Η γυναικεία φορεσιά των Ρεμένων Βλάχων (Αρβανιτόβλαχων). Σύμβολο καταγωγής, σημάδι φάρας

Φαρσαριώτισες της κορυτσάς, photo: Αφοί ΜανάκιαΟι Αρβανιτόβλαχοι, Ρεμένοι ή Ριμένοι, αποτελούν την πολυπληθέστερη υποομάδα των Bλάχων. Μια ομάδα η οποία εξ αιτίας του απομονωμένου και περιπλανώμενου τρόπου ζωής δεν μελετήθηκε όσο οι υπόλοιπες βλάχικες ομάδες.

Ο όρος Αρβανιτόβλαχοι χρησιμοποιήθηκε από τους διαφόρους μελετητές των αρχών του 20ου αιώνα για να τους διαχωρίσουν απ' τους ημινομάδες Βλάχους της Πίνδου. Η ονομασία αυτή δηλώνει τους Βλάχους που προέρχονται από την περιοχή της Βόρειας Ηπείρου. Σύμφωνα με τον ιστορικό Αραβαντινό Παναγιώτη η ονομασία αυτή επιδόθηκε στους βλαχοφώνους της περιοχής Κολώνιας - Πρεμετής Βορείου Ηπείρου διότι εγκατεστημένοι σε περιοχές γειτνιάζουσες με αλβανικά χωριά «ηναγκάσθησαν εκμαθείν και την διάλεκτο των ομόρων». Η συνύπαρξη στην περιοχή της Νότιας Αλβανίας, των Βλάχων με αλβανόφωνους πληθυσμούς είχε ως αποτέλεσμα να μιλούν, εκτός την βλάχικη και την ελληνική γλώσσα, επιπρόσθετα και την αλβανική, για να μπορούν να συνεννοούνται και να συναλλάσσονται. Οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται ως Ρεμένοι ή Ριμένοι ενώ ο όρος Αρβανιτόβλαχοι χρησιμοποιείται όταν οι άλλοι (Ελληνόφωνοι ή βλαχόφωνοι) αναφέρονται σε εκείνους. Βέβαια οι περισσότεροι Ρεμένοι δεν δέχονται τον όρο αυτόν διότι δεν επιθυμούν να συγχέονται με τους Αρβανίτες με τους οποίους δεν έχουν κοινή καταγωγή.
Κοιτίδα τους ήταν οι περιοχές Κολώνιας - Νταγκλί Βορείου Ηπείρου. Η παράδοση αναφέρει ότι ταυτόχρονα με την δημιουργία των μόνιμων βλάχικων εγκαταστάσεων στην περιοχή της Πίνδου και του Γράμμου άρχισαν να δημιουργούνται εγκαταστάσεις ημινομαδικές και στην περιοχή της Κολώνιας και στο Νταγκλί. Η σύγκρουση του Αλή Πασά του Τεπελενλή με τα στρατεύματα του σουλτάνου Μαχμούτ οδήγησαν στην καταστροφή των εγκαταστάσεων των Βλάχων στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου και την εξώθηση αυτών στον απόλυτο νομαδικό βίο. Αφορμή για την καταστροφή των οικισμών αποτέλεσε η επαναστατική κίνηση κατά του στρατού του σουλτάνου με επικεφαλείς τους καπεταναίους Βλάχους της περιοχής, Κακαράντα, Σταμούλη και Τσιουλάκα. Η εξώθηση στον νομαδικό μετακινούμενο βίο βοήθησε στην διατήρηση του παλαιότερου γλωσσολογικού και ενδυματολογικού τύπου των Βλάχων. Επίσης στην παράδοση των Αρβανιτοβλάχων έχουν διατηρηθεί πολλά αρχαιοελληνικά στοιχεία δηλώνοντας περίτρανα την προ αιώνων παρουσία τους στο χώρο. Οι Ρεμένοι ασχολούμενοι αποκλειστικά με την κτηνοτροφία και το εμπόριο κατά Φάρες και Τσελιγκάτα εξαπλώθηκαν σε όλα τα Βαλκάνια προς εύρεση ορεινών περιοχών διατηρώντας τις προ αιώνων χειμερινές εγκαταστάσεις στους στη Θεσσαλία και τα παράλια του Ιονίου και της Αδριατικής, ζώντας σκηνίτικη ζωή σε οικισμούς από κωνικά και ορθογώνια καλύβια.

Σύμβολο καταγωγής
Η Αρβανιτοβλάχικη γυναικεία φορεσιά είναι αναμφισβήτητα μία από τις ομορφότερες φορεσιές της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Η φορεσιά σύμφωνα με την παράδοση είναι κληρονομιά προς τις γυναίκες αυτής της φυλής από την πρόγονο μητέρα Νεράιδα, την Τζίντα. Σύμφωνα, λοιπόν, με την παράδοση των Αρβανιτοβλάχων, οι Ρεμένοι έλκουν την καταγωγή τους από έναν παραφυσικό γάμο.
Ο υιός μεγάλου Βλάχου τσέλιγκα βόσκοντας τα αμέτρητα πρόβατα της οικογενείας του πήρε την φλογέρα του (τζουμάρ) και άρχισε όπως όλοι οι νέοι πικουράροι (βοσκοί) να παίζει. Τότε εμφανίστηκε μία παρέα πανέμορφων κοριτσιών - νεράιδων (Τζίντες), οι οποίες κρατώντας ντέφια (τσιρ) στα χέρια τους άρχισαν να συνοδεύουν τον νέο στο ρυθμό που έπαιζε και να χορεύουν ξέφρενα γύρω του. Μόλις ο νέος σταμάτησε οι κόρες - νεράιδες (Τζίντες) εξαφανίστηκαν. Το γεγονός αυτό εξιστορήθηκε από τον νεαρό βοσκό στην γηραιά μητέρα του η οποία τον παρότρυνε να αφαιρέσει το πέπλο της ομορφότερης εκ των κοριτσιών. Την επόμενη μέρα λοιπόν όταν άρχισε ο βοσκός να παίζει τη φλογέρα του εμφανίστηκαν πάλι οι "τζίντες" και το παλικάρι ευθύς άρπαξε το χρυσό κεφαλόδεσμο της ομορφότερης εξ' αυτών. Ευθύς αμέσως, μέσα σε ένα σύννεφο ανέμου και στροβιλιζόμενες, οι κόρες πήραν τη μορφή ανεμοστρόβιλου αφήνοντας μόνη πίσω την ασκεπή πλέον νεράιδα που απέμεινε σε θνητή μορφή στον χώρο που της αφαιρέθηκε το χρυσοΰφαντο μαντήλι της. Ο νέος την πήγε στο κονάκι του και την παντρεύτηκε. Αποτελούσαν το ομορφότερο ζευγάρι της περιοχής και ένα χρόνο μετά απέκτησαν ένα γιό.
Την ίδια εποχή γινόταν ένας συγγενικός γάμος και η Νεράιδα (τζίντα) παρακάλεσε τον σύζυγο της να της επιστρέψει το πέπλο της για να το φορέσει και να είναι η ομορφότερη γυναίκα στο τσελιγκάτο εκείνη τη βραδιά. Ο νέος γελάστηκε και της έδωσε το πέπλο και εκείνη μόλις το ακούμπησε εξαφανίστηκε παίρνοντας την αρχική της μορφή, του ανεμοστρόβιλου. Κάθε βράδυ όμως, τα μεσάνυχτα, επέστρεφε στη καλύβα για να θηλάζει το νεογέννητο υιό της ώσπου μια νύχτα ο σύζυγος της παραφύλαξε και άρπαξε το πέπλο της και το έριξε στην βάτρα (εστία), στη φωτιά, για να καεί. Έτσι η Τζίντα έμεινε για πάντα στο πλευρό του και έγινε υπόδειγμα βλάχας νύφης. Από τον υιό της Τζίντας και του βοσκού κατάγονται οι Ρεμένοι Αρβανιτόβλαχοι, γι΄αυτό τον λόγο μετακινούνταν ως νομάδες χωρίς μόνιμη εγκατάσταση για αιώνες, γιατί είναι απόγονοι της "τζίντας", έχουν"φλέβα" από τις "τζίντες" που δε μένουν σταθερές στο ίδιο σημείο.
Με την λέξη ''ΤΖΙΝΤΑ'' οι Αρβανιτόβλαχοι αναφέρονται στην νεράιδα των ανέμων και στον ανεμοστρόβιλο. Οι Κολωνιάτες πιστεύουν ότι ο νέος άνηκε στην οικογένεια Τσαραόση ενώ οι Μιτζιντόνοι στην οικογένεια Τσέπα. Ο θρύλος υπάρχει σε όλες τις περιοχές που διαμένουν Αρβανιτόβλαχοι (Αλμυρός-Ξηρόμερο-Αλβανία). Από τον φόβο της εκδίκησης των αδελφών της μητέρας Τζίντας οι Αρβανιτόβλαχοι έστηναν μικρό ξύλινο σταυρό στην κορυφή της καλύβας και δεν άφηνα ποτέ τα νεαρά κορίτσια και της νύφες να βγαίνουν έξω μετά τις δώδεκα το βράδυ (παραόρε) μη τυχόν τις απαγάγουν οι Τζίντες.
Η μητέρα Τζίντα λοιπόν σύμφωνα με την παράδοση ήταν η πρώτη που φορούσε την ενδυμασία αυτή και την κληροδότησε στις απογόνους της. Και είναι αλήθεια ότι η Αρβανιτοβλάχικη φορεσιά δεν θυμίζει σε τίποτα την ενδυμασία φτωχών φερέοικων κτηνοτρόφων αλλά αποτελεί ένδυμα υψηλής ποιότητας και κατασκευής καθώς επίσης στην εμφάνιση της φαντάζει ως βασιλικό ένδυμα.

Σημάδι φάρας
Η Ρεμένα νύφη κατά το γάμο της παίρνει από το σπίτι των γονιών της ως προίκα (πάια) όλα τα εξαρτήματα της ενδύσεως της και μόνο. Κάθε οικογένεια (σόι, φάρα) είχε ξεχωριστά γνωρίσματα ως σύμβολα αναγνώρισης της στην γυναικεία και μόνο ενδυμασία με την μορφή κεντημάτων και χρωμάτων. Παραδείγματος χάριν η οικογένεια Τσάτσα είχε έντονα κόκκινα κεντήματα και το σχέδιο του κυπαρισσιού, η οικογένεια Καπουράνη θαλασσί κεντήματα ενώ η οικογένεια Τράσια είχε ως γνώρισμα την συρματερή κλωστή και τα μωβ κεντήματα. Τα σύμβολα αυτά μεταφέρονταν μέσω των επιγαμιών από φάρα σε φάρα και η Ρεμένα νύφη, έως τον θάνατο της, φέρει τα γνωρίσματα της πατρικής της φάρας στη φορεσιά της. Έτσι σε ένα κονάκι - φαλκάρι Αρβανιτοβλάχικο θα μπορούσαμε να δούμε γυναίκες με φορεσιές άλλου τύπου η μία με την άλλη ανάλογα με την καταγωγή τους.
Στη φορεσιά της Αρβανιτόβλαχας Ρεμένας είναι εμφανή τα αρχαϊκά στοιχεία τόσο στα μέρη που την αποτελούν όσο και στα σχέδια των κεντημάτων της. Ο αρχαιοελληνικός Μαίανδρος ήταν κυρίαρχο ξόμπλι της ενδυμασίας και οι Ρεμένες αποκαλούσαν το σχέδιο αυτό "κικότ", προσομοιάζοντας το με την ουρά του κόκορα. Τα ξόμπλια και ο σχεδιασμός της φορεσιάς γίνονταν από τις ίδιες τις γυναίκες και όχι από επαγγελματία ράφτη. Η συγκεκριμένη ενδυμασία φορέθηκε έως Β΄Παγκόσμιο πόλεμο με μικρές παραλλαγές λόγω επιδράσεων της περιοχής όπου εγκαταστάθηκαν οι αρβανιτόβλαχοι κατά τις αρχές του 20ου αιώνα.

Τα στοιχεία της φορεσιάς είναι τα εξής με τη σειρά που φοριόταν:

1. Φανέλα (κότσια)
Μάλλινη φανέλα με πρόσθετα πλεχτά ολοκέντητα χειρότια (μινικούγι). Η φανέλα μαύρου χρώματος έκλεινε σταυρωτά μπροστά στο στήθος.

2. Το πουκάμισο (Κιμιάσα)
Ήταν λευκού χρώματος και αποτελούσε συνέχεια του αρχαϊκού χιτώνα. Ήταν μακρύ και έφτανε μέχρι την μέση της κνήμης με φαρδιά μανίκια που έφταναν μέχρι τον αγκώνα. Κατασκευάζονταν από βαμβακερό υφαντό ύφασμα (ντι μπουμπουκάτε). Αποτελούνταν από το μεσαίο τμήμα, την "μάνα", ενώ στα πλάγια υπήρχαν λαγγιόλια, (κίνι), που προσέδιδαν φάρδος και ευρυχωρία. Χαρακτηριστικός ήταν ο μικρός ανασηκωμένος γιακάς και το βαθύ άνοιγμα στο στήθος μέχρι το στέρνο. Έφερε πλουσιότατη διακόσμηση στον ποδόγυρο, το στήθος και τα μανίκια με χρωματιστά κεντήματα σταυροβελονιάς σε γεωμετρικά σχήματα. Ιδιαίτερου κάλους ήταν τα κεντημένα νυφιάτικα πουκάμισα ενώ οι ηλικιωμένες και οι ανύπανδρες δεν έφεραν καθόλου κεντητό διάκοσμο στα πουκάμισα τους. Τα κεντήματα αυτά κατά τον μεσοπόλεμο και την απλούστευση της φορεσιάς αντικαταστάθηκαν από σιρίτια του εμπορίου (ιερατικά), γαϊτάνια και χρωματιστά κουμπιά. Φωτογραφίες: Γυναίκα με πουκάμισο και ρόκα, Σύγχρονη εκδοχή πουκάμισου, Αρβανιτοβλάχικη φορεσιά από το μουσείο Μπενάκη

3. Τραχηλιά - Μπούφκα - κιπτάκ
Τετράγωνο ή τριγωνικό κομμάτι υφάσματος από βελούδο κεντημένο με κόπσες και κουμπιά, καθώς μεταπολεμικά και με χάντρες, που κάλυπτε το στήθος πάνω από την κότσια και μέσα από το πουκάμισο. Είχε πρακτική χρήση ιδιαίτερα κατά τον θηλασμό.

4. Σιγκούνι
Αμάνικος, μακρύς και ανοιχτός μπροστά επενδυτής, φοριόταν πάνω από το πουκάμισο και ήταν το βασικότερο τμήμα της φορεσιάς. Κατασκευάζονταν από μάλλινο δίμιτο, (χοντρό και πυκνοϋφασμένο βαμβακερό ύφασμα), χρώματος πολύ βαθύ σκούρο μπλε (βίνιτε) ενώ η παράδοση αναφέρει την χρήση λευκού σεγκουνιού κατά τον 19 αιώνα. Το μήκος έφθανε τα 10-15 εκ. πάνω από τον ποδόγυρο ώστε να φαίνονται τα σχέδια του πουκαμίσου. Το σιγκούνι είχε χαρακτηριστική κοπή με πολλά λαγγιόλια που δημιουργούσαν πτυχές στο πίσω μέρος του ρούχου ενώ η εμπρόσθια πλευρά ήταν άπτυχη. Η διακόσμηση γίνονταν με πολύχρωμα κορδόνια, (μιγκόρ), τα οποία κατασκεύαζαν με την λαβή κουταλιού. Τα κορδόνια ράβονταν στο εμπρόσθιο στηθαίο τμήμα, γύρω από τις δύο τσέπες, και κυρίως στην οπίσθια πλευρά στο μοναδικό τύπο κεντήματος σιγκουνιού παράλληλων γραμμών που διατρέχουν λοξά τα λαγγιόλια (βυζαντινό ένδυμα) σχηματίζοντας το λεγόμενο ψαροκόκαλο. Οι πτυχές του σιγκουνιού διατηρούνταν με ράμμα μέσα σε καυτό νερό. Φωτογραφίες: Σεγκούνι Ρεμένας Ξηρομέρου, Σεγκούνι Κεφαλοβρύσου, Σεγκούνι Φρασσαριώτικο Άνω Πλιάσας, Σεγκούνι Μουζακιάς Αλβανίας

5. Ποδιά (πουδιάου)
Το σημαντικότερο κομμάτι της φορεσιάς, το στοιχείο που υποδήλωνε την καταγωγή της γυναίκας ανάλογα με τα χρώματα και τα σχέδια της. Την διακρίνουμε σε δύο είδη ποδιών: α) την νυφιάτικη ή και επίσημη (πουδιάου) και β) την καθημερινή (πόλα ή μπουραζάνα). Η επίσημη ποδιά ήταν υφαντή από δίμιτο σε μαύρο ή σκούρο ερυθρό χρώμα. Αποτελούνταν από το μεσαίο τμήμα, την μάνα, με δύο πλαϊνά λαγγιόλια. Ήταν ολοκέντητη με πολύχρωμα κορδόνια (μιγκόρ) σε διάφορα σχέδια, (φυτικού διακόσμου και γεωμετρικά), με κοινό μοτίβο τα τρία φλάμπουρα, δηλαδή τρεις συνθέσεις, μία κεντρική που φθάνει έως τη μέση και δύο στα πλαϊνά μικρότερες χωρίζοντας έτσι το θέμα σε τρία φύλα. Συνήθη σχέδια ήταν το μάρτσο, το σκουλίκιαα (γέρμ), το κυπαρίσσι και η φλάμπουρα, καθώς βέβαια και ο μαίανδρος (κικότ) στα διαχωριστικά μέρη των τμημάτων.
Η επίσημη ποδιά ήταν προσαρτημένη σε μία κεντητή ταινία υφάσματος σαν ζώνη, την τσίκα, και φοριόταν κάτω πάντα από το σημείο της μέσης (οσφύς).
Η καθημερινή ποδιά, ή πόλα-μπουραζάνα, αποτελούνταν από μάλλινη πολύπτυχη και ογκώδη φούστα, σαν τη φουστανέλα, με διάκοσμο μαιάνδρου σε πολύχρωμα σχέδια στο τελείωμα. Φωτογραφίες: Ποδιά Κολωνιατών νομάδων, Ποδιά Κολωνιατών Ιεροπηγής, Ποδιά Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας, Ποδιά Μπουραζάνα, Ποδιά Κεφαλοβρύσου, Πτυχωτή ποδιά

6. Πισλί ή γκουνέλα - ντουλμίτς κου μένιτς
Κοντός μέχρι την μέση μανικωτός επενδυτής. Φοριέται πάνω από το σεγκούνι και είναι κατασκευασμένος από το ίδιο ακριβώς υλικό. Είναι ολοκέντητο με μιγκόρ και έχει κοινή διακόσμηση σε όλες τις μορφές της. Κατά το θέρος τα μανίκια πέφτουν στην πλάτη ελεύθερα καθώς είναι ραμμένα μόνο στον καρπό για τον σκοπό αυτόν. Τα μανίκια πολλές φορές ήταν κατασκευασμένα ανεξάρτητα από το ύφασμα του πισλί (υφαντά, υφασμάτινα). Στο ύψος του στέρνου κουμπώνει πάντα με το κόσμημα "μονόκιρ" με το Κιουστέκι κλιτσωτό με ασημένιες αλυσίδες. Επίσης κοσμήματα από αχάτη και χάντρες συμπληρώνουν τα στολίδια του στέρνου (μιρτζέλ).
Υπάρχει και η μορφή του αμάνικου τελείως γιλέκου, το "κερτούκ", ίδιας μορφής και κοπής, το οποίο μόνο ο οι νύφες πρόσθετα φορούσαν. Τις καθημερινές φορούσαν τη σιρικούστια, επενδυτής που φοριόταν πάνω από το σεγκούνι, κατασκευασμένος επίσης από το ίδιο υλικό. Αυτός ο επενδυτής φτάνει περίπου κάτω από τη μέση, φέρει μάνικια αλλά εμφανίζεται και αμάνικο και είναι πολύπτυχο με πολύ λίγα στολίσματα, κυρίως μιγκόρια. Φωτογραφίες: Πισλί Κεφαλοβρύσου, Πισλί Στράτου Αιτωλοακαρνανίας, Πισλί Γαρίτσας Κέρκυρας, Πισλί νομάδων Κολώνιας

7. Ζώνη - Μπέρ - σιλέφι
Την μέση περιτρέχει υφασμάτινο συνήθως "καρό" σχεδίου ζωνάρι, το μπέρου, και κάτω από αυτό δένετε η ποδιά. Πάνω από το μπέρ μπαίνει το σιλέφι (σελάχι) που είναι δερμάτινη ζώνη πλουμιστή με κόπτσες και εγχάρακτα στο δέρμα σχέδια. Στο σιλέφι επικολλάται και το μεγάλο ασημένο κεμέρι με την αλυσίδα του ασημοσουγιά. Φωτογραφίες: Ζώνη νομάδων Κολώνιας με σιλέφι και ασημένιο κεμέρι, Μπέρου απο το Κεφαλόβρυσο

8. Οι κάλτσες - Πιρπότζ
Μαύρες πλέκτες με 3 ή 4 βελόνες με πολλά χρωματιστά σχέδια (ρόμβοι συνήθως). Στην καθημερινή ζωή τους οι Ρεμένες φορούσαν ξυπόλυτες τα υποδήματα τους.

9. Τσαρούχια - τσρούχλι
Η συγκεκριμένη φορεσιά φορέθηκε με δερμάτινα τσαρούχια σε κόκκινο ή μαύρο χρώμα με φούντα. Εξαίρεση αποτελούν οι Ρεμένοι του Ξηρομέρου που λόγω της μακροχρόνιας χρήσης της παραδοσιακής φορεσιάς, φόρεσαν και παπόυτσια ευρωπαικά καθώς και οι αστοί Φρασσαριώτες της Κορυτσάς - Πλιάσας

10. Κεφαλόδεσμος – Τσιουπάρι
Δερμάτινο, στην πρωταρχική μορφή του, πίλημα το ύψος του οποίου ποικίλει ανάλογα με την καταγωγή. Κατασκευάζεται από κομμάτι χαρτονιού (μακαβέι) το οποίο επενδύεται με δέρμα (μαύρο, σκούρο καφέ) διακοσμημένο με καψούλια και πρόκες ασημένιες σε σχεδιασμούς γεωμετρικούς (ζικ-ζακ). Στη μέση του πιλήματος βρίσκετε προσαρμοσμένη η ΚΟΡΩΝΑ που αποτελεί το σημαντικότερο κόσμημα της ενδυμασίας.
Γύρω από το Τσιουπάρι δένουν, καλύπτοντας το μέτωπο και για σταθεροποίηση του, μαντήλια ως μπουμπάρια και πάνω από αυτά τοποθετούν τη βουβιάτα, η οποία είναι κεντημένη ταινία με χάντρες, νομίσματα ή μιγκόρια ενώ στην κορυφή τοποθετούσαν υφασμάτινο μακρόστενο μαντήλι κόκκινο οι νεαρές και λευκό οι γηραιότερες με κεντήματα στις άκρες, την Τσιτσιρόνια το οποίο προσαρτούσαν στο πίσω μέρος του τσιουπαριού με ειδικό κόσμημα το λαπούς το οποίο ήταν σκουλαρίκια που κατέληγαν σε ασημένιες αλυσίδες. Το μήκος της τσιτσιρόνιας στις νύφες έφθανε έως τα πόδια. Αποτελούσε μορφή αρχαϊκού πέπλου.
Πρόκειται σίγουρα για το αντιπροσωπευτικότερο τμήμα της φορεσιάς της Αρβανιτόβλαχας. Αποτελεί σύμφωνα με την παράδοση τον κεφαλόδεσμο που φορούσε η μητέρα Τζίντα και που μετά την θνητοποίηση της μετέφερε από τον κόσμο του παραφυσικού στον κόσμο των ανθρώπων. Η παράδοση αναφέρει επίσης πως οι Ρεμένες λόγω του τσουπαριού είχαν ιδιαίτερες μαγικές ικανότητες και πίστευαν ότι ήταν ανώτερες από τις άλλες γυναίκες. Γι αυτό και ποτέ δεν άφηναν μια μη Ρεμένα να το αγγίξει καθώς πίστευαν ότι θα χαθούν οι ικανότητες αυτές (πρόκληση φυσικών φαινομένων, κατέβασμα φεγγαριού, νεκρομαντεία). Ιδιαίτερη σημασία έχει η κορώνα και τα εγχάρακτα σχέδια της (λουτσέφιρε σι κουπάτσιου). Η παράδοση επίσης λέει πως ο κεφαλόδεσμος αυτός οδήγησε κάποτε σε νίκη κατά μια μεγάλη μάχη πολύ πολύ παλιά. Όταν οι άνδρες νικήθηκαν οι εχθροί οπισθοχώρησαν βλέποντας τις Ρεμένες με την επιβλητική φορεσιά τους και το τσιουπάρι που θεώρησαν πολεμική περιβολή. Οι γυναίκες αποδίδουν τη νίκη σε μαγική ιδιότητα του κεφαλόδεσμου που προξένησε ανεμοστρόβιλο και κατατρόπωσε τους εχθρούς. Φωτογραφίες: Τσιουπάρα Κολωνιάτας, Τσιουπάρα νεαρής γυναίκας Κεφαλοβρύσου, Τσιουπάρα Ξηρομέρου, Τσιουπάρα Φρασαριώτισσας κεντρικής Μακεδονίας, Τσιουπάρα Κεφαλοβρύσου, Τσιουπάρα Πλιάσας Κορυτσάς, Τσιουπάρα Κεστρινιώτισσας, Τσιουπάρα ηλικιωμένης Θεσπρωτίας και Κεφαλοβρύσου

Ασημένια κορώνα, εξάρτημα απο αρβανιτοβλάχικο τσουπάρι, Κεφαλόβρυσο Ιωαννίνων. Συλλογή Ιωάννη Δαδαλιάρη
ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ

1. Κορώνα
Η κορώνα είναι ασημένιο ή φλωροκαπνισμένο έλασμα, σαν διάδημα διακοσμημένο με εγχάρακτες παραστάσεις φυτικών ή ζωικών θεμάτων. Στη μέση και στα άκρα υπάρχουν πάντα τα σύμβολα της μαγείας της Τζίντας, ο Αυγερινός, η βελανιδιά και το φεγγάρι στο μέτωπο, τα οποία είναι φτιαγμένα συνήθως από σαβάτι (είδος σμάλτου που γεμίζει τα βαθιά χαραγμένα στην ασημένια επιφάνεια διακοσμητικά θέματα). Η χρήση των συμβόλων αυτών εξηγείται απο την πίστη των αρβανιτόβλαχων πώς οι τζίντες προέρχονται από το φεγγάρι (ακιτσάτι ντι λούνε) και κατοικούν στις βελανιδιές.
Η Κορώνα αποτελεί νυφικό κόσμημα και φοριέται μόνο από τις νέες ενώ η γηραιότερες αποκολλούν την κορώνα. Η Κορώνα δεν αποτελεί απλά ένα κόσμημα, είναι βασιλικό διάδημα κληροδότημα στις απογόνους από την θεά - νεράιδα μητέρα τζίντα. Σύμφωνα με την παράδοση η κορώνα είχε μαγικές ικανότητες (πρόκληση καιρικών καιρικών). Μέσω της κορώνας ορισμένες γυναίκες συνομιλούσαν με τους νεκρούς, (πέφταν με τους νεκρούς - κιντιά κου μορτσιε), κατέβαζαν το φεγγάρι και το "άρμεγαν" ζητώντας του να εκπληρώσει επιθυμίες. Μέσω αυτής αποκτούσαν υπερφυσικές ιδιότητες και πολλές φορές τα μεσάνυχτα κατά την πανσέληνο (λούνα πλίνε του παραόρε), οι γυναίκες επικαλούνταν τις νεράιδες - τζίντες στο φως του φεγγαριού γυμνές, φορώντας μόνο την κορώνα καθισμένες πάνω στο "αντί" (εξάρτημα αργαλειού), βλάχικο κάλαρου. Φωτογραφίες: Κορώνα Άνω Πλιάσας - Κορυτσάς, Κορώνα Κολωνιάτας, Κορώνα Κεφαλοβρύσου, Κορώνα Φρασαριωτών Νιζόπολης

2. Τσουπράκι μάρι - τσουπράκι νίκα
Σφυρήλατες εγχάρακτες πόρπες, ασημένιες ή χρυσές, οι οποίες εκτός του διακοσμητικού χαρακτήρα είχαν και πρακτικό, καθώς έκλειναν τα ανοιχτά μέρη της φορεσιάς (Ντουλμίτς - κιρτούκ) και το μεγάλο τσουπράκι-κεμέρι τοποθετούνταν στη μέση πάνω από το μπέρ.

3. Κιουστέκια
Αλυσιδωτό κόσμημα στήθους, ασημένιο με πολλαπλές αλυσίδες που καταλήγουν σε καφίτσες εγχάρακτες με σαβάτι. Το φορούσαν στο στήθος πάνω από το ντουλμίτς.

4. Λαπούσια
Ασημένιο κόσμημα με το οποίο συγκρατούσαν τις πλεξούδες πάνω από το τσουπάρι.

5. Μονοκίρ
Κόσμημα στήθους. Αποτελείται από ασημένια αλυσίδα που καταλήγει σε κόσμημα σχήματος "δάκρυ". Στο κέντρο του κοσμήματος τοποθετούσαν ημιπολύτιμο λίθο, συνήθως αχάτι, ή και δόντι αγριόχοιρου, αρκούδας ή λύκου.

6. Αϊμαλί (χαϊμάλι, φυλαχτό)
Φυλαχτό με κορδόνι (μιγκόρ) που καταλήγει σε υφασμάτινο (μάλλινο ή και βελούδινο) πουγκάκι τριγωνικού σχήματος με κέντημα χάντρας περίγυρα. Μέσα περιείχε τρίχες αρκούδας, ψωμί, ματωμένο κομμάτι υφάσματος νεκρού, θυμίαμα κ.α.. Πάνω στο κέντρο του υφάσματος επικολλούσαν μικρό φλουρί, ματάκι βασκανίας ή και σταυρουδάκι.

7. Μαρτζέλ.
Χάντρινο κόσμημα στήθους. Αντικατέστησε το μονοκίρ μεταπολεμικά.

8. Στέλα
Ασημένια μικροσκοπική πόρπη, μικρογραφία της μεγάλης, με την οποία συγκρατούσαν την βουβιάτα στο μέτωπο της τσουπάρας

9. Βέρ
Μακρυά ασημένια σκουλαρίκια στολισμένα με κοράλια και αχάτη που καταλήγουν ως τον ώμο πολλές φορές σε σειρά αλυσίδων οι οποίες στερεώνονται στο πίσω μέρος στην κορυφή της Τσιουπάρας ενσωματωμένες στο κόσμημα λαπούσια.

ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΦΟΡΕΣΙΑΣ
Ενώ η παλιά φορεσιά της Ρεμένας χάνεται στα βάθη των αιώνων η ύπαρξη της διατηρήθηκε σε απλούστερη και μεταλλαγμένη μορφή έως το 1960 σε ορισμένες περιοχές. Η φορεσιά κατά τις αρχές του 20ού αιώνα μετά τις αναγκαστικές μετεγκαταστάσεις των Αρβανιτοβλάχων εξελίχθηκε διαφορετικά σε κάθε μία από τις ομάδες των Ρεμένων.

1. Οι Κολωνιάτες Ρεμένοι, (Θεσπρωτία, Κεφαλόβρυσο), λόγω του ότι λειτουργούσαν ως απόλυτα νομάδες, δεν δέχτηκαν επιρροές και διατήρησαν αυτούσια την ενδυμασία αυτή έως τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο. Ήδη όμως μεσοπολεμικά είχαν αποβάλει τελείως τον πλούσιο διάκοσμο της με μιγκόρ (Κεφαλόβρυσο-Κέρκυρα) και η φορεσιά μεταπολεμικά αντικαταστάθηκε πλήρως από μια απλούστερη τύπου.

2. Φρασσαριώτες Ρεμένοι
Η φορεσιά των Φρασσαριωτών είναι εκείνη που εγκαταλείφτηκε από εκείνους σε σύντομο χρονικό διάστημα, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, αμέσως μετά την μόνιμη εγκατάσταση τους στις περιοχές της Θεσσαλίας (Καρατζιόλι, Αλμυρός, Σέσκλο), της κεντρικής Μακεδονίας και της Κορυτσάς. Οι Φρασσαριώτες υιοθέτησαν ευκολότερα την ενδυμασία των βλάχων της Πίνδου με τους οποίους έρχονταν σε επαφή στον Θεσσαλικό κάμπο θέλοντας να κατοχυρώσουν την ύπαρξη και μονιμοποίηση τους στην περιοχή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υιοθέτηση στην αρβανιτοβλάχικη φορεσιά στο Καρατζιόλι του κεφαλόδεσμου με κουκάκι (μαύρες μεταξωτές μαντίλες με πλούσια μπιμπίλα σε σκούρους χρωματισμούς).
Η περιοχή του Αλμυρού αστικοποίησε την φορεσιά με ιδιαίτερα τερζήδικη μορφή σε αντίθεση με το Σέσκλο που διατήρησε περισσότερο τον παλαιό τύπο. Χαρακτηριστικό της επιδράσεως είναι ότι οι Φρασσαριώτισσες της Θεσσαλίας από τον φόβο αγγίγματος της κορώνας από μη Ρεμένες κάλυπταν με μαύρο μαντήλι αυτό το μοναδικό κόσμημα της κεφαλής τους. Επίσης το τσιουπάρι άρχισε να αποκτά ιδιαίτερα χαμηλή μορφή σε αντίθεση με τους νομάδες Κολωνιάτες.

3. Μουζακιαραίοι
Οι ρεμένοι αυτοί, που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στον κάμπο της Μουζακιάς στην Αλβανία, διατήρησαν έως το 1950 όπου η φορεσιά ήταν σε χρήση, την αρχική μορφή του λευκού σεγκουνιού σε αντίθεση με το βαθύ μπλε χρώμα (βίνιτε) που ήταν σε χρήση αλλού. Η μορφή αυτή επηρέασε την ενδυμασία όλων των γειτονικών μη βλάχικων πληθυσμών της περιοχής με αποτέλεσμα η φορεσιά αυτή να θεωρείται σήμερα η αντιπροσωπευτική φορεσιά της περιοχής Μουζακιάς.

4. Καραγκούνοι - Ριμένοι
Οι ριμένοι που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Ξηρόμερου (Αιτωλοακαρνανία) είναι εκείνοι που διατήρησαν την ενδυμασία τους στον Ελλαδικό χώρο έως το 1960 περίπου. Η ενδυμασία στην περιοχή δεν παρήκμασε, αντιθέτως ενισχύθηκε με περισσότερα κεντήματα ιδιαίτερα για την περιοχή. Το τσουπάρι παρόλα αυτά διατηρήθηκε μόνο ως νυφικό εξάρτημα κεφαλής και αντικαταστάθηκε στην καθημερινότητα από την σιάμεα - μαντήλα.

 

Τράσιας Φώτης
Η Γυναικεία φορεσιά των Ρεμένων Βλάχων (Αρβανιτόβλαχων). Σύμβολο καταγωγής σημάδι φάρας.
(Στοιχεία ενδυμασίας και η κατά τόπους εξέλιξη αυτής)
12ο Συμπόσιο Ιστορίας, Λαογραφίας, Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής και Χορών «Οι Βλάχοι της Δημητριάδος και των Δύο Αλμυρών»,
Αλμυρός Βόλου 10-11 Σεπτεμβρίου 2011

πηγές φωτογραφιών:
Αρχείο Φώτη Τράσια
Αρχείο Ιωάννη Δαδαλιάρη
imma.edu.gr (Φωτογραφική συλλογή Αστέριου Κουκούδη)
vlahoi.net
paleomanina.blogspot.gr

 Γυναίκα απο το Κεφαλόβρυσο. photo:Αφοί ΜανάκιαΓυναίκα από το Κεφαλόβρυσο. photo:Αφοί Μανάκια

Αρβανιτόβλαχα, Ήπειρος αρχές 20ού αιώνα, Αφοί Μανάκια, Κουκούδης 4, 315Αρβανιτόβλαχα, Ήπειρος αρχές 20ού αιώνα, Αφοί Μανάκια, Κουκούδης 4, 315

Αρβανιτόβλαχα, Ήπειρος αρχές 20ού αιώνα, Theodor Capidan, Κουκούδης 2, 286Αρβανιτόβλαχα, Ήπειρος αρχές 20ού αιώνα, (Theodor Capidan), Κουκούδης 2, 286

Μητέρα και κόρη, Κεφαλόβρυσο Πωγωνίου 1906. Έξαρχος Γ. Κουκούδης 2, 288Μητέρα και κόρη, Κεφαλόβρυσο Πωγωνίου 1906. (Έξαρχος Γ.), Κουκούδης 2, 288

Αρβανιτόβλαχες και Σαμαριναία, αρχές 20ού αιώνα, (Αφοί Μανάκια), Κουκούδης 4, 316Αρβανιτόβλαχες και Σαμαριναία, αρχές 20ού αιώνα, (Αφοί Μανάκια), Κουκούδης 4, 316

Γυναίκες από το Κεφαλόβρυσο. photo:Αφοί ΜανάκιαΓυναίκες από το Κεφαλόβρυσο. photo:Αφοί Μανάκια

Αρβανιτόβλαχοι, Βόρεια Πίνδος, Αρχές 20ού αιώνα, Αφοί Μανάκια, Κουκούδης 2, 317Αρβανιτόβλαχοι, Βόρεια Πίνδος, Αρχές 20ού αιώνα, Αφοί Μανάκια, Κουκούδης 2, 317

Αρβανιτόβλαχα, Ήπειρος αρχές 20ού αιώνα, Αφοί Μανάκια, Κουκούδης 4, 315Αρβανιτόβλαχα, Ήπειρος αρχές 20ού αιώνα, Αφοί Μανάκια, Κουκούδης 4, 315

Αρβανιτόβλαχες - Κεστρινιώτισσες, Ήπειρος 1931. Μουσείο Μπενάκη, Κουκούδης 2, 270Αρβανιτόβλαχες - Κεστρινιώτισσες, Ήπειρος 1931. Μουσείο Μπενάκη, Κουκούδης 2, 270

Αρβανιτόβλαχες, Ήπειρος 1930, Παπαδημητρίου Έλλη, Κουκούδης 2, 281Αρβανιτόβλαχες, Ήπειρος 1930, Παπαδημητρίου Έλλη, Κουκούδης 2, 281

Arvanitovlachs Fred BoissonnasΑρβανιτόβλαχοι, photo: Fred Boissonnas

Αρβανιτόβλαχα - Μουζακιάρα, Κεντρική Αλβανία τέλη 19ου αιώνα, Tache PapahagiΑρβανιτόβλαχα - Μουζακιάρα, Κεντρική Αλβανία τέλη 19ου αιώνα, Tache Papahagi, Κουκούδης 2, 293

Αρβανιτόβλαχοι απο τη περιοχή της Έδεσσας, αρχές 20ού αιώνα, Theodor CapidanΑρβανιτόβλαχοι απο τη περιοχή της Έδεσσας, αρχές 20ού αιώνα, Theodor Capidan, Κουκούδης 2, 318

Αρβανιτόβλαχοι απο τη περιοχή της Έδεσσας, αρχές 20ού αιώνα, Theodor CapidanΑρβανιτόβλαχοι απο τη περιοχή της Έδεσσας, αρχές 20ού αιώνα, Theodor Capidan, Κουκούδης 2, 319

Αρβανιτόβλαχα, Ήπειρος αρχές 2ού αιώνα, Theodor Capidan, Κουκούδης 2, 286Αρβανιτόβλαχα, Ήπειρος αρχές 2ού αιώνα, Theodor Capidan, Κουκούδης 2, 286

Φρασαριώτισσα απο τη κέρκυρα, Theodor CapidanΦρασαριώτισσα από τη Κέρκυρα, Theodor Capidan

Αρβανιτόβλαχες - Μουζακιάρες, Κεντρική Αλβανία τέλη 19ου αιώνα, Tache Papahagi, Κουκούδης 2, 293Αρβανιτόβλαχες - Μουζακιάρες, Κεντρική Αλβανία τέλη 19ου αιώνα, Tache Papahagi, Κουκούδης 2, 293

 Φαρσαριώτισες της Κορυτσάς, photo: Αφοί ΜανάκιαΦαρσαριώτισες της Κορυτσάς, photo: Αφοί Μανάκια

 

Αναζήτηση