Σε κάποιο παλιό περιοδικό με τον τίτλο «Φιλολογικός Συνέκδημος» βρήκα ένα δημοσίευμα από τις 25 του Γενάρη του 1849 με πληροφορίες για την Κλεισούρα της Δυτικής Μακεδονίας, της Επαρχίας Καστοριάς1.
Ο εκδότης του περιοδικού αυτού Νικόλαος Αργυριάδης παρακάλεσε κάποιον λόγιο φίλο του Κλεισουριώτη να του γράψει για την πνευματική κατάσταση όχι μόνο της Κλεισούρας μα και άλλων μερών που ήτανε γύρω της2.
Η Κλεισούρα είναι μια από τις τόσες κοινότητες που ίδρυσαν οι προγονοί μας στα βουνά της πατρίδας μας από τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας. Στη θέση της σημερινής Κλεισούρας δε μπορούμε να υποστηρίξουμε πως υπήρχε πριν άλλος συνοικισμός που τον συνεχίζει αυτή. Υπάρχει ωστόσο μια παράδοση πως παλιότερα υπήρχαν κάπου εκεί κοντά 3-4 μικρο-συνοικισμοί που τους κατέστρεψαν οι κλέφτες3. Τότε οι κυνηγημένοι κάτοικοί τους έσμιξαν κι έχτισαν όλοι μαζί τη σημερινή Κλεισούρα4. Το καινούργιο όμως χωριό Κλεισούρα, όπως βεβαιώνει και τ' όνομά του, το 'χτισαν ανάμεσα στα βουνά Μουρίκι και Βίτσι, σε θέση δυσκολοπάτητη. Ο Μιχ. Παπαμιχαήλ που ασχολήθηκε τελευταίος με την ιστορία της πιστεύει πως την έχτισαν ανάμεσα στα 1400 με 15005. Και είναι πιθανή η χρονολογία αυτή, αν θυμηθούμε τα ιστορικά γεγονότα της εποχής.
Ακούστηκε η Κλεισούρα από το 18ο αιώνα κι ύστερα. Γιατί από τον αιώνα αυτόν που πυκνώνουν οι εμπορικές ανταλλαγές ανάμεσα στην Ελλάδα και στις παραδουνάβιες χώρες και δημιουργούνται εκεί, όπως και σ' άλλα μέρη της Ευρώπης, οι Ελληνικές παροικίες, άρχισαν να ταξιδεύουν με τα καραβάνια και πολλοί πραματευτάδες. Ανάμεσα σ' αυτούς πρέπει να ήτανε και πολλοί Κλεισουριώτες, όπως βλέπουμε στα αρχεία των παροικιών, μια και η Κλεισούρα ήτανε «τότε μεγάλος σταθμός των καραβανιών που κυκλοφορούσαν μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αδριατικής6. Έτσι μέσα σ' αυτή τη μεγάλη εμπορική ζύμωση οι Κλεισουριώτες βρέθηκαν στα μεγάλα εμπορικά κέντρα των παραδουνάβιων χωρών και της Δ. Ευρώπης (Βελιγράδι, Σεμλίνο, Βουδαπέστη, Δρέσδη. Πάντσεβο, Βιέννη, Γιάσι, Οντέσσα, Κωνσταντινούπολη κ.α.), ώστε να ιδρύσουν μερικά από τα μεγαλύτερα εμπορικά σπίτια στις χώρες αυτές και να καταχτήσουν μια τέτοια κοινωνική θέση, που και τίτλους ευγένειας και μεγάλα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα να πάρουν7.
Για να προκόψουν όμως τόσο γρήγορα και τόσο πολύ οι Κλεισουριώτες βοήθησαν και άλλοι παράγοντες. Επειδή η Κλεισούρα ήταν ένα σίγουρο καταφύγιο, εγκαταστάθηκαν σ' αυτήν και πολλοί πρόσφυγες και από την άλλη Δυτική Μακεδονία, μα πολύ περισσότεροι από την Ήπειρο, που καταλήστεψαν και κατάκαψαν τα χωριά τους οι Αρβανίτες και οι κλέφτες8. Οι πρόσφυγες αυτοί ήταν οι περισσότεροι έμποροι καλοστεκούμενοι κι είχαν εμπορικές συναλλαγές με πολλές πολιτείες της κεντρικής Ευρώπης, πριν εγκατασταθούν στην Κλεισούρα. Τις εμπορικές αυτές συναλλαγές τους τις συνέχισαν φυσικά και σαν νέοι Κλεισουριώτες κι έτσι στάθηκαν κι αυτοί παράγοντες πολύτιμοι για την οικονομική και πολιτιστική της πρόοδο.
Η Κλεισούρα δεν ανέπτυξε βέβαια κανένα είδος βιοτεχνίας για να παρει όνομα απ' αυτή. Ήταν όμως μεγάλο εμπορικό κέντρο με πολλά και μεγάλα μαγαζιά, γινόταν δυο φορές τη βδομάδα παζάρι, όπου έβρισκε κανείς διάφορα βιοτεχνικά προϊόντα ελληνικά κι ευρωπαϊκά και οι δρόμοι της ήτανε πάντα γεμάτοι από κόσμο που ερχόταν και από πολύ μακρινές περιφέρειες για να ψωνίζει. Μα και σαν κέντρο διαμετακομιστικό είχε όλα τα είδη τεχνίτες για τις ανάγκες των ανθρώπων που περνοδιάβαιναν από κει και συναλλάζονταν μαζί της.
Όπως ξέρουμε ο 18ος αιώνας, κοντά στα άλλα, υπήρξε και η εποχή του διαφωτισμού για το Γένος και μέσα στην πνευματική αυτή κίνηση έχει τη θέση της και η Κλεισούρα9. Θ' αναφέρω εδώ από τους τόσους λόγιους και σοφούς της μόνο το Δ.Ν. Δάρβαρη που δε στάθηκε ένας μεγάλος Δάσκαλος του Γένους, μα και φιλόσοφος και παιδαγωγός μεγάλος10. Και μόνο το γεγονός πως οι βιβλιοθήκες των σχολείων της Κλεισούρας είχαν περισσότερα από δυο χιλιάδες (2.000) τόμους βιβλία, δείχνει πως το πολιτιστικό επίπεδο των κατοίκων της ήτανε υψηλό και οι Κλεισουριώτες της διασποράς δεν ήτανε μόνο ικανοί έμποροι, μα και άνθρωποι με πνευματικά ενδιαφέροντα. Ακόμα και το γεγονός πως ο εκδότης του «Φιλολογικού Συνέκδημου» απευθύνεται σε γνωστό του Κλεισουριώτη που έμενε στην Κλεισούρα και ζητάει πλη-ροφορίες για τα σχολεία της, όπως και το ίδιο το δημοσίευμα, είναι μια άλλη απόδειξη του υψηλού πολιτιστικού της επιπέδου.
Στο δημοσίευμα αυτό ο λόγιος Κλεισουριώτης δίνει πρώτα την κοινοτική οργάνωση της Κλεισούρας, γιατί πιστεύει πως στην κοινοτική της αυτοδιοίκηση χρωστάει την ιστορική της προκοπή. Μιλάει ύστερα για τη γεωγραφική της θέση και τέλος περνάει στην περιγραφή της, όπου δίνει και όλες τις άλλες πληροφορίες που μπορούσε να δώσει. Αλλά την εικόνα της κοινότητας της Κλεισούρας ο λόγιος Κλεισουριώτης τη βλέπει και στις γειτονικές της κοινότητες κι έτσι γράφει: «Εάν τις φρονίμως σκεφθείς εξετάση την ημετέραν κωμόπολιν και τας γειτονικάς πόλεις και κώμας, θέλει βεβαίως συμφωνήσει μετά σου και των περιηγητών Ευρωπαίων, θαυμάζων τας αρχαιοπρεπείς ταύτας και οιονεί Ελβετικάς και της αρχαίας Ελλάδος μικράς δημοκρατικάς πολιτείας εν αίς πολίται, αφελή βιούντες βίον, πολλά και καλά πολλάκις διαπράττουσιν έργα...»11.
Είναι λοιπόν πλούσιο το ενδιαφέρον για το δημοσίευμα αυτό από την Κλεισούρα κι αυτού βρίσκεται η ανάγκη για την ιστορική αυτήν ανασκόπηση που θέλει να μας φέρει πιο κοντά στην Κλεισούρα της 25ης του Γενάρη του 184912. Μα εδώ ας αφήσουμε να μιλήσει ο ίδιος ο λόγιος Κλεισουριώτης κι ας μας δώσει αυτός την εικόνα της Κλεισούρας της εποχής του.
Εκ Κλεισούρας την 25 'Ιανουαρίου 1849
...Μοί έγραψας ζητών πληροφορίας περί της φιλολογικής καταστάσεως των μερών μας, αλλ᾽ εγώ (ομολογώ το σφάλμα μου) εγέλασα καταρχάς διά την επιθυμίαν σου ταύτην· διότι κατά δυστυχίαν εφρόνουν και εγώ, ως και οι πλείστοι παρ' ημίν λόγιοι, επτοημένος μεν προς τα ξένα και μακράν της γεννησάσης ημάς πατρίδος, καταφρονών δε τα καθ' ημάς, και σμικρά και έωλα ταύτα νομίζων. Διακοινώσας όμως τα γραφόμενά σου προς τινα των ενταύθα φίλων σου εδιδάχθην παρ' αυτού την περί των μερών μας ιδέαν σου, και επήνεσά σου το φιλόπατρι αίσθημα και την καλήν σου περί των καθ' ημάς κρίσιν. Και τω όντι είμεθα λίαν αξιόμεμπτοι, μη ειδότες ότι και Θουκυδίδης και αλλοι αρχαίοι συγγραφείς διά τούτο μάλιστα εφημίσθησαν και το εαυτών απαθανάτισαν όνομα, διότι επιμελώς και φιλαλήθως τα καθ' εαυτούς εις την καθ' εαυτούς διάλεκτον αναγράψαντες συμβάντα, παρέδωκαν ταύτα και εις τας μεταγενεστέρας γενεάς, δοξάσαντες και εαυτούς και τας πατρίδας εαυτών ημείς όμως νομίζομεν σήμερον, ότι θέλομεν απαθανατίσει το όνομα ημών, μεταφράζοντες μυθιστόρημα ή άλλο τι βιβλιάριον ξένον και αλλόφυλον μάλλον, ή αναγράφοντες και επαξίως τιμώντες τους των συγχρόνων ημών προς ευκλείαν της πατρίδος αξιεπαίνους αγώνας.
Και τω όντι, εάν τις φρονίμως σκεφθείς εξετάση την ημετέραν κωμόπολιν και τας γειτονικάς πόλεις και κώμας, θέλει βεβαίως συμφωνήσει μετά σου και των περιηγητών Ευρωπαίων, θαυμάζων τας αρχαιοπρεπείς ταύτας και οίονεί Ελβετικάς και της αρχαίας Ελλάδος μικράς δημοκρατικάς πολιτείαι, εν αίς πολίται, αφελή βιούντες βίον, πολλά και καλά πολλάκις διαπράττουσιν έργα, άξια της προσοχής φρονίμου και πεφωτισμένου ιστοριογράφου. Εάν δε παρ' ημίν ήτο σύνηθες το αξιοπρεπές εκείνο των προγόνων έθος, να αναγράφωνται εν στήλαις λιθίναις τα καλά των καλών πολιτών έργα, δεν ήθελον λησμονείσθαι τοσαύται αξιέπαινοι προς την πατρίδα εκδουλεύσεις, αλλά και αυτοί οι αμελώς και αλαζονικώς ημάς επισκεπτόμενοι ήθελον ανευρίσκει πολλά θαυμασμού και επαίνων άξια.
Τοιαύτη είναι και η κωμόπολις ημών. Ωκοδομημένη επί των πλευρών δενδροφύτου και τερπνού γεωλόγου, ουχί μακράν του Βερμίου όρους (του οποίου και το όνομα διασώζεται παρά την Σιάτισταν και Γεράνειαν Μπούρνος βαρβαρικώτερον αποκληθέντος), και έχουσα πολλά και ψυχρά ύδατα, παριστάνει σταυρού σχήμα, του οποίου η μεν μία χείο εκτείνεται προς βορράν και την εις Καστορίαν άγουσαν, η δε ετέρα προς τον Ρούγγον και τον Αγ. Ηλίαν, η δε κεφαλή προς τον επί της κορυφής του γεωλόφου Αγ. Αθανάσιον, και οι πόδες προς ανατολάς και την πεδιάδα. Κείται δε εις υψηλήν θέσιν και βλέπει προς ανατολάς εις αχανή πεδιάδα προς τα Βοδενά και την Θεσσαλονίκην, και επ' αυτής προς δύο μεγάλας λίμνας την του Οστρόβου (Βεγορίτιδα) και την της Ράπτσιν εγχωρίως καλουμένην και προς τα εκείσε όρη η έποψις αύτη είναι ωραία και μαγευτική· και από μεν του Αγ. Ηλίου καταφαίνεται προς Ν.Α. ο γεραρός Όλυμπος, από δε του Αγ. Αθανασίου βλέπει ο θεατής προς την λίμνην της Καστορίας και την παρά ταύτην πεδιάδα και τα υπερκείμενα όρη προς δυσμάς· προς βορράν δε κλείεται η πόλις υπό όρους καλουμένου Σιουμπρετς, προς δε μεσημβρίαν υπό του κατά το Βλάτσι βουνού (Μουρίκι), έχουσα και εξοχήν τινα Ρούγγον καλουμένην και βρύσεις ψυχρού ύδατος. Τοιαύτη δε ούσα περιέχει μόλις εννεακοσίας οικίας και περί τους 3.500 κατοίκους. Εάν δε ήδη αποβλέψωμεν εις τα δημόσια αυτής καταστήματα και το φιλόμουσον και φιλόπατρι των κατοίκων, ολιγίστος και παρ' υμίν, τοις ελευθέροις λεγομένοις Έλλησι, θέλομεν εύρει επίσης ακμαζούσας κωμοπόλεις. Διότι και παρ' ημίν, φίλε, όπου υπάρχει ομόνοια και ζώσι φιλόμουσοι και συνετοί πολίται, και παρ' ημίν προοδεύουσι τα κοινά και φιλανθρωπικά καταστήματα, η δε ελληνική ευφυΐα και τα ανυπέρβλητα φαινόμενα υπερπηδά εμπόδια, εάν μόνον υπάρχει ο θεάρεστος υπέρ του κοινή συμφέροντος ζήλος, και η αξιάγαστος και ιερά ομόνοια.
Έχει λοιπόν και η πατρίς ημών εκτός των άλλων και δύο αξιοπρεπείς ναούς, εις δύο ούσα ενορίας διηρημένη, τον του Αγίου Νικολάου εις τα άνω και δυτικά και τον του Αγ. Δημητρίου εις τα κάτω και προς ανατoλικά. Εν δε τω περιβόλω του ναού τούτου υπάρχει και η Ελληνική ημών Σχολή, με βιβλιοθήκην και σφαίρας, και τρεις διδασκάλους· ων ο μεν Δημ. Παπαχαρισιάδης εικοσαετίαν ήδη όλην διδάσκει την νεολαίαν ημών, συμβουλεύων και νουθετών επί τα καλά νέους τε και γέροντας, άνδρας τε και γυναίκας, κατ' οικίαν τε και εν τω ναώ του θεού. Ο δε Σχολάρχης ημών Κ. Δημ. Ανασ. Λάσκαρις, καλώς κατηρτυμένος με την νεωτέραν παιδείαν διδάσκει και ποδηγητεί επαξίως τους νέους ημών προς τας εκ του Ελικώνος ορμωμένας κλεινάς του Διός και της Μνημοσύνης θυγατέρας. Παρά την Ελλ. Σχολήν ωκοδόμηται και το αλληλοδιδακτικόν, χρήζον όμως τούτο πλειοτέρας παρά των πολιτών επιμελείας, ως η πρώτη και κρατίστη βάσις του πολιτισμού και της κρείτονος παιδείας. Είθε δε οι φιλόμουσοι συμπολίταί μου να επιστήσωσι την σύντονον προσοχήν των προς τελειοποίησιν του δημωφιλεστάτου τούτου καταστήματος και καθίδρυσιν και σχολείου των κορασίων, αποστέλλοντες όπου δεί υπότροφόν τι πτωχόν κοράσιον, διά να απο κατασταθή αξία να διδάξη έπειτα και προσαγάγη εις τον πολιτισμόν και την αληθινήν ηθικήν τας εαυτής συμπολίτιδας.
Προήγαγε δε η πατρίς ημών και άλλους μεν κλεινούς άνδρας, και τους παρά πάσι δε γνωστούς αυταδέλφους Δαρβάρεις, πολλών και καλών συγγραμμάτων εκδότας, έτι δε τον σεβάσμιον και αοίδιμον Αρχιμανδρίτην Σωφρόνιον Μπαρτζούλαν, όστις υπήρξε καθιδρυτής τρόπον τινά της Σχολής, καταβαλών 34 χιλ. γρ. κεφάλαιον. Τούτου η προτομή διαφυλάττεται εν τη αιθούση της βιβλιοθήκης προς αιώνιον μνημόσυνον· ο δε υιός αυτού Μιχ. Στ. Μπαρτζούλας εξέδωκε Γαλλικήν γραμματικήν. Προσέφερε δε εις πλουτισμόν της βιβλιοθήκης πολλά βιβλία και ο φιλόμουσος Παπά Κώστας Ντούλης, εν οις και τα άπαντα του Χρυσοστόμου και Βασιλείου. Κατά την εορτήν δε του Αγ. Σπυρίδωνος τελείται η εορτή του σχολείου, του οποίου η σφραγίς φέρει την εικόνα του αγίου τούτου. Εκ δε των επιζώντων φιλομούσων ανδρών, ας μας συγχωρηθή επί του παρόντος (διότι άλλοτε θέλομεν αναφέρει και πολλούς άλλους αξίους επαίνων διά το φιλόμουσον αυτών) να αναφέρωμεν τους Κυρίους Σίμον Ι. Σιμώτα και Αθ. Μπήκαν, τους διά συνετών και εντόνων προτροπών τε και συμβουλών πολλήν παρέχοντας ωφέλειαν· έτι δε τον ιατρόν Πέτρον Χ. Βιάλον, τους Κυρίους Εμμανουήλ Μπέζην, φιλομουσότατον και αξιοσέβαστον, και Γεώργιον τον Λέκον, των οποίων ο τελευταίος μάλιστα, ως νεώτερος καί μάλλον φερέπονος, πολλά επεμελήθη της πατρίδος καταστήματα, κατορθώσας ιδίως και να φέρη από δύο ωρών αποστάσεως ύδωρ ψυχρότατον και υγιέστατον εις την πόλιν, σχίσας βράχους, οικοδομήσας βρύσεις· και ανεγείρας κρεωσφαγεία και εργαστήρια δαπάνη της σχολής. Αλλ' ο διά τα έργα αυτών άξιος έπαινος αποδίδεται και ανήκει κατά μέγα μέρος εις όλην την πατρίδα και σύμπαντας τους φιλομούσους ΚΛΕΙΣΟΥΡΙΩΤΑΣ.
Ας ενθυμηθώμεν τους προγόνους ημών, τους ζηλοτύπους εκείνους Αθηναίους, οίτινες ουδ᾽ εις τον Μιλτιάδην εσυγχώρουν να τιμάται μόνος, ως μετά των άλλων και ουχί μόνος αριστεύσας. Τούτο έχοντες κατά νούν και οι κλεινοί ημών συμπολίται τον πάντα έπαινον υπέρ απάντων θέλουσι των συμπολιτών, αρκούμενοι αυτοί και ευγνωμονούντες μάλιστα, ότι η πατρίς αυτούς εξελέξατο σκεύη της εκλογής της, αναγορεύουσα αυτούς επαξίως επιμελητάς και εφόρους και προστάτας των φιλανθρωπικών και φιλοπαιδευτικών της πατρίδος καταστημάτων. Αύτη δε η κοινοφροσύνη και εντελής ομόνοια σώζει τας πόλεις, και εδόξασε και δοξάσει συν θεώ και την ημετέραν πατρίδα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΑΣ
περιοδικό Μακεδονικά
Τόμ. 18, Αρ. 1 (1978)
1. «Φιλολογικός Συνέκδημος» σύγγραμμα περιοδικόν υπό λογίων συντασσόμενον, 1 (Αθήνα 1849) 190-192. Για το περιοδικό αυτό ο εκδότης του φιλοδόξησε (1, 304) να είναι σαν ένας άλλος «Ερμής ο Λόγιος» (βλ. Γ. Λάιου, Ο Ελληνικός τύπος της Βιέννης από του 1784 μέχρι του 1821, Αθήνα 1961, σ. 92-114). Και αληθινά μέσα στο φιλολογικό Συνέκδημο βλέπει κανείς να περνούν μερικά από τα πιο γνωστά ονόματα λόγιων της εποχής εκείνης, όπως είναι ο Βάμβας, ο Μανούσος, ο Κουμανούδης, ο Σαρίπολος, ο Καστόρχης κ.π.α., όλοι καθηγητές του Πανεπιστημίου από τους πιο επιβλητικούς και με θέματα για διάφορες επιστήμες.
2. Ο εκδότης του περιοδικού Ν. Αργυριάδης είναι Σιατιστινός. Όπως λέει ο Ιωάννης Αποστόλου στην Ιστορία της Σιάτιστας (βλ. Γ. Αποστόλου, Ιστορία της Σιατίστης, Αθήνα (1929), εκδ. Δημητράκου, σ. 50-51) στα 1820 υπηρετούσε Σχολάρχης στη Σιάτιστα ο Αργύρης Παπαρίζου που τον χαρακτηρίζει κιόλας σα «διδάσκαλον ικανώτατον». Ο Παπαρίζου αυτός είχε τρία παιδιά. Το Δημήτριο που γεννήθηκε στη Σιάτιστα στα 1804, το Νικόλαο «γλωσσομαθέστατον» και τον Αθανάσιο «εγκρατέστατον διδάσκαλον της Αρχαίας Ελληνικής», όπως λέει ο ίδιος ο Αποστόλου. Τα παιδιά όμως του Παπαρίζου πήραν για επώνυμο το πατρωνυμικό Αργυριάδης. Από αυτά ο Δημήτριος και Νικόλαος εξέδωκαν στη Βιέννη στα 1838 τα Πρακτικά με τη δράση του μεγάλου εθνικού ευεργέτη Μπλατσιώτη Βαρώνου Κωνστ. Μπέλλιου στην Αθήνα με τον τίτλο: «Πρακτικά του Ευγενεστάτου Βαρώνου κυρίου Κωνσταντίνου Μπέλλιου Μακεδόνος, συλλεγέντα υπό των αυταδέλφων Δ. και Ν. Αργυριαδών των εκ Σιατίστης της Μακεδονίας, εν Βιέννη της Αουστρίας, εκ της τυπογραφίας Αντωνίου Μπένκο, πρώην Αϋκούλου, 1838.» Πρβλ. Μ. Καλινδέρη, Ο Βαρώνος Κωνσταντίνος Δ. Βέλιος, 1772-1838, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 62. Ο Δημήτριος εξέδωκεν ακόμα στην Αθήνα στα 1842 τα «Προλεγόμενα εις τον Όμηρον» του Κοραή («Φιλολογικός Σύνδεσμος» 1, 1848, 2). Ο Νικόλαος εξέδωκε το περιοδικό «Φιλολογικός Συνέκδημος», όπου δημοσίεψε άρθρα του πρωτότυπα η μεταφρασμένα και διασκευασμένα για τη Μακεδονία.
3. Γ. Χατζηκυριακού, Σκέψεις και εντυπώσεις εκ περιοδείας ανά την Μακεδονίαν (1905-1906), Β΄ έκδοση με εισαγωγή του Β. Λαούρδα, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 30-31. Γ. Κ., Η Κλεισούρα, «Μακεδονικόν Ημερολόγιον» Σφενδόνη Ν., έτος πρώτον, Θεσσαλονίκη 1925, σ. 116. Μ. Παπαμιχαήλ, Κλεισούρα Δυτ. Μακεδονίας, χ.τ. 1972, σ. 5. Γενικότερα βλ. Α. Βακαλόπουλου, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1969, σ. 40-49, 349-394, 412-419.
4. Η λέξη Κλεισούρα είναι βυζαντινή από τη λατινική λέξη clausura με παρετυμολογία από το κλείνω. Θα πεί ένα στενό πέρασμα από τόπο δυσκολοδιάβατο. Θα πεί ακόμα κάθε ταμπούρι σ' έναν τέτοιο τόπο. Για Κλεισούρα στη Θράκη μιλάει ο Προκόπιος στο εργο του, Περί κτισμάτων, εκδ. Haury (Teubner), τ. ΙΙΙ, Λειψία 1906, σ. 147, 19 (IV. 11). Βλέπε ακόμα στον ίδιο τόμο τα λήμματα Κλεισούρα και κλείσουρα.
5. Παπαμιχαήλ, Κλεισούρα, σ. 8.
6. Σ. Λιάκου, Η καταγωγή των Αρμονίων, τουπίκλην Βλάχων, Θεσσαλονίκη 1965, 0. 21.
7. Παπαμιχαήλ, Κλεισούρα, σ. 87. Ι. Παπαδριανός, Die Spirtas, eine Familie Klissoureotischer auswanderer in der Jugoslawischen Stad Zemun während des 18. und 19. Jahrhunderts, Balkan Studies, 161, 116-125.
8. W. Leake, Travels in Northern Greece, London 4, 1835, σ. 342. Μαρτινιανού. Η Μοσχόπολις, 1330-1930, Θεσσαλονίκη 1957, σ. 163. Πβλ. και Α. Βακαλόπουλου, Ιστορία της Μακεδονίας, σ. 305.
9. Κ. Δημαρά, Νεοελληνικός διαφωτισμός, Αθήνα 1977· βιβλίο με πλούσιο φιλολογικό υλικό. Τ. Βουρνά, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, Β΄ έκδοση, Αθήνα, 8.χ., σ. 35-52.
10. Κ. Σάθα, Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήνα 1868, σ. 564-565. Πρβλ. και Ανδρ. Δημητρακόπουλου, Προσθήκαι και διορθώσεις εις την Νεοελληνικήν φιλολογίαν του Κ. Σάθα, Λειψία 1871, σ. 97. Μαρτινιανού, Μοσχόπολις, σ. 143-144. Για τους λόγιους Κλεισουριώτες βλ. Παπαμιχαήλ, Κλεισούρα, σ. 142-164.
11. Ο λόγιος Κλεισουριώτης μιλώντας για περιηγητές Ευρωπαίους ίσως να είχε υπόψη του τον Pouqueville που πέρασε από την Κλεισούρα στα 1806, όταν ταξίδευε στη Δυτ. Μακεδονία κι έγραψε τα παρακάτω:
Dassarets, la plupart, réfugiés de Moschopolis, est surnommée par les Grecs, Cosmopolis, sans qu'ils en donnent la raison. Ses habitants croient que la colonie par laquelle elle fut fondée, arriva dans les hauteurs du mont Sarakina, vers le quinzième siècle, temps où les Turcs, qui désolaient la Macédoine, obligèrent les chrétiens à se retirer dans les montagnes les plus inac-cessibeles pour éviter l'esclavage ou la mort. Depuis cette époque, la population s'est accrue d'une foule de Valaques qu'une sorte d'instinct porte à rechercher les régions froides, voi-sines des forêts, des pâturages et des eaux glaciales, qui sont leurs délices. On me cita parmi les habitants de cette ville, plusieurs riches marchands et des kiradgis, qui commencaient alors. à fréquenter la route que le commerce venait de se frayer à travers la Bosnie, jusqu'à Costai-nitza».
12. Το δημοσίευμα αυτό δεν είναι μόνο ένα κείμενο ιστορικό για την Κλεισούρα του 1849. Είναι ταυτόχρονα κι ένα κείμενο ιστορικό και για τις κοντινές κοινότητές της. Πλη ροφορίες για την οργάνωση και την αυτοδιοίκηση της Κλεισούρας θα βοηθήσουν να και ταλάβουμε κάποιες ιδιορρυθμίες που παρουσιάζουν οι κοινότητες αυτές στην αυτοδιοίκησή τους. Γιαυτό και η ανατύπωσή του στα «Μακεδονικά» θα βοηθήσει να το έχει πρόχειρο όποιος θα χρειαστεί να το μεταχειριστεί.



