Στειροχωρίζουν στου Κλαδά, τυροκομούν στου Ζέρβα, στου Ακρίβου αλλάζουν τα μαντριά, στου Μπάρδα κούρον έχουν
Είκοσι πέντε είν' οι κοπές, διακόσοι οι κουρευτάδες, Κι' άλλ' εκατό που κουβαλούν κι' άλλ' εκατό που στρίβουν
Που στρίβουν τα κωλόκουρα, που δένουν τα ποκάρια.
Δώδεκα μέρες κούρευαν, δώδεκα μέρες δέναν.
Ο γέρο Μπάρδας κάθεται σε στρουγγολίθι απάνου
Με το πλατύ το πόσι τον, με το μακρύ ραβδί του,
Με την χοντρή σου σάρικα πώχει πυκνόν το φλόκο,
Με τους εφτά του τους υγιούς, με τους εννιά γαμπρούς του,
Κι' όλο τηράει τα πρόβατα και λέει για το καθένα:
— Τήρα σαργιά πώχ' η χελιά, τήρα ποκάρι η κούλια,
Τήρα την στερφοκάλλεσα ρούντο μαλλί που βγάζει,
Η μονοβύζα η καψαλή τήρα κολτσίδες πώχει.
Πρόγγα, ωρέ Λιά, την κότσινα που ξυέται σ' τα πολιούρια·
Ιστ ιστ, διαβολοπρόβατο. Εά! δε μ' ακούει το έρμο,
Μόχτα, ωρέ Λιά, και μάδεψε· φυλάξου απ' το βαρβάτο.
Η νυφοθυγατέρες του κερνούν τους κουρευτάδες.
Κερνούν παγούδα, ανθότυρο κερνούν αφρό γαλάτου.
Κ' οι γιοι του αράδα τα μαντριά συχνογυρνούν και κρένουν.
— Για γληγοράτε, ωρέ παιδιά, για στρώστε τα ψαλίδια,
Τι πήγε ο ήλιος πέντε οργιές, θα να μας πάρη η νύχτα,
Κ' είνε γιορτάσι η αυριανή, να μη μας βρη σ' τον κούρο.
Ολημερής κουρεύουνε, το γιόμα τρων και πίνουν
Κ' εκεί σ' το ηλιοβασίλεμμα σκολνούν κι' αποκουρεύουν,
Τότ' ένας γέρος κορευτής προβάλλει ομπρός και κρένει:
Για σκώτε απάνου, ωρέ παιδιά, για αφήστε τα ψαλίδια,
Για μάστε τούφα αμάραντο, μάστε χεριές αρείκη
Κι' αγιόκλημα και σφελαχτό, πιάστε τον πρώτο δάσο
Και δέστε του σ' τα κέρατα τ' ασημοκεντισμένα,
Πάρτε και του γαλάτου αφρό ραντίστε τα ποκάρια,
Βάξτε; χούι, χούι, χούι! τρεις βολές, ρίξτε και τρία αρμούτια
Και ειπέτε και του τσέλιγγα παινετικό τραγούδι.
Σκώνονται απάνου τα παιδιά κι' αφίνουν τα ψαλίδια,
Μαζεύουν τούφα αμάραντο, κόβουν χεριές αρείκη
Κι' αγιόκλημα και σφελαχτό, πιάνουν τον πρώτο δάσο
Και δένουν του σ' τα κέρατα τ' ασημοκεντισμένα
Παίρνουν και του γαλάτου αφρό ραντίζουν τα ποκάρια,
Σκούζουν: χούι, χούι, χούι! τρεις βολές, ρίχνουν και τρία αρμούτια
Και λέγουν και του τσέλιγγα παινετικό τραγούδι:
— Εσένα πρέπει, αφέντη μου, να ζήσης χίλια χρόνια,
Να ζήσης σαν τον Έλυμπο, ν' ασπρίσης σαν τον Πίνδο,
Να ιδής υγιούς, να ιδής γαμπρούς και νυφοθυγατέρες,
Κι' αγγόνια και δισέγγονα να πιάκης να χαϊδέψης.
Νάχης χιλιάδες πρόβατα, νάχης χιλιάδες γίδια,
Με μύρια αργυροκούδουνα, να τα λαλούν να πρέπουν.
Ν' αρμέγης κάθε πρόβατο κ' εννιά αρμεγούς να βγάζης,
Ν' αρμέγης κάθε γίδι σου κι' άλλους εννιά να βγάζης.
Εσένα πρέπει, αφέντη μου, το πρώτο το βαρβάτο
Νάχη γερτάνι από φλουρί και κέρατα απ' ασήμι,
Να τ' ακλουθάν τα πρόβατα, να τ' ακλουθάν τα γίδια,
Να τα σουράς να χαίρεσαι και να τα καμαρώνης.
Εσένα πρέπει, αφέντη μου, για να καβαλικεύης
Τ' ασέλλινο, προσέλλινο, το κάλλιο το πουλάρι.
Οπώχει αστρί σ' τα στήθια του, φεγγάρι σ' τα καπούλια,
Και χίλιοι να σου το κρατούν να γέρνης να πεζεύης,
Να σιέσαι, να λυγίζεσαι, να κάτσης σ' το προσκάμνι.
Κι' οχ' το προσκάμνι όντας σκωθής και μπης σ'τόν αρμεγώνα
Το πλιο τρανό μαντρόσκυλλο να σ' ακλουθάη σου πρέπει.
Και πάλι ξαναπρέπει σου βαριάν αρμάτα νάχης,
Νάχης πολλές τες φορεσιές και χρυσοκεντισμένες,
Να ντυέσαι, να ξεντύνεσαι, ν' αλλάζης να ξαλλάζης,
Να κουβαλάς εδώ κ' εκεί τ' αμέτρητο το βιο σου.
Να διαφεντεύης σ' τα βουνά, ν' ακούγεσαι σ' τους κάμπους.
Λεν τα παιδιά του τσέλιγγα παινετικό τραγούδι,
Και παίρνουν πάλι αφρόγαλα και πίνουν και ραντίζουν
Και ξανασκούζουν: χούι, χούι, χούι! ρίχνουν και τρία αρμούτια.
Ο ΚΟΥΡΟΣ
Κώστας Κρυστάλλης