Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα και περίπλοκα προβλήματα που απασχόλησαν ερευνητές διαφόρων ειδικοτήτων και κυρίως ιστορικούς και γλωσσολόγους είναι το ζήτημα της προέλευσης και της εθνικής ταυτότητας των Βλάχων.
Για το ζήτημα αυτό υπάρχει τεράστια βιβλιογραφία. Στις συζητήσεις δυστυχώς έχουν εμφιλοχωρήσει παρανοήσεις, σκοπιμότητες ή και αμάθεια. Μία γεύση της προβληματικής και της βιβλιογραφίας μπορεί να πάρει κανείς από τις μελέτες του γνωστού βαλκανολόγου Αχ. Λαζάρου, που με επιστημονική γνώση και ακρίβεια υποστηρίζει την ελληνικότητα των Βλάχων και ανασκευάζει παλαιότερες θεωρίες, αλλά και ελέγχει την αμάθεια πολλών Νεοελλήνων!1
Οι πρώτες αναφορές για την παρουσία των Βλάχων στον ελλαδικό χώρο ανάγονται στα τέλη του 10ου αι. και τον 11ο αι. και δεν διαφωτίζουν το πρόβλημα, επιτείνουν μάλιστα τη σύγχυση. Η πρώτη αναφορά γίνεται από τον Ιωάννη Σκυλίτζη, όταν κάνει λόγο για την επανάσταση των Βουλγάρων αδελφών Κομητοπούλων και την επικράτηση του Σαμουήλ. Το 976 ο ένας από τους τέσσερις αδελφούς, ο Δαυίδ, «εὐθὺς ἀπεβίω ἀναιρεθεὶς μέσον Καστορίας καὶ Πρέσπας καὶ τὰς λεγομένας Καλὰς δρῦς παρά τινων Βλαχῶν ὁδιτῶν» (interpolatio στους κώδ. ACEU)2. Το χωρίο προκάλεσε διαφορές απόψεων, αν πρόκειται για Βλάχους ξενόφερτους ή γηγενείς3 . Ο Κεκαυμένος στον Νουθετητικό του λόγο μετά την περιγραφή της στάσης που εκδηλώθηκε το 1066 στη Λάρισα με πρωταρχηγούς Βλάχους καταφέρεται γενικά εναντίον των Βλάχων και λέγει ότι δεν είναι αυτόχθονες, αλλά Δάκες και Βέσοι που παλιά κατοικούσαν στην περιοχή του Δούναβη και του Σάβου, λεηλατούσαν όμως τις περιοχές του Ρωμαϊκού κράτους, νικήθηκαν από τον Τραϊανό και εκδιώχθηκαν: “Οἳ καὶ ἐξελθόντες τῶν ἐκεῖσε διεσπάρησαν ἐν πάσῃ τῇ Ἠπείρῳ καὶ Μακεδονίᾳ, οἱ δὲ πλείονες αὐτῶν ᾤκησαν τὴν Ἑλλάδα”4. Ελλάς κατά τους βυζαντινούς χρόνους ήταν η Στερεά Ελλάδα (κυρίως η Φθιώτιδα και η Φωκίδα) και η Θεσσαλία, που από τα τέλη του 7ου αι. αποτέλεσαν μια στρατιωτικο-διοικητική περιφέρεια, το Θέμα Ελλάδος (πρώτη μνεία στρατηγού το 695)5.
Η παραπάνω πληροφορία του Κεκαυμένου έδωσε λαβή σε νεότερους ιστορικούς, κυρίως Ρουμάνους, να υποστηρίξουν την ξενική καταγωγή των Βλάχων και τη σύνδεση των Βλάχων της Μακεδονίας, Ηπείρου και Θεσσαλίας με τους Ρουμάνους. Το επιχείρημα αυτό και η ομοιότητα της γλώσσας προς τη λατινική χρησιμοποιήθηκαν από τη ρουμανική προπαγάνδα του περασμένοι αιώνα αλλά και τον εικοστό για πολιτικούς, ως γνωστόν, λόγους6. Ο Ούγγρος βαλκανολόγος Μ. Gyoni ωστόσο υποστήριξε πειστικά ότι ο Κεκαυμένος δεν μεταφέρει μια λαϊκή παράδοση των Βλάχων, αλλά αρύεται από το έργο του Δίωνος Κασσίου7 . Την άποψή του δέχτηκαν ο βυζαντινολόγος Ρ. Lemerle8, ο Τσέχος W. Tomaschek, αλλά και Ρουμάνοι βαλκανολόγοι θεωρούν ότι η άποψη για κάθοδο των Βλάχων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή9.
Μια άλλη σειρά πηγών από τα τέλη του 12ου και τις αρχές του 13ου αι. αποδίδει ιταλική ή ρωμαϊκή προέλευση στους Βλάχους. Ο Ιωάννης Κίνναμος κάνοντας λόγο για την εκστρατεία του στρατηγού Λέοντα Βατάτζη εναντίον της Ουγγαρίας επί Μανουήλ Α' Κομνηνού το 1166 λέγει ότι ο στρατός του είχε και “Βλάχων πολὺν ὅμιλον, οἳ τῶν ἐξ Ἰταλίας ἄποικοι πάλαι εἶναι λέγονται”10. Αλλά και σε επιστολές του Πάπα Ιννοκεντίου προς τον ηγεμόνα των Βουλγάρων Ιωαννίτζη λέγεται ότι οι Βλάχοι της περιοχής του Τερνόβου “a Romanis traxerunt originem” και ότι όχι μόνον ο Ιωαννίτζης αλλά και ο λαός του “de sanguine Romanorum se asserit descendisse”11. To 1221 σε έγγραφό του (σημείωμα) ο μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιωάννης Απόκαυκος βεβαιώνει ότι στην περιοχή της Βόνιτσας “Αύρηλιόνης τις, 'Ρωμαίων άποικος, όνομα Κωνσταντίνος, Βλάχους τούτο τό γένος ό καιρός ώνόμασεν ανθρώπους”, ξυλοκόπησε άγρια κάποιον Σγουρόπουλο, του οποίου την θυγατέρα είχε βιάσει12. Οι μαρτυρίες αυτές ωστόσο δεν αποτελούν ασφαλείς ενδείξεις13. Προέρχονται προφανώς από την τάση να δικαιολογήσουν οι άνθρωποι και δη οι λόγιοι της εποχής την ομοιότητα της βλαχικής γλώσσας με την λατινική14.
Ειδικές επιστημονικές εργασίες Ελλήνων και ξένων ερευνητών ερμηνεύουν την γένεση και την παρουσία των Βλάχων στον ελλαδικό χώρο στο πλαίσιο της Ρωμαιοκρατίας. Όπως επιγραμματικά είχε γράψει ο Αντώνιος Κεραμόπουλος “οι Βλάχοι παρήχθησαν εις τας χώρας εν αις ευρίσκονται και ζωσι και δεν ήλθον εκ μιας χώρας εις την άλλην”15. Τούτο αποδεικνύει και η ετυμολογία της λέξης Βλάχος από την αρχαία γερμανική λέξη Walh που προήλθε από την κελτική λέξη Volcae που πήραν οι Ρωμαίοι της Γαλατίας. Walh, Welsch, Walish χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν τους λατινόφωνους16. Όπως δέχεται η νεότερη έρευνα, οι Βλάχοι του ελλαδικού χώρου είναι εκλατινισμένοι Έλληνες. Για την προοδευτική εκλατίνιση των Ελλήνων μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους κάνει λόγο ο Ιωάννης Λυδός (6ος αι.) “Νόμος ἀρχαῖος ἦν, πάντα μὲν τὰ ὁπωσοῦν πραττόμενα παρὰ τοῖς ἐπάρχοις, τάχα δὲ καὶ ταῖς ἄλλαις τῶν ἀρχῶν, τοῖς Ἰταλῶν ἐκφωνεῖσθαι ῥήμασιν... τὰ δὲ περὶ τὴν Εὐρώπην πραττόμενα πάντα τὴν ἀρχαιότητα διεφύλαξεν ἐξ ἀνάγκης διὰ τὸ τοὺς αὐτῆς οἰκήτορας, καίπερ Ἕλληνας ἐκ τοῦ πλείονος ὄντας, τῇ τῶν Ἰταλῶν φθέγγεσθαι φωνῇ, καὶ μάλιστα τοὺς δημοσιεύοντας» 17. Η ένταξη των Ελλήνων στη ρωμαϊκή διοίκηση, τον στρατό και άλλους τομείς της δημόσιας ζωής οδήγησε στην εκλατίνιση τους18 και στη διγλωσσία τους. Την εποχή βέβαια που γράφει ο Ιωάννης Λυδός (6ος αι.) έχει προχωρήσει η επικράτηση της ελληνικής και στην κρατική διοίκηση της Ρωμαϊκής (= Βυζαντινής) αυτοκρατορίας. Απόδειξη ότι οι νόμοι του Ιουστινιανού, οι Νεαρές, είναι γραμμένες στην ελληνική19.
Ύστερα από αυτήν την σύντομη εισαγωγή ας έλθουμε στις μαρτυρίες των πηγών για τους Βλάχους της Θεσσαλίας. Εκτός από τον Κεκαυμένο και η Άννα Κομνηνή αναφέρει ότι την άνοιξη του 1083 κατά την εκστρατεία του Αλεξίου Α' εναντίον των Νορμανδών του Βοημούνδου, που πολιορκούσαν την Λάρισα, ο Αλέξιος δεν πέρασε από τα Τέμπη, αλλά από το Στόμιον “δεξιόθεν καταλιπὼν καὶ τὸν βουνὸν τὸν οὑτωσὶ ἐγχωρίως καλούμενον Κίσσαβον κατῆλθεν εἰς Ἐζεβάν· χωρίον δὲ τοῦτο Βλαχικὸν τῆς Ἀνδρωνίας ἔγγιστα διακείμενον”20.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις ασχολίες και τους τόπους δραστηριότητας των Βλάχων παρουσιάζει το κείμενο του Κεκαυμένου που περιγράφει τη συνωμοσία των Βλάχων της Λάρισας το 1066. Ο διοικητής της Λάρισας πρωτοσπαθάριος Νικουλιτζάς Δελφινάς προσπαθώντας να τους αποτρέψει, τους επισημαίνει τον κίνδυνο που διατρέχουν οι γυναίκες και τα ζώα τους, αν αποκαλυφθεί η ύποπτη δράση τους. “Εἰπόντος δὲ καὶ πρὸς τοὺς Βλάχους· ‘Ποῦ εισὶ τὰ κτήνη ὑμῶν καὶ αἱ γυναῖκες νῦν;’ Αύτοὶ εἴπον ‘εἰς τὰ ὄρη τῆς Βουλγαρίας’. Οὕτως γὰρ ἔχουσιν τύπον, ἵνα τὰ κτήνη καὶ αἱ φαμιλίαι αὐτῶν εἰσιν ἀπὸ Ἀπριλλίου μηνός ἕως Σεπτεμβρίου μηνός ἐν ὑψηλοῖς ὅρεσι καὶ ψυχροτάτοις τόποις”21. Όταν λέγει βέβαια Βουλγαρία, εννοεί τη Δυτική Μακεδονία, όπου μετά την κατάλυση του κράτους του Σαμουήλ το 1018 ο Βασίλειος Β' ίδρυσε το “θέμα Βουλγαρίας” με έδρα τα Σκόπια22. Οι Βούλγαροι που συμπράττουν με τους Βλάχους23 ήταν πρόσφυγες από τους Λαρισαίους που είχε αιχμαλωτίσει ο Σαμουήλ το 985 και εγκαταστήσει στο κράτος του, το μετέπειτα θέμα Βουλγαρίας24.
Ο όρος Βλαχία απαντά για πρώτη φορά στο έργο του Εβραίου περιηγητή Βενιαμίν εκ Τουδέλης, που επισκέφθηκε το 1160 διάφορες πόλεις του ελλαδικού χώρου και κατέγραφε τις εβραϊκές οικογένειες που υπήρχαν σ’ αυτές. Μετά τη Θήβα, τη Χαλκίδα έφθασε στο Sinon Potamo = Ζητούνι = Λαμία, όπου υπήρχαν πενήντα Εβραίοι. Η πόλη, γράφει, κείται στους πρόποδες των ορέων της Βλαχίας. Ο λαός, ο οποίος καλείται Βλάχοι, κατοικεί στα όρη αυτά25. Ο όρος όμως Βλαχία ως διοικητική και φορολογική περιφέρεια απαντά στον χρυσόβουλο λόγο του Αλεξίου Γ' Αγγέλου του 1198, με τον οποίο ο αυτοκράτορας παραχωρεί διάφορα εμπορικά προνόμια στη Βενετία. Στον χρυσόβουλο λόγο καταχωρίζονται οι διάφορες επαρχίες του κράτους, όπου οι Βενετοί θα είχαν τα προνόμια αυτά. Σώζεται μόνο στη λατινική του μετάφραση. Αναφέρονται λοιπόν: “Orion Athenarum, Provincia Velechative, Provincia Valachiae. Episkepsis Dimitriados, Duo Almeri, Episkepsis Crevenicon et Fersalon, Episkepsis Domoku et Vesenis, Chartularata Ezeros, Dobrochuysta et que sub ipsa sunt ville. Tricala. Provincia Larisse, Episkepsis Platamonos”26. Όπου provincia = θέμα. Την provincia Βλαχίας βρίσκουμε και στη Συμφωνία περί Διανομής της Ρωμανίας (Partitio Romaniae) που υπέγραψαν οι Σταυροφόροι της Δ' Σταυροφορίας με τους Βένετους το 1204: Orion Larisse et provintia Blachie, cum personalibus et monasterialibus in eis existentibus. Provintia Servion. .. Pertinentia imperatricis, scilicet Vessena, Fersala, Domocos, Revenica, Duo Almiri, cum Demetriada. Pertinentia Neopatron. Provintia Velechative ... et Orium Athenarum cumpertinentia Megaron27. Την ίδια εποχή εμφανίζεται και η ονομασία Μεγάλη Βλαχία. Ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης περιγράφοντας τα μέρη που περιήλθαν στον Βονιφάτιο τον Μονφερρατικό, βασιλέα της Θεσσαλονίκης μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, λέγει ότι ο Βονιφάτιος είχε υπό την εξουσία του όλη την παράλια περιοχή του Αλμυρού και την πεδιάδα της Λαρίσης και εισέπραττε τους φόρους της Ελλάδος (Στερεάς) και της Πελοποννήσου. Και συνεχίζει προφανώς αναφερόμενος στη Δυτική ορεινή Θεσσαλία “ἐπὶ δὲ τούτοις καὶ ἄλλος τις τὰ Θετταλίας κατέχων μετέωρα, ἃ νῦν μεγάλη Βλαχία κικλήσκεται, τοπάρχης ἦν τῶν ἐκεῖ ”28. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ταυτότητα του τοπάρχη αυτού. Κατά τον Κ. Hopf δεν πρόκειται για Έλληνα τοπικό γαιοκτήμονα - διοικητή, αλλά για τον Φράγκο κόμη Berthold von Katzenellenbogen, που του είχε δοθεί ως φέουδο η περιοχή Δημητριάδος29. Ο Ρ. Magdalino υποθέτει πως πρόκειται για τον άρχοντα Ταρωνά30, ενώ τελευταία ο J.-Cl. Cheynet υποστήριξε ότι πιθανόν πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Μαλιασσηνό31, που είχε κτήματα στην περιοχή Δημητριάδος.
Ο ιστορικός της Νίκαιας Γεώργιος Ακροπολίτης χρησιμοποιεί επίσης τον όρο Μεγάλη Βλαχία, για να δηλώσει τη Θεσσαλία32, από τη Λαμία προφανώς ως τον Πλαταμώνα. Η ονομασία Μεγάλη Βλαχία εναλλάσσεται με τον όρο Βλαχία τόσο σε ελληνικές όσο και σε λατινικές πηγές του 13ου - 15ου αι. και αναφέρεται στη Θεσσαλία γενικά -ο αυτοκρατορικός διοικητής ονομαζόταν “κεφαλή τῆς Μεγάλης Βλαχίας”33 - ή στο κρατικό μόρφωμα των Νέων Πατρών (σημ. Υπάτη), όπου είχε την έδρα του ο πρώτος ανεξάρτητος ηγεμόνας της Θεσσαλίας Ιωάννης Α' Άγγελος Κομνηνός Δούκας (1268 -1289), νόθος γιος του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β' Δούκα. Ο Ιωάννης υπήρξε ο ιδρυτής και κτήτορας της Μονής της Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών, της Πόρτα Παναγιάς, το 1283, ενώ η χήρα του, μοναχή Υπομονή, κτητόρισσα της Μονής της Παναγίας Ελεούσας της Λυκουσάδας κοντά στο Φανάρι Καρδίτσας. Έγγραφα που αφορούν στις δύο μονές εξέδωσε τελευταία ο Δ. Σοφιανός34. Όπως λέγει ο ιστορικός του 14ου αι. Νικηφόρος Γρηγοράς, τα όρια του κρατιδίου ορίζονται από τον Όλυμπο και τον Παρνασσό35, ενώ στο Χρονικό του Μορέως το βόρειο σύνορο λέγεται ότι ήταν κοντά στα Σέρβια, στη θέση Κατακαλού36.
Ο Ρ. Magdalino υποστήριξε ότι αρχικό πολιτικό κέντρο της Βλαχίας ήταν το κάστρο του Φαναριού, "εκεί όπου ο ποταμός Πλήρης / Μπλιούρης βγαίνει από τα βουνά, στη μέση της απόστασης που χωρίζει τα δύο μοναστήρια, όπου οι Βλάχοι παραχείμαζαν τον καιρό του Κεκαυμένου (11ος αι.)”37. Στα χρόνια της Σερβοκρατίας (1348 - 1393) έδρα της Βλαχίας υπήρξαν τα Τρίκαλα. “Τοῦτο μαθών (δηλ. τον θάνατο του Νικηφόρου Β') ὁ βασιλεύς Συμεών τὰ τῆς Σερβίας καταλείπει ὅρια, κατὰ τῆς Βλαχίας ἐκστρατεύει, καὶ ταύτης ἐγκρατὴς γίνεται, καὶ ἐν τῇ τῶν Τρικάλων πόλει τὰ βασίλεια ἐπήξατο, καί την αὐγούσταν Θωμαΐδα, ἐκ τῆς Καστορίας μετακαλεσάμενος, ἐντός τῆς πόλεως τῶν Τρικάλων ταύτην εἰσάγει”.38.
Ο Γ. Σούλης στη μελέτη του λέγει ότι “Η ύπαρξις του ονόματος Μεγάλη Βλαχία υποθέτει την ύπαρξιν επίσης του ονόματος Μικρά Βλαχία”. Πράγματι ο Γεώργιος Φραντζής (15ος αι.) αναφέρει “Μικράν Βλαχίαν εις την Αιτωλίαν”39. Παραθέτω το χωρίο από την έκδ. V. Grecu:“Τὸν δὲ Νοέμβριον τοῦ οα-ου ἔτους ἐπιδραμόντος τοῦ υἱοῦ τοῦ Τουραχάνη, Ἀμάρη, ἀπῆρε πάντας τοὺς περὶ τὸν Ναύπακτον καὶ τὴν αὐτοῦ περιοχὴν τὸν Γαλατᾶν, οὕτω Βενετίκους, ὡς τάχα καὶ Χαρατζαρίους τοῦ τῆς Μικρᾶς Βλαχίας Φλαμπούλου αὐτοῦ.”40. Όπως έδειξα σε σχετική μελέτη μου, η Μικρά Βλαχία πιθανόν ταυτίζεται με την provintia Velechative του χρυσόβουλου λόγου του 1198 και της Partitio Romaniae του 1204. Πρόκειται για την Βελεχατουΐα, της οποίας η θέση από τον συνδυασμό μαρτυριών από το αρχείο του μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκου προσδιορίζεται στην περιοχή της Λωρίδας μεταξύ Ναυπάκτου, Άμφισσας και Νέων Πατρών41.
Σε συνοδικό έγγραφο του Ιωάννη Απόκαυκου του 1204 λέγεται πως μια γυναίκα ήλθε από την Κόρινθο στη Ναύπακτο σε αναζήτηση του μνηστήρα της που την είχε εγκαταλείψει, γιατί είχε μάθει πως αυτός ζούσε και είχε και περιουσία “καί ὡς ἐν τοῖς μέρεσι Βελαχατοΐας καί Ναυπάκτου διάγει καί βίον ἔχει καί ὕπαρξιν καί πραγμάτων εὐθηνίαν”42. Από τα έγγραφα του Ιω. Απόκαυκου αποδεικνύεται ότι η Βελεχατουΐα δεν βρισκόταν στην περιοχή Δημητριάδος στον Παγασητικό, όπως υποστήριζαν παλαιότερα οι ερευνητές και συνέδεαν την ονομασία με τους Σλάβους Βελεγεζίτες43, ούτε έχει σχέση με το Βελεστίνο, όπως υποστήριξε ο Α. Παπαθανασίου44, αλλά γειτνίαζε με την περιοχή της Ναύπακτού και των Σαλώνων (Αμφισας): (Κωνσταντίνος Δούκας) “εἰ δἐ καὶ ὑποχείριον Βελεχατουΐαν ἔχει καὶ τὸν Ἰταλὸν Θωμᾶν γειτνιάζοντα ἐν τῷ Σόλωνι ... Θέρους δὲ ἐπὶ τὸν ποταμὸν καθέζεται τὸν Βελούχοβον”45. Η Βελεχατίβα κατοικούνταν από βλαχόφωνους, όπως φαίνεται από συνοδική απόφαση του Ιω. Απόκαυκου (σημείωμα διαζυγίου), με την οποία λύεται ο γάμος του αναγνώστη Ιωάννη, ενός δεκαοχτάχρονου που η κυρά του - η αρχόντισσα της Μάλαινας, τον πάντρεψε παρά τη θέλησή του με μια γυναίκα πολύ μεγαλύτερή του “βάρβαρόν τε καὶ οὐκ ὀρθῶς ἑλληνίζουσαν κἀκ τῶν ὀρεινοτέρων τῆς Βελαχατουΐας ὁρμωμένη μερῶν καθ' ἃ δηλοῖ καὶ τὸ ὀνομα. Ρουσὰ γὰρ κλῆσις αὐτῇ” 46.
ΑΛΚΜΗΝΗ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ-ΖΑΦΡΑΚΑ
Μεγάλη και Μικρή Βλαχία
ΤΡΙΚΑΛΙΝΑ, ΤΕΥΧΟΣ 20, 2000
ΕΤΗΣΙΟ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΜΑ
του Φιλολογικού, Ιστορικού, Λογοτεχνικού Συνδέσμου (Φ.Ι.ΛΟ.Σ.) Τρικάλων
SUMMARY
ALKMENE STAVRIDOU-ZAFRAKA
Great and Little Viachia
A variety of byzantine sources refer to the Vlachs in Macedonia, Epirus and Thessaly since the late tenth century. Thessaly is referred to as Vlachia for the first time by the Jewish traveller Benjamin of Tudela (1160) and as an administrative unit in the chrysobull of Alexios III. Angelos (1198), by which the Venetians were granted privileges in trade, and in the so-called Partitio Romaniae (1204). Vlachia or Great Vlachia were occasionally used by greek and latin sources of the thirteenth-fifteenth centuries in order to designate the entire Thessaly or the independant territory of Neopatras (present Hypati). On the basis of documents preserved in the archives of the metropolitan of Naupaktos John Apokaukos it is suggested that Little Vlachia may be identified with the provintia Velechative, which occupied the area lying between Naupaktos, Amphissa and Neopatras.
1. Βλ. ΑΧ. ΛΑΖΑΡΟΥ, Η Αρωμουνική και αι μετά της Ελληνικής σχέσεις αυτής, Αθήνα 1976, διδ. διατριβή που μεταφράστηκε στη Γαλλική από το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου: L’ aroumain et ses rapports avec le grec, Institute for Balkan Studies, Thessaloniki 1986.- Του ΙΔΙΟΥ, Βαλκάνια και Βλάχοι, Εκδόσεις Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, Αθήναι 1993, όπου έχουν συμπεριληφθεί μελέτες και ανακοινώσεις που είχαν δημοσιευθεί σε περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων.- Του ΙΔΙΟΥ, «Πολιτισμικά και εθνικώς επιβλαβή απολίτιστα», Τρικαλινά 16 (1996) 99-119. - Εργογραφία του παραθέτει ο Μ. Γ. ΤΡΙΤΟΣ, «Η προσφορά του Αχιλλέως Γ. Λαζάρου στον βλαχόφωνο Ελληνισμό», Τρικαλινά 16 (1996) 121-131.
2. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΚΥΛΙΤΖΗΣ 329.79-80 (έκδ. I.Thurn).
3. Γ. ΣΟΥΛΗΣ, «Βλαχία - Μεγάλη Βλαχία - η εν Ελλάδι Βλαχία. Συμβολή εις την Ιστορικήν Γεωγραφίαν της Μεσαιωνικής Θεσσαλίας», Γέρας Αντωνίου Κεραμοπούλου, Αθήναι 1953, 489-497 (= Γ. Σούλης 1927-1966 Ιστορικά. Μελετήματα. Βυζαντινά, Βαλκανικά, Νεοελληνικά, Αθήναι 1980) κυρίως σ. 490: «ίσως ... οι παρά τω Σκυλίτζη ‘Βλάχοι οδίται προήρχοντο εκ Θεσσαλίας».- Ρ. NĂSTUREL, «Les Valaques balkaniques aux Xe–XIIIe siècles (mouvements de population et colonisation dans la Romanie grecque et latine)», Byzunt. Forschungen 7 (1979) 89-112 κυρίως σ. 91: η παρουσία Βλάχων στην περιοχή ακόμη και σήμερα συνηγορεί ότι ήταν αυτόχθονες.
4. ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΣ (εκδ. Litavrin) 268.14 - 270.5. Πβλ. Ρ. NĂSTUREL, ό.π., σσ. 92-93.
5. Βλ. G. OSTROGORSKY, «Postanak tema Helada i Pelopones», Zbornik Radova Vizantol. Instil. 1 (1952) 64-77, ελλην. μετάφρ. από τον I. ΠΑΠΑΔΡΙΑΝΟ, «Η γένεσις των θεμάτων Ελλάδος και Πελοπόννησου», Βαλκανική Βιβλιογραφία I (Συμπλήρωμα), Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1973, 205-229.- ΑΛΚΜΗΝΗ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ-ΖΑΦΡΑΚΑ, «Τα θέματα του Μακεδονικού χώρου. Το θέμα Στρυμόνος», Διεθνές Συμπόσιο “Βυζαντινή Μακεδονία 324-1430 μ.X.”, Θεσσαλονίκη 29-31 Οκτωβρίου 1992, [Μακεδονική Βιβλιοθήκη αρ. 82), Θεσσαλονίκη 1995, 307-319, κυρίως σσ. 311-312.
6. ΕΥ. ΑΒΕΡΩΦ, Η πολιτική πλευρά του κουτσοβλαχικού ζητήματος, Αθήναι 1948. Πλήρη βιβλιογραφία βλ, ΑΧ. ΛΑΖΑΡΟΥ, «Η εξέγερση των Λαρισαίων το 1066»: Βαλκάνια και Βλάχοι, σ. 47, σημ. 18,
7. Μ. GYONI, «L' oeuvre de Kékauménos, source d'histoire roumaine', Revue d' histoire comparée 3 (1945) 96-180 κυρίως σ. 150,171. Πβλ. ΑΧ. ΛΑΖΑΡΟΥ, Βαλκάνια και Βλάχοι, σσ. 47, 65, 91 κε.
8. Ρ. LEMERLE, Prolégomènes à une édition critique et commentée des «Conseils et Récits» de Kékauménos, Βρυξέλλες 1960, σ. 75.
9. P. NĂSTUREL, ό.π., σ. 93. Α. ΛΑΖΑΡΟΥ, Βαλκάνια και Βλάχοι, σ. 44.
10. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΙΝΝΑΜΟΣ 260.8 κε.- Ο Ρ. NĂSTUREL, ό.π., σσ. 102-103, σημ 42, αντικρούει την άποψη του Ε. Stanescu ότι επρόκειτο για τακτικό στρατό και λέγει ότι πρόκειται για σώματα βοηθητικά.
11. Βλ. Ρ. NĂSTUREL, ό.π., σ. 97.
12. Ν. BEES, «Unedierte Schriftstücke aus der Kanzlei des Johannes Apokaukos des Metropoliten von Naupaktos (in Aetolien)», Byzantinisch-Neugriechische Jahrbücher 21 (1971/76), ap. 5, σ. 61.21- 22. Βλ. σχετικά A. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ-ΖΑΦΡΑΚΑ, «Η κοινωνία της Ηπείρου στο κράτος του Θεοδώρου Δούκα», Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου για το Δεσποτάτο της Ηπείρου (Άρτα, 27- 31 Μαιου 1990), Άρτα 1992, 325.
13. Κατά τον Α. ΛΑΖΑΡΟΥ, Βαλκάνια και Βλάχοι, σ. 21, “η συσχέτιση των Βλάχων με την Ιταλία τροφοδοτεί τα αυτονομιστικά κινήματα του 1917 και 1941”. Βλ. Θ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ, «Η προδοτική κίνηση στη διάρκεια της Κατοχής για ίδρυση βλάχικου κράτους», Τρικαλινό Ημερολόγιο 9 (1985) 243-255 κ.ά.
14. Την ιταλική καταγωγή των Βλάχων της Λάρισας που μεταφέρθηκαν δήθεν στη Λάρισα το β' μισό του 9ου αι. και δεν γνώριζαν ελληνικά και ότι αρχές του 10ου αι. λίγοι άνθρωποι μιλούσαν ελληνικά στη Θεσσαλία υποστήριξε ο ΑΘ. ΡΙΖΟΣ από το Bochum σε μια ανακοίνωση στο 23ο Συμπόσιο Βυζαντινών Σπουδών στο Birmingham (18-21 Μαρτίου 1989), που δημοσιεύτηκε στα Byzantinoslavica 51 (1990) 202-207 και σε ελληνική μετάφραση στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο 21 (1992) 37-43. Υπάρχουν τόσες ανακρίβειες και παρανοήσεις και άγνοια της βυζαντινής πραγματικότητας και ιστορίας που δεν είναι δυνατό να ανασκευαστούν οι απόψεις του στο πλαίσιο αυτής της ανακοίνωσης.
15. Ελληνικά 2 (1941-45). -Του ΙΔΙΟΥ, Βλάχοι, Ελληνικά, Παράρτ. 4, Προσφορά εις Στ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1953, σσ. 326-344.
16. G. BONFANTE, «La place du roumain parmi les langues romanes» Rev. Etud. Roum. VII-VIII (1961) 251, Βλ. A. ΛΑΖΑΡΟΥ, «Αρωμουνική Ανθρωπωνυμία», στο Βαλκάνια και Βλάχοι, σ. 221, σημ. 2.
17. ΙΩΑΝΝΗΣ ΛΥΔΟΣ, Περί αρχών 261.68. Πβλ. Α. ΛΑΖΑΡΟΥ, Βαλκάνια και Βλάχοι, σσ. 21-22.
18. Α. ΛΑΖΑΡΟΥ, Βαλκάνια και Βλάχοι, σσ. 57, 225-227.
19. Για τον εξελληνισμό του ρωμαϊκού κράτους βλ. I. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Α', Θεσσαλονίκη 1987, σ. 419.- Του ΙΔΙΟΥ, Το Βυζαντινό Κράτος, Θεσσαλονίκη 41996, σ. 109. - ΑΙ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Βυζαντινή Ιστορία, τ. Α', 324-610, Θεσσαλονίκη 21992, σ. 300, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
20. ΑΝΝΑ ΚΟΜΝΗΝΗ, Αλεξιάς 11.24. Πβλ. Γ. ΣΟΥΛΗΣ, Βλαχία, σ. 490.
21. ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΣ 258.2-7.
22. Βλ. I. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, τ. Β' Θεσσαλονίκη 1976, σ. 464 κε.
23. ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΣ 258.14 “ἐν μεσημβρίᾳ ἦλθον πάλιν πρὸς αὐτὸν πάντες ὁμοῦ, οἵ τε Βλάχοι καὶ οἱ Βούλγαροι, ἀνατραπέντες ὑπὸ τῶν Λαρισσαίων”.
24. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΚΥΛΙΤΖΗΣ 330. 1 κε. “καὶ πολλὰ φρούρια παρεστήσατο, ὧν ἧν τὸ κορυφαῖον ἡ Λάρισσα, ἧς τοὺς ἐποίκους μετῴκισεν εἰς τὰ τῆς Βουλγαρίας ἐνδότερα πανεστίους”.- Βλ. Α. ΛΑΖΑΡΟΥ, Βαλκάνια και Βλάχοι, σ. 68.
25. Μ.Ν. ADLER, The Itinerary of Benjamin of Tuδela. Critical Text, Translation and Commentary, Λονδίνο 1907, σ.11.- Βλ. και Α. ΛΑΖΑΡΟΥ, «Βενιαμίν ο εκ Τουδέλης και η φθιωτική Βλαχία , Πρακτικά Α' Συνεδρίου Φθιωτικών Ερευνών» , Λαμία 1993, 147-160. - Σχετικές με τη Βλαχία πηγές είχε συγκεντρώσει ο Γ. ΣΟΥΛΗΣ στο άρθρο του «Βλαχία -Μεγάλη Βλαχία- η εν Ελλάδι Βλαχία. Συμβολή εις την Ιστορικήν Γεωγραφίαν της Μεσαιωνικής Θεσσαλίας», Γέρας Αντωνίου Κεραμοπούλου, Αθήναι 1953, 489-497. - Του ΙΔΙΟΥ, «The Thessalian Vlachia», Zbornik Radova Vizantol. Inst. 8/1 (Melanges G. Ostrogorsky) 271-273 = Γεώργιος Σούλης 1927-1966. Ιστορικά Μελετήματα, Αθήναι 1980, σσ. 109-123.
26. G.L.FR. TAFEL - G.M. THOMAS, Urkunden zur älteren Handels- und Staatsgeschichte der Republik Venedig, Βιέννη 1856, I, 246 κε.
27. TAFEL-THOMAS I, 486-488 και έκδ. A. CARILE, «Partitio terrarum Imperii Romaniae», Studi Veneziani 7 (1965) (Φλωρεντία 1966).
28. ΝΙΚΗΤΑΣ ΧΩΝΙΑΤΗΣ 638.46-50 (έκδ. J. van Dieten).
29. CARL HOPF, Geschichte Griechenlands I,165 b. Πβλ. Γ. ΣΟΥΛΗΣ, Βλαχία, σ. 493.
30. P. MAGDALINO, «Between Romaniae: Thessaly and Epirus in the Later Middle Ages»,Mediterranean Historical Review 4,1 (1989) 87-110, κυρίως σ. 101 = ελλην. μετάφραση «Μέση Ρωμανία. Η Θεσσαλία και η Ήπειρος στον Ύστερο Μεσαίωνα», Θεσσαλικό Ημερολόγιο 19 (1991) 33-52, κυρίως σ.46.
31. J.-CL. CHEYNET, Pouvoir et contestations à Byzance (963-1210), Παρίσι 1991, αρ. 218, σσ, 153-154.
32. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΚΡΟΠΟΛΙΤΗΣ 43.1 κε. (το 1230) “(ο Ιβάν Ασέν) κατέδραμε δὲ καὶ τῆς Μεγάλης Βλαχίας... 61.23 (1241) “δοὺς (ο Ιωάννης Βατάτζης) δὲ αὐτῷ (Μανουήλ) χρῆμα καὶ τριήρεις ἓξ ἐπὶ τὴν Μεγάλην Βλαχίαν ἀφῆκεν... καταλαβών οὖν τὸν τῆς Δημητριάδος χῶρον ὁ Μανουὴλ... ἦρξε τε Φαρσάλων καὶ Λαρίσσης καὶ Πλαταμῶνος καὶ τῶν περὶ ταῦτα”.- Για τη Θεσσαλία του 13ου και 14ου αι. βλ. Β. FERJANČIČ,Tessalija u XIIIi XIV veku (La Thessalie aux xiiie et xive siècles), Βελιγράδι 1974.
33. MIKLOSICH-MÜLLER 4. 420.- Πβλ. Ρ. MAGDALINO , ό.π., σ. 45. - Πβλ. και την περίπτωση του Μιχαήλ Μονομάχου που αναφέρεται ως“ἡ περιέχουσα κεφαλή” “τῆς χώρας Βλαχίας”. - Ι.Κ. ΒΟΓΙΑΤΖΙΔΗΣ, «Το χρονικόν των Μετεώρων. Ιστορική ανάλυσις και ερμηνεία», ΕΕΒΣ 1 (1924) 55-166. - Δ.Ζ. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, «Acta Stagorum: Τα υπέρ της Θεσσαλικής επισκοπής Σταγών παλαιό βυζαντινά έγγραφα (των ετών 1163,1336 και 1393). Συμβολή στην Ιστορία της Επισκοπής», Τρικαλινά 13 (1993) 55-56, 59 (στ. 2-3), 61 (στ.1). - Ιω. Καντακουζηνός II. 312 και 320.
34. Δ. Ζ. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, «Το χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Γ' Παλαιολόγου (1336) υπέρ της Μονής της Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών (Πόρτα-Παναγιάς)», Τρικαλινά 9 (1989) 7-27. -Του ΙΔΙΟΥ, «Το συνοδικό γράμμα (1381, Νοέμ.) του μητροπολίτη Λαρίσης Νείλου υπέρ της Μονής της Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών (Πόρτα -Παναγιάς)», Τρικαλινά 9 (1990) 7-31. -Του ΙΔΙΟΥ, «Το ‘ορκωμοτικόν γράμμα’ (Ιούν. 1342) του Μιχαήλ Γαβριηλόπουλου προς τους Φαναριώτες της Καρδίτσας. Οι εκ των παραναγνώσεων και παραδιορθώσεων παρανοήσεις ενός ιστορικού ντοκουμέντου», Πρακτικά Α' Συνεδρίου για την Καρδίτσα και την περιοχή της του Συλλόγου Λαϊκής Βιβλιοθήκης «Η Αθηνά», Καρδίτσα 1996, 29-46, όπου και σχετική βιβλιογραφία. Την επιγραφή ανέγερσης του καθολικού δημοσίευσαν οι ΑΝΝΑ AVRAMEA - D. FEISSEL, «Inventaires en vue d'un recueil des inscriptions historiques de Byzance. Deuxième partie: ‘Inscriptions du XIe au XIVe siècle’» (par Anna Avramca), Travaux et Mémoires 10 (1987) 380-381 αρ. 21.
35. ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΑΣ 1.110 (έκδ. Βόννης) “καὶ πρὸς μὲν ἄρκτους Ὄλυμπον ἔχει τὸ ὄρος, πρὸς δὲ μεσημβρίαν τὸν Παρνασσόν”.- Πβλ. Γ. ΣΟΥΛΗΣ, «Βλαχία...», σ. 495.
36. Χρονικόν Μορέως, στ. 3672-3676. Στο Χρονικό γίνονται πολλές αναφορές στη Βλαχία. Βλ. Δ. ΖΑΚΥΘΗΝΟΣ, «Μελέται περί της διοικητικής διαιρέσεως και της επαρχιακής διοικήσεως εν τω βυζαντινώ κράτει»,ΕΕΒΣ 18 (1948) 42-44.- Γ. ΣΟΥΛΗΣ, ό.π., σ. 495.
37. ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΣ 260.4 κε. “Εξῆλθεν δὲ ἀπὸ τοῦ οἴκου αὐτοῦ ἐπὶ τὰ Φάρσαλα καὶ τὸν Πλήρην. Ποταμὸς δὲ ἐστιν οὗτος ὁ Πλήρης ἔχων πεδιάδα μεγάλην ἔνθεν κακεῖθεν, ὅς δὴ καὶ διέρχεται μέσον τῶν Βλάχων διαιρῶν αὐτοὺς ἔνθεν καὶ ἔνθεν”. -Βλ. Ρ. MAGDALINO, ό.π., σ. 45. - Για το Φανάριον Καρδίτσας βλ. J. KODER - FR. HILD, Hellas und Thessalia / Tabula Imperίί RomaniI, Βιέννη 1976, 237-238 (ελλην. μεταφρ. Γ. Παρασκευά, Θεσσαλικό Ημερολόγιο 12 (1987) 104-105).
38. Χρονικόν Ιωαννίνων, έκδ. Λ. Βρανούση, “Το Χρονικόν των Ιωαννίνων κατ’ ανέκδοτον δημώδη επιτομήν”, Επετηρίς του Μεσαιωνικού Αρχείου [Ακαδημία Αθηνών] 12 (1962) 77. - Πβλ. Δ. ΣΟΦΙΑΝΟΣ, “Οι Σέρβοι ηγεμόνες των Τρικάλων και οι μονές της περιοχής (ΙΔ' αιώνας)”, Βυζάντιο και Σερβία κατά τον ΙΔ' αιώνα [Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 3], Αθήνα 1996, σ. 187.
39. Γ. ΣΟΥΛΗΣ, «Βλαχία...», σ. 494, σημ. 2.
40. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ (έκδ. V. Grecu) 128,18.
41. Α. ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ-ΖΑΦΡΑΚΑ, «Provintia Velechative», Ελληνικά 45 (1995) 134-140.
42. Ν. BEES, «Unedierte...», αρ. 13, σ. 72.16.
43. G.L. TAFEL, De Thessalonica eiusque agro. Dissertatio geographica, Berolini 1839 (ανατ. Λονδίνο 1972), σ. LXXVII κε.- Δ. ΖΑΚΥΘΗΝΟΣ, «Μελέται περί της διοικητικής διαιρέσεως», ΕΕΒΣ 17 (1941) 273-274. - ΑΝΝΑ ΑΒΡΑΜΕΑ, Η Βυζαντινή Θεσσαλία μέχρι του 1204, Αθήναι 1974, σ. 172.- J. KODER-F. HILD, Hellas und Thessalia σ. 133 κ.ά.
44. A. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, «Βελεστίνο και Φραγκοκρατία», Υπέρεια 2 (1992) 413-415.
45. Ν. BEES, «Unedierte...», αρ. 27, σ. 88,103-112.
46. Ν. BEES, «Unedierte...», αρ. 19, σ. 80.27-45. Βλ. και Β. ΚΑΤΣΑΡΟΣ, «Συμβολή στη μελέτη των προβλημάτων βυζαντινής τοπογραφίας στη Δυτική Στερεά (12ος - 13ος αι.): Πηγές και δεδομένα», Βυζαντινά 13, 2 (1985) (= Δώρημα στον Ιω. Καραγιαννόπουλο) 1501-1539, κυρίως σσ. 1535-1537.