Αι απόκρεω πανηγυρίζοντας τόσον πανδήμως και μεγαλοπρεπώς εν Ιωαννίνοις, ώστε λαμβάνουσιν, ούτος ειπείν, όψιν και σημασίαν εθνικής εορτής.
Επίσης η κατ’ αυτάς προσωπιδοφορία κατήντησε πατροπαράδοτον έθιμον, ώστε ότε παρεδόθησαν τα Ιωάννινα, μεταξύ των πρώτον προνομίων, άτινα εζήτησαν και έλαβον οι κάτοικοι αυτών παρά των καταχτητών, έθεσαν και το της προσωπιδοφορίας κατά τας απόκρεως. Φύσει ευτράπελο: οι Ιωαννίται και πλούσιοι άλλοτε είχον ανυψώσει τον πανηγυρισμόν των απόκρεων εις το άκρον άωτον της ευθυμίας και της τρυφής. Εκλείψαντος όμως μετά ταύτα του πλούτου, εξησθένησε βαθμηδόν και η μεγάλη τάσις αυτών πρός ευθυμίαν, ο δε πανηγυρισμός των απόκρεων κάπως παρήκμασεν. Ούχ ήττον όμως και σήμερον, καθ’ ήν εποχήν η Ήπειρος κατατρύχεται ολόκληρος υπό εντελούς πενίας, σχεδόν υπό πείνης, αι απόκρεω εορτάζονται εν Ιωαννίνοις πολύ περιέργως και πολύ μεγαλοπρεπέστερον Η εις πάσαν άλλην Ελληνίδα πόλιν.
Αλλ’ ενώ άλλοτε η ευθυμία και η διασκέοασις ήρχιζεν από της πρώτης ημέρας του Τριωδίου, ήδη κατά την ημέραν ταύτην, εάν είναι αιθρία και εύηλιος, μόλις φαίνονται περί το έσπέρας ολίγοι τινές προσωπιδοφόροι διερχόμενοι τας οδούς και ούτοι εάν έχωσι λάβει την άδειαν του πασά και του μητροπολίτου. Διότι από της σατραπείας του Αλή – πασά Τεπελενλή οι προσωπιδοφορούντες είναι υποχρεωμένοι να ζητήσωσι την άδειαν παρά των ειρημένων αρχών. Δοθείσης δε της άδειας, η πανήγυρις, άρχεται κυρίως από της Κυριακής της Κρεάτινης μάλιστα, καθ’ ην διακόπουσι τας εργασίας των οι Ιωαννίται, φοβούμενοι, φαίνεται την αράν του ειπόντος:
Ανάθεμα ποιός δούλευε τα τρία τα Σαββάτα
της Κρεατνής, της Τυρινής και των Άγιων Θεοδώρων.
Από της μεσημβρίας λοιπόν του Σαββάτου οι κάτοικοι ενδεδυμένοι τας εορτασίμους στολάς εκχύνονται εις τας κεντρικάς οδούς και πλατείας, όπου γίνεται η παρέλασις των προσωπιδοφόρων. Ο μεγαλύτερος όμως συνωστισμός γίνεται εν τη καλού μένη πλατείς των Μνημάτων. Δεν υπάρχουν εκεί κομιτάτα, ούτε βραβεία διά τους προσωπιδοφόρους, ούτε είναι ούτοι υποχρεωμένοι να παρελάσωσιν απλώς χάριν της θέας του λαού τα κεντρικώτατα μέρη, ο εις κατόπιν του άλλου και έπειτα να διαλυθώσιν αλλ’ ούτε η προσωπιδοφορία και ο μεταμφιεσμός αυτών είναι οίος ο εν Αθήναις και αλλαχού. Εις τα Ιωάννινα οι προσωπιδοφόροι (ους ο λαός καλεί απλώς προσωπίδες) ως επί το πλείστον απεικονίζουσι δια της ενδυμασίας και της παρελάσεως τους ηρωικούς χρόνους των Αρματολών μας. Συγκροτούσιν, ως οι Αρματολοί, μπουλούκια εκ πέντε, επτά και πλειόνων προσώπων, εν οίς διακρίνονται οι καπετάνοι και τα πρωτοπαλίκαρα εκ της ενδυμασίας αιτών. Ενδύονται δε την Εθνικήν ημών στολήν, επίσης ως οι Αρματολοί, με κοντήν φουστανέλαν, κάλτσες, γελέκια χρυσά, φλουριοκαπνισμένα τσαπράζια, γάντζους, παλάσκες, σελάχια χρυσοκέντητα περί την οσφύν, αργυρά σταυρωτά επί του στήθους και ιμαντήλιον λευκόν εκ μετάξης επί της κεφαλής περί το φέσιον, το όποιον δύναται αδιακρίτως να είναι είτε ερυθρόν μακροθύσανον είτε αλβανικόν λευκόν. Ούτω κατηρτισμένοι λαμβάνουσι μεθ’ εαυτών και τα βιολιά εξερχόμενοι εις τας οδούς με το ύφος και το βάδισμα και το παραστατικόν των Κλεφτών, αλλαχού μεν συλλαμβάνουσι τους διαβάτας, ως εκείνοι εις τα όρη, και ζητούσι παρ’ αυτών χρήματα διά της επιτακτικής φράσεως: «παράν, παράν!» αλλαχολυ δε χορεύουν απ’ αμοιβή των περιεστώτων τους χορούς τών Κλεφτών. ’Αλλά καί αί προσωπίδες αύτών είναι έπίτηδες κατεσκευασμέναι, παριστώσαι ομαλά, ωραία και μεγαλοπρεπή πρόσωπα στολισμένα με μεγάλους οφθαλμούς και παχυτάτους μαύρους εκ μαλλιών μύστακας αρειμανίως πάντοτε Ανεστραμμένους.
Ετέρα ομάς είναι η υπό το όνομα όργανο, ης αι προσωπίδες παριστώσι γαμήλιον αγροτικήν πομπήν. Βλέπει τις λοιπόν αυτούς ενδεδυμένους με προγενεστέρας ενδυμασίας χωρικών, με τσιπούνια ή σιγκούνια επί της φουστανέλας πολύλοξα κλπ. Διακρίνονται δε μεταξύ αυτών οι υπηρέται του γάμου με τούς κίτρινους φτάδες (ποδιές) περί την φουστανέλαν και την πλόσκαν πλήρη οίνου εις τας χείρας, ο νούνος, δο βλάμης, ο γαμπρός και η νύφη, ήτις επί κεφαλής φορεί αρχαίο ηπειρωτικόν κάλυμμα, λευκόν σκούφον περικέντητον διά χρυσού ή μετάξης, ον άλλοτε έφερον και αι γυναίκες της ανωτέρας τάξεως των Ιωαννίνων ως και αυτή η ωραία Βασιλική του Αλή -Πασά, προς ην ούτος εσυνήθιζε να λέγει:
Όντας βαίνεις τάσπρο φέσι
με τη φούντα τη χρυσή,
τρέμει ο ουρανός να πέσει
μ’ όλα τ’ άστρα του μαζί.
Οι προσωπιδοφόροι ούτοι χορεύουν τους γαμήλιους χορούς έχουν μεθ’ εαυτών ως μουσικά όργανα την κλασσικήν μας καραμούζαν και το νταούλι, το όποιον εκεί καλείται όργανο, εξ ου και της ομάδος η ονομασία. Οι κατασκευάζοντες την Καμήλαν εν Ιωαννίνοις απεικονίζουσι τον βίον των νομάδων, διότι παριστώσι γέροντα και γραίαν οδοιπόρους έχοντας τον μικρόν υιόν αυτών επί της ράχεως της καμήλου.
Πάντες αυτοί οι προσωπιδοφόροι είναι άνδρες ηλικιωμένοι εκ του κοινού λαού των Ιωαννίνων. Εις παλαιοτέρους καιρούς οι νεανίαι των αρίστων οικογενειών δαπανώντες αφειδώς ενεδύοντο με πολυτιμοτάτας ενδυμασίας χρυσοπαρύφους, των αρχαίων ως επί το πλείστον χρόνων, και παρίστανον το όραμα της Πολυξένης ή τον Ερωτόκριτον ή τον Τρωικόν πόλεμον. Σήμερον υποδύονται και μαθηταί τινας ήρωας αρχαίους ή ιππότας, αλλ’ όχι με πολλήν δεξιότητα και σημασίαν, και αι παρελάσεις αυτών γίνονται στιγμιαίαι μεθ’ ας διαλύονται και συμμιγνύονται μετά του λοιπού πλήθους εν τη πλατείς των Μνημάτων, ένθα περί την εσπέραν συγκεντρούται όλος ο λαός και όλοι οι άλλοι προσωπιδοφόροι επιστρέφοντες εκ των διαφόρων οδών και συνοικιών και χορεύουν μέχρι βαθείας νυκτός. Η πλατεία τότε εκείνη καταντά ανάστατος. Ενώ ο ήλιος δύει μεγαλοπρεπής όπισθεν των δυτικών λόφων της πόλεως και εις τας τελευταίας ανακλάσεις των ακτίνων αυτού πορφυρούνται αι χιονοσκεπείς κορυφαί της Πίνδου προς ανατολάς, πρασινίζουν δε τα λειβάδια πέραν και η λίμνη κάτω ηρεμεί, η πλατεία εκείνη πληρούται ασμάτων και φωνών παντοειδών και γελώτων και μουσικών ήχων. Όλη δε η αχλύς, ήτις συνήθως κατά τας έσπερας επικάθηται επί των πόλεων, εκεί φαίνεται ως να εξέρχεται τότε εκ της πλατείας εκείνης και εκχύνεται εις την επίλοιπον πόλιν των Ιωαννίνων.
Αλλ’ ιδού επέρχεται ησκοτεινή νυξ και ανάπτονται εις τον ουρανόν τ’ άστρα. Τότε άρχεται αραιούμενον το πλήθος και οι προσωπιδοφόροι επανέρχονται θριαμβευτικώς εις τας συνοικίας των διερχόμενοι διά των προξενείων των ξένων Δυνάμεων και χορεύοντες έξωθεν αυτών προς τιμήν των. Την ώραν ταύτην άλλαι φωναί, φωναί παιδικαί, αρχίζουν ν’ αντηχούν ανά τας οδούς των συνοικιών ιδίως. Διότι οι παίδες εκάστης συνοικίας περιέρχονται καθ’ ομάδας τας οικίας από θύρας εις θύραν ζητούντες εν κραυγαίς καυσόξυλα διά της επικλήσεως:
Ξύλα για τσ’ αποκριές
Να χορέψουνε οι γριές!…
Με τα ξύλα ταύτα ανάπτουν πυράν τεραστίαν, τζαμάλαν καλουμένην, εις το σταυροδρόμιον ή την πλατείαν της συνοικίας των, πέριξ της οποίας χορεύουν μέχρι του μεσονυκτίου άδοντες. Άλλοτε εις τον περί την πυράν χορόν ελάμβανον μέρος την νύκτα και νεάνιδες και γυναίκες, ων προίσταντο αι γραΐαι. Σήμερον περί την πυράν μόνον οι παίδες και οι νεανίαι, σπανίως δε και άνδρες χορεύουν, αι δε γυναίκες και αι νεάνιδες θεώνται εκ των δικτυωτών παραθύρων των. Όσοι επίσης προσωπιδοφόρουν την ημέραν, ήδη επιφαίνονται χορεύοντες περί τας πυράς με τας αρματωλικάς ενδυμασίας των, αλλ’ άνευ προσωπίδων. Πολλοί δε περιέρχονται από μια εις άλλην πυράν πάσας τας συνοικίας της πόλεως πανταχού λαμβάνοντες μέρος εις τους χορούς. Ούτοι είναι οι λεγόμενοι ασπροσκούφηδες, εκ του λευκού σκούφου, ον φορούσι πάντοτε, οι καραμπέρηδες, τουτέστιν ευτράπελοι· είναι εκείνοι, οίτινες ότι εργαζόμενοι καθ’ όλην την εβδομάδα κερδίζουσι, θυσιάζουσιν εις τον Βάκχον την Κυριακήν εκείνοι των οποίων οι πρόγονοι κινήσαντες ποτέ δια ταξείδιον, μόλις μέχρι του βουνού των Ιωαννίνων έφθασαν «κι’ από τα μέθια τα πολλά γυρίσαν τον κατήφορο», ως αναφέρει το τραγούδι των είναι τέλος εκείνοι, τους οποίους ο Φωριέλ ανεγνώρισεν ως ποιητάς των περίφημων δίστιχων, άτινα ιδιαιτέρως Γιαννιώτικα λέγονται.
Η αξιολογότερα όμως πυρά γίνεται εις την συνοικίαν της Καραβατιάς, κατά το νοτιοδυτικόν άκρον της πόλεως, την υψηλοτέραν συνοικίαν, όπου κατοικούσιν οι ευθυμότεροι και ασκητικότεροι Ιωαννίται, οίτινες περί την πυράν ψάλλουν εν χορό ελευθέρως τα τραγούδια του Μπουκουβάλα, του Κατσαντώνη, του Ζήτρου και άλλων παλαιών Κλεφτών, και όπου υπάρχουν αι ωραιότεραι των Ιωαννίνων νεάνιδες, αίτινες τόσον καιρόν περιορισμέναι, μόνον κατά τας νύκτας εκείνας λαμβάνουν ευκαιρίαν να ίδωσιν εκ του πλησίον υπό τα δικτυωτά των παράθυρα διερχομένους τους αγαπητούς των και να ψιθυρίσωσι μυστηριωδώς εις αυτούς το περιπαθές των παράπονον:
Μάτια μου μαμουριασμένα
και πολύ χαίνικα
δεν ρωτάτε και για μένα,
Τάχα τι να γίνηκα;
Ούτω παρέρχεται το πρώτον ήμισυ της νυκτός. Μετά το μεσονύκτιον αι πυραί σβύνονται, οι δε χορευταί διασκορπίζονται εις τας οικίας των, ὀπου σχηματίζουσι κατά στενούς οικογενειακούς και φιλικούς κύκλους παννυχίους εσπερίδας.
Κατά τας εσπερίδας ταύτας σπανίως βλέπει τις και εν αυταίς ταις αιθούσαις των πλουσίων ευρωπαϊκούς χορούς. Διότι κυρίως ,εν Ιωαννίνοις χορεύονται οι εθνικοί χοροί κάλλιστα υπό πάντων. Υπάρχουσι μάλιστα και γυναίκες πλουσιωτάτων Ιωαννιτών, αίτινες είναι ονομασταί διά τον χορόν των. Εν δε ταις οικίαις της κατωτέρας τάξεως, εν αις λάμπουν και ολιγότερη φώτα, παρατηρεί τις τον σεμνότατον συρτόν υπό νεανίδων χορευόμενον. Μετ’ αυτάς δε εγείρονται οι νεαροί συνδαιτημόνες, οίτινες χορεύοντες άδουσιν αστεία ή βακχικά άσματα, γνήσια τουτέστιν αποκριάτικα, ων αξιοπεριεργότερον είναι το ακόλουθον:
Πέρασ’ από την Καρυά,
είδα πόσπειρναν κουκιά.
Έτσι για τα έσπειρναν
οι Καρυώτες τα κουκιά.Πάλι ξαναπέρασα,
είδα πως τα πότιζαν.
Έτσι για τα πότιζαν, κτλ.Πάλι ξαναπέρασα,
είδα πώς τα σκάλιζαν.
Έτσι για τα σκάλιζαν, κτλ.Πάλι ξαναπέρασα,
είδα πώς τα μάζωναν.
Έτσι για τα μάζωναν, κτλ.Πάλι ξαναπέρασα,
είδα πώς τα σάκκιζαν.
Έτσι για τα σάκκιζαν, κτλ.Πάλι ξαναπέρασα,
είδα πώς τα φόρτωναν.
Έτσι για τα φόρτωναν, κτλ.
Και καθ’ εκάστην στροφήν, ήτις λέγει πώς έσπερναν οι Καρυώτες και πως πότιζαν, σκάλιζαν, μάζωναν, σάκκιζαν και φόρτωναν τα κουκιά των ο ηγέτης του χορού δεικνύει τούτο διά χειρονομιών, ας είναι υποχρεωμένοι να μιμηθώσι πάντες οι χορευταί. Ακολούθως διαλύουσι και αυτοί τον χορόν. Καθήμενοι δε μετά των λοιπών εις κύκλον εκλέγουσι δύο, τους ευφωνοτέρους και μάλλον ειδήμονας των τραγουδιών, ους υποχρεούσι να τραγουδούν αμοιβαδόν κατ’ ερωταπόκρισιν δίστιχα τραγούδια, του δευτέρου τραγουδιστού οφείλοντος ν’ αποκρίνεται δεξιώς εις το δίστιχον του πρώτου και πολλάκις ν’ αρχίζει το δίστιχον του με την αυτήν λέξιν, με την οποίαν ήρχισε και ο πρώτος το ιδικόν του, αμφότεροι δε να μη απομακρυνθώσι ποσώς του εξ αρχής τεθέντος θέματος. Συνάπτουσι δε τοιουτοτρόπως περιέργους στιχουργικούς αγώνας, τούς οποίους πάντοτε εις τας ευθυμίας των συνηθίζουν οι Ιωαννίται. Εν ώ ούτοι επιδίδονται εις τοιαύτας διαχύσεις, οι δεισιδαιμονέστεροι εξ αμφοτέρων των φύλων συνωστίζονται περί την πυράν τις εστίας και εξάγουν οιωνούς εκ του ψιθυρισμού τις φλογός, του τριγμού των καιομένων ,ξύλων ή εκ της διευθύνσεως των αναπηδώντων κόκκων σίτου, ους ρίπτουσιν επί των ανθράκων, ή και εκ του ανοίγματος τού διχαλωτού οστού της όρνιθος, όπερ στήνουσιν όρθιον εν τη αιθάλη και εκ τούτων προμαντεύονται, αν η έγκυος μεταξύ αυτών θα γέννηση άρρεν ή Θήλυ, αν η μία ανταγαπάται από τον άλλον.
Έρχεται ακολούθως η Πέμπτη της Κρεατινής εβδομάδος, η λεγομένη Τσικνοπέφτη, καθ’ ην εκάστη οικοδέσποινα προσπαθεί να πλάση την παχυτέραν τσικνοπεφτίσιαν πήταν, την οποίαν το γεύμα αποστέλλει εις το εργαστήριον του ανδρός της. Διότι κατά την ημέραν ταύτην τα καταστήματα πάντα μέχρι μεσημβρίας εργάζονται. Έπειτα τρώγουν από κοινού καταστηματάρχαι και υπάλληλοι και υπηρέται την πήταν και το τσικνώνουν, δηλαδή μεθοκοπούν μέχρι νυκτός. Το δε Σάββατον της Τυρινής επαναλαμβάνονται όσα γίνονται τας παρελθούσας Κυριακάς και τα Σάββατα. Η Κυριακή όμως της Τυρινής, η και τελευταία Κυριακή των απόκρεων, υπερέχει πάντων. Διότι κατ’ αυτήν έκτος των προμνημονευθέντων, συμβαίνουσι και άλλα επίσης λόγου άξια.
Εν τη πλατείς των Μνημάτων συγκροτείται ο βλάχικος χορός υπό ρωμαλέων και μεγαλοφώνων Βλάχων της Πίνδου, οίτινες παραχειμάζουσι μετά των οικογενειών των εν Ιωαννίνοις. Χορεύουν περί τούς 30 εξ αυτών άδοντες εν ελληνική γλώσση τα απαράμιλλα εκείνα κλέφτικα τραγούδια, άτι να εξυμνούσι τούς μεγάλους ήρωας των βουνών. Πλησίον δε τούτων στήνεται το Γαϊτανάκι. Το Γαϊτανάκι ήτο άγνωστον πρότερον εν Ιωαννίνοις, εισήγαγον δ’ αυτό το πρώτον τα παλληκάρια του στρατηγού Θοδωράκη Γρίβα, κατά το 1845. Το πλήθος συνωστίζεται υπό τα παράθυρα των πλουσίων οίκων, όπου προκαλούμενος στήνεται ο λεγόμενος χορός των Καραμπέρηδων, έχων τούτο το ιδιάζον, ότι κατά την διάρκειαν αυτού κείται πάντοτε επί του εδάφους πλόσκα ή μπότι (πήλινον αγγείον), πλήρες οίνου, το όποιον εις το τέλος εκάστου άσματος περιέρχεται εις τα χείλη των χορευτών.
Μόλις νυχτώσει άλλη ομάς καραμπέρηδων εξέρχεται εις την πλατείαν διακωμωδούσα παλαιότατον γαμήλιον έθιμον των Ιωαννιτών, καθ’ ο αι νύμφαι ωδηγούντο εις τούς οίκους των νυμφίων εν καιρώ νυκτός με πυρσούς. Περιτυλίσσουν ούτοι την κεφαλήν ενός εκ της συνοδίας με πλατύ μαντήλιον, δίκην μαχραμά, αραιού υφάσματος, δι’ ου τότε αι Ιωαννίτισσαι νύμφαι εκάλυπτον το πρόσωπον, οι δε λοιποί πάντες με ανημμένα κηρία εις χείρας σχηματίζουσι πομπήν και άδοντες τραγούδια του γάμου περιέρχονται τα οινοπωλεία. Την δε νύκτα επαναλαμβάνουν τας πυράς και τα εσπερίδας. Ούτως εξημερώνει η Καθαρή Δευτέρα. Η ευθυμία εξακολουθεί και κατ’ αυτήν. Μετά μεσημβρίαν δε εξέρχονται πάντες οι κάτοικοι προπορευομένων των πλουσίων μετά μουσικών οργάνων εις την ωραίαν εξοχήν του Αγ. Νικολάου των Κοπάνων και χαλνούν τα μαχμουρλούκια, όπως λέγουν εκεί τα Αθηναϊκά Κούλουμα, οπόθεν επιστρέφουν περί την δύσιν του ηλίου και διαλύονται. Έκτοτε παύει πάσα πλέον ευθυμία και άρχεται μετ’ αληθούς θρησκευτικού πάθους και βαθυτάτης ευσεβείας η νηστεία της αγίας και μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ίνα καταδείξωμεν όμως τον σφόδρα εύθυμον χαρακτήρα των Ιωαννιτών πρέπει, εκτός των ανωτέρω, να προσθέσωμεν ότι, καθ’ α διηγούνται, Καραμπέρηδες τινες εις παλαιοτέρους χρόνους χαλώντες ημέραν παρ’ ημέραν τα μαχμουρλούκια κατάντησαν να μεθοκοπούν μέχρι της εβδομάδος των παθών, άλλοι δε τίνες αποκοιμηθέντες εκ μέθης της Καθαράς Δευτέρας εξύπνησαν μόλις την Μεγάλην.
Κατά την νύκτα της Καθαράς Δευτέρας αι νέαι τρώγουν άρτον ζυμωμένον εξ ίσου ποσού αλεύρου και ίσου άλατος. Περιμένουν δε να ίδωσι καθ’ ύπνον, ότι θα διψάσουν, τις θα ταίς δώσει νερόν, και εκείνον, ως πιστεύουν, θα λάβουν σύζυγον.
Κώστας Κρυστάλλης
Αι Απόκρεω εν Ιωαννίνοις