Λεξικό ονομάτων και όρων του βλάχικου ιδιώματος της Καρίτσας - Φτέρης Πιερίας, Ζανέκα Στεργιαννή

Λεξικό ονομάτων και όρων του βλάχικου ιδιώματος της Καρίτσας - Φτέρης Πιερίας, Ζανέκα ΣτεργιαννήΗ Κουτσοβλαχική γλώσσα έχει τις ρίζες της στους χρόνους της κατάλυσης του αρχαίου κόσμου από τους Ρωμαίους και της εγκατάστασης αυτών στις ελληνικές χώρες της χερσονήσου του Αίμου.

Η συνεχιζόμενη για πολλούς αιώνες κυριαρχία των Ρωμαίων σ' αυτόν το γεωγραφικό χώρο, επέδρασε ποικιλότροπα στη διαμόρφωση των υπόδουλων λαών και κατά πρώτιστο λόγο, στη γλώσσα τους. Η πολιτική και στρατιωτική τους οργάνωση καθώς και η οικονομική τους διείσδυση ήταν τέτοια, ώστε η γλώσσα του κατακτητού επενεργούσε σταθερά στην εκλατίνιση των κατακτηθέντων. Μία περίοδος επτά περίπου αιώνων από το 167π.Χ. μέχρι το 476π.Χ. δηλαδή το χωρισμό του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους από το Δυτικό, υπήρξε αρκετή για τη δημιουργία μιας λατινογενούς διαλέκτου, οργάνου αναγκαίου για τη συνεννόηση των υπόδουλων με τον κατακτητή. Είναι άλλωστε γνωστό ότι κατά τις διάφορες επιδρομές οι κατακτητές μεταδίδουν τη γλώσσα τους στους υπόδουλους, ιδίως όταν αυτοί είναι φορείς πολιτισμού, όπως λ.χ. συνέβη παλιότερα, με τον εξελληνισμό του αρχαίου κόσμου από το Μέγα Αλέξανδρο και τους διαδόχους του, και αργότερα με τον εκλατινισμό των κατακτηθέντων λαών από τους Ρωμαίους.
Όταν περατώθηκαν οι κατακτήσεις της Ρώμης στη χερσόνησο του Αίμου, η εκλατίνιση των διαφόρων υπόδουλων λαών είχε ήδη προχωρήσει αρκετά. Αλλά και όταν το ανατολικό τμήμα του Ρωμαϊκού Κράτους διαμορφώθηκε σε Βυζαντινό, η εκλατίνιση της γλώσσας των υπηκόων δεν αναστάλθηκε, δεδομένου ότι, όπως είναι γνωστό, η επίσημη γλώσσα του Βυζαντινού κράτους εξακολουθούσε να είναι η λατινική μέχρι την εποχή του Ηρακλείου.
Βλάχικη γλώσσα υπό την ευρύτερή της σημασία καλείται ένα ρωμανικό ιδίωμα της χερσονήσου του Αίμου. Αυτή προήλθε από τη δημώδη λατινική με την επέκταση της κυριαρχίας της Ρώμης στους διάφορους λαούς που κατοικούσαν ανατολικά του Αδριατικού πελάγους μέχρι τα Καρπάθια και τον Εύξεινο Πόντο. Η γλώσσα που διαδόθηκε δεν ήταν η δόκιμη γλώσσα της λογοτεχνίας των Ρωμαίων ούτε η ομιλούμενη από τις μορφωμένες τάξεις, αλλά ήταν η χωρική γλώσσα, την οποία μιλούσαν οι λεγεωνάριοι, που ποίκιλλε ανάλογα με την τοπική προέλευση του καθενός. Συνέβη δηλαδή στις ανατολικές κτήσεις της Ρώμης απαράλλακτα ο,τι είχε συμβεί σε μεγαλύτερη κλίμακα στις χώρες του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους. Ο πρώτος πυρήνας της κουτσοβλαχικής γλώσσας στη χερσόνησο του Αίμου δημιουργήθηκε στην Ιλλυρία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και στις ορεινές περιοχές της Πίνδου με τις διακλαδώσεις της. Στην κυρίως Ελλάδα, όπου το επίπεδο του πολιτισμού ήταν ανώτερο των κατακτητών, ο εκρωμανισμός δεν ήταν δυνατόν να ευδοκιμήσει.
Όπως προαναφέρθηκε η λατινική που έφτασε στη Βαλκανική χαρακτηριζόταν από τη γλωσσική ποικιλία των στρατιωτών και των αποίκων που εγκαταστάθηκαν στη χερσόνησο. Έτσι η Βαλκανική λατινική παρουσίαζε διαλεκτικές ποικιλίες που διαμορφώθηκαν και από την επαφή με τις ιθαγενείς γλώσσες , ώστε στη συνέχεια να σχηματίσουν τα τέσσερα ιδιώματα: Κουτσοβλαχική, Δακορουμανική, Μεγλενιτική, Ιστρορουμανική.
Ως προς το χρόνο της χωριστής διαμόρφωσης της Κουτσοβλαχικής μπορούμε, κατά τεκμήριο, να παραδεχτούμε ότι η σαφής καμπή έλαβε χώρα κατά τον 7 αιώνα. Κατά την εποχή αυτή οι εγκαταστάσεις των Σλάβων και των Βουλγάρων στις βορειότερες ευρωπαϊκές επαρχίες του Βυζαντινού Κράτους, καθώς και στη Μακεδονία και τις γειτονικές της περιοχές, διέσπασαν την κρατική ενότητα και χώρισαν τις δυτικές περιφέρειες της οροσειράς της Πίνδου από τις ανατολικές· έτσι οι επαρχίες που αποχωρίστηκαν αποξενώθηκαν τελείως μεταξύ τους. Οι επαρχίες οι οποίες κείτονταν δυτικά της οροσειράς διέπλασαν τη γλώσσα εντός του πλαισίου των ίδιων παλαιών παραδόσεων, οι οποίες είχαν συνεργήσει στη γένεσή της. Κάτω λοιπόν από αυτές τις συνθήκες άρχισε να συντελείται η διαμόρφωση της μέχρι σήμερα σωζόμενης Κουτσοβλαχικής γλώσσας. Διαφορετική υπήρξε η εξέλιξη στις χώρες που είχαν υποταχθεί από τους Σλάβους. Η επίκτητη λατινική γλώσσα πιθανότατα, καθώς δεν είχε βαθιές ρίζες στις κεντρικές επαρχίες, τη Μακεδονία και τις γειτονικές επαρχίες της, εξαφανίστηκε με το πέρασμα του χρόνου από την αφομοιωτική επίδραση των Σλάβων. Στις χώρες όμως γύρω από τον Αίμο όπου ο εκρωμανισμός υπήρξε ισχυρότερος και συμπαγέστερος, διατηρήθηκε η γλώσσα και διαπλάστηκε η δακορουμανική, αλλά η επίδραση της σλαβικής υπήρξε τόσο ισχυρή, ώστε επί αιώνες θεωρούνταν αυτή ως σλαβική διάλεκτος.
Οι Κουτσόβλαχοι ευάριθμοι στο σύνολό τους, ουδέποτε αποτέλεσαν συμπαγή πολιτική οντότητα. Διεσπαρμένοι στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο παρουσιάζουν μοναδικό σχεδόν φαινόμενο λαού ο οποίος από τη ρωμαϊκή κατάκτηση παρά τις επί δύο χιλιετηρίδες ποικίλες περιπέτειες, παρέμεινε μέχρι σήμερα αναλλοίωτος, διατηρώντας τη ρωμανική γλώσσα. Δύο υπήρξαν, κατά τη γνώμη πολλών μελετητών, οι ουσιώδεις παράγοντες της διαφοροποιήσεως τους από τις τύχες των υπηκόων των Ρωμαίων στη Δύση και στην Ανατολή. O πρώτος είναι ότι, αντίθετα απ' όσα συνέβησαν στη Δύση, όπου η πτώση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους δημιούργησε την ανάγκη και τη δυνατότητα της γενέσεως ανεξάρτητων κρατών, το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος συνέχισε το βίο του υπό το σκήπτρο των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Το Βυζαντινό κράτος καθώς εξελληνιζόταν με το πέρασμα του χρόνου απέβαλε την αρχική λατινική μορφή του. Το γεγονός αυτό δεν ευνοούσε περιπτώσεις δημιουργίας κρατών του τύπου των δυτικών. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η πλημμυρίδα των Σλάβων, η οποία κατέκλυσε τις βορειότερες επαρχίες του Βυζαντινού κράτους, από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι την Αδριατική και η οποία, δια του εκσλαβισμού, εξαφάνισε το μεγαλύτερο μέρος των εκλατινισμένων λαών των περιοχών.
Σημαντικό υπήρξε το γεγονός ότι οι ορεινοί αυτοί πληθυσμοί ζώντας απομονωμένοι στα βουνά τους, ουδεμία ανάμειξη είχαν με τις απειράριθμες επιδρομές βαρβάρων κατακτητών, οι οποίες τόσες καταστροφές επέφεραν και τόσες αλλοιώσεις σε πολλές χώρες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι Κουτσόβλαχοι εκτός από τη ρωμαϊκή κατάκτηση δεν υπέστησαν καμιά άλλη ουσιώδη επίδραση κατά τη μακραίωνη ύπαρξή τους. ΟΙ Σλάβοι δεν τους έθιξαν διότι ικανοποιημένοι στις εύφορες γαίες των κάμπων, δεν ανέβηκαν στα όρη για να εγκατασταθούν. Απόδειξη αυτού είναι ότι στην Κουτσοβλαχική ελάχιστες λέξεις (μόνον τα 0,26% κατά το λεξικό της Κουτσοβλαχικής του Κ. Νικολαΐδη) σλαβικής καταγωγής υπάρχουν. Ούτε οι Τούρκοι δεν τους έβλαψαν σοβαρά, διότι κατόρθωσαν να αποφύγουν τον εξισλαμισμό και να διαβιώσουν κάτω από συνθήκες κάποιας ημιανεξαρτησίας στις ορεινές διαμονές τους, υπό την προστασία της Βασιλομήτορος. Διατήρησαν ως ιερά παρακαταθήκη τις κληροδοτημένες από το Βυζάντιο παραδόσεις και τα ιδανικά του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού με τέτοιο τρόπο ώστε συνέβαλαν σημαντικά στους αγώνες της επιβίωσης του Γένους κατά τους ζοφερούς χρόνους της δουλείας.

Ο μελετητής της Κουτσοβλαχικής Κ. Νικολαΐδης,1909 στον πρόλογο του λεξικού του κατανέμει κατά ομάδες τις 6.657 αναγραφόμενες σ 'αυτό λέξεις. Από τα στοιχεία αυτά συναρμολογούμε τον ακόλουθο πίνακα :
Λατινικής καταγωγής: 2.605
Ελληνικής (και τουρκικής) καταγωγής: 3460 (52%)
Σλαβικής καταγωγής: 185 (0.26%)
Αλβανικής καταγωγής: 150
Άγνωστης προέλευσης: 257
Σύνολο 6.657

Το ποσοστό 52% των ελληνικής προέλευσης λέξεων οφείλεται εν μέρει στο ότι αυτοί ήταν εκλατινισμένοι ελληνικοί πληθυσμοί της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Όταν απομονώθηκαν εντός του γεωγραφικού χώρου της καταγωγής τους, τότε τα δημώδη ιθαγενή στοιχεία ανήλθαν στην επιφάνεια και επέδρασαν ανάλογα. Στον αριθμό των λέξεων ελληνικής καταγωγής συμπεριλαμβάνονται και τουρκικές δάνειες λέξεις, καθώς αυτές στο μεγαλύτερο ποσοστό τους αφομοιώθηκαν από την Κουτσοβλαχική μέσω της ελληνικής γλώσσας.

ΤΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΗΣ ΚΑΡΙΤΣΑΣ - ΦΤΕΡΗΣ
Μέχρι σήμερα η έρευνα από ξένους, κυρίως ρουμάνους γλωσσολόγους, διαπίστωσε δύο ομάδες ομιλητών της ΚΒ: μία βόρεια και μια νότια και προσπάθησε να καθορίσει τα ισόγλωσσα που ενώνουν ή διαφοροποιούν τις δύο παραπάνω ομάδες και να περιγράψει τη γεωγραφική τους κατανομή. Η Catagiu - Marioteanu, 1975, 264 διαιρεί τα ΚΒ ιδιώματα σε δύο τύπους: F (Φρασαριώτικη) και Α (Αρωμουνική) με διακριτικά χαρακτηριστικά του F την απουσία του φωνήματος / î / , την ταυτότητα του άτονου και τονισμένου φωνηεντικού συστήματος (απουσία κώφωσης) και την εμφάνιση τελικής συλλαβής - (ασυλλαβικής) μετά από δίψηφο συμφωνικό σύμπλεγμα, δηλ. όπως με τα απλά σύμφωνα. Το Α παρουσιάζει πλήρη την κεντρική σειρά /a, ă, î/ και διαφοροποιεί το φωνηεντικό τρίγωνο σε θέση άτονη από τονισμένη και το δίμηφο τελικό συμφωνικό σύμπλεγμα έχει κατάληξη -u, δηλ. συλλαβική.
Τα ΚΒ ιδιώματα του ελληνικού χώρου ανήκουν στον τύπο Α και υποδιαιρούνται σε βόρεια και νότια χωρίς αυστηρή γεωγραφική κατανομή. Σήμερα η κατάσταση εμφανίζεται ακόμη πιο περίπλοκη γιατί νεότερες μεταναστεύσεις, από την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι τις μέρες μας, συνετέλεσαν ώστε ομάδες ομιλητών της Βόρειας ΚΒ να εισχωρήσουν σε κοινότητες ομιλητών της Νότιας ΚΒ με αποτέλεσμα την αλληλεπίδραση των δύο βασικών ιδιωμάτων. Αλλά και τα Βόρεια και Νότια ιδιώματα εμφανίζουν στους κόλπους τους διαφοροποιήσεις, ενώ η έρευνα ακόμη δεν μπόρεσε να μας δώσει μια πλήρη περιγραφή τους.
Η ένταξη της Κουτσοβλαχικής της Καρίτσας - Φτέρης (=ΚΒΚΦ), όπως θα φανεί από την ανάλυση που ακολουθεί, βρίσκεται στα νότια ΚΒ (τύπος Α) ιδιώματα. Η κώφωση που παρατηρείται στα τελικά -e>-i την διαφοροποιεί από τα βόρεια ΚΒ ιδιώματα. Επίσης η ύπαρξη του / î / και των /γ,δ,θ/ σε μεγάλη χρήση την εντάσσουν στα νότια ΚΒ (τύπος Α) σύμφωνα με τη διαίρεση του Capidan, 1932, 193.

 

Λεξικό ονομάτων και όρων του βλάχικου ιδιώματος της Καρίτσας - Φτέρης Πιερίας
Ζανέκα Στεργιαννή
Δευτερεύουσα μεταπτυχιακή εργασία (2020)
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο - Φιλοσοφική Σχολή - Τμήμα Φιλολογίας - Μάθημα Ρωμανική Γλωσσολογία - σύμβουλος καθηγητής Νίκος Κατσάνης
Διαβάστε online την εργασία παρακάτω ή κατεβάστε τη

Αναζήτηση