Λεξικό
Βλαχο-ελληνικό λεξικό με λέξεις που ανανεώνονται καθημερινά.
Μπορείτε εύκολα να προσθέσετε λέξεις - λήμματα τα οποία δημοσιεύονται μετά από έγκριση του διαχειριστή.
Λεξικά
Λήμμα | Ερμηνεία (μετάφραση) |
---|---|
φάγκου, αλνέι ντι φάγκου |
οξυά, κλαδιά από οξυά
|
φάκου |
φτιάχνω
|
φάκου σ' φέτσι , ου φέτσι |
κάνω, έγινε, το έκανε
|
φαντάνα |
πηγή
|
φιάρικα, φέρικα |
φτέρη
|
φιάτα |
κοπέλα
|
φιάτα |
κορίτσι
|
φιτσόρλου |
παιδί ή αγόρι
|
φόκου |
φωτιά
|
φόμι |
πείνα
|
φούρλου |
κλέφτης
|
φούρου |
κλεφτης, κλέβω
|
φούσου |
αδράχτι - άξονας - άτρακτος
|
φουτζί |
έφυγε
|
φράτε |
αδερφέ (προσφώνηση)
|
φράτι |
αδερφός
|
φράτι |
αδελφός
|
φράτου |
αδερφός
|
φρίγκου |
κρύο (επίρρημα, πχ φάτσι φρίγκου = κάνει κρύο)
ψήνω (ρήμα) |