Γάμος και σημαίνουσες πρακτικές: η περίπτωση των Βλάχων της Βλάστης, Ζηκοπούλου Δέσποινα

Γάμος και σημαίνουσες πρακτικές: η περίπτωση των Βλάχων της Βλάστης, Ζηκοπούλου ΔέσποιναΑναζητώντας τις οικογενειακές δομές στη νεότερη Ελλάδα, την περίπτωση της πολυπυρηνικής οικογένειας, τη θέση του προβλήματος (1974-1989), τη δημοσίευση των δημοτολογίων-απογραφών (1990-1999), την πολυτυπία της πολυπυρηνικής οικογένειας στην Ελλάδα εντοπίζουμε στη βιβλιογραφία πολλές θεματικές και αναλύσεις για το ίδιο έθιμο.

Οικογένεια, συγγένεια και γάμος στη νεότερη Ελλάδα. Εθνοκοινωνιολογική προσέγγιση

Ιστορικά για τους Βλάχους διαβάζουμε στο έργο του Αστέριου Κουκούδη «Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της κεντρικής Μακεδονίας» και για την παράδοση και την ελληνικότητα στο έργο του Νίκου Σβορώνου (2004) και τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι εάν:

α. Υπάρχει ή είναι δυνατό να υπάρξει κάποια ταυτότητα ενός λαού, μία και αμετάβλητη, ή τουλάχιστον με ορισμένα κύρια καθοριστικά στοιχεία, σ' όλη τη ροή της ιστορίας του;

β. Πρόκειται για μια ενιαία παράδοση, με αρμονικά και ισόρροπα κάθε φορά στοιχεία, που επιβάλλονται και διακρίνονται ξεκάθαρα στη συνείδηση του στοχαστή;

γ. Η ταυτότητα ενός λαού στα διάφορα στάδια της ιστορίας του δημιουργείται μόνο από την παράδοση, έστω κι αν σ' αυτή μπορούν να αναζητηθούν ορισμένα συνεκτικά στοιχεία συνέχειας, ή επίσης και κυρίως, από τα καινούρια στοιχεία που ένας λαός, αν μένει ζωντανός, κατάφερε να δημιουργήσει και ν' αναπτύξει;

Ήδη από την εποχή της Ρωμαιοκρατίας, ο μεγαλύτερος ίσως ιστορικός του ελληνισμού, ο Πολύβιος, διαπίστωνε πως ό,τι γίνεται στη Ρώμη βρίσκει τον αντίκτυπό του και τον απόηχό του και στο τελευταίο χωριό της Ανατολής. Και θα ήταν νοσταλγική αφέλεια, οδηγούμενοι από κάποιον χρονικά καθυστερημένο ελληνοκεντρισμό, να ονειρευόμαστε τη δημιουργία ενός καθαρά ελληνικού πολιτισμού, διαφορετικού από τα πολιτιστικά επιτεύγματα άλλων λαών, που η ιστορική τους μοίρα ήταν καλύτερη από τη δική μας. Ο ελληνικός χώρος στις γεωγραφικές, οικονομικές, κοινωνικές και πνευματικές του δομές αποτέλεσε πάντα σ' ολόκληρη την ιστορία του έναν οριακό χώρο ανάμεσα σε δύο ξεχωριστούς κόσμους -ανατολικό και δυτικό- που δεν έμειναν ποτέ στεγανά κλειστοί. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ιστορίας μας είναι και παραμένει ο οριακός χαρακτήρας. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι το κύριο και πάντα ζωντανό στοιχείο της ελληνικής παράδοσης. Η παραγνώρισή του από το νοσταλγικό αναζητητή μιας κάποιας ελληνικής ταυτότητας με ακραιφνή, αμιγή ελληνικά στοιχεία αποπροσανατολίζει την ελληνική σκέψη, αρνείται ολόκληρη την ελληνική δημιουργία, από τον Ερωτόκριτο ως τον Σεφέρη, και μπορεί να καταλήξει σε τεχνητά, επαρχιακά κατασκευάσματα.

Παράδοση και Ελληνικότητα

Το πρόβλημα της πολιτιστικής ταυτότητας του Νέου Ελληνισμού απασχόλησε και εξακολουθεί να απασχολεί ακόμη την ελληνική διανόηση. Πολλοί πνευματικοί άνθρωποι (λογοτέχνες, κριτικοί, επιστήμονες) επιχείρησαν κατά καιρούς να ανιχνεύσουν τα βασικά στοιχεία που διαφοροποιούν το νεοελληνικό πολιτισμό από τους πολιτισμούς των άλλων λαών και εξασφαλίζουν την πολιτιστική του συνέχεια μέσα στο χρόνο. Οι αντιλήψεις που ήταν επικρατέστερες κάθε φορά χρωμάτιζαν καθοριστικά ολόκληρες εποχές. Έτσι π.χ. τα πρώτα πενήντα χρόνια ζωής του νεοσύστατου κράτους (1830-1880) σφραγίστηκαν από το κλασικό ιδεώδες. Αντίθετα η γενιά του 1880, που εκφράστηκε μέσα από το κίνημα του δημοτικισμού, αναζήτησε την παράδοση του Νέου Ελληνισμού στις λαϊκές μας ρίζες, στο λαϊκό μας πολιτισμό, που διέσωζε την ιστορική μας συνέχεια. «Είναι ο Νεοελληνισμός, όχι δόγμα, σύστημα, διδασκαλία, σχολή, νόμος απαράβατος, αλλά ίσια ίσια ζωή, κίνηση, αντίφαση, αναζήτηση, ταξίδι, θάλασσα ανοιχτή... Βαλκανικός νοείται κατά κανόνα ο χώρος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, ο οποίος χωρίζεται από τον κορμό της ευρωπαϊκής ηπείρου με το ρεύμα του Δουνάβεως».

Βλατσιώτικος γάμος στη Μυλόγουστα, 1906, του τσέλιγκα Νάσιου Ι. Κατσιανίκου μετά της Αγλαΐας, κόρης του τσέλιγκα Νασίκα εκ Σμίξης Γρεβενών (Ι. Λόνας - Ι. Κολοβέτσιος και σύζυγος Βαγγελίτσου, ο Δημ. Κολοβέτσιος κ.λ.π.) Αρχείο Ι. ΒαρβαρούσηΒλατσιώτικος γάμος στη Μυλόγουστα, 1906, του τσέλιγκα Νάσιου Ι. Κατσιανίκου μετά της Αγλαΐας, κόρης του τσέλιγκα Νασίκα εκ Σμίξης Γρεβενών (Ι. Λόνας - Ι. Κολοβέτσιος και σύζυγος Βαγγελίτσου, ο Δημ. Κολοβέτσιος κ.λ.π.) Αρχείο Ι. Βαρβαρούση

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΓΚΕΙΜΕΝΟ

Αναζητώντας υλικό στην δημοσιευμένη εξειδικευμένη βιβλιογραφία εντοπίζουμε στην προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου, «Μελέτες για τους Βλάχους» (2003) την καταγραφή των μητροπολιτικών οικισμών των Βλάχων, παράλληλα με τη λεπτομερή εξέταση των εξόδων και της διασποράς τους στη Βαλκανική. Με ορόσημο το 1769, έτος της πρώτης “καταστροφής” της Μοσχόπολης, οι Βλάχοι ξεκινούν την διασπορά τους από το νότο προς το βορρά. Μεγάλες ή μικρότερες ομάδες εγκαταλείπουν το μητροπολιτικό χώρο στη ραχοκοκαλιά της Πίνδου, προς τον ορίζοντα των Βαλκανίων και ακόμη πιο πέρα. Πλημμυρίζουν τα μακεδονικά εδάφη, δημιουργώντας νέους οικισμούς στα ορεινά και παροικίες στις αναπτυσσόμενες πολιτείες. Φτάνουν στις πλαγιές της Ροδόπης, του Δυτικού Αίμου και τις πολιτείες της Βουλγαρίας. Εδραιώνουν εγκαταστάσεις στις πόλεις του Κοσόβου και της Σερβίας. Περνούν το Δούναβη και το Σάβο και ενισχύουν τις ελληνορθόδοξες παροικίες στα εδάφη των Αψβούργων και των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Η εξιστόρηση και η αποτύπωση της πυκνής βλάχικης διασποράς καταδεικνύει το γεγονός πως η ίδια η Ελλάδα αποτελεί την αναμφισβήτητη “Μητρόπολη των Βλάχων”.

Στους νεότερους χρόνους οι Βλάχοι δεν αποτελούσαν μία περιθωριακή ομάδα παραδοσιακών ορεσίβιων νομαδοκτηνοτρόφων. Αν και η σχέση τους με την κτηνοτροφία έχει τις ρίζες της στο μεσαίωνα, οι νομαδοκτηνοτρόφοι Βλάχοι αποτελούσαν ένα μόνο μέρος του μωσαϊκού τους. Από τις αρχές του 17ου αιώνα και καθώς οι βλάχικοι πληθυσμοί άρχισαν να κάνουν σταδιακά πιο αισθητή την παρουσία τους στο βαλκανικό στερέωμα, παρουσιάζονται τόσο ως παραδοσιακοί ορεσίβιοι νομαδοκτηνοτρόφοι και κατ΄ επέκταση ως ικανότατοι πολεμιστές, όσο και ως αστοί πραματευτάδες και κατ΄ επέκταση ως φορείς οικονομικής και πνευματικής δράσης. Μέσα από αυτές τις σελίδες γίνεται κατανοητό πως το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν των Βλάχων ήταν το πιο σημαντικό και το πλέον καθοριστικό για την ταυτότητά τους (Καραθανάσης, 1982, 2003).

H Βλάχικη διάσταση της Ελλάδας την κάνει πιο πλούσια και ισχυρή. Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα έκθεση παρουσιάστηκε στο Νυμφαίο της Φλώρινας: έκθεση φωτογραφιών και χαρτών με θέμα «Η κοινωνική ζωή στα βλαχοχώρια της Μακεδονίας στα 1900», που οργανώνουν το Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και η Κοινότητα Νυμφαίου. Την έκθεση και τον σχετικό κατάλογο επιμελήθηκε με ιδιαίτερη γνώση και φροντίδα ο ερευνητής και συγγραφέας Αστέριος Κουκούδης. Στην έκθεση αυτή για την «κοινωνική ζωή στα βλαχοχώρια της Μακεδονίας στα 1900» ο επισκέπτης μπορεί να συναντήσει το ιδιαίτερο κομμάτι του βλαχόφωνου ελληνισμού, το οποίο «αποτελεί μέρος του πλούτου της ρωμιοσύνης που οφείλουμε να προστατέψουμε», όπως είπε ο Αστέριος Κουκούδης. Μέσα από το πλούσιο αυτό φωτογραφικό υλικό, που δώρισε ο επιμελητής της έκθεσης στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, πραγματοποιείται μια αναπαράσταση της κοινωνικής ζωής σε εκτεταμένες περιοχές της Μακεδονίας των αρχών του 20ού αιώνα. Η έκθεση αποτελεί καρπό της έρευνας και ενασχόλησης ενός από τους κατ’ εξοχήν μελετητές του βλαχόφωνου ελληνισμού, του Αστέριου Κουκούδη, ο οποίος στη σειρά «Μελέτες για τους Βλάχους», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ζήτρος, εξέδωσε τους εξής τόμους: «Η Θεσσαλονίκη και οι Βλάχοι», «Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων», «Οι Ολύμπιοι Βλάχοι και τα Βλαχομογλενά», «Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας». Αξίζει να σημειωθεί πως η εξαίρετη αυτή εργασία τιμήθηκε με βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών. Γράφει στον ιδιαίτερα επιμελημένο κατάλογο της έκθεσης ο Αστέριος Κουκούδης: «Το φωτογραφικό υλικό μιλά από μόνο του. Παρουσιάζει και αναδεικνύει τις πολύπλευρες διαστάσεις του μωσαϊκού των βλάχικων πληθυσμών που ζούσαν στα μακεδονικά εδάφη κατά τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Η επιλογή των φωτογραφιών έγινε με γνώμονα την όσο το δυνατό σαφέστερη απεικόνιση του διάσπαρτου και πολυσύνθετου χαρακτήρα των οικισμών και των εγκαταστάσεων των Βλάχων. Σε αντίθεση με τις στερεότυπες αντιλήψεις, προβάλλεται το μεγάλο εύρος της πολιτισμικής, κοινωνικής και οικονομικής τους διάρθρωσης. Αυτή η ανομοιογένεια ή, για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του συρμού, οι πολλαπλές βλάχικες ‘ταυτότητες’ αποτέλεσαν από τα πλέον σημαντικά προσόντα που διέθετε το βλαχόφωνο στοιχείο απέναντι στις προκλήσεις εκείνης της εποχής. Σε τελευταία ανάλυση, η επιλογή και η στάση των Βλάχων της Μακεδονίας κατά την κρίσιμη εκείνη περίοδο ευνόησαν τους αγώνες του ελληνισμού για την απελευθέρωση της Μακεδονίας».

Στις αρχές του 20ού αιώνα, στα υπό οθωμανική κυριαρχία μακεδονικά εδάφη παιζόταν ένα σκληρό παιχνίδι για την τύχη τους, όχι μόνο ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη και έθνη, αλλά κι ανάμεσα στις τότε Μεγάλες Δυνάμεις. Κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, παρά τις έντονες παρεμβάσεις, τις προπαγανδιστικές ενέργειες, τη μεροληπτική στάση των αρχών και τα μεγάλα κεφάλαια που ξοδεύτηκαν, τίποτε δεν ήταν τόσο αξιωματικό όσο η ταύτιση και η συμπόρευση των Βλάχων με τη ρωμιοσύνη. Όχι μόνο προσαύξαναν δημογραφικά το δυναμικό του τοπικού ελληνισμού, αλλά με τις καίριες και ρυθμιστικές κοινωνικές και οικονομικές θέσεις που κατείχαν μπορούσαν να επιβάλλουν τις επιλογές τους. Οι οποίες άλλωστε δεν υπαγορεύονταν από απλό συμφέρον, μιας και στηρίζονταν πάνω σε ισχυρά δομημένη και μαρτυρημένη ιδεολογική βάση. Ναι, ο βλάχικος παράγοντας υπήρξε καταλυτικός για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Οι βλάχικης καταγωγής μακεδονομάχοι και στυλοβάτες του αγώνα που δόθηκε τότε ήταν ιδιαίτερα πολυάριθμοι και το Μουσείο του Μακεδονικού Αγώνα δεν θα μπορούσε να τους ξεχάσει.

Το ζητούμενο δεν μπορεί να είναι το αν οι Βλάχοι είναι Έλληνες ή όχι. Αυτό θα ήταν και κουτό και προσβλητικό. Νομίζω πως αυτό που θα έπρεπε να αναζητούμε και να προβάλλουμε πια είναι η βλάχικη διάσταση της Ελλάδας, μία από τις πολλές και καθόλου ουτοπικές ή φολκλορικές, που διαθέτει και που την κάνουν «πλούσια και ισχυρή» (βλ. Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 6 Αυγούστου 2006, Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα - Κοινότητα Νυμφαίου «Η κοινωνική ζωή στα βλαχοχώρια της Μακεδονίας στα 1900» 10 πρωτότυποι έγχρωμοι χάρτες, 224 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, Εκδόσεις Ζήτρος- Θεσσαλονίκη 2000).

«O πολιτισμός της τουρκοκρατίας είναι ο πολιτισμός των βουνών» σύμφωνα με τον Απ. Βακαλόπουλο (1992). Από τις πιο αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις που δικαιώνουν την εκτίμηση του ιστορικού, αποτελεί νομίζουμε η περίπτωση της Βλάστης. Ποια είναι η Βλάστη, το παλιό Μπλάτσι; «Η ιστορία της δεν είναι και τόσο παλιά· μόλις που γεμίζει τέσσερους αιώνες. Όμως η προσφορά της είναι εντυπωσιακή σε κάθε τομέα: πνευματικό, οικονομικό, κοινωνικό, εθνικό. Είναι απέραντος λειμώνας για κάθε έρευνα: Γλωσσική, λαογραφική, αρχαιολογική» θα γράψει ο γλωσσολόγος της Ακαδημίας Αθηνών Στ. Κατσουλέας που στα 1975 θα έλθει στην κωμόπολη για γλωσσική έρευνα. Γέννημα των χρόνων της Τουρκοκρατίας η Βλάστη λειτούργησε χάρη στην οχυρή της θέση ως πρόσφορο καταφύγιο. Χτισμένη 25 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Πτολεμαΐδας, σε υψόμετρο 1240 μ. και σ' ένα πανέμορφο οροπέδιο, περιορισμένο με ασφάλεια από τα βουνά Σινιάτσικο (Άσκιο, 2111 μ.) και Μουρίκι (1650 μ.), αποτελεί σήμερα μια ανεξάρτητη Κοινότητα της επαρχίας Εορδαίας του νομού Κοζάνης. Βλάστη είναι η σημερινή επίσημη ονομασία που δόθηκε από την πολιτεία στα 1930· επιλογή που υιοθετήθηκε προκειμένου το νέο όνομα να συσχετίζεται με την πλούσια βλάστηση του ορεινού τοπίου αφενός, και για να μην απομακρύνεται πολύ φωνητικά από τους άλλους γνωστούς τύπους του τοπωνυμίου αφετέρου. Οι παλαιότερες μαρτυρίες της ονομασίας του χωριού το εμφανίζουν ως: Μπλάτζι, το (1761), Πλάτζι, το (1790), Μπλάτση, η (1796), του Βλατσιού (1820), του Μπλατζιου, (1835) κ.α., ενώ η δεύτερη χρονολογικά αναγραφή (1771) προσδιορίζει ως πατριδωνυμική ιδιότητα την καταγωγή κάποιου Μπλατζιώτη στην Κοζάνη. Επικρατέστερος όμως φέρεται ο τύπος «το Μπλάτσι», γεγονός που συμφωνεί με την παραδοσιακή προφορική ονομασία του χωριού. Με βάση τα μέχρι σήμερα γνωστά στοιχεία, την πρώτη μαρτυρία για ύπαρξη του οικισμού (terminus ante quem) έχουμε στα 1652. Ένας απόδημος στη Σερβία με το –εκσερβισμένο– όνομα Stojanovic είχε γεννηθεί στη Βλάστη το έτος αυτό. Με το δεδομένο αυτό έρχονται να συμφωνήσουν, σε αδρές γραμμές, ιστορικές μαρτυρίες της πρώιμης Τουρκοκρατίας που αφορούν την περιοχή.

Σύμφωνα με το Μ. Καλινδέρη (1982), υπάρχουν ενδείξεις (κυρίως επώνυμα κατοίκων) ότι την εποχή της τσιφλικοποίησης και αποτσιφλικοποίησης του χωριού, που συμπίπτει με τα χρόνια της ελληνικής επανάστασης ή λίγο μετά απ’ αυτή, εγκαταστάθηκαν στη Βλάστη ορισμένες οικογένειες από τα χωριά του κάμπου των Καϊλαρίων (Πτολεμαΐδας). Στα 1854, η επαναστατική ενέργεια του Θεόδωρου Ζιάκα στην περιφέρεια των Γρεβενών δημιούργησε αναστάτωση στα γύρω χωριά, όπου ήταν και το ορμητήριό του. Αρκετές οικογένειες αναγκάστηκαν τότε να εγκαταλείψουν τα χωριά τους. Πόσες κατέφυγαν στη Βλάστη δύσκολα μπορούμε να υπολογίσουμε. Πάντως από την περιοχή αυτή ήλθαν οικογένειες στη Βλάστη από τα ελληνόφωνα χωριά (κοπατσαροχώρια) Σπήλαιο, Βοδιντσκό (Πολυνέρι), Φιλιππαίους, Σαργκαναίους (Πανόραμα), Τσιράκι (Άγιος Κοσμάς), Ραντοσίνιστα (Μέγαρο, τόπο καταγωγής της οικογένειας του γράφοντος) και από τα βλαχοχώρια Σαμαρίνα και Αβδέλλα, ακόμη, τέλος, και από τη Μπριάζα (Δίστρατο) της Κόνιτσας. Όπως εύστοχα όμως επισημαίνει ο καθηγητής Γιάννης Τζαφέττας, «δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τα χωριά αυτά ήταν ο πραγματικός τόπος καταγωγής αυτών των μετοίκων ή υπήρξαν απλά ένας ενδιάμεσος σταθμός, προτού αυτοί, όπως και άλλοι πριν, καταλήξουν οριστικά στη Βλάστη». Η μετοικεσία αυτή έχει σημασία για την οικονομία της κοινότητας, καθώς σχεδόν όλες οι οικογένειες από τα παραπάνω μέρη (ελληνόφωνοι Κοπατσαραίοι και Βλαχόφωνοι) ασχολήθηκαν με την ημινομαδική κτηνοτροφία, αφού βρήκαν πρόσφορα τα βουνά Σινιάτσικο (Άσκιο), Βίτσι και την περιοχή των Πρεσπών. Μάλιστα, συνήψαν λόγω επαγγελματικής συνάφειας στενές σχέσεις μεταξύ τους, τις οποίες επικύρωσαν με επιγαμίες. Η τελευταία σημαντική μετοικεσία στη Βλάστη αναφέρεται στα 1877 με την έκρηξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου. Κατά την εποχή εκείνη άγρια στίφη Τουρκαλβανών είχαν εξαπλωθεί με εντολή της τουρκικής Διοίκησης κατά των πόλεων και των χωριών της Μακεδονίας με σκοπό τη λαφυραγώγηση και την τρομοκράτηση. Μια τέτοια επιδρομή Γκέγκηδων στη Βλάστη θυμάται και ο αείμνηστος Βλατσιώτης Ακαδημαϊκός Αντ. Κεραμόπουλος, μαθητής τότε (την αφηγείται γλαφυρά πολύ αργότερα στην κλασική μονογραφία του για τους Κουτσοβλάχους). Άμεσο κίνδυνο τότε διέτρεξε και η Πιπιλίστα (Νάματα). Οι κάτοικοί της αρχικά βρήκαν ασφάλεια στο βουνό Σινιάτσικο (Άσκιο). Έπειτα όμως από ληστρικές επιδρομές εναντίον τους, ένας αριθμός συγκεκριμένων οικογενειών εγκαταστάθηκε στη Βλάστη, γιατί το χωριό πρόσφερε περισσότερη ασφάλεια και επιρροή στους μπέηδες.

Οι νέοι κάτοικοι προσαρμόστηκαν πολύ γρήγορα, έχοντας το ίδιο πολιτισμικό υπόβαθρο με τους παλιούς.

Σύμφωνα με την προφορική παράδοση (πρβ. και όσα παραθέτει ο Αστ. Κουκούδης, 2001) επρόκειτο κυρίως για μετακινήσεις εδραίων (δηλ. Γκραίκων) κατοίκων της Πιπιλίστας στη Βλάστη, οι οποίες εξακολούθησαν μέχρι περίπου το 1910.

Συναντούμε την απελευθέρωσή του (Οκτώβριος του 1912) από το ζυγό της οθωμανικής δουλείας, όταν η Βλάστη ανακηρύσσεται «Δήμος Βλάτσης». Δήμος θα παραμείνει μέχρι το 1923, οπότε με την έλευση των Ποντίων, Θρακών και Μικρασιατών προσφύγων στα Καϊλάρια (Πτολεμαΐδα) θα γίνουν αυτά το σημαντικότερο αστικό κέντρο της περιοχής και η Βλάστη, που έχει αρχίσει να παρακμάζει και να συρρικνώνεται πληθυσμιακά, θα μεταπέσει στην τάξη της Κοινότητας. Για όλους τους ιστορικούς λόγους όμως που συνοπτικά επιχειρήσαμε να εκθέσουμε στον παρόντα τόμο, και παρά τις αλλαγές που επέφερε το σχέδιο “Καποδίστριας” του αρμόδιου Υπουργείου, η Βλάστη παρέμεινε και αποτελεί σήμερα τιμητικά ανεξάρτητη Κοινότητα.

Από το 1946 παρατηρείται ένα μαζικό μεταναστευτικό ρεύμα προς τα αστικά κέντρα της ενδοχώρας και προς το εξωτερικό (Αμερική, Καναδά, Αυστραλία, Γερμανία, Ελβετία). Σύμφωνα με ένα έγγραφο του 1958 του Προέδρου της Κοινότητας τότε, Αθ. Τζιαφέτα, το οποίο δημοσιεύει ο Ζ. Τσίρος, οι λόγοι της νέας διασποράς των κατοίκων της ήταν: 1) Η έλλειψη στέγης, καθώς το 80% των σπιτιών πυρπολήθηκαν κατά τη διάρκεια της κατοχής· 2) Η τοπική ανεργία, που ας λάβουμε υπόψη μας ότι τώρα επιτεινόταν και από τη βαθμιαία εγκατάλειψη της ημινομαδικής κτηνοτροφίας. Έτσι, από τους 3.450 κατοίκους που είχε η Βλάστη πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, είχαν απομείνει το 1958 γύρω στα 2.250 άτομα. Σήμερα, οι αριθμοί αυτοί αποτελούν δοξασμένο παρελθόν για το χωριό. Οι Βλατσιώτες της Θεσσαλονίκης, της Λάρισας ή της Πτολεμαΐδας από καιρό είναι ασύγκριτα πολλαπλάσιοι από οποιουσδήποτε αριθμούς μονίμων κατοίκων δίνουν οι τελευταίες απογραφές στην Κοινότητα. Η καρδιά της Βλάστης χτυπά το ίδιο ζωηρά σε αυτούς τους τόπους, όσο και στη μητρόπολη. Εδώ, τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μια έξαρση οικοδομικής δραστηριότητας. Βλατσιώτες των αστικών κέντρων καθώς και του εξωτερικού χτίζουν καινούργιες κατοικίες με βάση το τοπικό παραδοσιακό χρώμα. Προς την ίδια κατεύθυνση κινούμενη η Πολιτεία φρόντισε να ανακηρύξει τη Βλάστη οικισμό στον οποίο ισχύουν ιδιαίτεροι και χαρακτηριστικοί του χώρου όροι δόμησης.

Σήμερα η Βλάστη γνωρίζει μια νέου τύπου ανάπτυξη, αυτή που εκφράζεται μέσα από την αναζήτηση από το σύγχρονο Έλληνα του οικολογικού προτύπου (Γιορτές της Γης), του ποιοτικού ορεινού τουρισμού και των πολιτισμικών δρώμενων (Δούμπεια, διεθνή συνέδρια). Προς τούτο δημιουργείται βαθμιαία από το δημόσιο και ιδιωτικό παράγοντα η ανάλογη υλική και τεχνική υποδομή. Οδηγός γι’ αυτή την εναλλακτική ανάπτυξη οφείλουμε να είναι το ένδοξο ιστορικό και πολιτισμικό παρελθόν της Βλάστης, εναρμονισμένο με τις σύγχρονες δυνατότητες που προσφέρει η ανάδειξη και η αξιοποίησή του. Ένα νέο κεφάλαιο στην λαμπρή ιστορία της ορεινής Κοινότητας φαίνεται ότι αρχίζει να γράφεται (Μπάγκαβος, 2014).

Τα βλαχοχώρια της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας αναπτύχθηκαν στα ορεινά και τις διαβάσεις της περιοχής ως δορυφόροι ενός οικιστικού συστήματος με αναμφισβήτητο μητροπολιτικό κέντρο την περιοχή στη ραχοκοκαλιά της Πίνδου. Το Πισοδέρι, το Νυμφαίο (Νέβεσκα) και η Κλεισούρα, αλλά και η Βλάστη (Μπλάτσι), τα Νάματα (Πιπιλίστα) και το Σισάνι, παρά την αμφιλεγόμενη συμμετοχή Βλάχων στην εδραίωσή τους, σχημάτιζαν το βασικό δίκτυο.

 

Η παρούσα εργασία, με τίτλο «Γάμος και σημαίνουσες πρακτικές: Η περίπτωση των Βλάχων», συντάχθηκε στα πλαίσια του προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Επιστήμες της Αγωγής» με κατεύθυνση τις Πολιτισμικές Σπουδές, με επιβλέποντες την καθηγήτρια του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας κα. Βαμβακίδου Ιφιγένεια, την Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης κα. Χριστοδούλου Αναστασία και τον Επίκουρο Καθηγητή στο Τμήμα Νηπιαγωγών της Παιδαγωγικής Σχολής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας κ. Nίκο Φωτόπουλο. Αντικείμενο της παρούσας μελέτης αποτέλεσε η σημειωτική ανάλυση του βιβλίου, με σκοπό την αναζήτηση των κωδίκων που οριοθετούν την περιγραφή του γάμου, την τυπολόγησή τους, αλλά και την κατασκευή ενός σημειωτικού μηχανισμού που καταδεικνύει τη σταθερότητα της παράδοσης. Για την ανάλυσή του υιοθετήθηκε η μέθοδος ανάλυσης του Algirdas Julien Greimas με τον τρόπο που προτάθηκε από την Χριστοδούλου (2007). Η μέθοδος βασίζεται στη γλωσσολογική ανάλυση περιεχομένου στο πλαίσιο της δομικής σημαντικής (structural semantics), ώστε να γίνουν φανεροί οι μηχανισμοί παραγωγής του νοήματος. Αρχικά, παρουσιάστηκε μία εθνοκοινωνιολογική προσέγγιση, αναφορικά με την οικογένεια, τον γάμο και την παράδοση στη νεότερη Ελλάδα, και αναπτύχθηκε το ιστορικό συγκείμενο των Βλάχων, αλλά και της βλάχικης παράδοσης στη Βλάστη. Για την επίτευξη των στόχων της εργασίας, παρουσιάστηκε το εννοιολογικό πλαίσιο της Σημειωτικής, που αποτέλεσε το δομικό εργαλείο ερευνητικής προσέγγισης. Οι κύριοι κώδικες που αναδείχτηκαν είναι ο χωρικός κώδικας, ο κώδικας προσώπου, ο χρονικός κώδικας και ο εθιμοτυπικός κώδικας και μελετήθηκαν ως μία σύνθετη σειρά από συμβολικές πράξεις. Μία σειρά από μικρο-σύμπαντα, διαφορετικών δομών και παρουσίας, μέσα στην ίδια, όμως, επικοινωνιακή πράξη.

Ζηκοπούλου Δέσποινα
Γάμος και σημαίνουσες πρακτικές: Η περίπτωση των Βλάχων της Βλάστης
Διπλωματική εργασία, 2017
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ - ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΦΛΩΡΙΝΑΣ - ΤΜΗΜΑ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ
Π.Μ.Σ.: ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ: ΣΗΜΕΙΩΤΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
πηγή: https://dspace.uowm.gr/xmlui/handle/123456789/649
Διαβάστε ολόκληρη την εργασία ή κατεβάστε τη

Βλάστη, 1887. Γαμπρός και Νύφη. Γεώργιος Στ. Μπαρμπαρούσης (Βαρβαρούσης) και η σύζυγος του Αναστασία, το γένος Γιάννη-Βλαχογιάννη ΓούλαΒλάστη, 1887. Γαμπρός και Νύφη. Γεώργιος Στ. Μπαρμπαρούσης (Βαρβαρούσης) και η σύζυγος του Αναστασία, το γένος Γιάννη-Βλαχογιάννη Γούλα

Γάμος στη Βλάστη, 1936. Μεταφέροντας τη νύφη απο το γειτονικό χωριό Νάματα (Πιπιλίστα). Γάμος του Κουλούσια Απόστολου Μητρούλη και της Σουλτάνας Μπαρτζώκα. Αρχείο Γιάννη Βαρβαρούση.Γάμος στη Βλάστη, 1936. Μεταφέροντας τη νύφη απο το γειτονικό χωριό Νάματα (Πιπιλίστα). Γάμος του Κουλούσια Απόστολου Μητρούλη και της Σουλτάνας Μπαρτζώκα. Αρχείο Γιάννη Βαρβαρούση.

Αναζήτηση