Συρρακιώτες καποτάδες

Συρρακιώτες καποτάδεςΤο Συρράκο ιστορικά στηρίζει την εμπορική, οικονομική του ανάπτυξη και περαιτέρω την πολιτισμική του απογείωση σε δύο πυλώνες, ο ένας είναι η κτηνοτροφία και ο άλλος η εκμετάλλευση των κτηνοτροφικών προϊόντων είτε με τη μορφή της βιοτεχνικής παραγωγής είτε με τη μορφή της διακίνησης και εμπορίας αυτών των προϊόντων.

 Η κτηνοτροφία που αποτελούσε το βασικό βιοποριστικό επάγγελμα του Συρράκου, καθώς και των μεγάλων βλαχόφωνων κωμοπόλεων, δεν απασχολούσε παρά μέρος των Συρρακιωτών.
Η ανεπάρκεια της αγροτικής εκμετάλλευσης στα φτενά ισιώματα των βουνών του Συρράκου, η στενότητα των συρρακιώτικων βοσκότοπων και η δημογραφική έκρηξη των ορεινών πληθυσμών, μετά την αναγκαστική μετοίκηση των πεδινών πληθυσμών στους δυσπρόσιτους ορεινούς όγκους της Πίνδου, κατά τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας (14ος – 15ος -16ος αι.) δημιουργούν ένα δυναμικό, εποχικό ή μόνιμο, υποαπασχολούμενων ανθρώπων σε αναζήτηση συμπληρωματικού εισοδήματος.

Ο Βαγγέλης Αυδίκος («Αντίλ. Του Συρράκου» Φ. 90, 1992) αναφέρεται σε συγκεκριμένη χρονολογία διαχωρισμού της επαγγελματικής ζωής στο Συρράκο. Γράφει λοιπόν ότι γύρω στα 1630 οι αγροκτηνοτροφικές οικογένειες του Συρράκου διασπάστηκαν. Κι από τότε μέλη της ίδιας οικογένειας, αλλά μεν πήραν όσα ζώα είχε η οικογένεια κι ακολούθησαν τον ημινομαδικό βίο και τα υπόλοιπα αδέλφια έμειναν στο χωριό κι ασχολήθηκαν με τη γεωργία, αλλά κυρίως με τη βιοτεχνία των εγχώριων μάλλινων υφασμάτων κι αργότερα με το ράψιμο. Έτσι προέκυψαν οι Κτηνοτρόφοι και οι Ραφτάδες.

Τα άφθονα νερά του Χρούσια και της Βάλεα Μάρι, που κινούσαν αδιάκοπα τις ντριστέλες, η διαθεσιμότητα της Μπάντζας για την κατασκευή των μαντανιών, αποτέλεσαν τις καλύτερες φυσικές συνθήκες για την εκμετάλλευση και επεξεργασία της πρώτης ύλης, που δεν ήταν άλλη απ’ το μαλλί. Έτσι ευνοήθηκε η ανάπτυξη μιας βιοτεχνίας παραγωγής εγχώριων υφαντών και η μεταποίηση τους σε είδη που γνωρίζουν πρωτοφανή ζήτηση: μαντανίες, κάπες, δίμητο, βελέντζες.

Είναι η εποχή που οι ανάγκες της αυτοκρατορίας για μαλλί και μάλλινα υφαντά ανεβάζουν τη ζήτηση των μάλλινων στα ύψη, μη ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε ακόμη στην προβιομηχανική εποχή. Αλλά και τους επόμενους αιώνες, τον 18ο αι. π.χ., που ξεκινάει η βιομηχανική εποχή στην Ευρώπη, τις πρώτες δεκαετίες τουλάχιστον, το μαλλί ως φτηνή πρώτη ύλη έχει μεγάλη ζήτηση στην Ευρώπη.
Αλλά εκεί όπου πραγματικά μεγαλούργησαν οι Συρρακιώτες, παράλληλα φυσικά και με άλλες ορεινές κτηνοτροφικές κωμοπόλεις της Πίνδου κι όχι μόνον, ήταν η κατασκευή, το ράψιμο και το εμπόριο της κάπας. Καλό είναι να δούμε πρώτα πού και πώς έμαθαν την τέχνη του καποτά οι Συρρακιώτες και ποιες ήταν, κατά δεύτερον, οι συνθήκες οι βαλκανικές και ευρωπαϊκές, που ευνόησαν την ανάπτυξη της Συρρακιώτικης Κάπας.

Η κάπα ως επενδύτης, αναφέρεται ότι κατά πρώτο ράβεται στην πόλη της Άρτας από ειδικούς τεχνίτες, οι οποίοι προσλαμβάνουν και νέους ως βοηθούς και υπηρέτες από την ποιμενική τάξη των τριών βλαχοχωρίων, του Συρράκου, των Καλαρρυτών και του Ματσουκιού κι έτσι έμαθαν την τέχνη του ράφτη. Την τέχνη αυτή την έφεραν πίσω στα χωριά τους, την έμαθαν στους πατριώτες τους κι όταν είδαν οι βλάχοι ότι είχε πέραση μεγάλη, μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, νύχτα και ημέρα επιδόθηκαν στην όλη διαδικασία κατασκευής και ραφής της κάπας. Κι από ‘κει περιοδεύοντας τα διάφορα χωριά της Ηπείρου, της Ρούμελης, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Αλβανίας ράβουν επιτόπου εκατοντάδες κάπες. Οι περιοδείες γίνονται καθ’ ομάδες των 6-10 ατόμων, με τον αρχιμάστορα που είχε το ψαλίδι (φάρτικα) και κοντά του τα καλφάκια. Απ’ αυτές τις περιοδείες των ραφτάδων Συρρακιωτών επωφελούνται διάφορα χωριά για να μάθουν κι εκείνα την τέχνη του καποτά. Ανάμεσα στα χωριά αυτά είναι και τα Σχωρέτσανα (Καταρράκτης) Τζουμέρκων, όπου οι ραφτάδες ντόπιοι ανέπτυξαν και ανάλογη συνθηματική γλώσσα, τα Μπουκουραίικα.

Ιδού τι είπε ένας παλιός ράφτης, ο Δημ. Ντίλζας σε ερώτηση του ερευνητή Χρήστου Σούλη για την προέλευση των Μπουκουραίικων.
«Ιδώ στα Σχουρέτσανα τν έμαθα απ’ τς παπούδις μ’. Τα μπουκουραίικα τα φκειαξαν οι Σχουρετσανίτες οι ραφτάδες μουνάχ’ τς για να μη τς καταλαβαίν’νε οι γιάλλ’. Τς πιροσότιρις τς λέξεις τς πήραν απ’ τα βλάχ’κα, γιατίς τν τέχν’ οι παππούδις μας τν μάθαν π’τς Βλάχ’ς απ’ τ’ Συράκ’ κι τς Καλαρρύτις. Κάμπουσις πάλι τς πήρανκι’ απ’άλλις γλώσσις, γιατίςκάποντι π’ πάινα στν Κέρκ’ρα άκσα ατού παπόρ’ ξέν’ς να κ(ου)βιντιάζ’ν κ’ είδδα να λεν πουλλές λέξεις π’ τς έχουμι κι μεις οι ραφτάδες. Τ’ γλώσσ’ αυτή τν έχουμι για να μην μας νοιώθ’ν οι ν’κουκυραίοι π’τα ράβουμι».
Εις δευτέραν μου ερώτησιν, αν τα «μπουκουραίικα» ομιλούνται και αλλού, ο γερο-Ντίλζας μου απήντησε: « Τα λεν κι’ αλλού, μ’ απ’ τς Σχουριτσανίτις τά μάθαν. Τα Σχουρέτσανα είν’ η πηγή τςκ’η μάνα τς».
«Ως πού πηγαίνετε ράβοντας μπάρμα-Δημήτρη, του είπα τελειώνοντας, και τι ράβετε»; «Φτάνουμ’ ως του Βάλτον, του Ξηρόμιρου, τα Γιάννινα, τν Άρτα, τμ Πρέβεζα κι τ’ Άγραφα κι ράβουμε κι κιντάμι πισλιά, κάπες, κουντουκάπια, σταυρουτά, ταμπάρα κι ό,τ’ βρούμι. Μα τι να σ’ που, δάσκαλε μ’, προσέθεσε με βαθύ παράπονον ο γέρο-Ντίλζας, χάθ’καν τώρα εκείν’ οι τιχνίτις, που ‘λεγες, πως έγραφαν κι όχ’ πως έρραβαν τα χέρια τς. Τώρα βγήκ’ η μ(η)χανή κι πάηκαν τα καλά τα ραφίματα κι τα όμουρφα τα κιντίδια, π’ μ’ χάλασαν τα μάτια μ’ κι μ’ πήραν του φωςμ’. Τότινις οι ραφτάδις κάθουνταν μιρόνχτα μι του βιλόν’ στου χέρ’ για νακαλουρραφ’ν κι να καλουκιντήσ’ν ένα πισλίκι μηρουτάς πόσου καμάρουν’ ικείνους π’ θα φκειάνι του καλύτερου. Τώρα κ’ οι ραφτάδες κ΄τάζ’ν να πάρ’ν μουναχά του μιργιάτ’κου τα κι δεν τα μέλ’, αν θα γέν’καλήκι όμουρφ’ η δ’λειά. Δεν έχ’ τώρα, δάσκαλε μ’, πουμουνή ου κόσμους σα μνιά βουλά π’ δ’λεύαμαν ημείς».

Είναι η εποχή (17ος αι.) που και άλλες βλαχόφωνες κοινότητες, κυρίως στην περιοχή Ασπροποτάμου, επεξεργάζονται μάλλινο ύφασμα, καπότο, κατάλληλο και ειδικό (γίδινο) για την κατασκευή και ράψιμο της κάπας – επενδύτη, που κάλυπτε τις ανάγκες των ναυτών της Μεσογείου και της Αδριατικής. Είμαστε άλλωστε στην προβιομηχανική περίοδο, η βιομηχανική επανάσταση θ’ αργήσει, ιδίως στα Βαλκάνια και την Αδριατική και ως εκ τούτου το μαλλί και τα παράγωγα του θα παίξει σημαντικότατο ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής. Αρχίζει λοιπόν από κάποια στιγμή και η εμπορία του προϊόντος. Πληροφορίες της εποχής αναφέρουν ότι 1.000 φορτία καπότου υφάσματος αγοράζονται από εμπόρους ξένους και Έλληνες από την Άρτα, μεταποιούνται εκεί από Αρταίους ραφτάδες σε κάπες ναυτικές κι από 4κει προωθούνται με ναυλωμένα καράβια προς τα νησιά του Ιονίου, την Κέρκυρα, τα λιμάνια της Ιταλίας και κυρίως στη Βενετία.
Στον κύκλο του εμπορίου μπήκαν έγκαρα και οι βοηθοί Συρρακιώτες ραφτάδες, οι οποίοι από τη στιγμή που έμαθαν καλά τη δουλειά κι εξελίχτηκαν σε ραφτάδες, με τα πρώτα χρήματα που εξοικονόμησαν, άρχισαν όχι μόνο ν’ αγοράζουν από τους συμπατριώτες τους το καπότο (ύφασμα), αλλά και να το μετατρέπουν σε κάπες και στη συνέχεια να το μεταφέρουν υπό Γαλλική σημαία στην Ευρώπη, όπου παρίσταντο και οι ίδιοι κατά την πώληση και μετέφεραν εκεί και άλλα είδη’ ακατέργαστα δέρματα, φυτά για τη βαφή των μαλλιών, όπως ριζάρι, κρεμέζι κ.ά.
Ο Ληκ γράφει ότι το ριζάρι της Μάνης το αγόραζαν οι Καλαρρυτιώτες, ενώ πηγή της ίδιας εποχής αναφέρει ότι από την πεδιάδα της Βοιωτίας συγκεντρώνονται 1.200 σάκκοι των 100 οκάδων ριζάρι κι απ’ αυτά 700 σάκκοι ξοδεύονταν μέσα στην Ελλάδα, ενώ οι υπόλοιποι 500 σάκκοι εξάγονταν στο Λιβόρνο, την Τεργέστη και τη Μασαλία, ενώ από τις-6.000 οκάδες κρεμέζι, 4.000 εξάγονταν στην Γαλλία και Ιταλία.
«Το κατ’ αρχάς οι κάτοικοι ήταν ποιμενικοί και αυτοί κατεβίβαζον εις τας αγοράς του Αμβρακικού Κόλπου τα προϊόντα των γειτονικών ορέων, παρ’ αυτών δε ηγόραζον η Γαλλία τα δέρματα. Αλλά μη περιορισθέντες εις τούτο, βαθμηδόν ήρξαντο και της υφαντικής, εξάγοντας και εις το εξωτερικόν τα έργα των χειρών των…» αναφέρει ο Καλαρρυτιώτης Σπυρίδων Λάμπρος.
Σε μια άλλη έρευνα του ο συμπατριώτης μας λόγιος γράφει: «Οι Καλαρυτιώται μετά των Συρρακιωτών, των Μετσοβιτών και των κάτοικων του Ασπροποτάμου και του Ζαγορίου, κατέλαβον, ως δια νέων αποικιών, τας οκτάς της Μεσογείου, ιδρύοντες εμπορικούς οίκους εν Νεαπόλει, Λίβούρνω, Γενούη, Σαρδηνία, Μελήτη, Βενετία, Τεργέστη, Αγκώνι και Ραγούζη».

Συν τω χρόνω η βιοτεχνία μάλλινων παίρνει μεγάλες διαστάσεις κι εμπλέκονται πλέον σε τούτη τη δραστηριότητα όχι μόνο οι οικογένειες των Ραφτάδων αλλά και των Κτηνοτρόφων, σε διαφορετικές φυσικά φάσεις της παραγωγικής διαδικασίας. Άλλες οικογένειες από τους τελευταίους παρήγαγαν συγκεκριμένα είδη μάλλινων και τα πωλούσαν στους πρώτους με τον πήχυ, ενώ άλλες έπαιρναν εν είδει φασόν μια ποσότητα πλυμένων μαλλιών και τα επεξεργάζονταν ως ένα σημείο την επόμενη φάση επεξεργασίας αναλάμβανε άλλη οικογένεια κ.ο.κ., μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία και να προκύψει το προϊόν. Και το πλύσιμο των μαλλιών, που γινόταν μόνο το καλοκαίρι για ευνόητους λόγους, μια αρκετά κουραστική εργασία, το αναλάμβαναν κτηνοτροφικές οικογένειες και πληρώνονταν με την οκά.

Η παραγωγή οργανώνεται στο εσωτερικό του νοικοκυριού (οικοτεχνία) ακολουθώντας μια κατανομή εργασίας κατά φύλο και ηλικία. Οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά (κορίτσια) γνέθουν και υφαίνουν και όσοι από τους άντρες δεν είναι απασχολημένοι με τα πρόβατα στα κοπάδια, ράβουν, μεταφέρουν κι εμπορεύονται. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό” αυτό που επιδιώκουν σήμερα να επιτύχουν μεγάλες επιχειρήσεις για να είναι βιώσιμες και κερδοφόρες, δηλαδή την καθετοποίηση της παραγωγής, οι Συρρακιώτες το είχαν πετύχει ήδη από τα μέσα του 17ου αι.
Επεξεργασία του μαλλιού σε όλα τα επίπεδα, πλύσιμο, λανάρισμα, γνέσιμο, βάψιμο, ύφανση, ράψιμο και πούλημα. Ιδιαίτερη τέχνη απαιτούσε η βαφή κι οι Συρρακιώτισσες, οι μανάδες και οι αδερφές μας μέχρι τώρα τελευταία που θυμόμαστε κι εμείς, αυτή την τέχνη, τη γνώριζαν άριστα. Θαυμασμό προκαλούσε ανέκαθεν η ποικιλία των υφαντών, η πολυχρωμία τους αλλά κυρίως τα φωτεινά, τα αστραφτερά κι ενεξίτηλα χρώματα. Κι αυτό το πετύχαιναν, γιατί χρησιμοποιούσαν βαφή από συγκεκριμένα φυτά, όπως ήταν το ριζάρι, το κρεμέζι, το πυξάρι κ.ά. Και χαιρόσουν να βλέπεις λογής λογής, με τα χαρακτηριστικά συρρακιώτικα σχέδια και χρώματα, υφαντά του αργαλειού και του χεριού έργα: φλοκάτες, απλάδια, στρωσίδια, ντρουβάδες, δισάκκια, μαξιλάρια, καναποστρώσεις και μπάντες με παραστάσεις ζώων.
Κι έμοιαζε τα καλοκαίρια, θαρρείς, το Συρράκο με πραγματικό εργοτάξιο, το κάθε σπίτι ένα βιοτεχνικό εργαστήρι παραγωγής μάλλινων υφασμάτων ανεξάντλητης ποικιλίας σχεδίων και χρωμάτων. Μια διαδικασία που προεκτείνονταν στον τόπο που ράβονταν κι ολοκληρώνονταν, όταν έπαιρνε το δρόμο για πώληση στον ξένο καταναλωτή.

Στις περιοχές παραγωγής υφαντών στην ευρύτερη περιοχή Πίνδου ένθεν κακείθεν της οροσειράς (Ήπειρος, Μακεδονία, Θεσσαλία) αναπτύσσεται και γνωρίζει μεγάλη άνθηση το επάγγελμα του ράφτη (ραφτάδες-καποτάδες). Οι ράφτες μετακινούνται με τα υφάσματα και τα σύνεργα της δουλειάς τους, εκτελώντας παραγγελίες επί τόπου ή εμπορευόμενοι έτοιμα είδη. Πρόκειται κυρίως για τα μεγάλα βλαχοχώρια της Πίνδου και του Ολύμπου. Από τα χωριά αυτά έχουμε και τους μεγαλύτερους ραφτάδες της Ευρώπης, οι οποίοι διακινούν μεγάλες ποσότητες υφαντών, κυρίως κάπας, σε μια προσπάθεια να κατακτήσουν οι ένθεν της Πίνδου Βλάχοι -και μέσα σ’ αυτή και οι Συρρακιώτες- τη Δυτική Ευρώπη με σπουδαιότερα εμπορικά κέντρα τη Βενετία, την Τεργέστη καθώς και την Ανατολική Ευρώπη με τη Βλαχία, τη Μολδαβία και τη Ρωσία, τα λιμάνια της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας, ενώ οι εκείθεν της Πίνδου, τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Κεντρικής Ευρώπης, τη Βιέννη, τη Βουδαπέστη κ.ά.
Η όλη τούτη διαδικασία ξεκινούσε από την άνοιξη, οπότε αμέσως μετά το κούρεμα προμηθεύονταν οι Συρρακιώτες το μαλλί, τόσο από τους δικούς μας κτηνοτρόφους, όσο κι από τα κοπάδια που παραχείμαζαν στην Αιτωλ/νία, την Άρτα, την Πρέβεζα, την Θεσπρωτία αλλά κι από την Αλβανία, που λέγεται ότι είχε και μεγάλες ποσότητες και πολύ καλής ποιότητας. Πράγμα που φανερώνει ότι η βιοτεχνία και η εμπορία των μάλλινων στο Συρράκο θα πρέπει να είχε πάρει μεγάλη έκταση. Δεν είναι δα και λίγα τα 40.000 πρόβατα του Συρράκου, που σημαίνει 40 τόννοι άπλυτο μαλλί και 25 τόννοι τουλάχιστον πλυμένο. Μια ποσότητα σημαντική κρατούσαν οι ίδιοι οι κτηνοτρόφοι για τις δικές τους ανάγκες, κάπες, βελέντζες, τσουρέπια, μπουραζάνες, κοστούμια, φούστες, σάσματα, μαντανίες, υφαντά αργαλίσια ξεχωριστής ποιότητας για την προίκα της κόρης.

Μέχρι τελευταία, τη δεκαετία του ‘60, θυμόμαστε κι εμείς οι ίδιοι ότι όλα τα είδη ένδυσης και στρωσίματος τα φτιάχνανε οι μανάδες και οι αδερφές μας κι ήταν όλα μάλλινα, με την ίδια, για δεκαετίες, τη γνωστή συρρακιώτικη διαδικασία.
Έτσι η ποσότητα της πρώτης ύλης για βιοτεχνική παραγωγή και περαιτέρω για εμπορική εκμετάλλευση ήταν ανεπαρκής κι ήταν επόμενο να καταφεύγουν οι Συρρακιώτες ραφτάδες και σε άλλες περιοχές με μεγάλα κοπάδια προβάτων. Και η προμήθεια του μαλλιού δεν ήταν εύκολη υπόθεση, απαιτούσε δε ειδικές γνώσεις και κυρίως εμπειρία από την μεριά του αγοραστή, τόσο για το κοπάδι απ’ όπου θ’ αγόραζε το μαλλί, όσο και για το ίδιο το πρόβατο ξεχωριστά. Το πουκάρι π.χ. της ρούντας προβατίνας (κοντές, λεπτές και μαλακές ίνες) είναι ποιοτικά το καλύτερο μαλλί και προοριζόταν για το ακριβότερο και πολυτελέστερο υφαντό, αυτό το ξέρουν καλά οι Συρρακιώτισσες και το επιλέγουν για την προίκα της κόρης τους. Αντίθετα, το μαλλί της προβατίνας με τις μακριές και σκληρές ίνες θεωρείται μάλλον κατώτερης ποιότητας και προορίζεται για τα πιο χοντρά ρούχα.
Αν για τους κτηνοτρόφους με το τέλος του καλοκαιριού και την κάθοδο τους στα χειμαδιά αναστέλλονταν κάθε μορφής βιοτεχνική επεξεργασία των μάλλινων υφαντών, για τους ραφτάδες ωστόσο αυτή η δραστηριότητα συνεχίζονταν αδιάκοπα και το χειμώνα καθώς δεν ακολουθούσαν το δρόμο προς τον Κάμπο αλλά έμεναν μόνιμα στο χωριό. Οι γυναίκες λοιπόν των ραφτάδων όλο το χειμώνα απασχολούνταν με την επεξεργασία και την κατασκευή των μάλλινων, ενώ οι άντρες λίγο μετά το Δεκαπενταύγουστο έφευγαν για τις αγορές του εσωτερικού και του εξωτερικού προκειμένου να πουλήσουν τα προϊόντα τους.

Η τέχνη του καποτά, η βιοτεχνία και το εμπόριο της κάπας ανθούσε σ’ ολόκληρη την προεπαναστατική περίοδο στην Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, σ’ όλη την ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής Χερσονήσου, ως πέρα την Κων/λη. «Εις την Κων/λιν» αναφέρεται στον Κερδώον Ερμήν του 1816, «είναι μεγάλη βιοτεχνία καπορραπτών, οι οποίοι και αβατζήδες ονομάζονται. Εις την Θεσσαλονίκην η συντεχνία των χαπορραπτών κάμνει μέγα εμπόριον με την Συρίαν και την Αίγυπτον και την Ρωσίαν. Εις τα Ιωάννινα οι επαρχιώται Συρρακιώται και Καλαρρυτιώται εμπορεύονται και εγκατοικούσιν εις την Μάλταν, Αιβόρνον, Βενετίαν και Ισπανίαν μόνον με κάπας. Υφαίνονται κάπαι εις όλην την Ελλάδα, Θεσσαλίανχαι Ήπειρον…».
Η κάπα (τ’μπάρια) αποτελούσε ήδη από τους βυζαντινούς αιώνες το βασικό ένδυμα για τους Έλληνες και της υπαίθρου και των πόλεων, όπως φαίνεται από τους στίχους του Πτωχοπρόδρομου:

«Κάπα μου, πάλιν κάπα μου, παλιοχαρβαλωμένη,
κάπα μου, όντας σέθεκεν η Βλάχα να σε φάνη
πολλά δάκρυα σε γέμισεν και στεναγμούς μεγάλους.
Εσέν’ έχω και πάπλωμα, κάπα, και απανωφόριν εσέναν
και πουκάμισον εσέν και επιβαλτάριν».

Με το τέλος του 18ου και το έμπα του 19ου αι., το Συρρακιώτικο εμπόριο και γενικότερα το ελληνικό εμπόριο γνωρίζει μια εξαιρετική συγκυρία, ο ευρωπαϊκός αποκλεισμός επιταχύνει τόσο τη διαδικασία της υποκαταστάσεως του ξένου εμπορίου από το ντόπιο όσο και την ανάπτυξη των μεταφορών. Σύνδρομο του η υποκατάσταση της Γαλλίας και της Αυστρίας από την Αγγλία στον τομέα των βαμβακιών και η ανάδειξη της Μάλτας σε κέντρο αυτού του εμπορίου. Οι Συρρακιώτες επιχειρηματίες δε χάνουν την ευκαιρία κι επεμβαίνουν ενεργητικά σ’ αυτό το εμπόριο.
Οι Συρρακιώτες ραφτάδες φημίζονταν για τη συνέπεια τους στις οικονομικές συναλλαγές και για την πίστη τους, αρχές οι οποίες συνετέλεσαν στην ανάπτυξη του Συρρακιώτικου εμπορίου κατά το 18ο και 19ο αιώνα και τα ίχνη τους εύκολα διακρίνονται μέχρι σήμερα. Ο Κ. Κρυστάλλης γράφει σχετικά: «Εις τας Ευρωπαϊκάς ταύτας αγοράς απήλαυον εξ αρχής μεγίστης τιμής και πίστεως. Λέγεται μάλιστα εκ παραδόσεως εν Συρράκω σήμερον, ότι εν Ισπανία οσάκις επρόκειτο τότε να σφραγίσωσι κατασχεμένον κατάστημα εσφράγιζαν τον τιθέμενον κηρόν δια της δαχτυλήθρας του Συρρακιώτου καποτά».

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε πώς περιγράφει με το διό του τρόπο η μεγάλη έξοδο των Συρρακιωτών ο Κ. Κρυστάλλης.
«Ακολούθως δια των ναυτών τούτων απεβιβάσθησαν εις τας αντιπέραν ακτάς της Ιταλίας, οπόθεν βαθμηδόν δια των παραλίων εξηχολούθησαν μέχρι των Ηρακλείων Στηλών, ιδρύσαντες εις τα διαφόρους παραλίους πόλεις της Ιταλίας, Γαλλίας και Ισπανίας καποτάδικα.
Εκείθεν επέστρεφον κατ’ έτος εις τας πατρίδας των φέροντες μεθ’ εαυτών πάντοτε αντί χρημάτων διάφορα ευρωπαϊκά είδη, άτινα επώλουν εις τας αγοράς Ηπείρου. Ακολούθως όμως βαθμηδόν εβράδυνον την επάνοδόν των και μένον διαρκώς επί πέντε και δέκα έτη εν τη ξένη απέστελλον τα κέρδη αυτών εις εμπορεύματα εν Ιωαννίνοις Αρτη, Πρεβέζη και Πάργα οπόθεν απεστέλλοντο τα χρήματα εις τας οικογενείας των εν Συράκω, Καλαρρύταις και Μετσόβω {…}.
Ούτως, ώστε εν έτει 1815και 1818 οι ξένοι περιηγηταί Leake και Pouqueville εύρον, ως ομολογούσιν, εν Μετσόβω, Συρράκω και Καλαρρύταις εμπορικήν κίνησιν, αμιλλωμένην προς τας καλλιτέρας ευρωπαϊκάς πόλεις {…}.
Η εν Κέρκυρα Ηπειρωτική κοινότης συνέστη κατά τας αρχάς του παρόντος αιώνος υπό εμπόρων Ματσουκιωτών, διό και επιτροπεύουσιν ούτοι μέχρι σημερι εν τη εκκλησία της Παναγίας των Ξένων και τας κλεις αυτής κατέχουσι. Την εν Βαρλέττη Ελληνικήν κοινότητα απετέλουν έμποροι και τεχνίται εκ Συράκοι οίτινες εν έτει 1789 επεσκεύασαν τον εκείσε ναόν της Παναγίας των Αγγέλω ερημωθέντα τω 1656 ένεκα πανώλους».

Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν να επισημάνουμε εν συνόψει τους παράγοντες εκεί νους, τους ενδογενείς όσο και εξωγενείς που συνέβαλαν ώστε η ορεινή κτηνοτροφική κοινότητα Συρράκου καθώς και οι άλλες μεγάλες κτηνοτροφικές κωμοπόλεις της Πίνδου, ξεκινώντας από μια κτηνοτροφική οντότητα, πέρασαν μέσα από μορφές τεχνικής ειδίκευσης και βιοτεχνικής ανάπτυξης, εισήλθαν στη σφαίρα του εμπορίου για να οδηγηθούν τοιουτοτρόπως σε μια οικονομική απογείωση και περαιτέρω σε μια πολιτισμική μεταλλαγή.
Αλλ’ οι καιροί ου μενετοί. Νέες μορφές οικονομικής δραστηριότητας κάνουν την εμφάνιση τους στις ευρωπαϊκές αγορές και τα πρώτα σημάδια της ύφεσης για το παλιό σύστημα αγορών είναι πλέον ορατά. Το σύστημα αυτό, δυστυχώς για το Συρράκο, θ’ αρχίσει σιγά σιγά να αποδιοργανώνεται κατά τη διάρκεια του 19ου αι. μπροστά στον ανταγωνισμό των ευρωπαϊκών βιομηχανικών προϊόντων (Βιομηχανική Επανάσταση) και παρότι η εκβιομηχάνιση στη χώρα μας καθυστέρησε κατά δύο αιώνες, το Συρράκο λόγω της απευθείας επαφής του με την Ευρώπη, μέσω των εμπόρων του, του εξωτερικού, όπως φυσικά και όλη η Ήπειρος, την ένιωσε άμεσα. Μια νέα πραγματικότητα αρχίζει να διαφαίνεται στον ορίζοντα. Αναφερόμαστε στον πάροικο ελληνισμό που γιγαντώθηκε οικονομικά από τα τέλη του 17ου αι. μέχρι τις αρχές του 19ου αι. και καλύπτει την πρώτη περίοδο του νεοελληνικού παροικιακού φαινομένου, που αναπτύχθηκε στη Δυτική, την Κεντρική Ευρώπη και τη Ρωσία, που εμπεδώνεται λειτουργικά σαν μεταπράτης του αποικιοκρατικού εμποροκρατισμού στις αρχές του 19ου αι.
Όταν όμως αυτή η λειτουργία παύει να θεωρείται αναγκαία, οι παροικίες της Ευρώπης παρακμάζουν και το κέντρο βάρους της ελληνικής παροικιακής δραστηριότητας μετακινείται μεταξύ 1800 και 1900 προς τις χώρες της Ανατολής και Αφρικής, γιατί σ’ αυτές τις περιοχές αναπτύχθηκε η ίδια λειτουργικότητα της αποικιοκρατίας. Συρρακιώτες σ’ αυτή τη νέα έξοδο, θα έχουμε πολύ λίγους κυρίως στην Αίγυπτο και περισσότερους στην Ανατολική Ευρώπη.
Στη αποδιάρθρωση δε αυτή θα συμβάλουν κι ένα σύνολο παραγόντων ενδογενών και εξωγενών που συνέπεσαν ή ακολούθησαν την πτώση του Αλή πασά (1822). Βρισκόμαστε στην τελευταία περίοδο, την Ύστερη Τουρκοκρατία, περίοδο συρρίκνωσης της αυτοκρατορίας, κατάρρευσης του οθωμανικού φεουδαλικού μοντέλου, αίτια όλα τούτα που οδήγησαν αναπόφευκτα στην παρακμή του οθωμανικού κράτους. Η σύσταση εξάλλου του Ελληνικού Κράτους ως τον Αμβρακικό (1832), η διεύρυνση του με την Ένωση των Επτανήσων (1864) και η επέκταση του ως την Άρτα και την Ελασσόνα (1881) δημιούργησε νέα δεδομένα για το εμπόριο, τις συγκοινωνίες, τις επικοινωνίες και τις μεταφορές στην Ήπειρο και αποκόπτεται η Δ. Ελλάδα και κυρίως η Ήπειρος από την υπόλοιπη Ελλάδα. Ιδιαιτέρως το σιτοβολώνα, τη Θεσσαλία, πράγμα που οδήγησε στη μείωση της σημασίας των οδών της Ηπείρου ως επικοινωνιακών εμπορικών δικτύων και εν τέλει, στην υποβάθμιση τους.
Μέχρι πρότινος (1864) το εμπόριο της μεταφοράς των θεσσαλικών σιτηρών μεταξύ Κέρκυρας – Ηπείρου περνούσε μέσα από την Ήπειρο, καθώς διεξαγόταν δια των χερσαίων οδών, τώρα για λόγους ασφαλείας και οικονομίας διενεργείται μέσω θαλασσίων οδών, καθώς, απόντος πια του Αλή, φουντώνει εκ νέου στις χερσαίες στράτες και στις επικίνδυνες διαβάσεις η ληστεία. Το ίδιο το οθωμανικό κράτος, βλέποντας ότι τα χερσαία κόμιστρα στοιχίζουν, εγκαταλείπει τις χερσαίες μεταφορές, σε αντίθεση με τον Αλή Πασά ο οποίος είχε αρχίσει να διαμορφώνει ένα σοβαρό οδικό χερσαίο δίκτυο για να μπορούν οι ξένοι περιηγητές, ταξιδιώτες, έμποροι να επισκέπτονται το πασαλίκι και να το διαφημίζουν στο εξωτερικό. Μετά κάνει την εμφάνιση του ο ατμός, βελτιώνονται οι ναυπηγικές εγκαταστάσεις, αυξάνεται ο αριθμός των πλοίων, κατασκευάζεται (πλην Ηπείρου) σιδηροδρομικό δίκτυο κι ήταν επόμενο η εμπορική κίνηση στην Ήπειρο να μειωθεί κατά τρία τέταρτα. Η ιστορία τέλος πάντων για το Συρράκο, ούτως ή άλλως μετά την εξέγερση και την ολοσχερή πυρπόληση των δύο κεφαλοχωρίων, ακολουθεί αντίστροφη πορεία, πορεία αναπόφευκτης οικονομικής και κοινωνικής ύφεσης ή τουλάχιστον εκείνη η αλματώδης εξέλιξη ανακόπτεται.
Η αντίστροφη βέβαια μέτρηση για το Συρράκο είχε αρχίσει προ πολλού, παρά τις ενδιάμεσες ή συνεχείς εκλάμψεις. Η ακμή των ραφτάδων-καποτάδων προς το τέλος του 19ου αι. – αρχές 20ου αι., υποχωρεί μπροστά στη φάμπρικα και την εμφάνιση των φραγκοραφτάδων (τερζήδες). Τα εισαγόμενα προϊόντα της αναπτυσσόμενης ευρωπαϊκής βιομηχανίας ανταγωνίζονται σκληρά τα ντόπια και προοδευτικά εκτοπίζουν τα μάλλινα υφαντά, την κάπα και τ’ άλλα, που δεν μπορούν να αναμετρηθούν με το βαμβάκι, το μουσαμά, το νάιλον, το ντρίλινο και ό,τι καινούριο έφερε η τεχνολογία.
Η ιστορία όμως έχει ήδη γραφτεί. Οι Συρρακιώτες Καποτάδες, σπουδαίοι έμποροι στις μεγάλες αγορές της Ευρώπης μεγαλούργησαν, καζάντισαν και τα πλούτη τους δεν τα άφησαν στον ξένο τόπο. Γύρισαν πίσω στην πατρίδα τους κι έφτιαξαν δίπατα και τρίπατα αρχοντικά, πετρόκτιστα τοξωτά γεφύρια, περίτεχνες εκκλησίες, λιθόστρωτα καλντερίμια, βρύσες πέτρινες σ’ όλο το χωριό. Έγραφαν τη δική τους ιστορία. Κι εμείς οι απόγονοι τους νιώθουμε περήφανοι για τους τολμηρούς προγόνους μας και διαφυλάσσουμε με θρησκευτική ευλάβεια την περίλαμπρη ιστορία του Συρράκου, ως μια σπάνια διαμαντόπετρα στην παλάμη της Πίνδου.

Ιωσήφ Ζιώγας
Παραδοσιακά επαγγέλματα και εποχιακές εργασίες στην παλιά Πρέβεζα
ISBN 978-960-931166-3

Αναδημοσίευση από το περιοδικό «Τζουμερκιώτικα Χρονικά»
(Τεύχος 10, Μάης 2009)

Διαβάστε επίσης: Οι ελαιομαζώχτρες της Πρέβεζας

Αναζήτηση