Οι Βλάχοι στο Μετζητιέ κείνα τα χρόνια, παντρεύονταν όλοι το Δεκαπενταύγουστο, τ'ν ημέρα τ'ς Παναγιάς, κι ετύχαινε τ'ν ημέρα κείνη να γένουνται και δεκαπέντε και περ'σσότερες χαρές.
Μια φαμπίλι' από ταύτους είχε νούνα τ' Γίτσα του Κωτσάκη, γυναίκα του Γιαν' Κωτσάκη, οπούχε πολλά χρόνια το φούρο στο Χοροστασ᾽ μπροστά στο σπιτ᾽ του Σουλιώτη.
Και μια βολά, αντήμερα τ᾽ς Παναγιάς, αυτή κι αλλ᾽ πέντε δικοί της, ᾽τοίμασαν ένα γκουγκουρέτσι εψ᾽σαν κι᾽ εν᾽ αρνί, τα φόρτωσαν σ᾽ ένα μπλάρι, καβαλίκεψε κι αυτή αγοπάνω, κι εξεκίν᾽σαν για το Μεντζητιέ ολ᾽ αντάμα, για να στεφανώσ᾽ν ένα ζευγάρι...
Σαν έφτακαν στο Μεντζητιέ κι επείραν τον ανήφορο, οι Βλάχοι π' γλεντούσαν τ᾽ς αγνάντεψαν κι είπαν «πάμε, έρχετ᾽ η νούνα ΄ποτ᾽ Βήσσιανη, πάμε να τ᾽ δεχτούμε»... όπως τόχαν συνήθειο.
Έτσ᾽, όλο το σόι τ᾽ γαμπρού κατ' φορ'σε με τα λαλούμενα μπροστά ρίχνοντας ντ'φέκια και ροβόβολα (=περίστροφα) για τ'ς νούνους.
Έτσ' τόχαν τότε. Τ'ν ημέρα τ'ς χαράς ερ'χναν ντ'φέκια π' χαλούσ' ο κόσμος.
Ένα βολ' όμως, φτυχ'σε τ' νούνα στο στόμα και σταθ'κε ποκάτω πο τ' αυτί.
Πεφτ' η Γίτσα 'πο τ' άλογο, αρεντεύουν οι Βλάχοι, τ᾽ σηκώνουν αναίστητ' και τη φέρουν με τα ξύλα πίσω στο σπιτ' της στο χωριό, οπού ήταν γιατρός. Αυτός τ'ς είπε να τ'ν παν στα Γιάννενα στο τζεράχη.
Τ'ν αλλ' μέρα τ'ν πήγαν στα Γιάννενα κι έκατσ' εκεί η καψο Γίτσα μαλ' καιρό, αλλά δεν τ'ς τόβγαλαν το βόλι γιατ' ηταν ριζωμένο. Κι έζησε κι' έγέρασε μ' αυτό ως π' πέθανε, μοναχά π' δυσκολεύονταν να φάει και να κρένει...
(Κατ᾽ αφήγησι της γραίας Ευγενής Δημ. Κοτρώτσου)
Σπυρίδων Στούπης
Πωγωνησιακά και Βησσανιώτικα
Τόμος 2ος, 2003, Εκδόσεις Δωδώνη
Γάμος στο Κεφαλόβρυσο, δεκαετία 1920, επιχρωματισμένες φωτογραφίες της Margaret Hasluck