Η παρούσα μελέτη έχει, την αρχή της σε μια εποχή που, φοιτήτρια ακόμα, συνειδητοποιούσα ένα δυαδισμό στην κοινωνία του Μετσόβου που ζούσα και ταυτόχρονα μια ιδιομορφία, που με οδηγούσε στη διαπίστωση της παρουσίας ενός κοινωνικού συνόλου, που υπήρχε αυτόνομα και εκφραζόταν με λειτουργίες που διέφεραν απ’ αυτές της πόλης.
Εντάσσονταν σ’ ένα πλαίσιο που είχε αυτάρκεια, λιτότητα και το διείπαν θεσμικοί κανόνες που μου προκαλούσαν την αίσθηση ενός αδιαπέραστου κοινωνικού φλοιού, ενός κύκλου κλειστού για τον πληθυσμό, που δεν έβγαινε από το γεωγραφικό χώρο του χωριού, παρά μόνο ακολουθώντας το δρόμο του βουνού, αυτόν που οδηγούσε τους ανθρώπους στα χειμαδιά.
Η συνείδηση αυτής της κοινωνίας στην οποία ζούσα και του δυαδισμού της, που τον ένιωθα έντονα, μου προκάλεσε το ενδιαφέρον, αρχικά για την έκφραση αυτού του κόσμου.
Άρχισα από τη γυναίκα, με την οποία μπορούσα να έρθω σ’ επαφή, να μπω στο σπίτι της και να δω, στην κοινωνική της συμπεριφορά, την υπόστασή της και αντανακλαστικά τη θέση της στη μετσοβίτικη κοινωνία, σε σχέση πάντα με το πλαίσιό της, που φαινόταν να της ορίζεται από τις ατελείωτες υποχρεώσεις της, από το βάρος κάποιας χωρίς τέλος οφειλής να στηρίζει την οικογένεια και την κοινωνία, με όλες τις δεσμεύσεις που της έθετε το οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο την περιόριζε στο σπίτι, ενώ ταυτόχρονα της έδινε ευθύνες και υποχρεώσεις. Έβλεπα τη γυναίκα να μεγαλώνει για να είναι έτοιμη για το καινούργιο σπιτικό που θ’ ανοίξει, για το βάρος κάποιας νέας οικογένειας που θα επωμιστεί, για την ευθύνη της ανατροφής μιας πολυμελούς οικογένειας, που θα ερχόταν να γεμίσει τη ζωή της.
Τα υφαντά του Μετσόβου, γνωστά στον ελληνικό χώρο άρχισαν να γίνονται αντικείμενο φοιτητικής μου εργασίας στο δεύτερο έτος των σπουδών μου: μοτίβα, ονομασία, χρώματα, αισθητική, τεχνική επεξεργασία του μαλλιού. Η εργασία αυτή μ’ έφερε σ’ επαφή επίσης με τις περισσότερες γυναίκες του χωριού, και μου αποκάλυπτε έτσι έναν άγνωστο κόσμο δομών, σε σχέση με τον οποίο εγώ βρισκόμουν τόσο κοντά, αλλά συγχρόνως και τόσο απ’ έξω. Η δυνατότητα της πληροφόρησης, που είχα από τις γυναίκες του Μετσόβου για τα υφαντά, μ’ έφερναν αντιμέτωπη με το καθαρό πρόβλημα της κοινωνικής συγκρότησης του χωριού, με τη θέση της γυναίκας και το ρόλο της, με την οργάνωση της κτηνοτροφίας, με την καθημερινότητα, με μια σειρά από άλλα προβλήματα. Μια διαλεκτική εποχών, δομών, κοινωνιών και δραστηριοτήτων μου έδινε ανάγλυφη τη μορφή της κοινωνίας σε μια διάρκεια αιώνων.
Μπορούσα να παρακολουθήσω τους ρυθμούς του χρόνου, με τους οποίους οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν τη δουλειά τους, τον κοινωνικό ρυθμό της ζωής τους, τις σχέσεις ανάμεσα στις οικογένειες και τη σημασία που είχε για την κτηνοτροφία και τις δραστηριότητές τους η οικογενειακή συγκρότηση. Μ’ εντυπωσίαζε η εκπληκτική τους προσαρμοστικότητα στις συνθήκες του χώρου, στους εποχικούς ρυθμούς και στις δυνατότητες που τους έδινε η φύση: μια σοφή και ανθρώπινη διάσταση, που ωστόσο τους κρατούσε μακριά απ’ αυτό που αποτελούσε το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας: χωρίς πολλές επαφές, θα έλεγε κανείς, ακόμα σε μια διάσταση χρόνου που λειτουργούσε με κάποιο ρυθμό αιώνων περασμένων, αλλά με συνέπεια κοινωνική.
Η εξέταση των υφαντών με οδήγησε σε μια ακόμα επισήμανση, άλλου τύπου: της γλώσσας που χρησιμοποιούσαν και δεν εννοώ τη βλάχικη διάλεκτο, αλλά τη σημαντική της γλώσσας τους, που περιεχόταν στη χρήση των λέξεων που εξέφραζαν την κοινωνική τους -ασυνείδητα- θέση: εμείς οι φτωχοί, εκείνοι, οι πλούσιοι... Ένας διαρκής διαχωρισμός και μια αναφορά σε κοινωνικές διαφοροποιήσεις, σε μια διαστρωμάτωση, της οποίας έχουν συνείδηση και η οποία συνεχίζεται και εκφράζεται σ’ όλες τις ενέργειές τους, σαν οικονομική αδυναμία, σαν κοινωνική διάκριση.
Η συγκλονιστική αυτή διαφοροποίηση στη γυναικεία αλλά και στην αντρική συνείδηση του χωριού -σε άλλη διάσταση εκφρασμένη, χιουμοριστικά, σαρκαστικά στους άντρες-, με μια περήφανη παραδοχή, που δεν μπορούσες να μην τη θαυμάσεις, σήμαινε και το δικό τους περίγραμμα, τη γνώση των ορίων τους, την επίγνωση και την παραδοχή, και σ’ έσπρωχνε λίγο λίγο να δεις τις ρίζες αυτού του φαινομένου, τις διαστάσεις του και τη λειτουργία του στην προοπτική της ιστορίας.
Αυτή η ανησυχία και ο δικός μου προσωπικός δυαδισμός ήταν που με τυραννούσε, και η αντίληψη κάποιας λειτουργίας που λάνθανε και δε μπορούσα να την ξέρω, με την παιδεία που απαγόρευε στα παιδιά να μιλάνε βλάχικα και υποστήριζε την ιδεολογία των διακρίσεων.
Η μελέτη λοιπόν αυτή άρχισε, όπως είναι φανερό, χωρίς φιλοδοξίες ιστορικές, πολύ λιγότερο οικονομικής ιστορίας, πιό πολύ σαν μελέτη των υφαντών του Μετσόβου. Κι ύστερα ήρθε η ώθηση της έρευνας διαρκώς προς τα πίσω, για τον προσδιορισμό του χρόνου των υφαντών, για τη χρονολόγησή τους, για τα μοτίβα που παρουσίαζαν τη βαλκανική ομοιότητα, για τις κοινωνικές διακρίσεις στην προίκα και, κύρια, για να δοθεί μια απάντηση στο ερώτημα που έβγαινε από τη διαρκή αναφορά των ιστορικών για κάποιες κοινωνικές τάξεις στον τόπο, στην Τουρκοκρατία, χωρίς ποτέ να φαίνεται καθαρά το όριό τους, το περιεχόμενο και ο χαρακτήρας τους. Η μελέτη κατευθύνθηκε έτσι στην περιοχή «της κοινωνικής συγκρότησης της ομάδας, των ριζών της, του πολιτικού της πλαισίου και της σύνδεσής της με τη δραστηριότητα της κτηνοτροφίας, στην εξέταση αυτού του συνολικού κοινωνικού - οικονομικού σχηματισμού, που αποτελούσε το χωριό.
Η πρόθεση μου να βρεθεί μια απάντηση για το μεγάλο χάσμα που χώριζε τους δύο κόσμους, της υπαίθρου και της πόλης, με έτρεπε στη μελέτη της ιστορίας της Τουρκοκρατίας και στην ανίχνευση της κοινωνικής ιστορίας του Μετσόβου ως πρός τις παραγωγικές κοινωνικές σχέσεις, το βαθμό της προσαρμογής της στο μοντέρνο κόσμο και τελικά τις ισορροπίες πού πέτυχε κατά την ιστορική της διάρκεια. Αυτή την όραση και τη δυνατότητα τη χρωστώ στο Β. Παναγιωτόπουλο, που θά ήθελα ωστόσο, να τον απαλλάξω από την ευθύνη για τα λάθη πάνω στην ερμηνεία, που ενδεχόμενα περιέχει αυτή η εργασία.
Χρωστώ ευγνωμοσύνη στον καθηγητή Μ. Γ. Μερακλή νια την κριτική ανάγνωση του πρώτου χειρόγραφου και τη συμβολή του στη διαμόρφωση του τελικού κειμένου. Ακόμα χρωστώ χάρη στους καθηγητές Α.Ζώη και Ε.Χρυσό και τους λέκτορες Φ.Μαυροειδή, Ν.Νικολάου, Ε.Νικολαίδη, Π.Νούτσο, X.Νούτσο, Γ.Περυσινάκη, Ν.Ψημμένο που .διάβασαν το κείμενο και έκαναν ουσιαστικές παρατηρήσεις για τη δομή της εργασίας και Γ. Σιορόκα. Δεν πρέπει να παραλείψω να πω ότι η μελέτη αυτή πραγματοποιήθηκε χάρη στην εκπαιδευτική άδεια που μου χορήγησε το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και στην οικονομική ενίσχυση από το "Ίδρυμα Ωνάση".
Συμβολή στη μελέτη της κοινωνίας του κτηνοτροφικού χωριού: το παράδειγμα του Μετσόβου
Ρόκου Βασιλική
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Φιλοσοφική Σχολή. Τμήμα Φιλολογίας
Ιωάννινα 1983
διαβάστε την παρακάτω ή κατεβάστε την από το αποθετήριο ΟΛΥΜΠΙΑΣ του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ή το academia
πηγή φωτό: metsovomuseum.gr
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
πρόλογος
εισαγωγή
κοινωνικές ομάδές και λαογραφία - λαογραφία και κοινωνικές επιστήμες - η έννοια της διάρκειας - η προβληματική - η μέθοδος - οι πηγές - η βιβλιογραφία - η έρευνα.
Ι. από τη στρατιωτική υπηρεσία στη μεγάλη κτηνοτροφία.
αρχαϊκή κτηνοτροφία. το δερβένι - στούς όρους του οθωμανικού τιμαριωτισμού - το καθεστώς των προνομίων: ευνοϊκή προϋπόθεση για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας.
II. αίτια ανάπτυξης.
η επίδραση του κλίματος στη συγκρότηση του κτηνοτροφικού χωριού - η δημογραφική ανάπτυξη της ομάδας.
III. ο αιώνας της κτηνοτροφίας.
η ανάπτυξη στα πλαίσια του οθωμανικού τρόπου οργάνωσης της παραγωγής: η φορολογία - ο εφοδιασμός - η έξοδος στο εμπόριο: βιοτεχνικό εμπόριο και οικονομική συμπεριφορά της ομάδας - η έννοια της ανάπτυξης - από το μέτσοβο των τζελέπηδων στο μέτσοβο των εμπόρων.
IV.η παραδοσιακή κοινωνία.
ο μετασχηματισμός της κοινωνίας - η κοινότητα των διαχειριστών. κοινωνική ασφάλεια - κοινωνική ανισότητα - κοινωνική διάκριση στο μέτσοβο.
σήμερα
σημειώσεις
βιβλιογραφία