Λεξικό
Βλαχο-ελληνικό λεξικό με λέξεις που ανανεώνονται καθημερινά.
Μπορείτε εύκολα να προσθέσετε λέξεις - λήμματα τα οποία δημοσιεύονται μετά από έγκριση του διαχειριστή.
Λεξικά
Λήμμα | Ερμηνεία (μετάφραση) |
---|---|
λα |
ο (άρθρο)
|
λάλι |
θείος
|
λάου |
πλένω
|
λάπτι |
γάλα
|
λατούρι |
βρωμιά
|
λιέγκου, λέγκου |
δένω
|
λιλίτσε, λιλούτσε |
λουλούδι
|
λίμπα |
γλώσσα
|
λινγκέρε |
μεαταλλικό πιάτο, ρηχό, πιατέλα
|
λίνγκουρα |
κούταλι
|
λιστρούφι |
φράουλες
|
λόκου |
τόπος
|
λουάτου |
μεταφορικά τρελλός, βλαμένος, αρπαγμένος, παρμένος |
λούμι |
κόσμος, άνθρωποι (βλ. ντουνιάου)
|
λούνα |
σελήνη, φεγγάρι
|
λούνε, λουν |
Δευτέρα
|
λούπου |
λύκος
|