλος της οικογενείας, ο Δημήτριος Χατζηκωνσταντίνου, γεννήθηκε στο Βλάτσι περί το 1765/1770 και είναι γνωστός για τα καθήκοντά του ως γραμματέας στην αυλή του Αλή Τεπελενλή στα Γιάννενα κατά το διάστημα 1798-1807.
Πριν από το 1769 αναφέρονται οι Βλατσιώτες αρματολοί Βράκας και Ντόκος (ή Δόκος) και η δράση τους στη Δυτική Μακεδονία, ενώ κατά την παράδοση αναφέρεται ως συμπράξας με τον Γεώργιο Παπαζώλη στην Πελοπόννησο ο Βλατσιώτης Γιάννης Φαρμάκης.
Του τελευταίου αυτού ανεψιός υπήρξε ο περίφημος Φιλικός και Αγωνιστής του 21 Γιάννης Γεωργίου Φαρμάκης, γεννημένος στο Βλάτσι το 1772, όπου τον ίδιο ακριβώς χρόνο γεννήθηκε και ο Κωνσταντίνος Βέλ(λ)ιος, ο μετέπειτα Βαρώνος της Αυστροουγγαρίας και μέγας ευεργέτης της γενέτειράς του και του Έθνους μας.
Η οικογένεια του Βέλ(λ)ιου (ή Μπέλ(λ)ιου) είχε καταφύγει στο Βλάτσι προερχόμενη από το Λινοτόπι του Γράμμου, όπως και άλλες οικογένειες.
Εκτός από τις άλλου είδους μαρτυρίες περί Βλατσιωτών επιφανών (όχι μόνο στη ιστορία του τόπου, παρά και στη γενική Ιστορία του Έθνους) και τις σχετικές χρονολογίες διασώζονται και μαρτυρίες μνημείων· είναι εκείνες των παλαιών ναών του Βλατσίου, όπου φυλάσσονται εικόνες με ημερομηνίες αναγόμενες στα έτη 1756, 1760, 1761, 1766, καθώς και η αγία Τράπεζα του Ναού του Αγίου Νικολάου με την εγχάρακτη επιγραφή σε μάρμαρο, που φέρει χρονολογία, αψξα = 1761 -ενδείξεις όλα αυτά ιστορικών χρονικών ορίων και απήχηση πολιτισμικής παράδοσης του τόπου.
3. Σχετιζόταν το Βλάτσι με τη Μοσχόπολη πριν από το ετος 1769;
Το τρίτο κατά σειρά ερώτημα είναι αν υπήρχε παλαιότερη σχέση και επικοινωνία ανάμεσα στο Βλάτσι και τη Μοσχόπολη πριν από την καταστροφή της, έτσι ώστε να αποτελέσει αυτό φυσικώ τω λόγω χώρο υποδοχής των προσφύγων κατοίκων της.
Η ειδική ιστορική βιβλιογραφία, η οφειλόμενη στους αναφερθέντες Βλατσιώτες μελετητές, δεν καλύπτει το σημείο αυτό προφανώς από έλλειψη άμεσων πηγών ή πιθανόν από μη διαπίστωση ενδεχομένως υπαρχόντων.
Κάποια συμπεράσματα εξάγονται εμμέσως από επικρατούσα τοπική προφορική παράδοση του Βλατσίου και από ορισμένα ιστορικά δεδομένα.
Κατά την παράδοση λοιπόν το τέμπλο του παλαιοτάτου ναού του Αγίου Νικολάου, το οποίο σώζεται και σήμερα, το μετέφεραν Μοσχοπολίτες πρόσφυγες από την πατρίδα τους και το τοποθέτησαν έκει.
Επίσης κατά την παράδοση χρησιμεύσαν τα κελιά του ίδιου ναού ως προσωρινό τους κατάλυμα. Και ο μεν Βασδραβέλλης θεωρεί τη μεταφορά του τέμπλου από τη Μοσχόπολη ιστορικό γεγονός, ο Καλινδέρης αντίθετα αμφισβητεί την ιστορικότητα της υποστηρίζοντας την άποψη, ότι το τέμπλο πρέπει να έχει κατασκευασθεί επί τόπου, ειδικά για τον ναό αυτόν, από τεχνίτες προερχομένους από τα περί τον Γράμμον-Μοσχόπολιν μέρη, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ίδιος.
Πάντως όποια και να είναι η ιστορική αλήθεια, το γεγονός απηχεί νομίζω σχέση προηγούμενη των δύο τόπων μεταξύ τους.
Και ο Απόστολος Βακαλόπουλος και ο Μιχαήλ Καλινδέρης στηριζόμενοι σε είδηση οφειλόμενη στον Popovic αναφέρουν συνύπαρξη Μοσχοπολιτών και Βλατσιωτών κατά το έτος 1770 στο Σρέμ, Σεμλίνο, Βελιγράδι, Ζέμουν κ.ά..
Σημαντική η πληροφορία και για τη γενικότερη ιστορία της Μακεδονίας και για την ειδικότερη της Μοσχοπόλεως και του Βλατσίου, η οποία όμως δεν διευκρινίζει οπωσδήποτε και το ερώτημα ως προς την ύπαρξη ή μη προηγουμένων σχέσεων ανάμεσα στις δυο γενέτειρες.
Το ερώτημα παραμένει συνεπώς ανοιχτό επί του παρόντος βάσει των δεδομένων και η αναζήτηση αμέσων μαρτυριών είναι κατά την άποψή μου επιβεβλημένη και εδώ, όπως και αλλού -όχι βέβαια οπωσδήποτε και εφικτή- για την καταξίωση της υποθέσεως ενδεχομένως.
Βέβαια η ιστορικά αποδεδειγμένη κινητικότητα των Βλατσιοτών κατά τη συγκεκριμένη εκείνη εποχή και η επικοινωνία τους με τόπους απόμακρους αφ' ενός, αλλά και το ίδιο το γεγονός της καταφυγής των Μοσχοπολιτών στο Βλάτσι αφ' ετέρου, δεν μπορεί παρά να ενισχύουν την υποτιθέμενη σχέση πριν από το έτος 1769.
4. Ποιοι και πόσοι κατά προσέγγιση οι καταφυγόντες στο Βλάτσι Μοσχοπολίτες;
Οι Κεραμόπουλλος και Καλινδέρης αναφέρονται σε προφορική παράδοση του Βλατσίου, σύμφωνα με την οποία το χωριό αποτελούνταν μονάχα από δεκαέξι σπίτια, όταν κατέφυγαν σ' αυτό κάτοικοι των χωριών του Γράμμου και της Μοσχοπόλεως.
Η είδηση αυτή εξυπακούει βέβαια αρκετά μεγάλο αριθμό καταφυγόντων τότε στο Βλάτσι οικογενειών, οπότε θα πρέπει κατά συνέπεια να συνετέλεσαν αποφασιστικά στην επαύξησή του, άν ληφθούν υπ' όψη το μέγεθος και η σπουδαιότητα που απέκτησε η Κοινότητα Βλάστης ήδη από τα τέλη του 18ου, ιδίως όμως από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, όπως διαφαίνεται από γραπτές μαρτυρίες της εποχής εκείνης.
Αλλά πάλι και οι μαρτυρίες που αφορούν στο αμέσως πριν από το 1769 ή στο αμέσως μετά χρονικό διάστημα, 1770/1772, υποδηλώνουν ύπαρξη σημαντικοτέρου οικισμού, οπωσδήποτε με περισσότερα από δεκαέξι σπίτια και θέτουν κατά τη γνώμη μου υπό αμφισβήτηση την προφορική αυτή είδηση.
Και ο Καλινδέρης την αμφισβητεί επίσης ως προς τη συγκεκριμένη εποχή, τη συσχετίζει όμως προς άλλα, παραπλήσια γεγονότα, μεταγενέστερα, παρ' ότι δεν εκφράζεται σαφώς.
Χαρακτηριστικά εν τούτοις ως προς την εποχή που ενδιαφέρει προς στιγμή παρατηρεί ότι ο πυρήνας των καταφυγόντων δεν μπορεί να προσδιορισθεί αριθμητικώς, επειδή... διά τους ευθύς μετά το 1769 προσελθόντας μετοίκους το συγκεκριμένον αναζητείται και εξάγεται εξ ολίγων επωνύμων.
Και πράγματι, αν λάβουμε υπ' όψη τους τρεις κυρίως αναφερθέντες Βλατσιώτες επιστήμονες, Κεραμόπουλλο, Βασδραβέλλη και Καλινδέρη, ο αριθμός των ονομάτων οικογενειών ταυτιζομένων με Μοσχοπολίτες είναι πολύ περιορισμένος και, με ελάχιστες αποκλίσεις, συνοψίζεται κατ' εξοχήν στα εξής ονόματα:
4.1. Δόσιος: Ο Βασδραβέλλης μόνο ανάγει την προέλευση της οικογενείας Δόσιου στη Μοσχόπολη, χωρίς όμως περαιτέρω σχόλια, ενώ οι λοιποί ασχοληθέντες δεν αναφέρονται καθόλου στον τόπο καταγωγής της πριν από τη μετοίκησή της στο Βλάτσι. Κατά τον Καλινδέρη διέθετε η οικογένεια ιδιόκτητη οικία στο Βλάτσι πριν από το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, επιφανέστατα δε μέλη της υπήρξαν οι εξής: Κωνσταντίνος Δόσιος (*1810 Βλάτσι - 1871 Αθήνα), νομικός, Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Ελλάδος, με τρεις γιους, τον Αριστείδη (*1844 Αθήνα - 1881 Αθήνα), τον Λέανδρο (*1847 Αθήνα - 1883 Αθήνα) και τον Αλέξανδρο. Γιός του τελευταίου υπήρξε ο Κωνσταντίνος Δόσιος (*1874 Αθήνα), Χημικός, Πλωτάρχης του Πολεμικού Ναυτικού.
4.2. Δούμπας: Στο περί Θεοδώρου Δούμπα δημοσίευμα του στο Μακεδονικό Ημερολόγιο (1910) γράφει ο Ιωάννης Τσικόπουλος:
Των κατοίκων αυτής (δηλ. της Μοσχοπόλεως) διασκορπισθέντων άλλων αλλαχού, απόμοιρα αυτών προσέφυγεν εις την ορεινήν κωμόπολιν της Δυτικής Μακεδονίας Βλάτσην. Μεταξύ τούτων συγκατελέγετο και η βραδύτερον εις πανελλήνιον κλέος αρθείσα οικογένεια Δούμπα.
Τη Μοσχόπολη θεωρούν τόπο προελεύσεως της οικογένειας Δούμπα επίσης ο Μητροπολίτης Ξάνθης Ιωακείμ Μαρτινιανός, ο Βασδραβέλλης και ο Βακαλόπουλος, ενώ ο Κεραμόπουλλος το Ελληνοτόπιον (= Λινοτόπι) της Πίνδου, άποψη την οποία υποστηρίζει και ο ιστορικός, Καθηγητής του Πανεπιστημίου Βιέννης Max Demeter Peyfuss (με προγόνους και Μοσχοπολίτες Έλληνες), καθώς μου εδήλωσε ο ίδιος προσωπικά σε συζήτησή μας στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο του Συνεδρίου περί Μοσχοπόλεως.
Ο Καλινδέρης αρκείται στην αναφορά απόψεων άλλων μελετητών και δεν εκφράζει ιδίαν γνώμη ως προς την αρχική πατρίδα της οικογενείας Δούμπα, γράφει εν τούτοις χαρακτηριστικά:
Πόσον δυσχερής είναι ο προσδιορισμός του τόπου προελεύσεως έκαστης οικογενείας αρκεί ως παράδειγμα η τον Δούμπα.
Ως καταφυγών στο Βλάτσι μαρτυρείται ιστορικά ο Μιχαήλ Δούμπας, επιφανέστατα δε μέλη της οικογενείας υπήρξαν ο γιος του Στέργιος Μιχαήλ Δούμπας (*1794 Βλάτσι - 1870 Βιέννη), μεγαλέμπορος, Πρόξενος στη Βιέννη και επί σειράν ετών έφορος της Ελληνικής Κοινότητος Βιέννης, καθώς και ο Θεόδωρος Νικολάου Δούμπας (*1818/1820 Βλάτσι - 1880 Βιέννη), επίσης μεγαλέμπορος στη Βιέννη.
Γιοί του Στεργίου υπήρξαν ο Μιχαήλ Δούμπας (Βιέννη) και ο ιδιαίτερα διακριθείς Νικόλαος Δούμπας (*1830 Βιέννη - +1900 Βουδαπέστη) με σπουδές και στην Αθήνα, Γερουσιαστής και Μυστικοσύμβουλος του Αύτοκράτορος της Αυστρίας Ιωσήφ Β'.
Του Θεοδώρου αναφέρονται τρεις γιοί, οι Αστέριος, Νικόλαος και Κωνσταντίνος.
Στο Βλάτσι ήταν ονομαστό το αρχοντικό του Δούμπα ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα, παρέμεινε δε στην ιδιοκτησία της οικογενείας, μέχρις ότου πυρπολήθηκε στα 1944. Για το φερώνυμο σχολείο στη γενέτειρα Βλάτσι θα γίνει λόγος πιο κάτω.
4.3. Κυριαζής ή Κυριάζης και Τσικρίκης-Κυριάζης: Πιθανόν πρώην Δοσίδης κατά τον Καλινδέρη, ο οποίος αμφισβητεί την προέλευση της οικογενείας από τη Μοσχόπολη, υποθέτει δε ότι μόνο κάποια προμαμμή της οικογενείας έλκει την καταγωγή από την περίπυστο πόλη.
Η Καλλιρρόη Τσέτση, σύζυγος του Νικολάου Τσέτση, θυγατέρα του Ηλία Κυριαζή (sic), μου ετόνισε ρητά και κατηγορηματικά πως οι γονείς του πατέρα της, Κυριαζής Κυριαζή (sic) και Καλλιρρόη Μαρκοπούλου-Κυριαζή, ήσαν και οι δύο Μοσχοπολίτες. Έτσι, στην προκείμενη περίπτωση διαθέτουμε μία μαρτυρία άμεσου και αξιόπιστου εκπροσώπου της οικογενείας Κυριαζή. Σημειώνω ότι ιδιόκτητες οικίες της οικογενείας υπήρχαν στο Βλάτσι από παλαιά.
4.4. Μιλιγγέρης: Πολύ αμυδρά η ανάμνησις περί υπάρξεως οικογενείας Μιλιγγέρη, εκεί εις το άκρον, όπου η ομώνυμος βρύσις, γράφει ο Καλινδέρης αναφερόμενος συγχρόνως στον Μητροπολίτη Ιωακείμ Μαρτινιανό, στο βιβλίο του οποίου γίνεται μνεία του άρχοντος Μιλιγγέρου από τη Μοσχόπολη. Ο Τσίρος αντίθετα ομιλεί περί υπαρχόντων στο Βλάτσι απογόνων των Γεωργίου Κούτζου ή Μιλιγγέρου και Μιχαήλ Μιλιγγέρου στηριζόμενος πιθανόν σε παράδοση προφορική.
Πάντως το όνομα Μιλιγγέρης (ή Μιλιγγέρος) ούτε στον πίνακα ιδιοκτητών οικιών στο Βλάτσι αναφέρεται, ούτε μεταξύ των μέχρι στιγμής γνωστών μας εγγράφως παραδοθέντων οικογενειακών ονομάτων του Βλατσίου περιλαμβάνεται, χωρίς αυτό να σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, ότι η έλλειψη αποτελεί κριτήριο αποφασιστικό για κάποιο πόρισμα.
4.5. Μισιρλής: Ο Καλινδέρης αναφέρει επί λέξει ότι πρόκειται για οικογένεια με προέλευση από τη Μοσχόπολη. Σε πράξη του 1872 (ή 1873;) αναφέρεται ο Ζήκος Κ. Μισιρλή (sic) ως ένας από τους εφόρους των σχολείων της Κοινότητος Βλάτσης και ένας από τους επιτρόπους των εκκλησιών της. Υπήρχε ιδιόκτητη οικία της οικογενείας στο Βλάτσι κατά το πρώτο τέταρτο του αιώνα μας.
4.6. Μουσίκος: Και της οικογενείας Μουσίκου την προέλευση ανάγει ο Καλινδέρης στη Μοσχόπολη. Σε λογαριασμό του 1822 του Αρχείου των Αδελφών Γραμματικού αναγράφεται ο Γεώργιος Μουσίκος, στον πίνακα δε Καλινδέρη αναφέρεται ιδιόκτητη οικία στο Βλάτσι πριν από το πρώτο τέταρτο του αιώνα μας.
Επιφανέστατο μέλος της οικογενείας υπήρξε ο Δημήτριος Μουσίκος (*; Βλάτσι - + περί το 1870 Ρουμανία), μεγαλέμπορος στη Ρουμανία και μέγας ευεργέτης της ιδιαιτέρας του πατρίδας, όπως θα δούμε πιο κάτω.
4.7. Μπόντης: Ο Μπόντης εκ προγόνων ητο, κατά τον Popovic, εκ Μοσχοπόλεως, παρατηρεί ο Καλινδέρης, ο ίδιος όμως αμφισβητεί την προέλευση αυτή της οικογενείας Μπόντη και υποθέτει αρχική πατρίδα της τη Γριάτσιανη, όπως θα σχολιάσουμε πιο κάτω. Στο Βλάτσι αναφέρεται ιδιόκτητη οικία των Μπόντη πριν από το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, επιφανέστατα δε μέλη της οικογενείας υπήρξαν ο Γούσιος Μπόντης (*1821 Βλάτσι - + 1875 Βελιγράδι), ο πλουσιώτερος έμπορος Βελιγραδίου και Σερβίας της εποχής του, ο Δημήτριος Μπόντης, Πρόξενος Γιουγκοσλαβίας στο Μοναστήρι περί το 1889, ο Κωνσταντίνος Μιχαήλ Μπόντης και ο Μιχαήλ Τέγου Μπόντης (*; Βλάτσι - f 1872 Βελιγράδι).
4.8. Σίνας: Η καταφυγή και εγκατάσταση στο Βλάτσι μελών της οικογενείας Σίνα από τη Μοσχόπολη θεωρείται γεγονός ιστορικό, καταξιωμένο και από την ύπαρξη στο χωριό της οικίας Σίνα πριν από το πρώτο τέταρτο του αιώνα μας.
Και ο μεν Καλινδέρης ομιλεί απλώς περί κλάδου της οικογενείας, ο Τσίρος εν τούτοις αναφέρεται σε συγκεκριμένα ονόματα Σίνα ως οικητόρων του Βλατσίου, των αδελφών Ευαγγέλου και Νικολάου Σίνα, χωρίς να επικαλείται όμως κάποια προφορική παράδοση ή άλλη ιστορική πηγή.
Διεξοδικότερος στην αναζήτηση και παροχή πληροφοριών αποδεικνύεται σε ειδικό άρθρο του για το «Μπλάτσι» ο αείμνηστος Καθηγητής του Μετσόβειου Πολυτεχνείου Βλατσιώτης Γιώργος Τζιαφέτας, κατά τον όποιο:
α. Η κυριότερη ένδειξη των δεσμών της οικογένειας Σίνα με τη Βλάστη είναι η ιδιόχειρη υπογραφή του Σίμωνος Σίνα στο χρυσοποίκιλτο Ευαγγέλιο του Αγίου Μάρκου στη Βλάστη που υπάρχει μέχρι σήμερα (φερμένο προφανώς από τη Μοσχόπολη). Επίσης
β. Υπάρχουν μαρτυρίες γερόντων στη Βλάστη για τη διανομή του οικοπέδου του παπά-Σίνα, κοντά στον Ι. Ναό του Αγ. Νικολάου. Κατά μαρτυρίες των γερόντων, μετά το θάνατο του παπα-Σίνα, πατέρα του Σίμωνος, το οικόπεδο τεμαχίσθηκε για να εξοφληθεί το «μπόρτζι» (χρέος) που επέβαλαν τότε οι πρόκριτοι (μουχτάρηδες) σαν ένα είδος κληρονομικού δημοτικού φόρου.
Στα ανωτέρω, τα οποία θεώρησα σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια, προστίθεται και μια άλλη μαρτυρία που ενισχύει την αποδοχή της ιδιαίτερης σχέσης της οικογένειας Σίνα με το Βλάτσι. Είναι αυτή που μας παραδίδει ο Φώτης Βίττης:
Μια αρκετά πετυχημένη ζωγραφιά με τη σκηνή του χορού της Μαρίας Σίνα με συνοδό τον πεθερό της (Σίμωνα Σίνα) βρίσκονταν προπολεμικά στο αρχοντικό των αδελφών Ηλία και Χρυσού Κυριαζή Τσικρίκη στη Βλάστη, την οποία θυμάται καλά και η κόρη του πρώτου και ανεψιά μου Καλλιρρόη Ν. Τσέτση. Δυστυχώς όμως με τα πολεμικά γεγονότα και τη γερμανική κατοχή χάθηκε.
4.9. Τζιαχάνης και 4.10. Ζντούκος: Πιθανόν να κατάγονται από τη Μοσχόπολη και οι δύο αυτές γνωστές οικογένειες. Στο Βλάτσι πάντως ήλθαν από τη γειτονική Πιπιλίστα (Νάματα), όπως είναι γνωστό στους Βλατσιώτες και όπως σημειώνει και ο Καλινδέρης, σύμφωνα με τον πίνακα του οποίου η οικογένεια Τζιαχάνη διέθετε ιδιόκτητη οικία στο Βλάτσι κατά το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα.
Ο Γεώργιος Λάιος στο ογκώδες έργο του περί Σίμωνος Σίνα αναφέρει κάπου περιστασιακά το όνομα της γυναικαδέλφης του τελευταίου, της Μαρίας Βρέττα Τσεχάνη, που ζούσε στις Σέρρες περί το 1783. Στο ίδιο έργο αναφέρεται και ο Χατζή-Γεώργιος Τσεχάνης, Μοσχοπολίτης, εγκατεστημένος στη Βιέννη στα 1761.
Από το σύγγραμμα «Μοσχόπολις» του Μητροπολίτου Ξάνθης Ιωακείμ Μαρτινιανού προκύπτει ότι το επώνυμο Βρέτ(τ)ας απαντά στη Μοσχόπολη διαχρονικά, τουλάχιστον από την εποχή της καταστροφής της ως και το 1904. Αναφέρονται λ.χ. ο άρχων Θεόδωρος Βρέττας Ζουπάν, ο οποίος προ και μετά την ερήμωσιν της πόλεως επί σειράν ετών διετέλει... επί κεφαλής της πόλεως, καθώς και ο πρωτότοκος γιος του Κωνσταντίνος Βρέττας Ζουπάν, ιατρός, σύγχρονος και αυτός της καταστροφής της Μοσχοπόλεως, σύγχρονοι συνεπώς και οι δύο της Βρέττα-Τσεχάνη και του Τσεχάνη.
Ως γνωστόν, οι Σέρρες υπήρξαν τόπος καταφυγής Μοσχοπολιτών άμεσος, αλλά και έμμεσος με πέρασμα το Βλάτσι. Η συγγένεια της Μαρίας Βρέττα-Τσεχάνη με τον Σίνα, αλλά και τα δύο επώνυμα της συνηγορούν σε καταγωγή και της ίδιας από τη Μοσχόπολη.
Μέχρι στιγμής δεν έχω διαπιστώσει επώνυμο Βρέττας μεταξύ των (παλαιών) οικητόρων του Βλατσίου, όπου όμως συνυπήρχαν οι τύποι Τζεχάνης/Τζιαχάνης, οπότε Τσεχάνης/Τζεχάνης μπορεί να αποτελούν φωνητική παραλλαγή του αυτού επωνύμου· παρεμφερή παραδείγματα έχουμε.
4.11. Χινοβίτης: Λέγουν ότι και η οικογένεια Χινοβίτον ήλθεν εκ Μοσχοπόλεως, μάλλον όμως προέρχεται από τους Χιονάδες, Χιοναδίτης-Χινοβίτης, σημειώνει επί λέξει ο Καλινδέρης. Το επώνυμο Χιοναδήτης και Χιοναδίτις (sic) αναφέρεται σε πληρεξούσια των ετών 1787 και 1791 του Αρχείου των Αδελφών Γραμματικού, όπως έχω διαπιστώσει, η ετυμολογική συσχέτιση όμως του Χινοβίτης με το επώνυμο αυτό δεν με βρίσκει σύμφωνη, τη στιγμή που δεν μου είναι γνωστός κάποιος ενδιάμεσος μεταβατικός τύπος.
Εκτός τούτου έχω τη ρητή μαρτυρία του Βλατσιώτη φίλου Λεωνίδα Τσιγαρίδα, Ναυάρχου ε.α. του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού (Θεσσαλονίκη), ότι η οικογένεια Χινοβίτη έλκει την καταγωγή από τη Μοσχόπολη. Η μητέρα του Αγγελική Αγγελή-Τσιγαρίδα υπήρξε θυγατέρα της Πηνελόπης Χινοβίτη-Αγγελή και εγγονή του ιατρού Κωνσταντίνου Μιχαήλ Χινοβίτη. Η οικογένεια διέθετε ιδιόκτητες οικίες κατά το πρώτο τέταρτο του αιώνα μας στο Βλάτσι.
Από τη σύντομη επισκόπηση των οικογενειακών ονομάτων των θεωρουμένων ως Μοσχοπολιτών διαπιστώνεται πράγματι ένας εντυπωσιακά περιορισμένος αριθμός Βλατσιωτών έλκοντων την καταγωγή από τη Μοσχόπολη. Βέβαια η παρατήρηση του Καλινδέρη αλλ' εγκαίρως και πριν η παράδοσις εξασθενήση τείνουσα προς απόσβεσιν δεν εδόθη η δέουσα προσοχή προς κάλυψιν ουσιωδών σημείων αφορώντων εις το ερώτημα: Ποίαι οικογένειαι κατέφυγον εις Βλάτσην τότε, πόσαι (τουλάχιστον) και εκ τίνος τόπου εκάστη, είναι πάρα πολύ σωστή και εμπίπτει στην άποψη την οποία εξέφρασα διευρυμένη στην αναφορά μου ως προς τις πηγές, εν τούτοις διακρίνω μία αντινομία γενικά στην αντιμετώπιση του Καλινδέρη γεγονός στο οποίο θα επανέλθουμε πιο κάτω.
5. Σχέση των αποδήμων Μοσχοπολιτών-Βλατσιοτών προς τη γενετειρά τους (ή γενέτειρα των γονέων τους) Βλάτσι
Κάποιες οικογένειες Μοσχοπολιτών-Βλατσιωτών εγκαταλείπουν το Βλάτσι και αυτό συμβαίνει στη δεύτερη συνήθως ή και στην τρίτη γενιά των προσφύγων. Μετοικούν στις Σέρρες, κυρίως όμως στο Βελιγράδι, στη Βιέννη, στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες κ.ά. Εξακολουθούν οι μετοικήσαντες να διατηρούν κατόπιν σχέση προς το ορμητήριο τους Βλάτσι και πως το θεωρούν;
Νομίζω πως ως προς αυτό το σημείο οι αναφερθέντες κυρίως Βλατσιώτες μελετητές υπήρξαν σαφείς και αρκετά διεξοδικοί, βέβαια πάντα σε σχέση προς ορισμένα ονόματα.
Είναι γεγονός ότι οι Μοσχοπολίτες-Βλατσιώτες, όπως και οι λοιποί Βλατσιώτες ανεξάρτητα από τις πατρογονικές ρίζες, σε όλα τα μέρη της διασποράς ευδοκιμούν στον οικονομικό, πολιτικό, διπλωματικό, πνευματικό και κοινωνικό τομέα της δεύτερης πατρίδας τους και διατηρούν παράλληλα αλώβητο το ενδιαφέρον τους και τον σύνδεσμό τους προς τη γενέτειρά τους ή γενέτειρα των γονέων τους Βλάτσι και εκφράζουν έμπρακτα τα συναισθήματά τους ευεργετώντας το.
Πρωτοστατούν κατά κύριο λόγο στην ίδρυση σχολείων στο Βλάτσι (αλλά και άλλου) και φροντίζουν με χρηματικές προσφορές σεβαστές ή με κληροδοτήματα για τη συντήρηση και διατήρηση των ιδρυμάτων αυτών και συντελούν αμέριστα στην προώθηση και την καλλιέργεια των ελληνικών γραμμάτων και στη συνέχιση της εθνικής μας πολιτισμικής παραδόσεως.
Για τις ευεργεσίες τους προς το Βλάτσι διακρίνονται από τους Μοσχοπολίτες Βλατσιώτες ιδιαίτερα ο Στέργιος Μιχαήλ Δούμπα και ο Θεόδωρος Νικολάου Δούμπας, οι οποίοι, όπως εξάγεται από τα κατάστιχα της Κοινότητος Βλάτσης, χρηματοδοτούν το 1843 την ίδρυση φερωνύμου σχολείου στη γενέτειρα (Σκουλειό τ' Ντούμπα) και από το 1846 και μετά και ειδικότερα κατά το 1860-1881 ενισχύουν τα εκεί σχολεία με υψηλά χρηματικά ποσά.
Ο σύνδεσμος του Στεργίου Δούμπα προς τη γενέτειρα, όπου διδάχθηκε και τα πρώτα γράμματα, αντανακλάται και στην επανειλημμένη, την πλήρη σεβασμού μνεία του εκεί διδασκάλου του παπά-Κύρου, απαθανατίσθηκε όμως και στην εγχάρακτη επιτύμβια επιγραφή στη Βιέννη, την οποία κατέγραψε ο Κεραμόπουλλος και παραθέτουμε και εδώ:
Stergio Dumba... / Chef der Firma Gebr. M. Dumba/
Kaiserl. Tiirkischer / Generalconsul... /
geb. zu Blaci / Macedonien 1794 / gest. zu Wien 1870.
Ανεκτίμητη υπήρξε η προσφορά του Δημητρίου Μουσίκου, εμπορευόμενου στη Ρουμανία, ο οποίος ευεργετεί το Βλάτσι με το φερώνυμο κληροδότημα το έτος 1870, με το οποίο Ιδρύεται το «Μουσίκειον Παρθεναγωγεϊον».
Τέλος, ως ευεργέτες των σχολείων του Βλατσίου φέρονται και οι Κωνσταντίνος Μ. Μπόντης και Κωνσταντίνος Δόσιος.
Αναφέρω εδώ επίσης τον νεώτερο ευεργέτη της Κοινότητος Βλάτσης Νικόλαο Κωνσταντίνου Θεμελή, περί του όποιου θα γίνει λόγος στο επόμενο κεφάλαιο. Διατήρηση των οικογενειακών σχέσεων της οικογενείας Μπόντη με το Βλάτσι μνημονεύει ο Κεραμόπουλλος ως προς το έτος 1889 και διατήρηση της ανάμνησης του Βλατσίου ως γενέτειράς τους ως προς το έτος 1934.
6. Ποιες οικογένειες Μοσχοπολιτών παρέμειναν (οριστικά) στο Βλάτσι;
Μετά το κύμα της μετοικεσίας από το Βλάτσι προς άλλα μέρη με την έναρξη του 19ου αιώνα παρέμειναν οπωσδήποτε κάποιες οικογένειες Μοσχοπολιτών και στο Βλάτσι. Από τις αναφερθείσες οικογένειες εξακολούθησαν να κατοικούν στο χωριό ή να διατηρούν έντονο το σύνδεσμό τους προς αυτό ποικιλοτρόπως ως και τις μέρες μας οι Ζντούκου, Κυριαζή ή Κυριάζη-Τσικρίκη, Μισιρλή, Τζιαχάνη, Χινοβίτη.
Χάρη στο Αρχείο των Αδελφών Γραμματικού και τα κατάστιχα της Κοινότητος Βλάτσης καθίσταται εμφανές ότι η μετοίκηση κάποιων άλλων οικογενειών από τις επίσης αναφερθείσες συνετελέσθη μάλλον σταδιακά.
Έτσι το έτος 1820 μνημονεύεται ο Θεόδωρος Δούμπας και το 1822 ο Νικόλαος Δούμπας (δεν ταυτίζονται με τους προηγουμένους) ως διαμένοντες στο Βλάτσι.
Εξ άλλου ο προαναφερθείς Θεόδωρος Ν. Δούμπας, ο οποίος γεννήθηκε στο Βλάτσι το 1818/1820, καθώς ήδη σημειώσαμε, έφυγε κατά τον Καλινδέρη δωδεκαετής από τη γενέτειρα για τις Σέρρες και κατόπιν για τη Βιέννη, όπου και παρέμεινε μόνιμα από το 1850 και εξής. Τελευταία μνεία κατόχων του επωνύμου Δούμπα ως ακόμη κατοίκων του Βλατσίου γίνεται σε δημώδες στιχούργημα του Δημητρίου Χατζηκωνσταντίνου του έτους 1826.
Μέλη της οικογενείας Μουσίκου αναφέρονται ως κάτοικοι του Βλατσίου το 1820, μάλιστα δε ο Γεωργάκης Μουσικος και το 1822.
Ο Κεραμόπουλλος μαρτυρεί ύπαρξη της οικογενείας Μπόντη στο Βλάτσι κατά το έτος 1862, αφηγείται δε χαρακτηριστικά περιστατικά, όπως είπαμε και πιο πάνω, σχέση έχοντα με τον Δημήτριο Μπόντη και την επίσκεψή του το 1889 στο Βλάτσι σε εκεί διαμένοντες συγγενείς του.
Της οικογένειας Μπόντη την καταγωγή από τη Μοσχόπολη την αμφισβητεί ο Καλινδέρης, όπως παρατηρήσαμε και πιο πάνω και συνδέει το όνομα με εκείνο του Μπόγδη από τη Γριάτσιανη, ο οποίος έζησε περί το 1688 κατά τον Popovic. Μάλιστα δε σε σχετικό σχόλιο του ο Καλινδέρης σημειώνει χαρακτηριστικά περί διατεινομένων ότι έλκουν την καταγωγήν από την περιώνυμον Μοσχόπολιν διά φαντασίαν. Βέβαια στην περίπτωση των Μπόντη πρόκειται για επιφανές όνομα του Βλατσίου, διαπιστώνω όμως κατά τα άλλα στον Καλινδέρη κάποια υπερβολική φειδώ ως προς τον χαρακτηρισμό οικογενειών του Βλατσίου ως Μοσχοπολιτών, με αποτέλεσμα να παραμένει ο κύκλος αυτός σχεδόν ερμητικά κλειστός και αριθμητικά ελάχιστος. Και επ' αυτού ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω ότι αυτό δεν μπορεί να οφείλεται κυρίως σε έλλειψη μαρτυριών.
Διέπει τις μελέτες, ιδιαίτερα του Καλινδέρη, κάποιος -διακριτικός μεν, εν τούτοις- αριστοκρατικός εκλεκτισμός, έτσι ώστε Μοσχοπολίτες να είναι αποκλειστικά και μόνο οικογένειες επιφανείς, οι οποίες τελικά εγκαταλείπουν το Βλάτσι ανεπιστρεπτί.
Επανερχόμαστε στον χαρακτηρισμό του Βλατσίου από τον Popovic ως εν μικρογραφία Μοσχόπολιν και στην αναγωγή του γεγονότος από τον Καλινδέρη εις το επικραστέρως ονομαστόν της Μοσχοπόλεως.
Αν λάβουμε υπ' όψη ότι το Βλάτσι ανέδειξε επιφανείς άνδρες και μη Μοσχοπολίτες, όπως τον Φαρμάκη, τον Βέλ(λ)ιο, τους Γερμάνηδες, τον Θωμαΐδη, τον Κεραμόπουλλο κ.ά., τότε παρατηρείται μία ασυμφωνία ανάμεσα στην άποψη του Καλινδέρη και την ιστορική πραγματικότητα του Βλατσίου, που η πρώτη κλονίζεται από τη δεύτερη.
Αν επίσης λάβουμε υπ' όψη το γεγονός ότι όπως εξάγει ο ίδιος ο Καλινδέρης από τον Κώδικα της Σιατίστης, το Βλάτσι είχε προαχθεί ήδη το 1797 σε κωμόπολη και σ' αυτό κατά τη γνώμη του συνέβαλε τα μέγιστα η μετοικεσία κατοίκων εκ των περί τον Γράμμον χωρίων και κωμοπόλεων ως και κωμοπόλεων ως και της περιπύστου Μοσχοπόλεως, τότε, συσχετίζοντας το γεγονός με την προηγούμενη διαπίστωση, νομίζω πως η ρήση του Popovic πρέπει να ερμηνευθεί όχι μόνο «ποιοτικά», παρά και «ποσοτικά» και να υποθέσουμε ικανότερο αριθμό Μοσχοπολιτών καταφυγόντων στο Βλάτσι, οπότε να «αναζητηθή» το «συγκεκριμένον» και σε άλλα επώνυμα οικογενειών του Βλατσίου, εάν βέβαια υπάρχει ακόμη κάποια δυνατότητα.
Παίρνοντας και πάλι αφορμή από το Αρχείο των Αδελφών Γραμματικού αναφέρομαι σε κάποιο επώνυμο του Βλατσίου, το οποίο δεν συγκαταλέγεται μέχρι στιγμής μεταξύ εκείνων των εκ Μοσχοπόλεως, όμως μία επιμελής εξέταση και διασταύρωση πληροφοριών να μπορούσε πιθανόν να το εντάξει.
Σε όλους εμάς τους Βλατσιώτες είναι γνωστή η οικογένεια Θεμελή, με εξέχον μέλος τον ευεργέτη της Κοινότητος Βλάτσης Νικόλαο Κ. Θεμελή. Στον Α' Κώδικα του Βλατσίου από το εν λόγω Αρχείο αναφέρονται ο Γιάννης Θεμελής το έτος 1822 και ο Γιάννης Θυμελή (sic) το έτος 1828 ως κάτοικοι του Βλατσίου. Πρόκειται μάλλον για ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο Κ. Θεμελής φέρεται κατόπιν ως ιδιοκτήτης οικίας στο Βλάτσι κατά το πρώτο τέταρτο του αιώνα μας στον πίνακα Καλινδέρη και μάλιστα με τον χαρακτηρισμό της οικίας του ως «πρώην σχολείον Δούμπα». Επίσης κατά τον ίδιο πίνακα υπήρχε και δεύτερος Θεμελής ιδιοκτήτης οικίας στο Βλάτσι.
Το ίδιο Αρχείο μας διασώζει επιστολή από τις 3 Μαΐου 1844, την οποία απευθύνει ο Ιωάνος (sic) Γ. Μάος από το Βελιγράδι στον πατέρα του Γεόργιο (sic) Μάο στη Βοσκόπολη ή Μοσκόπολη (υπάρχουν εναλλάξ και οι δύο γραφές). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας εδώ παρουσιάζουν οι φράσεις:
πάτερ σας ηδοπηό ότι σάς εστηλα με τον Θεμελί 6 φλορία
και
μανθάνοντας διά τον κυρ Θεμελί ότη εκουρσεφθη
Από την επιστολή δεν εξάγεται ότι ο «κυρ Θεμελίς» είναι οπωσδήποτε Μοσχοπολίτης, εν τούτοις δεν αποκλείεται να αποτελεί κάποιο στοιχείο σημαντικό, όπως σημαντικό στοιχείο είναι και το γεγονός ότι η επιστολή διασώζεται σε οικογενειακό Αρχείο Βλατσιώτη. Το πρώτο ερώτημα είναι πώς βρέθηκε στο Αρχείο αυτό η επιστολή και το δεύτερο άν πρόκειται για απλή ομωνυμία προσώπων με το οικογενειακό Θεμελής ή αν πρόκειται για μέλη της ίδιας οικογένειας. Το επώνυμο Θεμελής υπήρχε στη Μοσχόπολη; Άν ναι, μήπως η οικογένεια του Βλατσίου Θεμελή έλκει την καταγωγή από την περιώνυμο πόλη;
Πάντως κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου περί Μοσχοπόλεως η Κυρία Βαλαούρη- Γερμάνη, Μοσχοπολίτισσα διαμένουσα στην Κορυτσά, μου διεβεβαίωσε ότι το επώνυμο Θεμελής υπήρχε όντως στη Μοσχόπολη.
Η ίδια μου ετόνισε επίσης ότι το επώνυμο του συζύγου της Γερμάνης -επώνυμο και αυτό μεγάλης οικογενείας ευπατρίδων του Βλατσίου και ευεργετών- δεν είναι μοσχοπολίτικο παρά συνδέεται με την περιοχή των Πρεσπών.
Κατά την πρώτη μου αυτή εδώ ενασχόληση με τον προβληματισμό του παρόντος θέματος επεχείρησα και μια σύγκριση ονομάτων οικητόρων της Κοινότητος Βλάτσης, κατά το Αρχείο των Αδελφών Γραμματικού και κατά τα μνημονευθέντα συγγράμματα των Βλατσιωτών, με ονόματα Μοσχοπολιτών, τα οποία εμπεριέχονται στο ευρετήριο του μνημονευθέντος συγγράμματος του Μητροπολίτου Ιωακείμ Μαρτινιανού.
Μία αρχική διαπίστωση είναι ότι κάποια από τα ονόματα απαντούν τόσο στο Βλάτσι όσο και στη Μοσχόπολη, ως παράδειγμα δε παραθέτω εδώ τα έξης:
Βλάτσι | Μοσχόπολη |
1. Βαλαόρις (1822) |
1. Ναούμ Βαλαούρης (1804-1897) τζιότζια μπαλαούρι (1807) κόστη μπαλαούρι (1837) κόστη παλαούρι (1844) Ιουάνης παλαούρι (1822) |
2. Γκόγκας (1900/1925) |
2. τζηότζα γγόγκα (1822) ναούμ γκόγκα (1844) |
3. Λουκάς (1900/1925) | 3. Δούκας (1850) |
4. Λαζο Μούρινας (1806) (Μούρας-Μούρινα;) Μούρας (1900/1925) |
4. Αλύπης Γκικάδια Μούρρα (1901) Λουκάς Γκικαδία Μούρρα (1901) |
5. Νούκας (1900/1925) | 5. Λάμπρος Νούκα (1811) |
6. Nτόκος (Δόκος) (1785/1790) Nτόκος (1900/1925) |
6. Σπύρος Γιανκούση Ντόκου (1901) Διονύσιος Γιανκούση Ντόκου (1901) |
7. Σιδέρυ (1824) Σιδέρης (1900/1925) |
7. Μιχαήλ Γεωργίου Σιδέρης (1750) |
8. Σίμος (1900/1925) | 8. Ιωάννης Σίμος (1750) Χατζή Μιχαήλ Σίμος (1750) |
9. Τέρπας (1900/1925) | 9. Νεκτάριος Τέρπος, ιερομόναχος (18ος αί.) Τέρπος (1821) |
10. Ζάχος Φούντος (1800) | 10. νιτζάς φούντου (1822) Φούντος (1900) |
Η συστηματική περαιτέρω αναζήτηση επωνύμων και η αντιβολή ενδεχομένων πηγών, καθώς και η διασταύρωση πληροφοριών, όπως ήδη ετέθη στην αρχή, μπορούν πιθανόν να οδηγήσουν στη διευκρίνηση της συνυπάρξεως και των ανωτέρω και άλλων επωνύμων στους δύο τόπους, ώστε να διευρυνθεί το φάσμα των γνώσεων μας -κατά προσέγγιση βέβαια- περί των καταφυγόντων στο Βλάτσι Μοσχοπολιτών από υποχρέωση και διάθεση συμβολής στην αποκατάσταση της όχι σπάνια αποσπασματικής εικόνας ως προς την Ιστορία του Μακεδονικού Ελληνισμού, από σεβασμό και αγάπη προς την Ιστορία του ίδιου του Νέου Ελληνισμού.
Τον Δεκέμβριο του 1956 πέθανε σε ηλικία πλέον των εκατό ετών ο πατρικός μου παππούς Στέργιος Βίττης, γεννημένος στο Βλάτσι, όπως και ο πατέρας του Δημήτριος, ίσως και ο παππούς του. Μέχρι και την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας ο Στέργιος Βίττης ασκούσε εμπόριο διαμετακομιστικό με καραβάνια και πάμπολλες φορές είχε διασχίσει τη Χερσόνησο του Αίμου φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη, στο Βουκουρέστι, στο Βελιγράδι και σ' αυτήν τη Βιέννη.
Πολύπειρος, γλωσσομαθής, όμως λακωνικός στη φράση, «Πρώσσος» στην άκρίβεια:
- Είμαστε από τη Μοσχόπολη, τον άκουγαν τα μεγαλύτερα αδέλφια μου πολλές φορές να λέει.
Η θύμηση του Βλατσίου, ο θρύλος της Μοσχόπολης ήσαν από τα πιο αγαπημένα θέματα στις επιτραπέζιες συζητήσεις -ο άρτος ο επιούσιος- του μακαρίτη του πατέρα μου Νικολάου Βίττη από τα παιδικά μας χρόνια. Σίγουρα και πολλών άλλων πατεράδων Βλατσιωτών.
Έτσι προπαντός εξηγείται και η πυκνή προσέλευση Θεσσαλονικέων Βλατσιωτών στο Διεθνές Συνέδριο για τη Μοσχόπολη, η συγκίνησή τους, η ευγνωμοσύνη προς την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και ιδιαίτερα προς τον Πρόεδρό της, ομότιμο Καθηγητή του Α.Π.Θ. κ. Κωνσταντίνο Βαβούσκο, αλλά και προς όσους λαμπρούς ερευνητές είχαν την έμπνευση και την πρωτοβουλία.
Από καρδιάς θα ήθελα ως εν κατακλείδι και από τη θέση αυτή εδώ να ευχαριστήσω τους αναφερθέντες φίλους και συγγενείς για την οποιαδήποτε χρήσιμη πληροφορία τους, όπως και τον εξέχοντα Βαλκανιολόγο και εκλεκτό φίλο Αχιλλέα Λαζάρου για τις συζητήσεις μας και τις λίαν διαφωτιστικές απόψεις του ως προς το πραγματευόμενο θέμα.
Ιδιαίτερα αναφέρομαι στην κ. Μαρία Τσίρου-Δημητρακοπούλου (Θεσσαλονίκη), καθώς και στις κκ. Μαρία Ροπούλου και Άννα Ροπούλου-Βασιλειώρη (Bochum), που χάρη και στη δική τους αγάπη κατέστη δυνατό το παρόν δημοσίευμα και τις ευχαριστώ επίσης από καρδιάς.
Βίττη Ευαγγελία
Βλάτσι (ή Βλάστη) : Τόπος καταφυγής και αφετηρία Μοσχοπολιτών.
Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου για την Μοσχόπολη
Θεσσαλονίκη 31 Οκτωβρίου – 1 Νοεμβρίου 1996
πηγή: http://yaunatakabara.blogspot.gr