Κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, η δραστηριοποίηση των γυναικών στο Λιβάδι, ήταν σχεδόν αποκλειστικά προσανατολισμένη στον "οικιακό χώρο", σε ασχολίες στενά συνυφασμένες με το "φυσικό" τους προορισμό, δηλαδή τη δημιουργία οικογένειας.
Αυτός ο κατά φύλα καταμερισμός της εργασίας σε συνδυασμό με τις δομές της συγγένειας και της κοινότητας συνιστούσε ρυθμιστικό κανόνα στην κατασκευή της έμφυλης ταυτότητας. Στη σύγχρονη εποχή, η ατομική δράση των νέων γυναικών, με συνιστώσες τη συμμετοχή τους στη μέση ή ανώτερη εκπαίδευση και τις προοπτικές έμμισθης απασχόλησης, επιφέρει διαφορετικούς τρόπους βίωσης του εαυτού και του φύλου τους, με αποτέλεσμα στον ίδιο κοινωνικό πλαίσιο να συνυπάρχουν αλλά και να συγκρούονται πολλαπλές και διαφορετικές οπτικές της ταυτότητας. Ωστόσο, οι επιλογές αυτές δεν ακυρώνουν τις παραδοσιακές έμφυλες αντιλήψεις, αλλά τις μετασχηματίζουν με τρόπο ευέλικτο που εξασφαλίζει τη μακρά τους διάρκεια και συνάδει προς τον πολιτισμικό και όχι τον βιολογικό ορισμό του φύλου.
Πρόθεσή μου στην εργασία αυτή είναι να περιγράψω τις καθημερινές δραστηριότητες των γυναικών που κατοικούν στο Λιβάδι Ολύμπου στην επαρχία της Ελασσόνος, με σκοπό ν’ αναζητήσω τους κοινωνικούς όρους του καταμερισμού της εργασίας, σε σχέση με τους οποίους κατασκευάζεται η γυναικεία ταυτότητα και βιώνεται από τις γυναίκες. Θα πρέπει, ωστόσο, να ομολογήσω ότι η εργασία αυτή δεν ήταν καρπός μιας a priori επιθυμίας ν’ ασχοληθώ με την ταυτότητα του κοινωνικού φύλου. Η αλήθεια είναι πως οδηγήθηκα σ’ αυτό, αφενός, από το ενδιαφέρον μου για την παραδοσιακή τεχνολογία και τον ιδιωτικό βίο του εν λόγω τόπου, και αφετέρου, από τη διαπίστωση της πρόσφατης άνθησης της ελληνικής εθνογραφίας, γεγονός που το οφείλω στις μεταπτυχιακές μου σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Ως εκ τούτου, μεθοδολογικά η έρευνά μου στηρίχθηκε στη συμμετοχική παρατήρηση, η οποία πραγματοποιήθηκε από το Μάρτιο μέχρι το Σεπτέμβριο του 2005, ενώ θεωρητικά βασίστηκε στις αναλυτικές προσεγγίσεις και στα εννοιολογικά εργαλεία μιας περιοχής της ανθρωπολογίας και συνάμα μιας εποχής της ανθρωπολογικής σκέψης, που πλέον ονομάζεται ανθρωπολογία του φύλου (Παπαταξιάρχης 1992:12).
Θα ήταν ίσως χρήσιμο και ενδεχομένως απαραίτητο, ν’ αναφερθώ εκ προοιμίου στη συγκεκριμένη οπτική γωνία, από την οποία επιχειρώ να περιγράψω στην εργασία αυτή τα δεδομένα της επιτόπιας έρευνας. Ήδη από τα περιεχόμενα γίνεται φανερό ότι την εισαγωγή στη θεωρία που πλαισιώνει τα ζητούμενα της έρευνας και την σύντομη ιστορική αναφορά στους όρους που επέτρεψαν τη διαμόρφωση της βλαχόφωνης κοινότητας και της λιβαδιώτικης κατοικίας στο χώρο και στο χρόνο, ακολουθούν τα «ευρήματα» που προέκυψαν από τη διά ζώσης επαφή μου με τους κατοίκους του χωριού. Συγκεκριμένα, επέλεξα να ταξινομήσω τα δεδομένα της έρευνας σε δύο κατηγορίες: σε αυτά της πρώιμης (χρονολογικά περίπου από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τη δεκαετία του 1970) και της νεότερης περιόδου (από τη δεκαετία του 1970 κι εξής).
Η ταξινόμηση αυτή, που έχει ως άξονα το χρόνο, προέκυψε από το γεγονός ότι βασίστηκα στα λεγόμενα τριών γενιών πληροφορητών, ηλικίας από 20 έως 90 ετών. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών περιλαμβάνει γυναίκες που κατοικούν μόνιμα στο χωριό, είναι μητέρες και ζουν στα πλαίσια μιας διευρυμένης οικογένειας. Οι περισσότερες, επίσης, έχουν ως βασική απασχόληση τα οικιακά καθήκοντα, στα οποία συμπεριλαμβάνεται η εργασία στις οικογενειακού τύπου γεωργικές και κτηνοτροφικές επιχειρήσεις, και έχουν λάβει τη βασική μόρφωση της πρωτοβάθμιας (δημοτικής) εκπαίδευσης. Μόνο ένα μέρος από τις πληροφορήτριες της τρίτης γενιάς, είναι απόφοιτοι της δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εργάζονται ως υπάλληλοι (δημόσιοι ή ιδιωτικοί), εκπαιδευτικοί κι ελεύθεροι επαγγελματίες στην δημόσια σφαίρα της έμμισθης απασχόλησης, είναι άγαμες και εξακολουθούν να ζουν κάτω από την πατρική στέγη.
Επομένως, εξ αρχής και εκ των πραγμάτων βρέθηκα αντιμέτωπη με δύο «πραγματικότητες», αυτήν της πρώτης γενιάς και εκείνη της τρίτης, μια και η «πραγματικότητα» των γυναικών της δεύτερης γενιάς βιώνεται συγκρουσιακά. Άλλοτε δηλαδή, ταυτίζεται με τα πρότυπα των μεγαλύτερων γυναικών κι άλλοτε με τ’ αντίστοιχα των νεότερων. Με άλλα λόγια, παλινδρομεί ανάμεσα στο τότε και το τώρα, ευρισκόμενη στα όρια αλλά και στα περιθώρια των προγόνων και των απογόνων της. Άλλωστε, ο χρονικός προσδιορισμός του τότε-παλιά σε αντίθεση με το τώρα-σήμερα κυριαρχεί στο λόγο των γυναικών αυτών, εξηγώντας κατά κύριο λόγο, την αλλαγή και την «εξέλιξη» των νοοτροπιών και των ηθών.
Σκοπός, καθώς προείπα, της περιοδολόγησης αυτής, είναι ν’ αναζητηθούν οι όροι της κοινωνικής κατασκευής της γυναικείας ταυτότητας. Να καταστεί δηλαδή, φανερό, όσο είναι δυνατό, πώς ο κατά φύλα καταμερισμός της εργασίας οργανώνει και αναπαράγει κοινωνικές ιεραρχίες και αν οι αναπαραστάσεις του αποτελούν τον τρόπο με τον οποίο ορισμένες κοινωνικές σχέσεις νομιμοποιούνται και αναπαράγονται. Με άλλα λόγια, να εξετασθεί κατά πόσο ο καταμερισμός της εργασίας φυσικοποιεί τις κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στα φύλα και αν συνιστά συντελεστή στην δόμηση της κοινωνικής τους ταυτότητας. Τέλος, ένας επιμέρους και συναφής στόχος είναι να διερευνηθεί το κατά πόσο η εγγραμματοσύνη και η καπιταλιστική οικονομία συμβάλλουν στην τροποποίηση των πρακτικών αυτών, οι οποίες διαμορφώνουν το κοινωνικό φύλο και το πλαίσιο έκφρασης των έμφυλων σχέσεων.
Είναι αυτονόητο ότι δε θα μπορούσα να προχωρήσω στην έρευνά μου, ούτε καν να θέσω τους παραπάνω στόχους και τις προϋποθέσεις της μελέτης μου, αν οι συγγενείς και οι φίλοι μου στο Λιβάδι δε μου παρείχαν απλόχερα τις πληροφορίες που αναζητούσα. Για τη φιλοξενία και την ανοχή που επέδειξαν απέναντι στην «περιέργειά» μου, τους ευχαριστώ θερμά. Ιδιαίτερες ευχαριστίες θα ήθελα να εκφράσω στις θείες μου Ελένη, Ασπασία, Σουλτάνα και Χριστίνα για τις πολύτιμες πληροφορίες που μου έδωσαν. Στο σημείο αυτό, αισθάνομαι την ανάγκη να καθησυχάσω όλους όσους μου εμπιστεύθηκαν τις απόψεις τους και τις σκέψεις τους, δηλώνοντας ότι χρησιμοποίησα τα λεγόμενα τους ανωνύμως ή ψευδωνύμως.
Ιδιαίτερες, επίσης, ευχαριστίες οφείλω και στην επιβλέπουσα καθηγήτριά μου κ. Χρυσούλα Χατζητάκη-Καψωμένου για την καθοδήγηση και τις συμβουλές της σε ώρες πραγματικά δύσκολες για μένα, όταν τα εμπόδια της επιτόπιας έρευνας και της θεωρητικής ανάλυσης μου φάνταζαν ανυπέρβλητα. Ακολούθως, θερμές ευχαριστίες θα ήθελα να εκφράσω στην κ. Αλεξάνδρα Μπακαλάκη, για την πολύτιμη συμβολή και συμπαράστασή της στο όλο εγχείρημα. Ακόμη, θα ήθελα να ευχαριστήσω την Αρετή Τζιντζιόβα για την πρόθυμη προσφορά της βοήθειά της στο Σπουδαστήριο της Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τέλος, αισθάνομαι την ανάγκη ν’ απευθύνω τη βαθύτερη ευγνωμοσύνη μου στην οικογένειά μου, για την παντός είδους υποστήριξη που μου παρείχε κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών. Την εργασία αυτή την αφιερώνω στον εκλιπόντα πατέρα μου, Χαράλαμπο Σαλαβάτη, ο οποίος δεν πρόλαβε να μοιραστεί μαζί μου τη χαρά της ολοκλήρωσής της, με την ελπίδα ότι η εικόνα του χωριού που προκύπτει από την έρευνά μου δεν προδίδει την αγάπη του για τον τόπο που μεγάλωσε, το Λιβάδι Ολύμπου.
Σαλαβάτη Αννα
Η εργασία των γυναικών στο Λιβάδι Ολύμπου από το 1950 μέχρι σήμερα
Μεταπτυχιακή εργασία, 2007
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας
πηγή: http://ikee.lib.auth.gr/record/68377
Διαβάστε ολόκληρη την εργασία ή κατεβάστε τη