Λεξικό
Βλαχο-ελληνικό λεξικό με λέξεις που ανανεώνονται καθημερινά.
Μπορείτε εύκολα να προσθέσετε λέξεις - λήμματα τα οποία δημοσιεύονται μετά από έγκριση του διαχειριστή.
Λεξικά
Λήμμα | Ερμηνεία (μετάφραση) |
---|---|
βα |
θα (βα σ' ντούκου ακλό = θα πάω εκεί), θέλει (τσι βα αέστου = τι θέλει αυτός)
|
βάκα |
αγελάδα
|
βάλιε |
κοιλάδα
|
βεάρα |
Καλοκαίρι
|
βέγκλιου, βέγκιου |
φυλάγω
|
βεντ, βεντς, βέντι, βιντέμ, βιντέτς, βεντ |
βλέπω,βλέπεις,βλέπει,βλέπουμε,βλέπεται,βλέπουν.
κοιτώ
|
βέντουα |
χήρα
|
βέντουου |
χήρος
|
βέστου |
αυτός που περιέχει μαλλί, ρούχο που είναι κατασκευασμένο από μαλλί, μάλλινος
|
βεχώρε |
ποτέ
|
βινίς |
ήρθες
|
βίνιτου |
κυανός
|
βίντου |
αέρας
|
βιργέρι |
μάλωμα
|
βόι |
εσείς
|
βόι, νου βόι, τι βόι, βρέι |
θέλω, δε θέλω, σε θέλω, θέλεις
|
βούλπια, βούλπε |
αλεπού
|
βούλτουρου |
αετός
|