Οι βλάχοι και οι τόποι τους: κοινωνικός μετασχηματισμός και μεταμορφώσεις της ταυτότητας σε μια βλαχόφωνη κοινότητα της Πίνδου

Οι βλάχοι και οι τόποι τους: κοινωνικός μετασχηματισμός και μεταμορφώσεις της ταυτότητας σε μια βλαχόφωνη κοινότητα της Πίνδου. Αντικείμενο της διατριβής είναι η μελέτη των διαδικασιών συγκρότησης της συλλογικής ταυτότητας των βλαχόφωνων πληθυσμών του ελληνικού χώρου, τόσο σε μακρο-κοινωνιολογικό όσο και σε μικρο-κοινωνιολογικό επίπεδο.

Σε ό,τι αφορά στο πρώτο επίπεδο, διερευνώνται οι σύνθετες παράμετροι της εμπλοκής των Βλάχων στο παιχνίδι των εθνικιστικών ανταγωνισμών στα Βαλκάνια κατά τους δύο τελευταίους αιώνες και οι διαδικασίες της «ενσωμάτωσής» τους στο ελληνικό εθνικό κράτος. Σε ό,τι αφορά στο δεύτερο επίπεδο, επιχειρείται μια εθνογραφική και εθνοϊστορική ανάλυση των διαδικασιών κοινωνικής παραγωγής και μετασχηματισμού της εθνοτοπικής ταυτότητας σε μια συγκεκριμένη βλαχόφωνη κοινότητα της Πίνδου.

Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο μέρος της διατριβής πραγματεύεται τις ιστορικές διαδικασίες και τους κοινωνικούς όρους κοινωνικο-πολιτισμικής αναπαραγωγής, έκφρασης και χρήσης της «Βλαχικότητας», καθώς και τα πολλαπλά περιεχόμενα και «πρόσωπα» με τα οποία αυτή εμφανίζεται διαχρονικά. Στο σημείο αυτό, ας περιοριστούμε να σημειώσουμε πως ο όρος «Βλάχος» αναφέρεται κατά κανόνα στους λατινόφωνους πληθυσμούς που ιστορικά βρίσκουμε εγκατεστημένους ή/και μετακινούμενους (λόγω της ιστορικής εξειδίκευσής τους στην ημι-νομαδική κτηνοτροφία) σε πολλές περιοχές της νότιας Βαλκανικής. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος όρος αποτελεί έναν ετεροπροσδιορισμό που χρησιμοποιούν για τους συγκεκριμένους πληθυσμούς ή «άλλοι», οι «μη-Βλάχοι». Αντίθετα, οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται στη γλώσσα τους με το όνομα Armân(u) (πλ. Armâni) ή με διάφορες παραλλαγές του. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο όρος χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ιστορικά στην Ελλάδα (αλλά και ευρύτερα στα Βαλκάνια) και ως δηλωτικός του ποιμένα/κτηνοτρόφου ─ κυρίως του μετακινούμενου, νομάδα ή ημι-νομάδα. Έτσι, αν η πρώτη σημασία του όρου «Βλάχος» εγγράφει προνομιακά το ζήτημα της «βλάχικης ταυτότητας» στο πεδίο του εθνοτισμού, η δεύτερη χρήση του κάνει κατά τη γνώμη μας αναγκαία τη διερεύνηση των χωρο-χρονικών μετασχηματισμών του πολιτισμικού περιεχομένου του όρου «Βλάχος», στο πλαίσιο της νεότερης και σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Οι δύο αυτές σημασιοδοτήσεις του όρου «Βλάχος», αν και παρουσιάζουν μια αναλυτική αυτονομία, είναι στενά αλληλένδετες, στο βαθμό που η διαχρονική αλληλοδιαπλοκή της εθνοπολιτισμικής ταυτότητας των Βλάχων ως Αρμάνων με μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτισμική ταυτότητα ή εικόνα τους ως «νομάδων», «ορεσίβιων», «επαρχιωτών» κλπ., συνδέεται με τις διαδικασίες μετάβασης τους από την παραδοσιακή κοινότητα στην νεοτερική κοινωνία.


Στο δεύτερο μέρος της διατριβής, η ανάλυση μετατοπίζεται από τη «μακρο- γεωγραφική» στην «τοπική κλίμακα». Ειδικότερα, διερευνώνται οι διαδικασίες κοινωνικής και πολιτισμικής παραγωγής της «εθνοτοπικής» ταυτότητας σε μια βλαχόφωνη κοινότητα της Πίνδου το Νεοχώρι (ψευδώνυμο). Στην προοπτική αυτή, η ανάλυση μετατοπίζεται επίσης από το «διαχρονικό» στο «συγχρονικό επίπεδο». Έτσι, παρότι σε μια πρώτη φάση αναλύονται οι ευρύτερες ιστορικές διαδικασίες παραγωγής της εθνοτοπικής ταυτότητας της εν λόγω κοινότητας, στη συνέχεια η έμφαση δίνεται στους «τρόπους» αναπαραγωγής, έκφρασης και χρήσης αυτής της ταυτότητας στο «παρόν».

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της κοινότητας είναι πως, παρότι βλαχόφωνη, παρουσιάζει έναν εσωτερικό «εθνοτικό διχασμό», καθώς δίπλα στους «ντόπιους Βλάχους» έχει εγκατασταθεί, εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, ένας αριθμός «Αρόμ». Αν και αυτοί οι τελευταίοι είναι επίσης βλαχόφωνοι, αποτελούν ωστόσο αντικείμενο διάκρισης τόσο στο επίπεδο της «εθνοτικής» όσο και σε αυτό της «τοπικής ταυτότητας», στο βαθμό που η συνήθης πρόσληψή τους από την κυρίαρχη ομάδα ως «γύφτων» και «ξένων» θέτει διαρκώς υπό αμφισβήτηση τόσο την «Βλαχικότητα» όσο και την «εντοπιότητά» τους.
Στο πλαίσιο αυτό, θα μας απασχολήσουν ιδιαίτερα δύο είδη σχέσεων: Αφενός, η σχέση μεταξύ «εθνοτισμού» («Βλαχικότητας») και «εντοπιότητας» («κοινότητας»). Αν και λόγω της ενδοκοινοτικής διάκρισης η σχέση αυτή δεν είναι ούτε δεδομένη ούτε μονοσήμαντη, σε κάθε περίπτωση η ενσωμάτωση της «εθνοτικής διαφοράς» στην «τοπική ταυτότητα» της κοινότητας συνδέεται με τις διαδικασίες ενσωμάτωσης της ως «τοπικής κοινωνίας» στο εθνικό κράτος. Αφετέρου, η αλληλοδιαπλοκή «ιδεατών» (φαντασιακών και συμβολικών) και «υλικών» (οικονομικοκοινωνική και πολιτική οργάνωση) παραμέτρων στην διαδικασία παραγωγής της εθνοτοπικής ταυτότητας (ή μάλλον των εθνοτοπικών ταυτοτήτων) των Νεοχωριτών. Διαβάστε online ή κατεβάστε τη

Αναζήτηση