Στη συλλογική ιστορική μνήμη τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι συνδεδεμένα με την συστηματική εξόντωση, βασανισμούς και κακουχίες εκατομμυρίων αθώων θυμάτων της πιο απάνθρωπης ιδεολογίας.
Σε ελάχιστους ίσως είναι γνωστό, ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου σε μερικά από αυτά τα στρατόπεδα κρατήθηκαν φυλακισμένοι και μερικοί ομοϊδεάτες των Ναζί, και συγκεκριμένα, ένας αριθμός μελών της ρουμάνικης Σιδηράς Φρουράς, στην οποία είχαν ενεργή συμμετοχή πολλοί ρουμανίζοντες Βλάχοι από την Ελλάδα και τα Βαλκάνια.
Η Σιδηρά Φρουρά
Η Σιδηρά Φρουρά («Garda de Fier») ήταν η ρουμάνικη έκφανση του φασισμού, που εμφανίστηκε στην εποχή του Μεσοπολέμου στην Ευρώπη. Ιδρύθηκε το 1927 από τον Κορνέλιου Ζέλεα Κοντρεάνου και είχε αρχικά την ονομασία «Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ». Η ιδεολογία της ήταν ένα ιδιάζον μείγμα εθνικισμού, αντισημιτισμού, αντικομουνισμού και Ορθοδοξίας με πολλά ενσωματωμένα στοιχεία μυστικισμού. Βασικό συστατικό τής πολιτικής της δράσης ήταν ο αγώνας εναντίον του «Εβραϊσμού», τον οποίο θεωρούσε υπεύθυνο για την «διάβρωση της πνευματικής, πολιτιστικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής» της χώρας, μέσω του φιλελεύθερου Τύπου και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ο κομουνισμός θεωρούνταν επίσης, κατά την ιδεολογία της Λεγεώνας, προϊόν των Εβραίων.
Με αυστηρές στρατιωτικές δομές και φανατικά μέλη, που στρατολογούσε κυρίως στα αγροτικά και στα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα, καθώς και στους φοιτητές, η οργάνωση έφτασε, το 1938 στην ακμή της, με 270 χιλιάδες μέλη, να είναι το τρίτο μεγαλύτερο φασιστικό κόμμα στην Ευρώπη, μετά από το ιταλικό PNF του Μουσολίνι και το γερμανικό ναζιστικό NSDAP. Στη Σιδηρά Φρουρά χρεώνονται εκατοντάδες δολοφονίες πολιτικών της αντιπάλων, όπως και η καλλιέργεια ενός έντονου αντισημιτικού κλίματος στη χώρα, που οδήγησε σε αιματηρά πογκρόμ και δολοφονίες χιλιάδων Εβραίων της Ρουμανίας.
Το Σεπτέμβριο 1940 η Σιδηρά Φρουρά, με ηγέτη τον διάδοχο τού Κοντρεάνου, Χόρια Σίμα, σε συνεργασία με τον Ιόν Αντονέσκου, ανέτρεψαν τον βασιλιά Κάρολο και εγκαθίδρυσαν τη δικτατορία του «Εθνικού κράτους της Λεγεώνας», η οποία έθεσε τη χώρα στο πλευρό του Άξονα. Όταν τον Ιανουάριο του 1941 η οργάνωση επιχείρησε να ανατρέψει πραξικοπηματικά και τον Αντονέσκου, επήλθε ρήξη, και η εξέγερση κατεστάλη αιματηρά μέσα σε λίγες μέρες. Παρόλο που η Σιδηρά Φρουρά ήταν ιδεολογικά συγγενής των Ναζί και διατηρούσε άριστες σχέσεις με την ηγεσία των SS, o Χίτλερ στήριξε τελικά στη διαμάχη αυτή τον Αντονέσκου, θεωρώντας τον, ως τον καλύτερο εγγυητή των πολεμικών του σχεδίων εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, παραχώρησε όμως ταυτόχρονα άσυλο σε έναν περιορισμένο αριθμό λεγεωνάριων στα εδάφη του Τρίτου Ράιχ, έχοντας κατά νου μια πιθανή μελλοντική χρησιμοποίησή τους.
Η Σιδηρά Φρουρά, για διάφορους λόγους, ασκούσε μια ιδιαίτερη γοητεία στους Βλάχους που βρίσκονταν εκείνη την εποχή στη Ρουμανία, είτε ως σπουδαστές, που είχαν ακολουθήσει τη ρουμανική εκπαίδευση σε ορισμένες βλάχικες κοινότητες της Πίνδου και της Μακεδονίας, είτε ως έποικοι που είχαν μεταναστεύσει μαζικά στα μέσα της δεκαετίας του '20 από την κεντρική Μακεδονία προς την περιοχή της Δοβρουτσάς. Ένας σημαντικός λόγος, που η φασιστική ιδεολογία της βρήκε πρόσφορο έδαφος στους Βλάχους της Ρουμανίας, ήταν - σύμφωνα με τον Alexandru Gica - η μεγάλη απογοήτευση που βίωσαν οι βλάχοι έποικοι στη νέα τους πατρίδα, αντιμετωπίζοντας μια δύσκολη πραγματικότητα, που δεν εκπλήρωνε τις προσδοκίες τους.
Η πιο ισχυρή προσωπικότητα, που ανέδειξε η βλάχικη παροικία μέσα στη Σιδηρά Φρουρά ήταν ο Κονσταντίν Παπανάτσε. Γεννημένος το 1904 στο Σέλι, γνωστό βλαχοχώρι στις πλαγιές του Βερμίου, είχε φοιτήσει στο ρουμανικό σχολείο της Βέροιας και στην ρουμάνικη εμπορική σχολή της Θεσσαλονίκης, για να ακολουθήσει από το 1925, σπουδές οικονομικών στη Ρουμανία. Στα χρόνια των σπουδών του ήταν ιδιαίτερα δραστήριος στον εκεί φοιτητικό σύλλογο βλάχων φοιτητών. Το 1930 βρέθηκε για ένα μικρό διάστημα στις φυλακές Βακαρέστι συγκρατούμενος με τον Κοντρεάνου, με τον οποίο συνδέθηκε στενά. Δυο χρόνια μετά ανήλθε στην ηγεσία της «Μακεδονικής Νεολαίας της Λεγεώνας»», όπου δημιούργησε σταδιακά, ανάμεσα στα μέλη βλάχικης καταγωγής, μια δική του ομάδα επιρροής.
Το 1937 ο Παπανάτσε εξελέγη βουλευτής με το κόμμα της απαγορευμένης τότε Σιδηράς Φρουράς, «Όλα για την πατρίδα». Δύο χρόνια αργότερα, το 1939, μετά τη δολοφονία του Κοντρεάνου, κατέφυγε στο Βερολίνο μαζί με άλλους λεγεωνάριους, όπου φιλοξενήθηκαν από του ναζιστικό καθεστώς στη βίλα Αμαλίενχοφ στο Σπάνταου, κι έκαναν διαβουλεύσεις με ναζιστές αξιωματούχους. Στην ομάδα αυτή βρίσκονταν και ο Χόρια Σίμα, με τον οποίο ο Παπανάτσε βρίσκονταν συχνά σε αντιπαράθεση, αμφισβητώντας τις αρχηγικές του ικανότητες. Το 1940, στην κυβέρνηση συνεργασίας της Σιδηράς Φρουράς με τον Αντονέσκου, ο Παπανάτσε, στο απόγειο της καριέρας του, υπηρέτησε ως υφυπουργός στο ρουμανικό υπουργείο οικονομικών. Θεωρούνταν ιδιαίτερα μορφωμένος και λέγεται πως ήξερε οκτώ γλώσσες.
Κρατούμενοι στο Τρίτο Ράιχ
Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα ενάντια στον Αντονέσκου, τον Ιανουάριο του 1941, αρκετοί λεγεωνάριοι κατέφυγαν με την βοήθεια των SS στη Γερμανία. Αρχικά γύρω στα 60 άτομα, κι αργότερα συνολικά περί τους 300, μεταφέρθηκαν στο Ρόστοκ, όπου διέμεναν σε ειδικά παραπήγματα και εργάζονταν στο εργοστάσιο παραγωγής πολεμικών αεροπλάνων Heinkel.
Δεκατέσσερα ηγετικά στελέχη, (μεταξύ αυτών ο Παπανάτσε και ο Χόρια Σίμα), εγκαταστάθηκαν σε μια βίλα, που χρησιμοποιούνταν ως κατάλυμα αναψυχής των SS, στο χωριό Μπέρκενμπρικ, 70 χιλιόμετρα ανατολικά του Βερολίνου. Οι αξιωματούχοι λεγεωνάριοι ζούσαν σε σχετική απομόνωση, η αλληλογραφία τους περνούσε από τον έλεγχο της Γκεστάπο, οι επαφές με άλλους λεγεωνάριους απαγορεύονταν, όπως και κάθε απομάκρυνση από την περιοχή. Παρόλα αυτά μερικοί επισκέπτονταν κρυφά τις νύχτες το Βερολίνο και προσπαθούσαν να πληροφορηθούν μέσω ρουμάνων φοιτητών τα νέα από την πατρίδα τους.
Τον Δεκέμβριο του 1943 ο Χόρια Σίμα, μην αντέχοντας άλλο την πολιτική απραξία, απέδρασε κρυφά με τρένο για τη Ρώμη, με σκοπό να συναντήσει τον Μουσολίνι, γεγονός που θορύβησε τον Αντονέσκου και εξόργισε τον Χίτλερ. Οι Ιταλοί πριν γίνει οποιαδήποτε συνάντηση, συνέλαβαν και παρέδωσαν τον Σίμα στους γερμανούς συμμάχους τους, κι από τότε το κλίμα άλλαξε προς το χειρότερο για τους λεγεωνάριους. Ο Σίμα πέρασε δυο βδομάδες ανακρίσεων στα υπόγεια της Γκεστάπο στο Βερολίνο για να εγκλειστεί στη συνέχεια μαζί με τον υπασπιστή του, κατόπιν διαταγής του Χίτλερ, σε μια βίλα μέσα στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ, κοντά στη Βαϊμάρη.
Στο Μπούχενβαλντ
Ο Παπανάτσε μαζί με τους υπόλοιπους της ηγετικής ομάδας του Μπέρκενμπρικ είχαν μεταφερθεί ήδη κατά τη διάρκεια της φυγής του Σίμα, στο Μπούχενβαλντ. Στο ίδιο στρατόπεδο, σε ένα μεγάλο παράπηγμα οδηγήθηκαν επίσης 130 λεγεωνάριοι από το Ρόστοκ, χωρίς να τους επιτραπεί οποιαδήποτε επαφή με την ηγεσία τους. Έπειτα από αυστηρότερες διαταγές του Χίτλερ, ο Παπανάτσε μαζί με την υπόλοιπη ηγετική ομάδα του Μπέρκενμπρικ μεταφέρθηκαν στις 25 Φεβρουαρίου 1943 στο στρατόπεδο του Νταχάου. Ο Σίμα και ο υπασπιστής του τέθηκαν υπό περιορισμό σε ένα ειδικό κτήριο φυλακών του στρατοπέδου Σαξενχάουζεν, 30 χιλιόμετρα βόρεια του Βερολίνου. Για τους 130 έγκλειστους του Μπούχενβαλντ δημιουργήθηκε τον Απρίλιο 1943 μέσα στο στρατόπεδο ένα ειδικό περιφραγμένο στρατόπεδο, με την ονομασία «Σοντερλάγκερ Φίχτενχαϊν», στο οποίο μεταφέρθηκαν τον Ιανουάριο του 1944 άλλοι 90 λεγεωνάριοι από τους εργαζόμενους στο Ρόστοκ.
Το «Σοντερλάγκερ Φίχτενχαϊν» αποτελούνταν από πέντε παραπήγματα (δυο για διαμονή, ένα για εργασία, ένα για οικογένειες λεγεωνάριων και μια παράγκα αποχωρητηρίων). Το διπλό συρματόπλεγμα του στρατοπέδου έφερε ηλεκτροφόρα καλώδια, ενώ στις γωνίες του υπήρχαν υπερυψωμένες σκοπιές των SS, που φρουρούσαν σε 24ωρη βάση. Παρόλα αυτά, οι συνθήκες κράτησης των λεγεωνάριων δεν είχαν καμία σχέση με εκείνες των υπόλοιπων χιλιάδων έγκλειστων των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Τους επιτράπηκε να διατηρήσουν τα κανονικά τους ρούχα, δεν τους κούρεψαν, όπως γίνονταν με τους υπόλοιπους κρατούμενους, και ούτε τους έστελναν σε βαριά καταναγκαστικά έργα.
Όπως πληροφορεί ο τότε κρατούμενος λεγεωνάριος Logigan, τρεις φορές την ημέρα τους προσφέρονταν φαγητό, από αυτό που έτρωγαν και οι άνδρες των SS, καθώς και τρία τσιγάρα. Οι λεγεωνάριοι επιτρέπονταν να κυκλοφορούν μέχρι τις 8 το βράδυ στους χώρους ανάμεσα στα παραπήγματα, ενώ μπορούσαν να δανείζονται εφημερίδες και διάφορα βιβλία από τη βιβλιοθήκη του στρατοπέδου. Κάθε 14 μέρες υπήρχε η δυνατότητα να κάνουν ντουζ, ενώ κάθε Σάββατο τους επισκέπτονταν ο κουρέας του στρατοπέδου. Για προβλήματα υγείας μπορούσαν να επισκέπτονται τον γιατρό και τον οδοντίατρο του στρατοπέδου ή ακόμη και το κοντινό νοσοκομείο των SS.
Η αβεβαιότητα για το μέλλον τους και η απραξία δημιουργούσαν συχνά εντάσεις μεταξύ των λεγεωνάριων, που έφταναν μέχρι και σε βιαιοπραγίες. Η ομάδα των λεγόμενων «Μεξικάνων», στους οποίους ανήκαν και οι βλάχοι οπαδοί του Παπανάτσε, αποτελούσε την μειοψηφία, και ζούσε ξεκομμένη σε ένα από τα πέντε παραπήγματα. Η σκέψη και μόνο, ότι εξαιτίας της απερίσκεπτης ενέργειας του Χόρια Σίμα βρίσκονταν τιμωρημένοι και καθηλωμένοι στο στρατόπεδο, έθρεφε διαρκώς την αγανάκτηση και την έχθρα τους προς την ομάδα υποστηρικτών του αρχηγού. Όταν στα τέλη Αυγούστου 1943 βρετανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν ένα εργοστάσιο παραγωγής πολεμικού υλικού στο Μπούχενβαλντ, χτυπήθηκαν μαζί και μερικά παραπήγματα στο «Φίχτενχαϊν», με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους πέντε λεγεωνάριοι, μεταξύ αυτών και ο αδερφός του Παπανάτσε, Γκεόργκε, ενώ άλλοι 40 να τραυματιστούν.
Στο Νταχάου
Οι έντεκα λεγεωνάριοι της ηγετικής ομάδας μαζί με τον Παπανάτσε, οι οποίοι είχαν μεταφερθεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, εγκλείστηκαν ξεχωριστά από τους υπόλοιπους χιλιάδες κρατούμενους στο κτήριο μιας φυλακής με εσωτερική αυλή, στην οποία μπορούσαν να περπατούν κατά τη διάρκεια της ημέρας. Τους επιτρέπονταν και εδώ να φορούν τα κανονικά τους ρούχα και έτρωγαν το ίδιο φαγητό με τους SS-φρουρούς του στρατοπέδου, ενώ έπαιρναν μηνιαία κι ένα βοήθημα 50 μάρκων. Οι επαφές με τους άλλους κρατούμενους ή με τον έξω κόσμο απαγορεύονταν αυστηρά. Από την ομάδα των έντεκα, μόνο τέσσερις ήταν ακόμα υποστηρικτές του Σίμα, τον οποίο ο Παπανάτσε με κάθε ευκαιρία κατηγορούσε, ως υπεύθυνο για τα σκληρά μέτρα των Γερμανών εναντίον τους. Η ρήξη μεταξύ των δύο ομάδων ήταν τόσο βαθιά, που για μεγάλα διαστήματα δεν μιλιόντουσαν καν μεταξύ τους.
Από το Νταχάου οι λεγεωνάριοι απολύθηκαν στις 30 Αυγούστου 1944, και αφού λίγες μέρες πριν, στις 23 Αυγούστου, ο βασιλιάς της Ρουμανίας Μιχαήλ Α', με τη βοήθεια κεντροαριστερών δυνάμεων και τμημάτων του στρατού, έβαλε πραξικοπηματικά τέλος στη δικτατορία του Αντονέσκου και άλλαξε στρατόπεδο στον πόλεμο. Ο Σίμα κλήθηκε τότε από τον Χίτλερ να σχηματίσει στη Βιέννη μια εξόριστη ρουμανική κυβέρνηση, όπως και έναν «εθνικό στρατό», στη δημιουργία των οποίων ο Παπανάτσε ήταν εντελώς αντίθετος. Η διάρκεια και η σημασία αυτών των ενεργειών υπήρξαν τελικά περιορισμένες, αφού η επέλαση του Κόκκινου Στρατού ήταν πλέον ασυγκράτητη και η ήττα του Άξονα προδιαγραμμένη.
Μεταπολεμικά
Μετά τον πόλεμο οι πρώην κρατούμενοι λεγεωνάριοι σκόρπισαν σε διάφορες χώρες της δυτικής Ευρώπης και της λατινικής Αμερικής, διατηρώντας επαφές και δεσμούς μέσα από διάφορες ομάδες. Στη δεκαετία του ʼ50 η CIA ενδιαφέρθηκε και φρόντισε να εντάξει στις υπηρεσίες της πολλούς από αυτούς, σε διάφορες ψυχροπολεμικές επιχειρήσεις της.
Ο Παπανάτσε κατέφυγε το 1945 στην Ιταλία και εγκαταστάθηκε στην πόλη Σαλό, όπου ασχολήθηκε στο εξής με τη συγγραφή και δημοσίευση διαφόρων πονημάτων για την ιστορία των Βλάχων της Βαλκανικής και των δικαιωμάτων τους ως «καταπιεσμένης εθνικής μειονότητας». Για πολλά χρόνια διατηρούσε επαφές με τους βλάχους λεγεωνάριους από την ομάδα του, (που η CIA εκτιμούσε εκείνη την εποχή σε 70 περίπου άτομα), σκορπισμένα στην Ιταλία, Γερμανία, Αυστρία, Γαλλία και Αργεντινή. Ξεκομμένος τόσο από τη ρουμάνικη πραγματικότητα, - μια και στις 17 Μαΐου 1946 είχε καταδικαστεί από δικαστήριο του Βουκουρεστίου ερήμην εις θάνατον, με συνέπεια να μην επιστρέψει εκεί ποτέ – όσο και από την γενέτειρά του Ελλάδα, ζούσε κυρίως στον μικρόκοσμο της (ρουμανο-)βλαχικής διασποράς, χωρίς να αποστασιοποιηθεί ποτέ από το πολιτικό του παρελθόν.
Πέθανε στις 7 Απριλίου 1985 στο Σαλό και λίγους μήνες μετά, η εφημερίδα «TRÂ ARMÂNAMI», ενός συλλόγου Βλάχων του Παρισιού, μέσα σε έναν εκτενή επικήδειο έκανε λόγο, μεταξύ των άλλων, για τον «μεγάλο Βλάχο», με «την ορθή κρίση και την καθαρή σκέψη μέχρι το τέλος της ζωής του». Για τη Σιδηρά Φρουρά, τη φασιστική ιδεολογία της και δράση, στην οποία ο εκλιπών είχε αφιερώσει το σημαντικότερο κομμάτι της ζωής του, δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά. Όπως συνηθίζεται σʼ αυτές τις περιπτώσεις, οι σκελετοί της ιστορίας αφήνονται καλύτερα κλειδωμένοι στο ντουλάπι.
Βλάχοι λεγεωνάριοι κρατούμενοι των Ναζί
Γιώργος Μ. Βραζιτούλης, Βερολίνο
εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγών» - 22.5.2018
Πηγές:
Gerhard Köpernik: Faschisten im KZ – Rumäniens Eiserne Garde und das Dritte Reich. Frank & Timme, Berlin 2014.
Stefan Logigan: Rumäniens Eiserne Garde - Ein Legionär erinnert sich. Universita, München 1996.
Alexandru Gica: Η πρόσφατη ιστορία των Αρμάνων στη Ρουμανία. (Μετάφραση από τα αγγλικά: Γιάννης Τσιαμήτρος). Από τον ιστότοπο: Βλάχοι.net