Κτηνοτρόφοι και κιρατζήδες, βιοτέχνες μάλλινων ειδών κι έμποροι, ξυλουργοί και ξυλογλύπτες, αργυροχρυσοχόοι και αγιογράφοι, οπλουργοί και μαχαιράδες, ράφτες και σαμαράδες, χασάπηδες και τυροκόμοι, κατρανάροι και καρβουνιάροι, υλοτόμοι και χτίστες, μικρογεωργοί και τσαρουχάδες και άλλοι συγκροτούσαν κάποτε τον επαγγελματικό αστερισμό των Αρμάνων - Βλάχων.
Έτσι, με τα πολλά επαγγέλματα που εξασκούσαν ήταν πολύτροποι, ενώ με την ημιομαδική κτηνοτροφία, το εμπόριο και το κιρατζηλίκι ήταν ευκίνητοι. Γιαυτό, ο βυζαντινολόγος και ακαδημαϊκός Κων/νος Άμαντος χαρακτήρισε τους Βλάχους ως τον πιο πολύτροπο και ευκίνητο κόσμο των Βαλκανίων (Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Β΄, έκδοση Β΄, σελ. 391).
Τον ευκίνητο χαρακτήρα των Βλάχων ανέδειξε με επιτόπου έρευνα, σύστημα κι ευσυνειδησία ο αείμνηστος Αστέριος του Γιάννη Κουκούδης. Αν κι ερασιτέχνης ιστορικός στο ξεκίνημά του, αναδείχτηκε εξαρχής άριστος στο θέμα «Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων».
Η επαγγελματική επίδοση των Βλάχων ήταν τόσο σημαντική ώστε κυριαρχούσαν στην καρδιά της Ευρώπη, όπου στα χέρια τους είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος από την οικονομική ζωή της Αυστρο-Ουγγαρίας. Αυτό, ακριβώς, τρόμαζε τον αυστριακό Μέτερνιχ και τον έκανε να στρέφεται ενάντια στην επανάσταση των Ελλήνων του 1821. «Φανταστείτε – έλεγε – τί θα μπορούσαν να πετύχουν οι Έλληνες που, αν και υπόδουλοι στο Σουλτάνο σήμερα, έχουν στα χέρια τους την αγορά μας, όταν αύριο συγκροτηθούν σ’ ελεύθερο κράτος».
Ανάμεσα στους Ρωμιούς, που δραστηριοποιούνταν εκεί, ξεχώριζαν οι Βλάχοι της Μοσχόπολης με τα 18 καλά οργανωμένα επαγγελματικά-τους συνάφια, τα ρουφέτια, όπως τα έλεγαν τότε.
Στη βάση του οικονομικού θαύματος με την κάθετη ανάπτυξη, ο πρώτος κρίκος της αλυσίδας ήταν η κτηνοτροφία. Το μαλλί έντυνε με ζεστά ρούχα τον κόσμο, και ήταν τόσο πολύτιμο προϊόν, που μαλλί στα νεοελληνικά σημαίνει και «χρήμα».
Η κτηνοτροφία, κυρίως, πρόβατα και γίδια, είχε χαρακτήρα ημινομαδικό. Ωστόσο, δεν ήταν ημινομάδες όλοι οι Βλάχοι. Υπήρχαν και χωριά που δεν άδειαζαν τον χειμώνα από τον πληθυσμό τους, όπως τ’ αστικά χωριά Καστανιά Τρικάλων, Νυμφαίο, Κλεισούρα, Πισοδέρι κ.ά. Κάποια από αυτά, όπως τα χωριά της ορεινής Καλαμπάκας, είχαν κατοίκους μικρογεωργούς και μικροκτηνοτρόφους. Στην Κουτσούφλιανη (τώρα Παναγιά) μου είπαν: «Εμείς ήμασταν περισσότερο γεωργοί παρά κτηνοτρόφοι». Άλλωστε, από έρευνά μου στη γεωργική τους ορολογία βρήκα ότι οι περισσότερες σχετικές λέξεις έχουν λατινική καταγωγή. Αυτό μαρτυράει πως οι Βλάχοι ουδέποτε ξέκοψαν εντελώς από την καλλιέργεια της γης.
Η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας ευνοήθηκε όταν, μετά την κατάκτηση πεδινών περιοχών από τους Τούρκους, έμειναν ακαλλιέργητες και μεταβλήθηκαν σε λιβάδια μεγάλες εκτάσεις. Τα φορολογικά έσοδα του «προβατονόμιου», καθώς συνέρρεαν στα κρατικά ταμεία και στα ταμεία των τοπικών αρχόντων, οδήγησαν σε μια πιο ευμενή αντιμετώπιση των κτηνοτρόφων. Με τέτοιες ευνοϊκές συνθήκες, πλήθυναν τα κοπάδια, αυξήθηκαν τα έσοδα και σφυρηλατήθηκε εντονότερα το πνεύμα συνοχής ανάμεσα στους σμιγάτορες των φαλκαριών ή αλλιώς τσελιγκάτων, τα οποία τσελιγκάτα για την εποχή τους ήταν άτυποι κτηνοτροφικοί συνεταιρισμοί.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μεγάλης κτηνοτροφικής παραγωγής μας προσφέρεται με την περίπτωση του τσελιγκάτου των Πατσηαουραίων από τη Γράμμουστα, απ’ όπου έλκει την καταγωγή της η οικογένεια Κουκούδη. Γράφει σχετικά ο αλησμόνητος Αστέργιος: «Οι Πατσηαουραίοι φέρονται να είχαν τόσο μεγάλη παραγωγή γάλακτος, ώστε είχαν κάνει ολόκληρες εγκαταστάσεις πήλινων σωληνώσεων πολλών χιλιομέτρων, για να διοχετεύσουν το γάλα από τις στάνες στο τυροκομείο τους δίπλα στη Γράμμουστα. Λείψανα αυτών των εγκαταστάσεων, γνωστών ως «Κιούγκια», εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα στις πλαγιές του Γράμμου» (Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων, σσ. 401-402).
Κτηνοτροφικόν όγκο κοπαδιών – μεταξύ άλλων Βλάχων – παρουσίαζαν και οι Μπλατσιώτες, οι οποίοι έτρεφαν γίδια. Αυτά, όταν ξεκινούσαν για τα χειμαδιά, σχημάτιζαν ατέλειωτο συρμό, καθώς το ένα κοπάδι στοιχιζόταν πίσω από το άλλο. Έτσι, ενώ το πρώτο έφτανε στην περιοχή της Τσαριτσάνης, το τελευταίο βρισκόταν ακόμα στο Μπλάτσι. Γιαυτό, εδώ στην Τσαριτσάνη, ο Μουχτάρ πασάς, γιος του Αλή των Ιωαννίνων, έστηνε τον φοροεισπραχτικό του μηχανισμό. Με την ευκαιρία να σας πως ότι κτηνοτρόφοι της Βλάστης, εννοείται οι πιο εύποροι, δε μετακινούσαν την οικογένειά τους, καθώς με τα γρήγορα άλογά τους, τα λεγόμενα μπινέκια, έκαναν συχνά το δρομολόγιο Μπλάτσι – Τσαριτσάνη και αντίστροφα. Αυτό μας επιτρέπει να μιλάμε για Βλάχους – αστούς κτηνοτρόφους.
Την εικόνα των μετακινούμενων ημινομάδων Βλάχων της Πίνδου μας την περιγράφει πολύ παραστατικά ο Γάλλος Pouqueville, όταν στις αρχές του 19 ου αιώνα τους αντίκρισε να ροβολάνε για τα χειμαδιά της Θεσσαλίας: «Τα κοπάδια – γράφει – κατεβαίνουν, κυματιστές φάλαγγες στις πλαγιές των βουνών. Ο ήχος από τα κουδούνια των τράγων και των κριαριών, τα βελάσματα, ανακατεύονται με τις φωνές των τσομπαναραίων. Γέροντες, έφηβοι, άντρες, κορίτσια, μανάδες φορτωμένες το λίκνο του μωρού, βαδίζουν ανάμεσα στα οικιακά ζώα, σε άλογα ρωμαλέα και μουλάρια φορτωμένα με τις αποσκευές. Πάνω στα φορτώματα λαλούν οι πετεινοί, τα ρολόγια των χωρικών. Όλοι αστράφτουν από υγεία, στα μάτια τους λάμπει η ελπίδα για αφθονία και καλοχρονιά στα χειμαδιά τους. Αν δεν είχαν τόσο ειρηνική όψη, θα νόμιζες πως βρίσκεσαι μπροστά σε φυλές που ξεχύθηκαν κάποιον καιρό από το Βορρά, σαρώνοντας κάθετί στο δρόμο-τους (F. Pouqueville, [Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι περιηγητές, 32, σσ. 347-349].
Η ανάπτυξη της κτηνοτροφικής παραγωγής οδήγησε στη βιοτεχνική εκμετάλλευσή της. Έτσι, από απλή οικοβιοτεχνία μετατρέπεται προοδευτικά σε μαζική παραγωγή, που αρχίζει και διοχετεύεται συστηματικά πλέον στο εμπόριο.
Στον αργαλειό δεν κάθονταν μονάχα γυναίκες αλλά και άντρες, καθώς από τη βιοτεχνική τούτη δραστηριότητα βιοπορούσε ολάκερη η οικογένειά τους. Όλη η παραγωγή μάλλινων προϊόντων, όπως: τάπητες, βελέντζες, φλοκάτες, κουβέρτες, ταλαγάνια, κάπες, τσιπούνια, φανέλες, τα λεγόμενα καταράσκια, σπάργανα και άλλα βάφονταν και στέλνονταν ύστερα στις νεροτριβές, τα γνωστά μπατάνια.
Γιά να γίνουν, όμως, χρήμα μεσολαβούσαν – εννοείται – οι έμποροι και οι αγωγιάτες ή κιρατζήδες. Αυτοί τα μετέφεραν σε κοντινές ή και μακρινές αγορές. Έτσι, οι κάπες του Σιράκου έφταναν μέχρι το λιμάνι του Κάδικα της Ισπανίας στα παράλια του Ατλαντικού.
Κοντά στον κιρατζή ζούσε και ο σαμαράς. Ο Κώστας Κρυστάλλης μας πληροφορεί ότι την εποχή του οι καλύτεροι σαμαράδες ήταν οι Μετσοβίτες και οι Σαμαριναίοι.
Κοντά στον κτηνοτρόφο δε ζούσε μόνον ο βιοτέχνης μάλλινων ειδών, ο έμπορος και ο κιρατζής, ζούσε και ο ράφτης, καθώς και άλλοι επαγγελματίες. Βλαχοράφτης λεγόταν ο παραδοσιακός ράφτης, ενώ ο ράφτης ευρωπαϊκών ενδυμάτων λεγόταν φραγκοράφτης. Η παράδοση λέει πως η ωραία φορεσιά των γυναικών από τα Μέγαρα της Αττικής ήταν ραμμένη από χέρια ραφτάδων από τη Φούρκα της Πίνδου.
Από χέρια Βλάχων αργυροχρυσοχόων βγήκαν ακόμα και θαυμάσια κοσμήματα κι έργα μοναδικής αξίας. Στους Καλαρίτες και το Νυμφαίο έχουμε σήμερα μουσεία – μάρτυρες μιας τέχνης που με τ’ αριστουργήματά-της δόξασε τη βλάχικη ευαισθησία στην καλλιτεχνική επεξεργασία του χρυσού και του ασημιού μ’ έναν π.χ. Θανάση Τσιμούρη, ένα Γιώργη Διαμαντή Μπάφα παλιά και σήμερα μ’ ένα Bulgari στη via Condotti κι ένα Nessi στη via Sistina της Ρώμης. Στη βλάχικη διασπορά ανήκουν πολλοί χρυσοχόοι, που τους βρίσκουμε στα Γιάννενα, τη Λάρισα και σε άλλες πόλεις.
Η μονοκαλλιέργεια με την κτηνοτροφία και την υλοτομία δημιουργούσε ελλείματα στη συντήρηση και τη διατροφή των ορεσίβιων βλάχικων πληθυσμών και κατά συνέπεια την ανάγκη ανταλλαγής προϊόντων. Γιαυτό, η παρουσία Βλάχων στις αγορές έδινε παλιά την εντύπωση ότι αρκούσαν λίγοι μονάχα Βλάχοι, για να στηθεί ολόκληρο παζάρι, καθώς κατέβαζαν για να πουλήσουν ζώα πολλά: γιδοπρόβατα και αλογομούλαρα, τυροκομικά προϊόντα, μαλλί και μάλλινα υφαντά, κερεστέ, δηλ. ξυλεία, και είδη ξυλουργικής βιοτεχνίας, όπως σκάφες, πινακωτές, κλειδοπίνακες κ.τ.λ.π., όλα σε μεγάλη ποσότητα.
Από την εικόνα τούτη με την πλούσια παράθεση προϊόντων για πώληση βγήκε το παροιμιώδες «πέντε Βλάχοι ένα παζάρι».
Το επάγγελμα του κιρατζή, ιδιαίτερα όσων εκτελούσαν μακρινά δρομολόγια, ήταν πολύ σκληρό, επικίνδυνο και δύσκολο. Γιαυτό, απαιτούσε καλούς κι έμπειρους γνώστες των δρομολογίων, δυνατούς, φιλόδοξους, πολυμήχανους κι έξυπνους άντρες και ταυτόχρονα γερά ζώα σαν τα σκληρόνυχα μουλάρια.
Τα μουλάρια στα βλαχοχώρια της Πίνδου ήταν πολλά. Γιαυτά ο Κ. Κρυστάλλης γράφει πως, κατά τις δυνατότητες κάθε κιρατζή, αριθμούσαν από 10 έως 200 και πλέον και πως οι εύποροι καρβανάροι είχαν υπηρέτες στη δούλεψή-τους. Στην Αβδέλλα – για παράδειγμα – υπήρχαν 1.500 μουλάρια δημόσιας χρήσης, δηλ. κιρατζήδικα, ενώ ίσο αριθμό βιομηχανικών ίππων διέθετε η Ελλάδα πριν το 1912, όταν έφθανε μέχρι τη Μελούνα. Στο διπλανό Περιβόλι οι περισσότεροι ήταν κιρατζήδες κι επέβαλαν τη μαύρη φορεσιά-τους και στην τάξη των κτηνοτρόφων, που – κατά παράδοση – φορούσαν albili, δηλ. «τ’ άσπρα».
Οι συντροφιές των κιρατζήδων την άνοιξη, που άρχιζαν τα μακρινά δρομολόγια, συγκροτούνταν με βάση τον κοινό μεταξύ-τους προορισμό. Έτσι, για παράδειγμα, ξεκινούσαν κιρατζήδες από τη Βωβούσα και, καθώς περνούσαν από Περιβόλι, Αβδέλλα, Σμίξη και Σαμαρίνα, από κάθε χωριό προσχωρούσαν αγωγιάτες. Με τον τρόπο αυτό προέκυπτε ο μεγάλος σχηματισμός, που τους έδινε την αυτοπεποίθηση για ασφαλή πορεία μέσα από την αλληλεγγύη των πολλών μελών-του.
Τα καραβάνια είχαν επικεφαλής τον κιρατζή – μπαση που με το μπινέκι του επέβλεπε την πορεία . Μπροστά στο καραβάνι τραβούσε η μούλα - κολαούζος με το μεγάλο κυπρί για να ακούγεται. Και ύστερα από μέρες έφταναν σε λιμάνια της Αδριατικής. Προορισμός, όμως, για τα περισσότερα καραβάνια ήταν το Ζεμούν, το Σεμλίνο στα ελληνικά, που βρίσκεται στη συμβολή του Σάβου με τον Δούναβη, απέναντι από το Βελιγράδι. Το Σεμλίνο ανήκε τότε στους Αυστριακούς και ήταν το κομβικό σημείο ανάμεσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία και την Αυστρο-Ουγγαρία. Εκεί, μέσα από τους δύο πλωτούς ποταμούς, έφταναν προϊόντα από την Ουγγαρία, τη Γερμανία, την Ολλανδία ακόμα και από την Αγγλία. Εκεί τα καραβάνια παρέδιδαν τ’ αγαθά της Ανατολής και παραλάμβαναν τ’ αγαθά της Δύσης.
Τα καραβάνια των Αρμάνων έφταναν μέχρι τη Λειψία, το Νόβγκοροντ ανάμεσα στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, καθώς και σε άλλες πόλεις του Βορρά και της Δύσης.
Στην Κλεισούρα η παράδοση κάνει λόγο για πυκνή επικοινωνία με τη Βιέννη, από την οποία μέσα σ’ ένα μήνα επέστρεφε ένα Καραβάνι, ενώ τον ίδιο μήνα έφτανε εκεί ένα άλλο. Από Βλάχους ξυλογλύπτες της Βιέννης είναι και το περίφημο τέμπλο στον Άγιο Δημήτριο της λαμπρής κάποτε Κωμόπολης.
Κι ενώ το τραγούδι μας λέει το παράδοξο: «ποιος είδε στο Μέτσοβο βαπόρι», η πραγματικότητα το διαψεύδει, γιατί στο Μέτσοβο παλιά κατασκευάζονταν και πλεούμενα, που οι αγωγιάτες τα μετέφεραν λυμένα στην Πρέβεζα, όπου και τα συναρμολογούσαν. Πλοία, φορτηγά κι επιβατηγά, είχαν κάποιοι Αρμάνοι και στον Δούναβη, τους οποίους ο Γιάννης Παπαδριανός, ιστορικός ερευνητής, χαρακτήρισε με πολύ θαυμασμό «μικρούς Ωνάσηδες».
Να τί γράφουν σχετικά με την εκπληκτική οικονομική εξάπλωση και ισχύ των Αρμάνων – Βλάχων οι ερευνητές Κάνιτς και Σβάρτνερ: «Οι Τσίντσαροι – πάντα οι Αρμάνοι – αμέσως μετά την ειρήνη του Ποζάρεβιτς (1718), κρατούσαν στα χέρια τους ολόκληρο σχεδόν το εμπόριο Εγγύς Ανατολής – Κεντρικής Ευρώπης. Πολλοί τσιντσαρικοί οίκοι είχαν άμεση συνεργασία με τα κυριότερα λιμάνια και τις βιομηχανικές πόλεις της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου και των χρημάτων της Ουγγαρίας ήταν στα χέρια τους. Μέσω των εμπορικών-τους εταιρειών, ήλεγχαν το εμπόριο από την Αθήνα μέχρι την Πέστη και τη Βιέννη» (Kanits, σελ. 336, Schwaztner, Statistick, σελ. 138).
Οι Βλάχοι της Κεντρικής Ευρώπης απέχτησαν μυθικά πλούτη, ισχυρές τράπεζες, περίλαμπρα μέγα και τίτλους ευγενείας στον οίκο των Αψβούργων. «Κυριάρχησαν – μας λέει ο Νίκος Μέρτζος – στη Βούδα, την Πέστη και τη Βιέννη, όπου έχτισαν μνημειώδεις ελληνικούς Ναούς και θεόρατα καραβάν σαράι για τα καραβάνια-τους, ανάπτυξαν ισχυρότατες επιχειρήσεις, έγιναν μεγάλοι τραπεζίτες, βαρόνοι και μυστικοσύμβουλοι του Αυτοκράτορος» (Η Βλαχόφωνη Ρωμιοσύνη, σελ. 17).
Στην ανάδειξη του παραπάνω μεγαλείου οι καρβουνάροι πρωταγωνίστησαν. Έγιναν το δυνατό νεύρο της Ρωμιοσύνης και η αρτηρία της, όπου το κιρατζηλίκι σε ρόλο συγκοινωνούντων αγγείων επέτρεπε να κυκλοφορούν αγαθά και ιδέες και να μεταγγίζονταν από την καθ’ ημάς Ανατολή στην καρδιά της Ευρώπης και αντίστροφα.
Η υλική και πνευματική ανάπτυξη πάνε χέρι – χέρι και τότε «ο άνθρωπος – γράφει ο Μαρξ – παράγει επίσης σύμφωνα με τους νόμους της ομορφιάς».
Τέτοια ομορφιά – μεταξύ των πολλών άλλων – είναι το Μέγαρο Φίλων της Μουσικής του Νικόλα Δούμπα από τη Βλάστη στην πρωτεύουσα της ευγένειας και της κλασικής μουσικής, τη Βιέννη, και η Ακαδημία Αθηνών του Σίμωνα Σίνα από τη Μοσχόπολη, που είναι το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας και το πιο ωραίο νεοκλασικό κτήριο, κατά την UNESCO, όλου του κόσμου στην πάλαι ποτέ πρωτεύουσα του πνεύματος και του κλασικού κάλλους.
Οι Αρμάνοι – Βλάχοι, μέσα από την ανάπτυξη της οικονομίας και του πολιτισμού, πέτυχαν με την εθνική ευεργεσία το ά ρ ι σ τ α, καθώς η προσφορά είναι η ανώτερη πράξη του ανθρώπου κατά το σύντομο πέρασμά-του από τη ζωή.
Για τον κόσμο αυτόν της προκοπής και της προσφοράς ο Αστέργιος Κουκούδης μας άφησε πολύτιμο κληροδότημα το συγγραφικό-του έργο, για το οποίο οι γενεές των Αρμάνων – Βλάχων θα του είναι ευγνώμονες για πάντα.
Τα παραδοσιακά επαγγέλματα των Βλάχων
Αντωνίος Μπουσμπούκης
Ομ. Καθηγητής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Οι Βλάχοι του ελληνικού χώρου
Επιστημονική ημερίδα αφιέρωμα στον Αστέριο Κουκούδη
Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020