Η γιαγιά μου η Κυριακή (Γεροκώστα γεν. ;1874), η μάνα της μάνας μου, όταν πια άρχισαν να μεγαλώνουν τα τρία κορίτσια της κόρης της Πολυξένης, είχε την έγνοια της να βοηθήσει για τα προικιά.
Γι’ αυτό κάθε χρόνο, συνήθως αρχές Φθινοπώρου ερχόταν στο Δρυμό για ένα περίπου μήνα. Διάλεγε αυτή την εποχή, γιατί οι δουλειές του κοπαδιού ήταν λιγοστές αυτήν τη χρονική περίοδο. Τα ζώα βοσκούσαν έξω, στις πλαγιές στις Πέντε Βρύσες, άρμεγμα δεν είχε και τα γεννητούρια δεν είχαν αρχίσει.
Και για όλα αυτά νοιαζόταν γιατί δεν ήταν από τις γιαγιάδες που χασομερούσε. Ήθελε πάντα να δουλεύει και να προσφέρει. Μικροκαμωμένη, σβέλτη, αεικίνητη, εργατική, έξυπνη και πάντα αγχωμένη να τελειώνουν γρήγορα οι δουλειές. Έτσι ήταν σχεδόν μέχρι τα τελευταία της (104 χρονών). Τον παππού Τάσο δεν τον γνωρίσαμε. Είχε πεθάνει το 1941.
Ήθελε να βοηθήσει την κόρη της μα ο νους της ήταν πάντα στο σπίτι του γιού της, γιατί νόμιζε, ίσως και να είχε δίκιο, ότι χωρίς αυτήν θα χαλαρώσουν οι δουλειές.
Η γιαγιά Κυριακή απ’ τη στιγμή που πατούσε το πόδι της στο σπίτι της κόρης της, ζητούσε να της φέρουν όλα τα υλικά για το κλώσιμο του μαλλιού. Αποτραβιόταν στο βορεινό πίσω μεγάλο δροσερό δωμάτιο την «κάσα μάρεα» κι άρχιζε το κλώσιμο του μαλλιού που το μετέτρεπε, με μεγάλη μαεστρία και δεξιοτεχνία, σε κλωστή.
Την παρακολουθούσα και μου άρεσε αυτό το στριφογύρισμα του αδραχτιού «φούσου». Πρόσεχα το σφονδύλι «πρίσινου, στη βλάχικη γλώσσα», σφηνωμένο στο κάτω μέρος του αδραχτιού για να το κρατάει σταθερό. Και η γιαγιά ακατάπαυστα να κινεί κάθε τόσο, πάνω τα χέρια, να ισιώνει το μαλλί και συγχρόνως να στριφογυρίζει με δύναμη το αδράχτι και μετά με μια μελωδική κίνηση των δακτύλων τύλιγε την νεοφτιαγμένη κλωστή πάνω στο αδράχτι. Τα δάχτυλα των χεριών της χόρευαν.
Τώρα που έχω την εικόνα μπροστά μου, θαρρείς πώς έπαιζε όλα τα μουσικά όργανα, «άρπα, βιολί, πιάνο, κρουστό …», δίχως να ακούγεται ήχος. Ήταν μεγάλη τέχνη. Με συνέπαιρνε όταν την έβλεπα. Κι αυτή χαμογελούσε γιατί ένιωθε ότι παρακολουθούσα τις κινήσεις της. Και το αδράχτι σιγά σιγά φούσκωνε στο κέντρο ώσπου γινόταν μια εξογκωμένη μπάλα πάνω στο αδράχτι. Τότε το άφηνε στην άκρη κι έπαιρνε άλλο αδράχτι. Εφτά με οχτώ αδράχτια έκανε την ημέρα. Δε σταματούσε καθόλου.
Σταματούσε λίγο το μεσημέρι, έτρωγε ελάχιστα και ξανά πάλι δουλειά. Η ώρα του φαγητού, όσο διαρκούσε, ήταν γι’αυτήν, μα και για όλους, ιερή. Θα έκαναν το σταυρό τους, θα έτρωγαν χωρίς να μιλάνε. Μόλις τελείωναν έκαναν πάλι το σταυρό τους αλλά η γιαγιά Κυριακή, δόξαζε το Θεό, με την ευχή «Ντουμνιτζαέλου σ’ ού αντάβγκ, κ’ φίρι ντί ιά νού πουτέμου σ’ αντραέμου = ο Θεός να το αυγατίσει, γιατί χωρίς αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε».
Τότε συζητούσαν για λίγο, αλλά η γιαγιά πάντα βιαστική. Δεν προλαβαίναμε να σηκωθούμε από το τραπέζι και πάντα προλάβαινε να πει «αστιρτζέτς αγόνια τραπέζεα, σ’ νου γίνι βίρι προυξινίτου = σφουγγίστε γρήγορα το τραπέζι, να μην έρθει κανένας προξενήτης». Έτσι γνωρίζαν από παλιά. Από προξενιό γίνονταν όλα. Θα ήταν ντροπή να έρθει κάποιος και να μας προλάβει πριν καθαρίσουμε το τραπέζι και να σκουπίσουμε καταγής. Φυσικά εμείς τίποτα δεν αφήναμε για μετά. Έτσι είχαμε μάθει. Και χαιρόταν γι’ αυτό.
-.-
Ήμουν στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Η γιαγιά μ’ έβλεπε πως την παρακολουθούσα αλλά δεν ήθελε να την ενοχλούν για να μη χασομεράει, γι’αυτό δεν της ζητούσα να δοκιμάσω κι εγώ. Κι όμως κατάλαβε από μόνη της. Μου έδωσε ένα αδράχτι, και μου έδειξε με μεγάλη χαρά το πώς μπορώ να κλώσω την κλωστή. Εύκολα μάθαινα. Έτσι εδραιώθηκα κι εγώ με τη γιαγιά στην «κάσα μάρεα» κι άρχισα να δημιουργώ. Καμάρωνε και επιβράβευε η γιαγιά μ’ ένα χαμόγελο. Φαινόταν ακόμα πιο πολύ η ικανοποίησή της στα μικρά μελοπρασινογαλανά μάτια της. Χαιρόταν με την οικογένεια της κόρης της που όλα ήταν σε τάξη. Δεν συνήθιζαν οι μεγάλοι να μας επιβραβεύουν με λόγια, μόνο με την έκφρασή τους. Κι εμείς πολύ εύκολα το αντιλαμβανόμασταν.
Κι έτσι έμαθα να κλώθω την κλωστή κι έφθασα να κάνω κι εγώ πέντε με έξι αδράχτια την ημέρα. (τα σχολεία άρχιζαν 21 Σεπτεμβρίου, οπότε υπήρχε περιθώριο). Εκείνο τον Σεπτέμβριο κλώσαμε όλο το μαλλί σε κλωστή μαζί με τη γιαγιά. (Κι αυτή τη στιγμή εάν έχω στα χέρια μου όλα αυτά τα υλικά, θα έκλωθα με μεγάλη άνεση. Δεν ξεχνιέται τίποτα. «ό,τι μικρομάθεις, δε γερονταφήνεις») Η κλωστή «χίρου, στη βλάχικη γλώσσα», θα ήταν έτοιμη και χρήσιμη για το επόμενο καλοκαίρι που θα στηνόταν ο αργαλειός στο χαγιάτι για να υφάνουμε τις βελέντζες.
Κούλα Λέντζιου Τρίκου
από το, υπό έκδοση, βιβλίο μου «Σεργιάνι στις μνήμες»