Μια πτυχιακή εργασία δεν είναι ποτέ εγχείρημα ατομικό, τουλάχιστον στα πλαίσια ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος που δείχνει ζωηρό ενδιαφέρον για τέτοιου είδους πονήματα και γενικά επενδύει στον τομέα της μουσικής έρευνας.
Μπορεί το τρέχον κείμενο να είναι αποτέλεσμα προσωπικού κόπου, αλλά δεν θα είχε ποτέ ολοκληρωθεί, ούτε θα είχε αυτή τη μορφή, χωρίς την πολύτιμη συμβολή κάποιων ανθρώπων.
Η απόδοση ευχαριστιών σε αυτούς δεν είναι καθόλου μια συμβατική εναρκτήρια υποχρέωση, αλλά μια ειλικρινής αναγνώριση. Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον επιβλέποντα καθηγητή Γιώργο Κοκκώνη για την επιμέλεια και τις σημαντικές διορθώσεις του στο κείμενο και γενικά για το ενδιαφέρον και τη φροντίδα που έδειξε σε όλα τα βήματα της μελέτης. Πρέπει να αναφέρω το σημαντικό ρόλο που έπαιξε η διδάσκουσα του μαθήματος Μεθοδολογία της Έρευνας Ζωή Μάργαρη στη συγκρότηση της υπόθεσης εργασίας και να την ευχαριστήσω για τις πολύτιμες συμβουλές της στο πρακτικό ερευνητικό μέρος. Οφείλω επίσης να ευχαριστήσω την καθηγήτρια Ασπασία Θεοδοσίου για την βοήθεια που μου πρόσφερε στη βαθύτερη κατανόηση των μουσικών δικτύων και στη θεωρητική επεξεργασία του θέματος.
Να ευχαριστήσω όλους αυτούς τους ανθρώπους που είχα την τύχη να συναναστραφώ κατά την επιτόπια έρευνα, φίλους και συγγενείς που με υποδέχτηκαν και με φιλοξένησαν, στους οποίους εδώ αναφέρομαι ανώνυμα χωρίς όμως να τους ξεχνώ.
Εφόσον θέλουμε να μιλήσουμε για το «δημοτικό τραγούδι», οφείλουμε να αποδώσουμε μια σημασία στη φράση, να οριοθετήσουμε το περιεχόμενό της, ώστε την κάθε χρήση της στο κείμενο που ακολουθεί να διέπει η επιθυμητή σαφήνεια. Πρόκειται για κάτι πολύ διαφορετικό από έναν λεξιλογικό προσδιορισμό και σίγουρα δεν εξυπηρετεί την ανάγκη του «ορισμού». Ιδιαίτερα για το τελευταίο, η εναρμόνιση με τη σύγχρονη επιστημονική πρακτική που «αποφεύγει» τον ορισμό, επισημαίνει με την απουσία του έναν κίνδυνο και προάγει ένα ουσιώδες επιχείρημα. Προκειμένου για μια κοινωνική επιστήμη της μουσικής, όπως θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το χώρο που καταλαμβάνει η παρούσα μελέτη, επινοούμε το μέτρο της ισορροπίας μεταξύ της ζητούμενης επιστημονικής ακρίβειας και της προτεινόμενης από εμάς τάξης με τρόπο ώστε να μην
αναφερόμαστε στον πολιτισμό, ας το θέσουμε έτσι, σαν να πρόκειται για κάποιο συμμετρικό σύστημα στο οποίο οι ιδέες και οι έννοιες, τα πράγματα, και οι λέξεις εμφανίζουν μια καλή αντιστοιχία. Επιπλέον, το ερώτημα «ποιος μιλάει», που σκόπιμα εγείρουμε δίπλα στο «για τι μιλάει», αποκτά ουσιαστική σημασία από τη στιγμή που γίνεται συνειδητή η μερικότητα μιας επιστημονικής θέσης, όπως βέβαια και κάθε άλλης, η αδυναμία ενός ανθρώπου να συλλάβει το όλον.
Οι εναλλακτικοί τρόποι γνωριμίας με το δημοτικό τραγούδι και η διαφορετικότητα των μουσικών κουλτούρων που σχετίζονται με αυτό, καταλήγουν να συγκροτούν εν γένει την ιδιαιτερότητα του φαινομένου, που χαρακτηρίζει η ετερογένεια και η διαφοροποίηση. Η φράση δημοτικό τραγούδι περικλείει κατά ενδεχόμενο τη μουσική ενός πολιτισμικού συνόλου της υπαίθρου ή της ελληνικής υπαίθρου, την ταμπέλα ενός μουσικού είδους στο δισκοπωλείο, το ποιητικό δημιούργημα ενός φαντασιακού συνόλου, του λαού, για τα μάτια του «τυπικού» Ευρωπαίου αστού, αντικείμενο μελέτης για διάφορες επιστήμες, τεχνογνωσία για έναν επαγγελματία μουσικό και άλλες πολλές περιπτώσεις που σημασιοδοτούν και το περιεχόμενό της, ή ακόμα μπορεί να αποτελεί κάτι το εντελώς άγνωστο. Προκύπτει εμφανώς η αναγκαιότητα να θέτουμε σημεία αναφοράς για κάθε τι
που λέγεται και σε ένα δεύτερο στάδιο να προσδιορίζουμε το ποιόν της σχέσης μιας μουσικής με το πολιτισμικό και κοινωνικό της πλαίσιο – καλύτερα και τη χρήση πληθυντικού αριθμού για αυτές και παρόμοιες έννοιες – αρχής γενομένης από τις αξιολογικές κρίσεις για το σύγχρονο δημοτικό τραγούδι, που αυτό αποτελεί τον πυρήνα του θέματός μας.
Είναι κυρίαρχη κατά τις τελευταίες δεκαετίες η στερεότυπη αντίληψη ότι το δημοτικό τραγούδι της εποχής εκφράζει κάτι το υποδεέστερο σε σχέση με το γνήσιο παρελθόν του. Όψεις του ίδιου, η απαισιόδοξη ματιά βλέπει έναν πολιτισμό που έχει εκπέσει και η πιο αισιόδοξη ζει τη νοσταλγία της επιστροφής σε μια προηγούμενη κατάσταση, ομολογουμένως ασαφή. Στο βαθμό που αυτό εμπλέκεται στη διαμόρφωση μιας επιστημονικής γνώμης μας δημιουργεί μια προφανή ανησυχία καθώς θα περιμέναμε στη σκοποθεσία ενός μελετητή να πριμοδοτείται, αν όχι η εκδήλωση ενδιαφέροντος ή έστω η υιοθέτηση μιας ψύχραιμης ματιάς για το καινούργιο, τουλάχιστον η διάκριση του ευκταίου από το πραγματικό. Η ευκολία και σε ορισμένες περιπτώσεις η αγένεια με την οποία ο αστός (bourgeois) επιστήμονας, έχοντας βέβαια εύλογες προσδοκίες για την εποχή του, παίρνει το δικαίωμα να αντιμετωπίζει το μη-αστικό (urban) «άλλο» με μια σύμφυτη διάθεση αυτοδίκαιης παρέμβασης εξορθολογισμού των «ελαττωμάτων» που κατά την κρίση του ανιχνεύει στο πολιτισμικό μόρφωμα του ενδιαφέροντός του, απλουστεύει ανάλογα το δημοτικό τραγούδι σε ιδεολόγημα. Μεταβάλλεται σε ένα πεδίο στο οποίο μπορεί κανείς να μετρήσει την πρόοδο ή την πτώση των «αξιών» των κοινωνιών του αστικού μετασχηματισμού, και αυτό συνιστά αντιεπιστημονική στάση, που κατά τη αντίληψή μας αποτελεί αντικείμενο μελέτης παρά κριτικής. Καθόλου δεν οδηγούμαστε στην άτοπη απαίτηση να απαλειφθούν παρόμοιες απόψεις, ουσιαστικά να προτάξουμε κάτι το αντίστροφο. Το αντίθετο, ένα μεγάλο κομμάτι της μελέτης και ακρογωνιαίος λίθος για ερμηνείες του φαινομένου δημοτικό τραγούδι αποτελούν αναλύσεις της νεοτερικότητας, αμφισήμαντες και ετερογενείς.
Το πλαίσιο εντός του οποίου εκπονείται αυτή η πτυχιακή εργασία εξηγεί τους αντικειμενικούς λόγους για τους οποίους υφίσταται το τρέχον κείμενο και τοποθετείται στην επιστημονική παραγωγή. Σε ένα συσχετισμό μουσικών, πολιτισμών και της θέσης ενός ερευνητή, είτε αφορά την υλοποίηση μιας υπόθεσης εργασίας, είτε στη βιωμένη επί τόπου ερευνητική πράξη, είτε σαν αποκρυσταλλωμένη έκφραση και διατύπωση σχέσεων σε ένα κείμενο, η τοποθέτηση του ερευνητή στο πλαίσιό του επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες, εμφανίζει μεγάλη σχετικότητα και διαρκή κινητικότητα και εξαρτάται πολλές φορές από τις διϋποκειμενικές σχέσεις που αναπτύσσει σαν μέτοχος, από μια άποψη, του πολιτισμικού γίγνεσθαι. Η συνειδητοποίηση από εμάς αυτής της ιδιόμορφης σχέσης που χαρακτηρίζει την επαφή ενός ακαδημαϊκού και κοινωνικού υποκειμένου με
το ερευνητικό του πεδίο, αποτελεί κατά τη γνώμη μας εφαλτήριο για να καταστήσουμε την επιστήμη που ασκούμε όχι μόνο ένα αντικείμενο που επικαλούμαστε και προσαρμόζουμε ανάλογα με τις απαιτήσεις, αλλά πολύ περισσότερο έναν ανοιχτό χώρο που θέτουμε υπό αμφισβήτηση, για να απαντήσουμε έπειτα στο ερώτημα αν ανταποκρίθηκε στις ιδιαίτερες συνθήκες της έρευνάς μας, με τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκε.
Στο κείμενο που ακολουθεί θα προσπαθήσουμε παρενθετικά να δείξουμε γιατί η λαογραφία, παρόλο που αποτελεί κατεξοχήν πηγή για το δημοτικό τραγούδι, δεν χρησιμοποιήθηκε βιβλιογραφικά και δεν αποτέλεσε σε κάποιο βαθμό επιστημολογικό και μεθοδολογικό παράδειγμα. Αφού προσδιορίσουμε το θέμα της μελέτης, θα παρουσιάσουμε την υπόθεση εργασίας με γνώμονα την ιδιαίτερη εφαρμογή των μουσικών δικτύων που επιχειρούμε και θα διασαφηνίσουμε τα θεωρητικά ερμηνευτικά σχήματα στα οποία βασίστηκε η επεξεργασία του θέματος. Άμεσος στόχος μας είναι να δείξουμε πώς μέσα από τη συγκεκριμένη προσέγγιση και μεθοδολογία την οποία ακολουθήσαμε, φιλοδοξούμε να κάνουμε εφικτή μια οπτική εξελικτικής και διαφοροποιητικής θεώρησης του τραγουδιού των Βλάχων του Ασπροποτάμου, σε συνάρτηση με τους μουσικούς που
εκφράζουν το μουσικό ιδίωμα, τις κοινότητες και τα πολιτισμικά σύνολα που εμπλέκονται, επισημαίνοντας παράλληλα τη σημασία της παρουσίας και της ματιάς του ερευνητή. (απο την εισαγωγή)
Μελωδική και αφηγηματική πλοκή στον βλαχόφωνο Ασπροπόταμο: τόπος και ρεπερτόριο
θεωρητική και εθνογραφική τεκμηρίωση ορίων και σχέσεων των μουσικών δικτύων του σύγχρονου πανηγυριού
Χονδρός Θανάσης
Πτυχιακή εργασία
Τ.Ε.Ι. Ηπείρου, Σχολή Καλλιτεχνικών Σπουδών, Τμήμα Λαϊκής & Παραδοσιακής Μουσικής
Διαβάστε online την εργασία ή κατεβάστε την