Απ' τις μεγαλύτερες γιορτές της χριστιανοσύνης είναι τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά και τα Φώτα, που γιορτάζονταν απ' τους κατοίκους του χωριού μου με ιδιαίτερη θρησκευτική ευλάβεια, αλλά και με χαρές και τραγούδια.
Τα τραγούδια που ακούγονταν αυτές τις μέρες ήταν τραγούδια του μεγάλου ποιητή «Λαού» κι αποτελούσαν ένα κομμάτι απ' τον όλο γιορτασμό. Ήταν τραγούδια δεμένα με την ψυχή του λαού και τα έθιμά του και δε μπορούσε κανένας να τα ξεχωρίσει απ' τις γιορτές αυτές. Και σήμερα ακόμα τα Χριστούγεννα τα χαίρεται κανένας καλύτερα στο χωριό, γιατί εκεί στο χωριό είναι ριζωμένα τα ωραία Ελληνικά έθιμα, που έχουν χάρη κι ομορφιά περίσσια.
Oι χαρούμενες φωνές των παιδιών αντηχούσαν στις γειτονιές τα ξημερώματα της παραμονής κι ενώνονταν με τα γαβγίσματα των σκυλιών, που ξαφνιάζονταν απ' τους νυχτερινούς μικρούς επισκέπτες, που περνούσαν απ' τα σπίτια πριν χαράξει η αυγή, για να πάρουν το μικρό χριστόψωμο την «Κόλιντρα», όπως τη λέγαμε. Συντροφιές από 2 - 3 αγόρια ή κορίτσια τραγουδούσαν με τις αγγελικές φωνούλες τους:
«Κόλιντρα, μόλιντρα,
δομ' θεια την κλούρα,
να μη σι πάρου τη βιτούλα
κι πάου παραπέρα
κι κάτσου κι τη φάου».
Παίρνοντας την κόλιντρα την περνούσαν στο σχοινί που το ένα του άκρο ήταν δεμένο απ' το λουρί, ζωστήρα, και στ' άλλο άκρο ήταν δεμένο ένα καρφί για να τρυπάει την κόλιντρα και v' αραδιάζεται έτσι στο σχοινί. Το άκρο αυτό με το καρφί το κρατούσαν σφιχτά με τα χεράκια τους για να μην πέσει καμιά κόλιντρα, που την εποχή εκείνη τρωγόταν όχι σαν ψωμί, αλλά σα γλύκισμα, γιατί μόνο τέτοιες μέρες τα παιδιά δοκίμαζαν σιταρένιο ψωμί και μάλιστα κοσκινισμένο, πολλές φορές, με την ψιλή τη σίτα.
Οι νοικοκυρές προτιμούσαν ν' αποτελείται από κορίτσια η πρώτη συντροφιά που θα πήγαινε στα σπίτια τους, γιατί πίστευαν πως τότε τα ζώα τους θα γεννούσαν θηλυκά και θα μεγάλωνε το κοπάδι. Οι νιόπαντρες νοικοκυρές περνούσαν απ' Το κέντρο της κόλιντρας μια κόκκινη κλωστή μάλλινη.
Στο έθιμο αυτό της κόλιντρας χρωστάω και το παρατσούκλι, παρωνύμιο, «Τανανούσης» που μου κόλλησαν οι φίλοι μου. Μικρός όταν ήμουνα, τη λέξη «Κολούσαινα», γυναίκα του Κολούσιου (Νικόλα), την έλεγα «Τανανούσαινα». Μετρώντας απ' την προηγούμενη μέρα στους φίλους μου πόσες κόλιντρες θα μαζεύαμε, έλεγα: «...μια απ' την Τανανούσαινα.,.». Έτσι μου κόλλησαν το παρατσούκλι «Τανανούσης».
Η χριστουγεννιάτικη λειτουργία άρχιζε πριν απ' τα ξημερώματα και τέλειωνε τις πρωινές ώρες. Τις περισσότερες φορές το χιόνι ξεπερνούσε το μέτρο κι οι άντρες της κάθε γειτονιάς περνούσαν μπροστά για v' ανοίξουν το δρόμο.
Μετά τη λειτουργία άρχιζαν οι «γουρουνοσφαγές» κι οι «γουρουνοχαρές». Οι ειδικοί απ' τους συγγενείς αναλάμβαναν το σφάξιμο, το γδάρσιμο και το τεμάχισμα του γουρουνιού, που χρειάζονταν πολλή δουλειά και κάποια επιδεξιότητα, Το γουρούνι μέχρι το Νοέμβρη κυκλοφορούσε έξω ελεύθερο, με το ζυγό όμως στο λαιμό για να μη μπαίνει στους κήπους. Το Νοέμβρη και το Δεκέμβρη κλεινόταν στο «κουμάσι» του τρεφόταν με καλαμποκάλευρο, πίτουρα κι αποφάγια, για να παχύνει εκεί μέσα με την τροφή και την ακινησία. Τη μέρα των Χριστουγέννων το τραβούσαν έξω απ' το κουμάσι, του έδεναν τα πόδια σφιχτά με τριχιά και το έριχναν κάτω, κρατώντας άλλος τα πόδια κι άλλος το κεφάλι του. Φωνές στριγγιές το γουρούνι, λες και καταλάβαινε ότι η ώρα του πλησιάζει.
O σφαγέας, αφού χάραζε με το μαχαίρι ελαφρά το σημείο του σταυρού στο λαιμό, κάρφωνε με δύναμη το μαχαίρι κι έκοβε το λαιμό. Εκεί κοντά στον κομμένο λαιμό τοποθετούσαν την ξύστρα, μικρό σιδερένιο φτυάρι, με κάρβουνα και θυμίαμα για να θυμιατιστεί ο σφαγμένος λαιμός, ενώ κάποιος μικρός αυτή τη στιγμή έλεγε το «Πάτερ ημών...». Με το θυμίαμα και την απαγγελία της «Κυριακής προσευχής» πίστευαν, ότι οι καλλικάντζαροι, τα βρωμερά αυτά πνεύματα, απομακρύνονταν και δε μαγάριζαν, μόλυναν, το σφαγμένο γουρούνι.
Έπρεπε να είσαι πολύ γνωστός του σφαγέα ή του νοικοκύρη που έσφαζε το γουρούνι, για να πεις το «πάτερ ημών», γιατί αυτό σου έδινε το δικαίωμα να πάρεις τη φούσκα, ουροδόχο κύστη, του γουρουνιού, που θα γινόταν μπαλόνι σπουδαίο για την εποχή εκείνη. Πολλοί απ' τους σφαγείς, μας έβαζαν όχι μόνο να πούμε το «Πάτερ ημών», αλλά να φιλήσουμε και τον «πισινό» τους για να κερδίσουμε τη φούσκα. Πολλές φορές την ώρα αυτή του ασπασμού οι σφαγείς κατάφερναν να εκτοξεύουν κι αέρια, πράγμα που έκανε όλους να ξεσπάνε σε γέλια ακράτητα. Βαρύ λίγο αυτό, αλλά το κάναμε μ' όλη την παιδική μας αφέλεια και μ' ευχαρίστηση, φτάνει να παίρναμε τη φούσκα για παιχνίδι.
Μετά το σφάξιμο γινόταν με μεγάλη προσοχή το γδάρσιμο, για να μη κοπεί το δέρμα, που θα χρησίμευε για τα τσαρούχια όλης της οικογένειας κι όλης της χρονιάς. Έπειτα έβγαζαν τον παστό, το πάχος, που το έλιωναν οι γυναίκες μέσα σε καθαρά καζάνια. Από κει η λίπα, το λίπος, ριχνόταν στους τενεκέδες, δοχεία, κι αποτελούσε το απαραίτητο υλικό για τις πίτες κι άλλα είδη φαγητών.
Συχνά ακούγαμε: «Το γουρούνι του τάδε έβγαλε τόσους τενεκέδες λίπα». Έτσι καταλαβαίναμε και το βάρος του γουρουνιού, γιατί συνήθως το μισό απ' το ολικό βάρος του ήταν λίπος. Στο τέλος έμεναν οι «τσιγαρίδες», που τις τρώγαμε με λαιμαργία ζεστές. Τεμαχιζόταν έπειτα το κρέας απ' το οποίο ένα μέρος θα γινόταν λουκάνικα. Το κεφάλι, τα πόδια κι η ουρά γίνονταν ο ωραίος «πατσιάς».
Την ώρα που οι σφαγείς ασχολούνταν με την ταχτοποίηση του κρέατος, οι γυναίκες ετοίμαζαν την πίτα παχιά - παχιά με λίπα και την «τηγανιά» με κρέας διαλεγμένο απ' το ψαρονεύρι, για τους σφαγείς και τους σπιτικούς. Αυτή ήταν η λεγόμενη «γουρουνοχαρά». Και σκορπούσε πραγματικά μαζί με την ευωδιά του και χαρά το τραπέζι αυτό, γιατί κρέας ίσως είχαν μήνες να δοκιμάσουν οι άνθρωποι της εποχής αυτής της παλιότερης για την οποία μιλάμε.
Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε και μια άλλη θεάρεστη πράξη του νοικοκύρη που έσφαζε το γουρούνι, πράξη που δείχνει την αγάπη και την αλληλοβοήθεια που βασίλευαν στην τότε κοινωνία του χωριού μας. Έκοβε ένα κομμάτι κρέας κι ένα κομμάτι παστό και το έστελνε σε οικογένεια φτωχιά που δε μπόρεσε να θρέψει γουρούνι. Έτσι, η οικογένεια ή οι οικογένειες αυτές συγκέντρωναν πολλές φορές περισσότερο κρέας και λίπος απ' τις άλλες που έσφαζαν γουρούνια τα Χριστούγεννα.
Σήμερα απ' τις οικογένειες που μένουν στο χωριό το χειμώνα, λίγες τρέφουν γουρούνια, γιατί ούτε καλαμπόκι καλλιεργούν, ούτε το λίπος του γουρουνιού χρησιμοποιούν. Παλιότερα περίμεναν τα Χριστούγεννα με λαχτάρα, γιατί θα γεύονταν το κρέας, τα λουκάνικα και το λίπος στις πίτες. Σήμερα όλους τους μήνες, ακόμα και τους καλοκαιριάτικους, καταναλώνεται το χοιρινό και στο χωριό μας, και η διατροφή των γουρουνιών γίνεται σε ειδικά χοιροτροφεία. Και η κόλιντρα που τότε τρωγόταν σα γλύκισμα, τώρα δεν ικανοποιεί τα παιδιά, γιατί το ψωμί που τρώνε κάθε μέρα στο σπίτι τους είναι πολύ καλύτερο.
Ηλίας Γ. Κωστόπουλος
Ιστορικά Λαογραφικά Αηδόνας Καλαμπάκας