Το υπό εξέταση θέμα διαπραγματεύεται για πρώτη φορά συνολικά την ελληνική εκπαίδευση στο συγκεκριμένο χώρο της Βόρειας Ηπείρου κατά την ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Παρουσιάζονται και ερμηνεύονται τα εκπαιδευτικά προγράμματα του ελληνικού πληθυσμού της Βόρειας Ηπείρου και αναδεικνύεται η σχέση της εκπαίδευσής τους με τα ελληνικά γράμματα και την ελληνική παιδεία, καθώς και η ταυτότητα της εκπαίδευσής τους με τη χριστιανική και την εθνική υπόσταση του Ελληνισμού.
Ερμηνεύονται οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες των Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου κάτω από τις παντοειδείς δυσχέρειες και πιέσεις κατά τη διάρκεια των επίμαχων χρόνων της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και παρουσιάζεται η οργάνωση και η λειτουργία της εκπαίδευσης κάτω από την προστασία και τη χορηγία των τοπικών κοινωνιών, της κοινοτικής αυτοδιοίκησης και την οικονομική αρωγή των ευεργετών και δωρητών. Αποδεικνύεται πως η ελληνική εκπαίδευση με τα εκατοντάδες ελληνικά σχολεία και τους χιλιάδες Έλληνες εκπαιδευτικούς (διδασκάλους και διδασκάλισσες) και Έλληνες μαθητές (αγόρια και κορίτσια) επιτέλεσε ένα εκπαιδευτικό, πολιτιστικό και εθνικό έργο υψίστης σημασίας για τον Ελληνισμό, ενάντια στα εθνικιστικά κινήματα και στα προπαγανδιστικά ρεύματα της εποχής.
Κατά την πορεία της αναζήτησης των αρχειακών πηγών και της δημοσιευμένης βιβλιογραφίας διαπιστώθηκε η πληθώρα των αναξιοποίητων μέχρι σήμερα σημαντικών και βασικών πληροφοριών που έρχονται να προσθέσουν πολύτιμα στοιχεία στον εκπαιδευτικό χάρτη της Βόρειας Ηπείρου, τέτοια που αναθεωρούν πολλές μέχρι σήμερα απόψεις και θεωρήσεις και επαναπροσδιορίζουν το μέγεθος και τη δυναμική της ελληνικής εκπαίδευσης, της παιδείας και του πολιτισμικού και πνευματικού επιπέδου όλου του ελληνικού στοιχείου του βορειοηπειρωτικού χώρου.
Προς την κατεύθυνση αυτή καταβλήθηκε η βέλτιστη προσπάθεια ώστε τα νέα στοιχεία να αξιοποιηθούν κατά τον πλέον προσήκοντα τρόπο με τελικό σκοπό την ουσιαστικότερη θεώρηση και παρουσίαση του όλου θέματος. Με την έννοια αυτή, τα νέα στοιχεία που προκύπτουν έχουμε τη γνώμη ότι παρουσίασαν την ελληνική εκπαίδευση της Βόρειας Ηπείρου με νέα θεώρηση και ουσιαστικότερη «εικόνα» και ότι συμβάλλουν σημαντικά στη μελέτη της Ιστορίας της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης του βορειοηπειρωτικού, αλλά και 20 του εν γένει βορειοελλαδικού χώρου κατά τα χρόνια της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η όλη πορεία και η διαδικασία της περισυλλογής των στοιχείων, της αξιοποίησης και της μελέτης τους τέθηκε κάτω από την πολύτιμη εποπτεία και διαρκή συμβουλευτική αρωγή και παρακολούθηση του εποπτεύοντα καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ιωάννη Κογκούλη, ο οποίος στάθηκε ο διαρκής σύμβουλος και παραστάτης. Για το όλο του ενδιαφέρον και την επιστημονική του καθοδήγηση τον ευχαριστώ ολόψυχα από τη θέση αυτή και δημόσια του εκφράζω τη δέσμευσή μου ότι θα προσπαθήσω δια βίου να ανταποκριθώ στον επιστημονικό χώρο που με εισήγαγε με τις πολύτιμες συμβουλές και υποδείξεις του και να φανώ αντάξια της τιμής με την οποία με περιέβαλε.
Με τα ίδια αισθήματα ευγνωμοσύνης και εκτίμησης ευχαριστώ εγκάρδια τον αναπληρωτή καθηγητή κ. Μιχαήλ Τρίτο και τη λέκτορα κ. Ελένη Οικονόμου της Θεολογικής Σχολής, οι οποίοι ως μέλη της τριμελούς επιτροπής συμπαραστάθηκαν στην όλη προσπάθειά μου με τις πολύτιμες υποδείξεις, τις προτροπές και τις συμβουλές τους και την επιστημονική και ηθική υποστήριξή τους.
Τέλος, ευχαριστώ όλους εκείνους που με βοήθησαν στη διαδικασία της αναζήτησης των πληροφοριών μου, τους διευθυντές και υπευθύνους δημοσίων και δημοτικών αρχειακών κέντρων και βιβλιοθηκών καθώς και ανάλογων στοιχείων και πληροφοριών φορέων, οργανισμών, συλλόγων κα ιδιωτών. Στο σημείο αυτό επιθυμώ να εκφράσω τις ιδιαίτερες ευχαριστίες μου προς τη διεύθυνση και τους υπαλλήλους του Ιστορικού και Διπλωματικού Αρχείου του Υπουργείου των Εξωτερικών, προς τον πρόεδρο του Ιδρύματος Βορειοηπειρωτικών Μελετών (την κιβωτό του διαχρονικού Ελληνισμού της Βόρειας Ηπείρου - Ιωάννινα) κ. Ξενοφώντα Κοντούρη και τους συνεργάτες του για την ολόθυμη συμπαράστασή τους και την αμέριστη διάθεση των πρωτότυπων και σπάνιων αδημοσίευτων αρχειακών και δημοσιευμένων πηγών καθώς και προς τον πρόεδρο της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών (Ιωάννινα) και τους συνεργάτες του για την ανάλογη συμπαράσταση και τη βοήθειά τους. (πρόλογος)
Θεσσαλονίκη – Ιούνιος 2007
ΑΘΗΝΑ ΚΟΛΤΣΙΔΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Α. Η ίδρυση, η οργάνωση και η λειτουργία των ελληνικών σχολείων στη Βόρεια Ήπειρο κατά την ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία προήλθε και υποστηρίχθηκε ουσιαστικά και αποκλειστικά από την αρωγή και την ευεργεσία των ντόπιων και απόδημων Βορειοηπειρωτών και η όλη εκπαιδευτική και σχολική διαδικασία λειτούργησε μέσα στα πλαίσια της τοπικής εκκλησίας, των Φιλεκπαιδευτικών Συλλόγων της Κωνσταντινούπολης (και κυρίως του Ηπειρωτικού) και της Αθήνας και του αντίστοιχου ενδιαφέροντος της ελληνικής πολιτείας και των επίσημων ελληνικών προξενικών αρχών του ηπειρωτικού και του ευρύτερου βορειοελλαδικού χώρου.
Η όλη δε εκπαιδευτική κίνηση παρουσιάστηκε στη διάρκεια του 18ου αιώνα και βασικά στη Μοσχόπολη με τη λειτουργία της Νέας Ακαδήμειας της και κυρίως στα χρόνια του 19ου αιώνα και μέχρι το 1914 με την άνοδο και την ανάπτυξή της στα μεγάλα αστικά και εκπαιδευτικά κέντρα της Κορυτσάς, της Μοσχόπολης, του Αργυροκάστρου, του Βουλιαρατίου, των Δρυμάδων Χειμάρρας, του Δελβίνου, της Δουβιανής, της Δρόβιανης, του Κεστορατίου, του Κάτω Λαμπόβου, της Λέσνιτσας, του Πικερνίου, της Πρεμετής, της Σαρακινίστας, της Σωτήρας, της Πολίτσανης, των Σχωριάδων, της Σωπίκης, της Αρδεύουσας, της Άρτας, της Αυλώνας και του Βερατίου.
Β. Η θεματολογία της παρούσας διατριβής αναπτύσσεται σε πέντε κεφάλαια, στις ενότητες των οποίων εξελίσσεται όλη η δυναμική της ελληνικής εκπαίδευσης στη Βόρεια Ήπειρο κατά την ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία:
Στο πρώτο κεφάλαιο (Ο χώρος και οι άνθρωποι της Βόρειας Ηπείρου, γεωγραφία, οικισμοί – ιστορικό περίγραμμα) αναπτύσσονται δυο ενότητες: Στην πρώτη (η οριοθέτηση – διοικητική διαίρεση και η ταυτότητα της Βόρειας Ηπείρου) οριοθετείται διοικητικά στο γενικότερο ηπειρωτικό χώρο η Βόρεια Ήπειρος, έτσι όπως διαμορφώθηκε με τα γεγονότα του 1913-1914 και δίνεται η ταυτότητά της, η χωροταξική, η πληθυσμιακή και η εθνολογική της κατάσταση. Ακολουθεί δε η απαραίτητη καταγραφή των οικισμών της Βόρειας Ηπείρου όπου λειτούργησαν τα ελληνικά της σχολεία που παρουσιάζονται με την παράλληλη αναγραφή του πληθυσμού τους σε διάφορες χρονικές περιόδους. Στη δεύτερη (το γενικό πλαίσιο της ελληνικής εκπαίδευσης στη Βόρεια Ήπειρο – συγκυρίες και διαμορφώσεις) δίνεται η ελληνική εκπαίδευση στον ευρύτερο χώρο της Ηπείρου και παρουσιάζεται η ελληνική εκπαίδευση στη Βόρεια Ήπειρο με το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε, καθορίζεται δε η πορεία της και οι σταθμοί της με: την πρωτοπορία της εκπαίδευσης στη Μοσχόπολη, τον αναμορφωτή των ελληνικών γραμμάτων στη Βόρεια Ήπειρο Κοσμά τον Αιτωλό, τη φιλεκπαιδευτική κίνηση της δεκαετίας του 1870, το ενδιαφέρον για την εκπαίδευση των γυναικών, την αρωγή της ελληνικής πολιτείας και των κοινωνικών φορέων της και την άμεση αντίδραση των κατοίκων, της Εκκλησίας και των ελληνικών Προξενείων κατά του προπαγανδισμού της ελληνικής εκπαίδευσης και της ελληνικής γλώσσας στη Βόρεια Ήπειρο.
Στο δεύτερο κεφάλαιο (Τα ελληνικά σχολεία, οι διδάσκαλοι και οι μαθητές στη Βόρεια Ήπειρο. Τα αλλόγλωσσα σχολεία) γίνεται συνολική αναφορά σε όλα τα ελληνικά σχολεία, τους δασκάλους και τους μαθητές με βάση την εκάστοτε καταγραφή τους. Παρουσιάζεται όλη η δυναμική της εκπαίδευσης, και για τις δυο περιόδους της, στα τέσσερα σαντζάκια και στους 14 καζάδες αντίστοιχα στους 306 οικισμούς της Βόρειας Ηπείρου όπου λειτουργούσαν τα ελληνικά σχολεία, καθώς και στα μοναστηριακά σχολεία. Παράλληλα, ανά σαντζάκια και καζάδες, οριοθετούνται τα εκπαιδευτικά κέντρα στη Βόρεια Ήπειρο και γίνεται διεξοδική αναφορά στα πιο περιώνυμα σχολεία και στις σχολές όπου λειτούργησε η πολυδύναμη ελληνική εκπαίδευση, ενώ παρουσιάζονται και οι πιο περιώνυμοι διδάσκαλοι και μαθητές οι οποίοι δίδαξαν και φοίτησαν αντίστοιχα στα διάσπαρτα εκπαιδευτήρια του βορειοηπειρωτικού χώρου. Τέλος, παρουσιάζεται και η προπαγανδιστική εκπαιδευτική κίνηση με τις αντίστοιχες απόπειρες για την ίδρυση και τη λειτουργία των ελάχιστων αδύναμων αλλόγλωσσων σχολείων.
Στο τρίτο κεφάλαιο (Το κοινοτικό πλαίσιο της ελληνικής εκπαίδευσης – η ίδρυση, η οργάνωση, η αρωγή, η εποπτεία και η διοίκηση των σχολείων στη Βόρεια Ήπειρο) γίνεται αναφορά στο θεσμικό κοινοτικό πλαίσιο της εκπαίδευσης στη Βόρεια Ήπειρο με την αντίστοιχη χρηματοδότηση, καθώς και στην ίδρυση, στην οργάνωση, στην εποπτεία και στη διοίκηση των σχολείων. Έτσι, παρουσιάζονται σχετικές ενότητες με: τις προσωπικές δωρεές, τις γενναίες παροχές των ευεργετών με τις χορηγήσεις, τα εκπαιδευτικά κληροδοτήματα και τις διαθήκες τους, τη στέγαση και τον εξοπλισμό των σχολείων και την αρωγή των επιτροπών και εφοριών, της τοπικής Εκκλησίας, της ελληνικής Πολιτείας, των φορέων και των Συλλόγων και των Ελληνικών Προξενείων στην εκπαίδευση της Βόρειας Ηπείρου.
Στο τέταρτο κεφάλαιο (Η διάρθρωση της λειτουργίας της ελληνικής εκπαίδευσης στη Βόρεια Ήπειρο) παρουσιάζεται η εσωτερική δομή των σχολείων, το διδακτικό προσωπικό και οι μαθητές και οι κηδεμόνες τους. Στις ενότητές του γίνεται αναφορά: στους τύπους των σχολείων, στα αναλυτικά προγράμματα, στα διδασκόμενα μαθήματα, στη διδακτέα ύλη και στα διδακτικά εγχειρίδια, στα εφόδια και στην κατάρτιση των εκπαιδευτικών, στις προσλήψεις και στις αμοιβές τους, καθώς και στην καταγωγή και την κοινωνική προέλευση των μαθητών, τη φοίτηση, την ηλικία, τις υποτροφίες, τα βοηθήματα, τα Οικοτροφεία και τα Συσσίτια και, τέλος, στους κηδεμόνες των μαθητών.
Στο πέμπτο κεφάλαιο (Η εσωτερική λειτουργία των σχολείων, οι Φιλεκπαιδευτικοί Σύλλογοι. Συγκεντρωτικά στοιχεία για την ελληνική εκπαίδευση στη Βόρεια Ήπειρο) περιγράφεται η σχολική πρακτική στην καθημερινή λειτουργία των σχολείων: το ημερολόγιο του σχολικού έτους με τις εγγραφές, τις αργίες και τις διακοπές, η φοίτηση και οι απουσίες, η βαθμολογία, οι γενικοί έλεγχοι, τα μαθητολόγια, οι τίτλοι σπουδών, οι εξετάσεις, τα σχολικά βραβεία, οι επιθεωρήσεις, οι σχολικές ποινές, οι γιορτές και οι καλλιτεχνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις των μαθητών. Περιγράφεται, επίσης, η εκπαιδευτική αρωγή των Φιλεκπαιδευτικών Αδελφοτήτων και παρατίθενται τα συγκεντρωτικά στοιχεία της ελληνικής εκπαίδευσης στη Βόρεια Ήπειρο κατά τη διάρκεια των ύστερων χρόνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τα 726 σχολεία στους 306 οικισμούς, τους 1.377 διδασκάλους και τους 22.741 μαθητές, τόσο των πηγών μας όσο και της παρούσας έρευνας και δίνονται οι σχετικές παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα.
Ακολουθούν: τα γενικά συμπεράσματα, σημεία - θέσεις πρωτοτυπίας της διατριβής, η βιβλιογραφία με τις αρχειακές πηγές, τη δημοσιευμένη γενική και ειδική βιβλιογραφία και τα περιοδικά, τις εφημερίδες, τις επετηρίδες, τις σειρές και τα πρακτικά και το παράρτημα με κείμενα, επιστολές, κανονισμούς (σχολείων, κοινοτήτων, φιλεκπαιδευτικών Συλλόγων), λόγους, εγκυκλίους, διαθήκες, ανταποκρίσεις εφημερίδων, εκθέσεις σχολικής λειτουργίας και με εικόνες (φωτογραφίες, χάρτες - διαγράμματα, έγγραφα, έντυπα).
Γ. Οι αρχειακές και βιβλιογραφικές μας πηγές (τα έγγραφα, οι μελέτες, οι εφημερίδες, τα έντυπα, οι χάρτες, οι φωτογραφίες - εικόνες κλπ) αναζητήθηκαν και προήλθαν από το Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών (ΑΥΕ), το Ίδρυμα Βορειοηπειρωτικών Ερευνών (ΙΒΕ – Ιωάννινα), την Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών (ΕΗΜ – Ιωάννινα), το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, από αναφορές ξένων αρχείων (αγγλικά, γαλλικά και αυστριακά), από Αρχεία και βιβλιοθήκες Μητροπόλεων, Ιδρυμάτων, Εταιρειών, Ενώσεων και Συλλόγων, από ιδιωτικά (οικογενειακά και προσωπικά) αρχεία, από τοπικούς κώδικες και κοινοτικούς και φιλεκπαιδευτικούς Κανονισμούς, από δημοσιευμένες πηγές, από εφημερίδες, από περιοδικά και από έντυπα εποχής.
Δ. Τέλος, να σημειώσουμε ότι: Σε όλη την έκταση της διατριβής υποστηρίξαμε τη μεθοδικότερη οργάνωση και παρουσίαση με τη σύνταξη των εύχρηστων, ουσιαστικών και πρακτικών πινάκων μας.
Οι αρχειακές πηγές και οι δημοσιεύσεις κάλυψαν την πολυθεματική έκταση της εργασίας μας και για όποιες διαπιστώνονταν ελλείψεις κατά την πορεία της συγγραφής (και κυρίως με τη διασταύρωση των πληροφοριών τους και την αλληλοεπικάλυψή τους), αναζητήθηκαν εκ νέου διευκρινιστικές πληροφορίες και συγκεκριμένα στοιχεία.
Κατά την αξιολόγηση των πηγών και των πληροφοριών προέκυψαν αρκετές δυσκολίες ως προς την αξιοπιστία και την πληρότητά τους. Για το λόγο αυτό οι κύριες αναφορές μας γίνονται στα πιο κλασικά και έγκυρα έργα και σε εκείνα που τα μνημονεύουν. Προς την κατεύθυνση αυτή η αξιοπιστία των πρωτογενών πηγών (τα Ιστορικά Αρχεία του Υπουργείου των Εξωτερικών, οι Αρχειακές Πηγές του Ιδρύματος Βορειοηπειρωτικών Ερευνών κ. ά.) και άλλες, είναι πολυτιμότατες και ως εκ τούτου αξιολογούνται και παρουσιάζονται σε κάθε περίπτωση.
Δυσκολίες προέκυψαν στην αξιολόγηση των παντός τύπου πληροφοριών, οι οποίες προέρχονται από έντυπα, περιοδικά και εφημερίδες της εποχής του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού αιώνα. Γι’ αυτό οι πληροφορίες διασταυρώνονται και τεκμηριώνονται ως πιο αξιόπιστες εκείνες οι οποίες επικυρώνονται από τις μεγάλες εφημερίδες της εποχής (Φωνή της Ηπείρου, Ήπειρος, Πύρρος, Πελασγός, Ανατολικός Αστήρ Κωνσταντινουπόλεως, Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως, Πρόοδος Κωνσταντινουπόλεως, Εκκλησιαστική Αλήθεια Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κ.ά.), από τα πιο έγκυρα περιοδικά των Ιωαννίνων (Ηπειρωτικά Χρονικά, Ηπειρωτικό Ημερολόγιο, Βόρειος Ήπειρος κ.ά.) και από τους Κανονισμούς και τους Κώδικες Κοινοτήτων, Ιδρυμάτων, Μητροπόλεων και Μονών.
Τα στοιχεία που αφορούν τα ονόματα των διδασκάλων και την ίδρυση των σχολείων στους οικισμούς της Βόρειας Ηπείρου και τα οποία προέρχονται από βιβλία τοπικού ενδιαφέροντος, πολλές φορές δεν είναι αξιόλογα και έγκυρα. Γι’ αυτό «επιζούν» μόνο εκείνα που αντέχουν στη διασταύρωση με τις πιο έγκυρες πηγές, οι οποίες προέρχονται από την Επετηρίδα του Ηπειρωτικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως (1873, 1875), από τα έργα του Ιωάννη Λαμπρίδη (Περί των εν Ηπείρω Αγαθοεργημάτων, 1880 κ.ά.) και από τις παραπάνω εφημερίδες, τα περιοδικά και τους κώδικες. Οι πληροφορίες όμως αυτές (από τα βιβλία τοπικού ενδιαφέροντος) – αρκετές φορές – είναι αρκετά αξιόλογες, αφού «αντέχουν» στη διασταύρωσή τους: παρουσιάζουν με μοναδικότητα γεγονότα και καταστάσεις τις σχολικής ζωής από συγγραφείς οι οποίοι είτε ζούσαν τότε και σπούδαζαν στα σχολεία της εποχής ή στηρίζονται σε πληροφορίες των γονέων τους ή των μεγαλυτέρων τους. Μ’ αυτή τη λογική αξιολογούνται και παρουσιάζονται ως πρωτογενείς πηγές και γίνεται άμεση αναφορά σ’ αυτές.
Καταβάλλεται προσπάθεια οι κάθε είδους πληροφορίες να ταξινομούνται κατά χρονολογική σειρά, κατά θεματική ενότητα, κατά περιοχή και οικισμό και να αποδίδονται με τους επί μέρους και συνολικούς πίνακες που αναφέραμε και παραπάνω.
Η μελέτη καλύπτει την παρουσίαση των επί μέρους ενοτήτων, δίνονται όμως και γενικές διαπιστώσεις και συμπερασματικές θέσεις και απόψεις – πέρα από τις τελικές και συνολικές – και για κάθε ολοκληρωμένη δέσμη ενοτήτων.
Διευκρινίζεται ακόμα ότι σε αρκετές περιπτώσεις διατηρήσαμε τους πρωτότυπους και αποκλειστικούς γραμματικούς και συντακτικούς τύπους των πηγών και της παλαιότερης βιβλιογραφίας που αφορούν ορολογίες, αναφορές και ονομασίες, όπως για παράδειγμα τον τύπο της γενικής σε –ως (Μητρόπολη - επαρχία Δρυινουπόλεως, Σύλλογοι – Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κ.ά.), τον τύπο της κατάληξης σε –ν (Βεράτιον, Αργυρόκαστρον κ.ά) και βέβαια την ορθογραφία τίτλων (Ένωσις, Εταιρεία, Εφορεία, Κώδιξ, Απολυτήριον, Ενδεικτικόν κλπ).
Ε. Με την έρευνά μας αυτή και τη σύνθεση της παρούσας διατριβής θεωρούμε ότι συμβάλαμε με τον πιο ουσιαστικό τρόπο στην παρουσίαση της ελληνικής εκπαίδευσης στη Βόρεια Ήπειρο κατά την ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία και ότι διευκρινίσαμε και αποτυπώσαμε τη δυναμική της με την αξιοποίηση των νέων μας στοιχείων και την αποτελεσματικότερη θεώρηση της δημοσιευμένης βιβλιογραφίας.
Η εκπαίδευση στην Βόρεια Ήπειρο κατά την ύστερη περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας:
η ίδρυση, η οργάνωση και η λειτουργία των ελληνικών σχολείων
Κολτσίδα Αθηνά
Διαβάστε online η κατεβάστε τη
Προμηθευτείτε την έντυπη μορφή: Πολιτεία, ebooks.gr