Βλάχοι στη Βοιωτία

Χορός στο βλάχικο γάμο (δεκαετία του 1950).  © copyrights Γ. ΚοτσώναςΗ εγκατάσταση και η παρουσία των αλλόγλωσσων Βλάχων στη Βοιωτία δεν έχει ερευνηθεί (ιστορικά, κοινωνικά, πολιτισμικά) στο βαθμό που θα έπρεπε και αυτό γιατί είτε υπήρξε ισχνή και διάσπαρτη πληθυσμιακά, είτε γιατί επισκιάστηκε από την εγκατάσταση και το επιστημονικό ενδιαφέρον για αυτήν άλλων εθνοπολιτισμικών ομάδων, όπως των Αρβανιτών και των Σαρακατσάνων, είτε γιατί ενσωματώθηκαν γρήγορα με το τοπικό στοιχείο.

Λόγω της στενής επαφής τους με το εμπόριο και τις μεταφορές είναι πιο ευκατάστατοι και αστικοποιούνται πιο γρήγορα σε σχέση με τους άλλους κτηνοτρόφους.

1. Ιστορικές αναφορές

Οι ιστορικές αναφορές και μαρτυρίες για την εγκατάσταση Βλάχων στην Βοιωτία είτε απουσιάζουν είτε είναι πολύ ισχνές. Ιστορική μνεία γίνεται για την παρουσία Βλάχων στη Βοιωτία από τον 10ο αι. Ιστορικές πληροφορίες αναφέρουν ότι Βλάχοι υπήρχαν στην περιοχή από την περίοδο ακόμα της Φραγκοκρατίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Σπ. Λάμπρος (1926) αναφέρει ότι κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας Βλάχοι «…πλησιάζοντος του χειμώνος μετηνάστευον εκ της θεσσαλικής Καρδίτσης εις την βοιωτικήν…».

Ο φιλέλληνας περιηγητής Gustave Eichthal στην περιοδεία του στην Ελλάδα (1833-1835) αναφέρεται στην ύπαρξη Βλάχων και Καραγκούνηδων (Αρβανιτόβλαχων σκηνιτών) στην περιοχή της Λιβαδειάς και του Παύλου, στα σύνορα με την Λοκρίδα. Οι Βλάχοι αυτοί ήταν νομάδες ή ημινομάδες κτηνοτρόφοι οι οποίοι μετακινούνταν με τα κοπάδια τους από την Θεσσαλία προς τον βοιωτικό κάμπο. Ο Γάλλος διπλωματικός υπάλληλος Henri Belle στο περιηγητικό του έργο Ταξίδι στην Ελλάδα 1861-1874, τ. Α΄, αναφέρεται στις μετακινήσεις νομάδων Βλάχων με τα κοπάδια τους στην περιοχή της Βοιωτίας οι οποίοι, όπως σημειώνει, «έχουν παράξενη συγγένεια από τη μια μεριά με τους Ρουμάνους και από την άλλη με τους Τσιγγάνους ή Γύφτους», και στη συμμετοχή τους με σφαχτά στα πανηγύρια της περιοχής τα οποία κατεβάζουν από τα βοσκοτόπια του Παρνασσού και του Ελικώνα. Όμως χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στο αν θα πρέπει να ταυτίσουμε τους «βλάχους» νομάδες-κτηνοτρόφους του περιηγητή με την εθνοπολιτισμική ομάδα των Βλάχων.

Ο Weigand που επισκέπτεται την περιοχή στα τέλη του 19ου αι. σημειώνει ότι η δεύτερη πληθυσμική ομάδα που κατοικεί στη Θήβα μετά τους Αρβανίτες είναι οι Αρωμούνοι, οι οποίοι αριθμούν 50 περίπου οικογένειες που είναι εγκατεστημένοι εκεί από τις αρχές του 19ου αι. Αυτοί κατάγονται από τον Άνω Ασπροπόταμο, από την Κότουρη (σημ. Κατάφυτο), τη Λεπενίτσα (σημ. Ανθούσα), την Πύρρα, το Νυμφαίο κ.ά. Ορισμένες οικογένειες (Λούστας, Τζιούτζιας, Κούστας, Δαλαμάγκας, Ζιούρκος, Μπιτίτσιος, κ.ά) είχαν έρθει από το Νυμφαίο (Νέβεσκα) της Φλώρινας στα τέλη του 19ου αι. και ασχολούνταν με το επάγγελμα του χρυσικού, για το οποίο ήταν πολύ φημισμένοι οι Βλάχοι της περιοχής. Κατά πάσα πιθανότητα οι Βλάχοι της Θήβας ανήκαν στις ομάδες των Κουτσόβλαχων και των Γραμμουστιάνων.

2. Εγκατάσταση

Οι Βλάχοι στη Θήβα εγκαταστάθηκαν κυρίως στη δυτική πλευρά της πόλης, γύρω από τον δισυπόστατο ναό της Παναγίας και του Αγ. Δημητρίου και την πηγή Παραπόρτι (αρχαία πηγή της Δίρκης ή του Άρη), η οποία ονομάστηκε «Βλαχομαχαλάς». Για το Πυρί μάλιστα υπάρχει η εκδοχή ότι δημιουργήθηκε ή ενισχύθηκε δημογραφικά από μικρή ομάδα οικογενειών από το βλαχοχώρι του Ασπροποτάμου Πύρρα, όταν αυτό καταστράφηκε το 1823 από τα στρατεύματα του Αλή Πασά.

Η παράδοση για τον τόπο προέλευσης ή καταγωγής τούς προσέδωσε και τους αυτο- και ετερο-προσδιορισμούς όπως Ασπροποταμίτες και Ρουμανόβλαχοι. Η δεύτερη αυτή ονομασία προέκυψε γιατί ορισμένες βλάχικες οικογένειες εγκαταστάθηκαν αρχικά στην περιοχή της Ρουμανίας και στη συνέχεια, μέσω τις ενασχόλησής τους με το εμπόριο και τις τέχνες, επέστρεψαν στην Ελλάδα. Ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία και την τυροκομία αλλά κυρίως με το εμπόριο και τα τεχνικά επαγγέλματα (ράφτες, υφαντές, χρυσικοί κ.ά). Η εγκατάστασή τους στη Θήβα από τις αρχές του 19ου αι. τους συνέδεσε με την δημιουργία, από τα μέσα του 19ου αι., του αποκριάτικου εθίμου του Βλάχικου γάμου.

3. "Βλάχος" και βλάχικη γλώσσα

Οι απόγονοι των Βλάχων της Θήβας διατηρούν την μνήμη της καταγωγής τους αλλά δεν μιλούν εδώ και δύο γενιές την βλάχικη γλώσσα. Για την εγκατάσταση των Βλάχων στη Θήβα χαρακτηριστικά είναι τα λόγια της βλάχικης καταγωγής πληροφορήτριας:

«Εμείς αφομοιωθήκαμε στη Θήβα γιατί ήρθαμε πρώτοι και ξέρανε να χειρισθούνε τα πράγματα. Πιάσανε το εμπόριο και αφομοιωθήκανε με τους Θηβαίους…Ξέρουν ότι είμαστε Βλάχοι στη Βλαχογειτονιά αλλά τώρα δεν λένε Βλάχος. Τίποτα. Δεν ξέρουν... Ο μπαμπάς μου και εμείς είμαστε γεννημένοι στη Θήβα. Δύο και τρεις γενιές… τελειώνει η Βλαχιά ... Ο παππούς και η γιαγιά ήξεραν βλάχικα, δεν επέτρεπαν όμως πολλές συζητήσεις γύρω από τη γλώσσα. Ήθελαν να μην την ξέρουν… Δεν κάναμε τίποτα βλάχικα εκεί στη Θήβα. Εμείς πηγαίναμε στο χωριό για να δούμε γάμο. Βλάχοι ήταν όταν ήρθανε, μετά γίνανε Ευρωπαίοι όλοι. Δεν είχανε τη σκέψη των Βλάχων. Πήρανε άλλο ύφος. Ήρθανε σε μια πόλη… Μικρή ήτανε, αλλά ήτανε μεγάλη γι’ αυτούς. Δεν είχανε ούτε συλλόγους, ούτε τίποτα, για να έχουμε μια ανάμνηση. Μόνο το Βλάχικο γάμο… Αυτοί το φέρανε, οι Βλάχοι…».

Ο όρος «βλάχος» χρησιμοποιείται ευρέως μέχρι σήμερα για αναφορά σε ομάδες και άτομα τα οποία ασχολούνται με την κτηνοτροφία ή κατάγονται από κτηνοτροφικές οικογένειες αλλά δεν ανήκουν στην εθνοπολιτισμική ομάδα των Βλάχων ούτε μιλούν την βλάχικη γλώσσα.

Οργανοπαίχτες στο βλάχικο γάμο (δεκαετία του 1950).  © copyrights Γ. ΚοτσώναςΟργανοπαίχτες στο βλάχικο γάμο (δεκαετία του 1950). © copyrights Γ. Κοτσώνας

 

Ο Βλάχικος γάμος


1. Εισαγωγικά

Η Θήβα κατέχει αδιαμφισβήτητα ξεχωριστή και ιδιαίτερα σημαντική θέση στον πανελλήνιο χάρτη των λαϊκών δρώμενων με το γνωστό σε όλους αποκριάτικο έθιμο του βλάχικου γάμου. Πρόκειται για ένα ανοιξιάτικο ευετηρικό, ευγονικό δρώμενο, το οποίο κορυφώνεται την Καθαρά Δευτέρα. Τελείται δηλ. στο μεταίχμιο, τη μεταβατική περίοδο, το πέρασμα από τη χειμερινή, χειμάζουσα περίοδο στην ανοιξιάτικη, την ανθοφορούσα και αναγεννησιακή.

2. Καταγωγή του εθίμου

Το έθιμο έχει όλα τα στοιχεία του γαμήλιου τελετουργικού, καθώς πρόκειται για έναν «ιερό» γάμο, και έχει έντονα συμβολικό και μαγικοθρησκευτικό χαρακτήρα που στοχεύει στη διασφάλιση της γονιμότητας και της ευκαρπίας της γης και των ανθρώπων. Η επιτυχής τέλεση ενός γάμου μεταξύ των ανθρώπων, στον οποίο συμμετείχαν εμφανώς μόνο άντρες σε όλους τους πρωταγωνιστικούς και δευτερεύοντες ρόλους (με τις γυναίκες να έχουν σιωπηρή, αλλά ουσιαστική συμβολή στην έκβαση του δρώμενου), λειτουργεί συμβολικά, ομοιοπαθητικά, προτρεπτικά για την αίσια έκβαση του επιδιωκόμενου στόχου, που δεν είναι άλλος από τη γονιμοποίηση και την καρποφορία της γης, και αποτρεπτικά για κάθε επιβουλή και κακό.

Ο αρχικός –αρχετυπικός, θα λέγαμε– πυρήνας του εθίμου εμπεριέχει την αγωνία για την αναγέννηση της φύσης και την εξασφάλιση της καλοχρονιάς, μεταφέροντας αρχέγονες δοξασίες ενός μυθολογικού παρελθόντος (Διόνυσος, Βάκχες) –καθώς η Θήβα θεωρείται μια από τις πατρίδες του Διονύσου–, όσο και νεωτερικές αφηγήσεις για την καταγωγή και λειτουργία του, αλλά και αγωνίες και αγώνες για μια «καλή χρονιά».

Το έθιμο, σύμφωνα με τους τελεστές αλλά και τους μελετητές του, αποτελεί μια σατυρική εκδοχή του γαμήλιου τελετουργικού και των κανόνων του γάμου, όπως αυτός τελούνταν από τους «Βλάχους» της Θήβας, είτε πρόκειται για την εθνοπολιτισμική ομάδα των Βλάχων του Ασπροποτάμου είτε για την ποιμενική ομάδα των Σαρακατσάνων, καθώς και οι δύο ομάδες εγκαταστάθηκαν σταδιακά στον αστικό χώρο της Θήβας από τα μέσα του 19ου αιώνα, σύμφωνα με προφορικές και ιστορικές μαρτυρίες.

Το τελετουργικό του βλάχικου γάμου στηρίζεται κυρίως στην αναβιωμένη εκδοχή του εθίμου κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1950.

3. Περιγραφή του εθίμου

α. Το δρώμενο ξεκινά την Τσικνοπέμπτη με το πιάσιμο των προζυμιών. Οι Βλάχοι (με τον όρο αυτόν αναφέρονται όσοι συμμετέχουν στο έθιμο), φορώντας το φέσι και ένα κόκκινο μαντίλι στο λαιμό, συγκεντρώνονται στην κεντρική πλατεία του Αγίου Ιωάννη του Καλοκτένη, ανάβουν φωτιές, πίνουν και χορεύουν υπό τους ήχους της πίπιζας και του νταουλιού και, στη συνέχεια, διασκεδάζουν χορεύοντας σε κέντρα και ταβέρνες (παλιότερα στα σπίτια).

β. Η εβδομάδα που ακολουθεί μέχρι την Κυριακή της Τυρινής, αν και φαινομενικά ήσυχη, χαρακτηρίζεται από έντονη, αλλά όχι έκδηλα αντιληπτή, κινητικότητα και αγωνία για τις προετοιμασίες της τέλεσης του εθίμου. Οι παρέες-ομάδες, οι οποίες αρχικά, μετά την αναβίωση του εθίμου, ήταν δύο και στη συνέχεια έφτασαν τις 6-8 (ίσως και 10), συνήθως σε ζυγό αριθμό, καθώς συντάσσονται ισοδύναμα στην πλευρά της νύφης και του γαμπρού, ανασυγκροτούνται κάτω από τις οδηγίες του «Καπετάνιου». Κάθε ομάδα αποτελείται από τον Καπετάνιο, τον Πανούση, που είναι ο βοηθός του, και τα παλικάρια, 20-30 άτομα ντυμένα με τις «βλάχικες» ενδυμασίες. Παλαιότερα στις ομάδες αντιπροσωπεύονταν και οι Λιάπηδες (Τουρκαλβανοί, κατά μια εκδοχή, που παρουσιάζονταν με τις λερές, μακριές φουστανέλες) και οι Μακεδόνες (με ιδιαίτερες ενδυμασίες και περικεφαλαίες). Με την παρουσία και την αντιπροσώπευση αυτών των διαφορετικών εθνοτικά και πολιτισμικά ομάδων δηλώνεται η σχέση με την ετερότητα (τον «άλλο») και η συγκρότηση της ταυτότητας, στοιχεία που εκφράζουν, το δίχως άλλο, την πολυπολιτισμικότητα του δρώμενου.

γ. Την Κυριακή της Τυρινής, νωρίς το απόγευμα, κάθε παρέα ξεκινά από το σπίτι του Καπετάνιου με τη συνοδεία της μουσικής ζυγιάς, για να συγκεντρώσει τα παλικάρια του περνώντας από κάθε σπίτι· εκεί τους υποδέχονται με μεζέδες, κρασί και χορό. Σμίγουν όλες οι παρέες στην κεντρική πλατεία, καθεμιά κάτω από το φλάμπουρό της, μέσα σε ένα ηχητικό και χορευτικό πανδαιμόνιο. Όλα όμως τελούνται, ή πρέπει να τελούνται, κάτω από τους αυστηρούς κανόνες πειθαρχίας, καθώς στο όλο παραστατικό των ομάδων διακρίνεται ο στρατιωτικός-πολεμικός χαρακτήρας του, που μας παραπέμπει στο τελετουργικό του γάμου.

δ. Η Καθαρά Δευτέρα είναι η κατεξοχήν μέρα τέλεσης του γάμου. Ξεκινά πολύ πρωί, με το σκάρο, το άναμμα των φωτιών και το ψήσιμο της προπύρας, πάντα με τη συνοδεία μουσικής και χορού. Στο τέλος του πρωινού οι παρέες –χωριστά της νύφης και του γαμπρού, καθεμιά συνταγμένη κάτω από το φλάμπουρο και υπό τους συνεχείς, οξείς και εκκωφαντικούς ήχους της πίπιζας και του νταουλιού– ξεκινούν χοροπηδώντας, φωνάζοντας και κραδαίνοντας το ισχυρό τους σύμβολο, τις γκλίτσες, για τον τόπο συγκέντρωσης, όπου θα γίνουν τα προξενιά, το τάξιμο της προίκας και, τέλος, τ’ αρρεβωνιάσματα. Παλαιότερα συγκεντρώνονταν στην πηγή του Άρεως και, στη συνέχεια, στο ξωκλήσι της Αγίας Τριάδας: όλοι τόποι με νερό, αγαθό ζωτικής σημασίας για την πόλη.

ε. Η πομπή, με ανάμεικτα παραδοσιακά αλλά και νεωτερικά στοιχεία και σύμβολα από το γαμήλιο τελετουργικό, διαγράφει στην ουσία μια κυκλική πορεία που συνδέει τόπους ζωτικής σημασίας για την κοινωνία και καταλήγει στην κεντρική πλατεία, από όπου είχε ξεκινήσει, για να ολοκληρωθεί με τους καλύτερους οιωνούς το μυστήριο.

στ. Προσκόμματα, όμως, και μάλιστα σοβαρά, εμποδίζουν την ομαλή έκβαση. Το ατίμασμα της νύφης σε μια αυστηρών αρχών ανδροπατρογραμμική κοινωνία οδηγεί στην εκ νέου διαπραγμάτευση των όρων προικοδότησης της νύφης και στην απαίτηση για πανωπροίκι. Στο τέλος όμως τίποτα δεν εμποδίζει την αίσια έκβαση του γεγονότος.

ζ. Και ενώ όλα βαίνουν καλώς και μέσα σε ένα γενικό κλίμα ευφορίας και χαράς για την καλοχρονιά και την ευφορία της γης… συμβαίνει το αναπάντεχο: ο γαμπρός (ή κάποιο από τα παλικάρια) πέφτει νεκρός! Ο θάνατος τούτη την ώρα σημαίνει καταστροφή! Το γεγονός του θανάτου αντιμετωπίζεται με τη δέουσα σοβαρότητα και το θρήνο. Φροντίδα για το νεκρό παλικάρι, αναμμένα κεριά, μοιρολόγια και αλαλαγμοί, χτυπήματα στο πρόσωπο και στο στήθος, αργός και βαρύς κυκλικός χορός γύρω από το λείψανο (ο χορός του πεθαμένου)… αλλά και βωμολοχίες ικανές να επιφέρουν το αδύνατο. Την ανάσταση! Την ανάσταση μαζί για την προσδοκώμενη αναγέννηση της φύσης, την καρποφορία της γης, την εξασφάλιση για τη συνέχιση της ζωής, για να «μην πάει η χρονιά χαμένη», όπως λέει το σχετικό τραγούδι. Η συνέχεια είναι γλέντι και χορός μέχρι την επομένη το πρωί! Ο γάμος ολοκληρώνεται, παρά τα προσκόμματα και τις αναποδιές.

η. Το έθιμο του βλάχικου γάμου ολοκληρώνεται το Σάββατο των αγίων Θεοδώρων, σύμφωνα με το γαμήλιο τελετουργικό.

Αποκριάτικο δρώμενο του βλάχικου γάμου γίνεται την Κυριακή της Τυρινής με παρόμοιο τελετουργικό στα Βάγια Βοιωτίας. Το δρώμενο αυτό ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και έκτοτε (από το 1960 και μετά) πραγματοποιείται σχεδόν ανελλιπώς μέχρι σήμερα. Πρόκειται για μια τελετουργική αναπαράσταση / επιτέλεση βλάχικου γάμου, ο οποίος παρά τις δυσκολίες και τα παζαρέματα, ολοκληρώνεται ανάμεσα στις δύο κτηνοτροφικές οικογένειες –του γερο-Δήμου και του γερο-Ζήση–, των οποίων τα κοπάδια ξεχειμάζουν στην περιοχή.

Βλάχοι στη Βοιωτία - Βλάχικος γάμος
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Βοιωτία
Οικονόμου Ανδρομάχη
Δρ Εθνολόγος-Κοιν. Ανθρωπολόγος, Δ/ντρια Ερευνών Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας (ΚΕΕΛ), Ακαδημία Αθηνών
Για τον Βλάχικο γάμο της Θήβας μπορείτε επίσης να διαβάσετε στοιχεία στην ιστοσελίδα της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας

 

Βιβλιογραφία

Καλαϊτζάκης Θ.Ε., Η Ανατολική Στερεά Ελλάδα και η Βοιωτία στον Ύστερο Μεσαίωνα (ca 1400-1500). Η μετάβαση από την Ύστερη Φραγκοκρατία στην Πρώιμη Τουρκοκρατία, Ηρόδοτος, Αθήνα 2002
Balta Ε., "Rural and urban population in the sançak of Euripos in the early 16th century", Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών της Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών, ΚΘ΄, 1990-1991, 55-85, με περίληψη στα ελληνικά 175-185.
Αλεξάκης Ε., "Εθνοτικό μωσαϊκό και πολιτισμικές διεργασίες στη νεότερη Βοιωτία. Ανθρωπολογική προσέγγιση", Επετηρίς Εταιρείας Βοιωτικών Μελετών, 4:2, 2008, 239-266
Kiel M., "Livadeia", Bosworth, C.E. et al. (eds), The Encyclopedia of Islam, 5, 1986, The Encyclopedia of Islam
Ανδριώτης Ν., "Πληθυσμιακή και οικιστική εξέλιξη της επαρχίας Θηβών (19ος-20ός αι.)", Πρακτικά Γ΄Διεθνούς Συνεδρίου Βοιωτικών Μελετών, Επετηρίς της Εταιρείας Βοιωτικών Μελετών, τ.3/Β, 2000, 649-672
Δημητρόπουλος Δ., "Το οικιστικό πλέγμα της περιοχής της Λιβαδιάς (τέλη 18ου-αρχές 19ου αι.)", Ιστορικά, 42, 2005, 75-112
Eichtal G., "Οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα μετά το 1821,", Μπάυρον, 3, 1993
Friedl E., Vassilika: A village in Modern Greece, New York 1962
Κατσιμπάρδης Γ., Βλάχοι και Βάκχοι στη Θήβα, Αθήνα 1977
Κουκούδης Α., Μελέτες για τους Βλάχους τ.2. Οι Μητροπόλεις και η διασπορά των Βλάχων, Θεσσαλονίκη 2000
Λαζάρου Α., "Στοιχεία αρχαίας βοιωτικής διαλέκτου στο γλωσσικό ιδίωμα της Ελληνοβλάχων", Πρακτικά Β΄Διεθνούς Συνεδρίου Βοιωτικών Μελετών, Επετηρίς της Εταιρείας Βοιωτικών μελετών, τ. 2/Β, 1995, 1253-1282
Λάμπρου Γ., Ο Βλάχικος Γάμος της Θήβας, Αθήνα χ.χ.
Λούστας Ν., Η ιστορία του Νυμφαίου-Νέβεσκας-Φλωρίνης, Θεσσαλονίκη 1994
Μέγας Γ.Α., "Ο Βλάχικος Γάμος των Θηβών", Λαογραφία, 17, 1958, 637-638
Οικονόμου Α., "Από το νομαδισμό στην αστικοποίηση: κοινωνική και πολιτισμική οργάνωση του αστικού επαρχιακού χώρου", Σπυριδάκης, Μ. (επιμ.), Μετασχηματισμοί του χώρου. Κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις, Αθήνα 2009, 49-68
Πουλιόπουλος Ν., Ο Βλάχικος Γάμος, Αθήνα 1966
Weigand G., Οι Αρωμούνοι (Βλάχοι) τομ. 1. Ο χώρος και οι άνθρωποι, Θεσσαλονίκη 2001, Thede Kahl

Βλάχικος γάμος Θήβας.  © αρχείο Γ. ΚοτσώναςΒλάχικος γάμος Θήβας. © αρχείο Γ. Κοτσώνας

Βλάχικος γάμος Θήβας.  © αρχείο Γ. ΚοτσώναςΒλάχικος γάμος Θήβας. © αρχείο Γ. Κοτσώνας

Αναζήτηση